Σταύρωση του Ιησού Χριστού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
"Σταύρωση" (14αι.) φιλοτεχνήθηκε σε εργαστήριο Κωνσταντινούπολης, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών

Σύμφωνα με τις περιγραφές της Καινής Διαθήκης, ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος πιστεύεται από τους Χριστιανούς ως ο υιός του Θεού αλλά και ο Μεσσίας, συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο για να μαστιγωθεί και τελικά να σταυρωθεί. Συλλογικά αποκαλούμενα ως τα πάθη, ο πόνος και λυτρωτικός θάνατος του Ιησού είναι η κύρια διάσταση της χριστιανικής Θεολογίας που αφορά στο δόγμα της σωτηρίας και του εξιλασμού.

Η σταύρωση του Ιησού περιγράφεται στα Ευαγγέλια, αναφέρεται στις αποστολικές επιστολές, επιβεβαιώνεται από άλλες αρχαίες πηγές και γενικά θεωρείται ως ένα πραγματικό γεγονός επιβεβαιωμένο και από μη χριστιανικές πηγές, αν και δεν υπάρχει γενική συναίνεση στις πηγές αυτές ως προς τις ακριβείς λεπτομέρειες του τι ακριβώς συνέβη. Αντίθετα, ενώ οι ευαγγελιστές επιλέγουν να δώσουν μεγαλύτερη ή μικρότερη έμφαση στα διάφορα γεγονότα της Σταύρωσης, εντούτοις είναι κοινώς αποδεκτό από τις εκκλησιαστικές πηγές ότι υπάρχει απόλυτη σύμπνοια μεταξύ των ευαγγελιστών ως προς τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη Σταύρωση του Ιησού.

Ιστορικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις μέρες μας η Βάπτιση αλλά και η Σταύρωση του Ιησού θεωρούνται ως δύο βέβαια, ιστορικά γεγονότα. Αν και όλες οι πηγές που αναφέρονται στην σταύρωση είναι λογοτεχνικές, η αρχαιολογική ανακάλυψη του 1968 στα βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ του σώματος ενός σταυρωμένου άνδρα που χρονολογείται από τον 1ο αιώνα παρέχει αρκετά αποδεικτικά στοιχεία ότι σταυρώσεις όντως συνέβαιναν κατά την ρωμαϊκή περίοδο περίπου με τον ίδιο τρόπο που περιγράφεται και η σταύρωση του Ιησού στα Ευαγγέλια.

Αφηγήσεις από τα Ευαγγέλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποκαθήλωση" (1618) του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, Μουσείο Ερμιτάζ

Στην Καινή Διαθήκη και τα τέσσερα Ευαγγέλια λήγουν με μία εκτενή περιγραφή της σύλληψης, δίκης, Σταύρωσης, ταφής και Ανάστασης του Ιησού. Σε κάθε ένα αυτά τα πέντε γεγονότα στην ζωή του Ιησού περιγράφονται με περισσότερες έντονες λεπτομέρειες από οποιαδήποτε άλλη αφήγηση των Ευαγγελίων. Οι ιστορικοί θεωρούν ότι τα Ευαγγέλια δίνουν ώρα παρά ώρα αφήγηση των γεγονότων. Οι χριστιανοί αντιλαμβάνονται τη Σταύρωση του Ιησού ως την υπέρτατη θυσία του Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Στην Εκκλησία βιώνεται ως αναíμακτη θυσία με τη μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του Κυρίου στην Θεία Ευχαριστία ως ανάμνηση του Μυστικού δείπνου και τιμάται από τους χριστιανούς τη Μεγάλη Παρασκευή.

Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, τα γεγονότα έχουν ως εξής: Ο Ιησούς συνελήφθη στον κήπο της Γεθσημανής στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών μετά το Μυστικό Δείπνο με τους δώδεκα Αποστόλους. Ύστερα δικάστηκε μπροστά στο Σανχεντρίν, τον Πόντιο Πιλάτο και τον Ηρώδη Αντίπα πριν παραδοθεί για την σταύρωση. Μετά τη φραγγέλωσή Του (σ.σ. μαστίγωμα), ο Ιησούς χλευάστηκε από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι Τον αποκαλούσαν περιπαικτικά "Βασιλιά των Ιουδαίων". Ο Ιησούς ντυμένος με ένα πορφυρό διάδημα και ένα στεφάνι με αγκάθια χτυπημένος και εξουθενωμένος από τις κακουχίες, έπρεπε να περπατήσει μόνος Του στο μέρος της μαρτυρικής Του σταύρωσης. Στο μέσο της διαδρομής, λύγισε υπό το βάρος του Σταυρού, κι έτσι ο Σίμων ο Κυρηναίος Τον βοήθησε να το κουβαλήσει μέχρι τον τόπο της σταύρωσης. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, το πλήθος Τον χλεύαζε μαζί με τους επαναστάτες και τους ληστές, ενώ συγκεκριμένοι μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου ενός εκατόνταρχου και μερικών γυναικών παρακολουθούσαν από μακριά, δύο από τις οποίες ήταν παρούσες και στην ταφή.

Μόλις έφτασε στον Γολγοθά (μτφ. κρανίου τόπος), σταυρώθηκε με την κατηγορία ότι ισχυρίστηκε ότι είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, ενώ Τού προσφέρθηκε να πιεί ένα μείγμα χολής αναμειγμένο με ξύδι. Τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου αναφέρουν ότι το αρνήθηκε. Ύστερα σταυρώθηκε και κρεμάστηκε μεταξύ των δύο καταδικασμένων ληστών. Το μαρτύριο του Ιησού μετά τη σταύρωση διήρκησε 6 ώρες. Οι στρατιώτες πρόσθεσαν πάνω από τον σταυρό του Ιησού μία επιγραφή, πάνω στην οποία αναγραφόταν η φράση: ''Ιησούς ο Ναζωραίος, Βασιλιάς των Ιουδαίων'' και μοίρασαν με κλήρο τα ενδύματά Του. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες δεν έσπασαν τα πόδια του Ιησού (για να εκπληρωθεί η παλαιοδιαθηκική προφητεία), σε αντίθεση με τα πόδια των δύο άλλων ληστών, καθώς Αυτός είχε ήδη παραδώσει το πνεύμα Του. Στα τέσσερα ευαγγέλια, διάφορα υπερφυσικά γεγονότα ακολουθούν τη σταύρωση και τον θάνατο, όπως σκοτάδι και σεισμό, και σε εκείνο του Ματθαίου, ανάσταση αγίων. Μετά τον θάνατό Του, ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίος, ζήτησε το Άγιο σώμα Του από τον Πόντιο Πιλάτο, το αποκαθήλωσε (σ.σ. κατέβασε) από το Σταυρό, το τύλιξε σε ένα καθαρό (αμεταχείριστο) σεντόνι και το τοποθέτησε στο δικό του καινούριο μνήμα, λαξευμένο στον βράχο. Το άνοιγμα του μνήματος σφραγίστηκε με μια μεγάλη πέτρα.

Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες των γεγονότων της Σταύρωσης που αναφέρονται μόνο σε ένα, αλλά όχι στα υπόλοιπα από τα τέσσερα ευαγγέλια. Συγκεκριμένα, το ευαγγέλιο του Μάρκου είναι το μόνο που αναφέρει την ακριβή ώρα της σταύρωσης (ώρα γ' - 9 το πρωί) και την ανακοίνωση του θανάτου του Ιησού από τον εκατόνταρχο. Στο ευαγγέλιο του Ματθαίου αναφέρεται ότι από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 3 το απόγευμα (ώρα στ' έως θ'), ώρα που ξεψύχησε ο Ιησούς, έπεσε σκοτάδι στη γη, και περιγράφονται τα σημεία που ακολούθησαν τον θάνατό του, όπως ο σεισμός και η ανάσταση των αγίων. Επίσης, αναφέρεται ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες επέβλεπαν τον τάφο του Ιησού. Το ευαγγέλιο του Λουκά μάς πληροφορεί για τα λόγια του Ιησού στις γυναίκες που πενθούσαν, την επίπληξη του ενός εγκληματία από τον άλλο και την αντίδραση του κοινού. Ο Λουκάς είναι ο μόνος ευαγγελιστής που παρέλειψε τις λεπτομέρειες του μείγματος με τη χολή που δόθηκε στον Ιησού, ενώ ο Μάρκος και ο Ιωάννης περιγράφουν ότι ο Ιωσήφ αποκαθήλωσε ο ίδιος το σώμα του Χριστού από τον Σταυρό. Τέλος, ο Ιωάννης είναι ο μόνος που αναφέρει τη βούληση εκ μέρους των στρατιωτών για το σπάσιμο των ποδιών και αντ' αυτού το επακόλουθο τρύπημα του σώματος του Ιησού (εκπληρώνοντας έτσι την προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης), καθώς και ότι ο Νικόδημος συνόδευσε τον Ιωσήφ στην ταφή.

Θεολογία της Σταύρωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής είναι συγκλονιστική, διότι κατ’ αυτήν ο Θεάνθρωπος Κύριος βρίσκεται επί του Σταυρού και σ’ αυτό το γεγονός κρύβεται όλη η αγάπη και ο πόνος του Θεού για τον άνθρωπο. Μέσα στους λίγους λόγους που απηύθυνε από τον Σταυρό ήταν και η λέξη «διψώ». Ο άνθρωπος που ομολογεί ότι διψά φανερώνει ότι υπάρχει φλόγα εντός του που τον κατακαίει και ζητεί να την κατασβέσει με το νερό. Στον Σταυρό όμως δεν εκρεμάτο ένας απλός άνθρωπος που έπασχε, αλλά Αυτός ήταν ο τέλειος Θεός. Έτσι, αναφωνώντας το «διψώ», ο Ιησούς το είπε και ως άνθρωπος αλλά και ως Θεός. Ως άνθρωπος υφίστατο ένα φοβερό μαρτύριο, με συνέπεια να αισθάνεται έντονη φλόγα, την οποία θέλησε να κατευνάσει ζητώντας νερό. Ως Θεός όμως, «απαθής ών», δεν εφλέγετο από το μαρτύριο του Σταυρού, αλλά από την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Κατά τον Ιερό Καβάσιλα ήταν γεμάτος από τον μανικό έρωτα για το πλάσμα του, τον άνθρωπο. Έτσι, το «διψώ» του Θεού Ιησού υπερβαίνει τον συγκεκριμένο χρόνο της Σταυρικής Του θυσίας και απευθύνεται ανά τους αιώνες στον κάθε άνθρωπο και στη σωτηρία του, συνοψιζόμενο στον Ε΄ Μακαρισμό της Μ. Πέμπτης: "Ἐσταυρώθης δι᾽ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν· ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι".[1]

Ιερά Σύνοψις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την ιερά Σύνοψη, τα προαναφερθέντα γεγονότα, με κορυφαία τη Σταύρωση και την Ανάσταση, περιγράφονται από τη Μ. Πέμπτη το πρωί και ολοκληρώνονται την Κυριακή του Πάσχα.

Μεγάλη Πέμπτη πρωί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εξάψαλμος, Αλληλούια
  • Τροπάριο σε ήχο πλάγιο δ` " Ότε οι ένδοξοι μαθηταί εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο......"
  • Ευαγγέλιον κατά Λουκά (κβ`, 1-39) "Τω καιρώ εκείνω, ήγγιζεν η εορτή των αζύμων η λεγομένη Πάσχα...."

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κωστόπουλος, Δρ, Κύριλλος (2004). Παρεμβάσεις και Υπερβάσεις. Πάτρα: Πέτρος Κούλης. σελ. 54. ISBN 960-90505-9--X.