Ντίντι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ντίντι

1958
Προσωπικές πληροφορίες
Ημερ. γέννησης8 Οκτωβρίου 1928
Τόπος γέννησηςΚάμπος Ντος Γκοϊτακάζες,Βραζιλία
Ημερ. θανάτου12 Μαΐου 2001 (72 ετών)
Τόπος θανάτουΡίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία
Ύψος1,74 μ.
ΘέσηΜέσος
Ομάδες νέων
1944Σάο Κριστοβάο
1945Ιντάστριαλ
1945Ρίο Μπράνκο
1945–1946Γκοϊτακάζ
Επαγγελματική καριέρα*
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1946Αμερικάνο
1947–1949Μαδουρέιρα32(8)
1949–1956Φλουμινένσε150(52)
1956–1959Μποταφόγκο64(39)
1959–1960Ρεάλ Μαδρίτης19(6)
1960–1962 Μποταφόγκο44(19)
1962–1964Σπόρτινγκ Κριστάλ
1964–1965 Μποταφόγκο11(1)
1965–1966 Βερακρούς29(4)
1966Σάο Πάολο ΦΚ4(0)
Εθνική ομάδα
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1952–1962 Βραζιλία68(20)
Προπονητική καριέρα
ΠερίοδοςΟμάδα
1962– 1964Σπόρτινγκ Κριστάλ
1967– 1969Σπόρτινγκ Κριστάλ
1969– 1970Περού
1971Ρίβερ Πλέιτ
1972– 1975Φενερμπαχτσέ
1975Φλουμινένσε
1977Κρουζέιρο
1977– 1981Αλ Αχλί ΣΚ
1981 Μποταφόγκο
1981Κρουζέιρο
1982– 1983Αλ Σαμπάμπ ΦΚ
1985Φορταλέζα
1986Σάο Πάολο
1986Αλιάνσα Λίμα
1989– 1990Μπανγκού
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).

Ο Βαλντίρ Περέιρα, πιο γνωστός ως Ντίντι (Waldyr Pereira, Didi, πορτογαλική προφορά: [dʒiˈdʒi] , 8 Οκτωβρίου 1928 – 12 Μαΐου 2001), ήταν Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν ως μέσος. Συμμετείχε σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα (1954, 1958 και 1962), κατακτώντας τα δύο τελευταία και ψηφίστηκε ως πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης του 1958. Ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές της εποχής του[1] και τους μεγαλύτερους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών,[2][3][4] ψηφίστηκε 19ος καλύτερος παίκτης του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS.[5]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Κάμπος Ντος Γκοϊτακάζες, μέσου μεγέθους πόλη στην πολιτεία του Ρίο ντε Τζανέιρο. Προέρχονταν από φτωχή οικογένεια και πουλούσε φυστίκια στο δρόμο για να τη συνδράμει. Σε ηλικία 14 ετών μετά από τραυματισμό στο δεξιό αστράγαλο προσβλήθηκε από σοβαρή λοίμωξη στο δεξί πόδι και φτάνει πολύ κοντά στον ακρωτηριασμό, αλλά καταφέρνει να γλιτώσει, παραμένοντας σε αναπηρικό καροτσάκι για έξι μήνες.[6] Όσο βρισκόταν καθηλωμένος, έμαθε να σηκώνει τη μπάλα και να τη κλοτσάει με τα τρία δάκτυλα του ποδιού του και την έστελνε στο κεφάλι. Παρατήρησε ότι η μπάλα έπαιρνε απρόσμενη πορεία, στοιχείο που διατήρησε στη συνέχεια όταν άρχισε πάλι να παίζει και τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά.[7] Μετέπειτα μετακόμισε στο Σάο Κριστόβαο, όπου ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην ομάδα νέων της πόλης.

Καριέρα σε συλλόγους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στην ομάδα Αμερικάνο το 1946. Μετά από δύο σεζόν στη Μαδουρέιρα (όπου αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο πολιτειακό πρωτάθλημα του 1949) στο Σάο Πάολο, έφτασε η σημαντική μεταγραφή το 1949 συμμετέχοντας στις τάξεις της Φλουμινένσε. Σε φιλικό αγώνα της ομάδας της πολιτείας του Ρίο απέναντι στην ομάδα της πολιτείας του Σάο Πάολο σημείωσε το πρώτο τέρμα του νεόκτιστου Μαρακανά στις 15 Ιουνίου 1950.[8][9] Σε επτά σεζόν με την ομάδα, κέρδισε το Πρωτάθλημα Καριόκα το 1951 και το Κύπελλο του Ρίο το 1952, μιας επετειακή διοργάνωσης για τα 50 χρόνια της Φλουμινενσε που μετείχαν σημαντικές ευρωπαϊκές ομάδες, όπως η Αούστρια Βιέννης, η Γιουβέντους και η Σπόρτινγκ Λισαβόνας.[10][11]

Ήταν γρήγορος παίκτης υψηλής τεχνικής κατάρτισης, με εξαιρετική ευφυΐα στο παιχνίδι, ειδικότητα στις απευθείας εκτελέσεις φάουλ και ξεχώριζε για την ποιότητα των επιλογών του μέσα στο γήπεδο έχοντας ηγετικές ικανότητες. Το δόθηκε το προσωνύμιο «Πρίγκιπας της Αιθιοπίας» από το θεατρικό συγγραφέα Νέλσον Ροντρίγκεζ.[1][12][13] Συχνά θεωρούνταν ως ένας πλήρης ποδοσφαιριστής.[14] Ξεκίνησε αγωνιζόμενος περισσότερο ως επιθετικός αλλά σταδιακά υποχώρησε σε καθαρά μεσαία θέση ως επιτελικός, διαθέτοντας τις ικανότητες να εκμεταλλεύονται οι συμπαίκτες του τον τρόπο παιχνιδιού του. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά «είναι η μπάλα που πρέπει να τρέξει, όχι ο παίκτης». Ο εγκεφαλικός τρόπος παιχνιδιού του τον ανέδειξαν σε ένα από τους κορυφαίους μέσους όλων των εποχών.[8][15][16] Χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος που προχωρούσε ως κάτοχος της μπάλας, πάντα με το κεφάλι ψηλά.[17] Στην ποδοσφαιρική τεχνική έμεινε ο τρόπος εκτέλεσης φάουλ με τον τίτλο folha seca (ξερό φύλλο).[11][10][18] Αυτή η τεχνική συνίστατο στο χτύπημα της μπάλας, με την εξωτερική πλευρά του ποδιού, προκειμένου να τροποποιηθεί η τροχιά της. Πήρε αυτό το όνομα επειδή αυτός ο τρόπος εκτέλεσης φάουλ έδινε στην μπάλα απροσδόκητο αποτέλεσμα, παίρνοντας αρχικά ύψος και στη συνέχεια χάνοντάς το γρήγορα, παρόμοιο με αυτό ενός φύλλου που πέφτει κάτω. Την τεχνική αυτή την πρωτοχρησιμοποίησε το 1956 σε αγώνα απέναντι στην Αμέρικα του Ρίο. Η κίνηση έγινε διάσημη όταν ο Ντίντι σημείωσε τέρμα σε φάουλ με αυτό τον τρόπο απέναντι στην εθνική ομάδα του Περού στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958.[6][19] Χρειάστηκε πολλή εξάσκηση για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, ενώ ο προπονητές του στην αρχή δεν έδειξαν την ανάλογο ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της ιδιαίτερης αυτής ικανότητας.[20]

Εξωαγωνιστικοί παράγοντες οδήγησαν στην εκδίωξή του από τη Φλουμινένσε παίρνοντας μεταγραφή για τη Μποταφόγκο με ποσό ρεκόρ στη ιστορία του αθλήματος στη χώρα, όπου κέρδισε το Πρωτάθλημα Ρίο στην πρώτη του σεζόν. Η Μποταφόγκο διέθετε πολύ δυνατή ομάδα με παίκτες όπως οι Γκαρίντσα, Νίλτον Σάντος και Μάριο Ζαγκάλο και μαζί της κατέκτησε τρία πρωταθλήματα Καριόκα και ένα τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο.[8][21] Με την ομάδα του Ρίο αγωνίστηκε σε 313 παιχνίδια συνολικά και σημείωσε 114 τέρματα.[22] Έχοντας υποσχεθεί σε περίπτωση νίκης σε αυτό το πρωτάθλημα να περπατήσει την απόσταση μεταξύ του σπιτιού του και του σταδίου Μαρακανά (άνω των εννέα χιλιομέτρων), το κάνει και συνοδεύεται από 5.000 οπαδούς και φίλους του.[18]

Το καλοκαίρι του 1959, μετακόμισε στη γηραιά ήπειρο και τον καλύτερο συλλόγο στον κόσμο της εποχής: στη Ρεάλ Μαδρίτης του Αλφρέδο Ντι Στέφανο, ήδη τέσσερις φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης. Αυτή η μετακίνηση τον έκανε τον πρώτο μεγάλο Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή που ήρθε στην Ευρώπη για να αγωνιστεί, ενώ ήταν και ο πρώτος μαύρος παίκτης στην ιστορία της Ρεάλ.[10][23] Παρά τη δημοσιότητά της, αυτή η εμπειρία ήταν μια αποτυχία για τον Βραζιλιάνο, καθώς ο τρόπος του παιχνιδιού του δεν φαίνεται να ταίριαζε με αυτό της ομάδας, ενώ υπήρχαν και αντικρουόμενες φήμες για κακή σχέση με τον Αργεντινό Αστέρα. Ο Ντι Στέφανο ήταν πεπεισμένος ότι η επιτυχία της ομάδας εκείνη την εποχή συνίστατο στο να έχει πάντα έναν παίκτη παραπάνω στη μεσαία γραμμή, έχοντας αυτός το ρόλο, ενώ η παρουσία του Ντίντι τον έβρισκε σε πιο προωθημένη θέση.[9][24][25] Το παιχνίδι της ευρωπαϊκής πρωταθλήτριας ήταν περισσότερο βασισμένο στον δυναμισμό παρά στην τεχνική, κάτι που δεν ταίριαζε στο Βραζιλιάνο και έτσι δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί. Επικρίθηκε από τους δημοσιογράφους για έλλειψη ανθεκτικότητας με τον ίδιο να αγωνίζεται στον άξονα ως κεντρικός μέσος χωρίς την απαιτούμενη κινητικότητα. Επιπλέον, δεν ήταν καθόλου καλός στα αμυντικά του καθήκοντα, χαρακτηριστικό που δεν εκτιμούνταν στην Ευρώπη και έγινε εύκολα στόχος από φιλάθλους και συμπαίκτες.[1][6] Επίσης, δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στο Κύπελλο Ισπανίας. Έπαιξε μόνο 19 αγώνες πρωταθλήματος και σημείωσε έξι γκολ, κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1960, χωρίς όμως να αγωνιστεί σε καμία συνάντηση και επέστρεψε στη Βραζιλία ένα χρόνο αργότερα.[26][27] Στα 32 του επέστρεψε στη Μποταφόγκο όπου αγωνίστηκε για δύο σεζόν. Μετά από δύο χρόνια στο Περού κατά τη διάρκεια των χρόνων 1962–64 (όπου λειτούργησε ως προπονητής) και στο Μεξικό το 1965–66 αγωνιζόμενος με τη Βερακρούς επανέρχεται στην ενεργό δράση και στην πατρίδα του και στη Σάο Πάολο, όπου τελείωσε την καριέρα του το Δεκέμβριο του 1966 σε ηλικία 38 ετών.[28]

Διεθνής καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε διεθνές επίπεδο αγωνίστηκε για πρώτη φορά με την εθνική του ομάδα στις 6 Απριλίου 1952 κατά τη διάρκεια συνάντησης του Παναμερικανικού Πρωταθλήματος (πρόδρομο του Κόπα Αμέρικα) κατά του Μεξικού (2–0). Κατά τη διάρκεια αυτής της διοργάνωσης, σημείωσε το πρώτο του γκολ απέναντι στην Ουρουγουάη (4–2). Συμμετείχε σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα (1954, 1958, 1962) κατακτώντας τον τίτλο στις δύο τελευταίες διοργανώσεις στη Σουηδία και τη Χιλή.[29] Ήταν βασικό στέλεχος της Βραζιλίας από το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που συμμετείχε έχοντας πολύ καλές εμφανίσεις και σημειώνοντας δύο τέρματα, το ένα κατά του Μεξικού με εκτέλεση φάουλ, προτού η ομάδα του να αποκλειστεί στα προημιτελικά από την Ουγγαρία με 4–2 σε ένα αγώνα που έμεινε γνωστός ως «η μάχη της Βέρνης».[6][10][30]

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εφαρμογή του πρωτοποριακού για την εποχή συστήματος 4–2–4 που αντέγραψαν σχεδόν όλες οι ομάδες.[31][32] Ο Ντίντι μαζί με τον Νίλτον Σάντος έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μεταμόρφωση της Βραζιλίας μετά τα δύο πρώτα παιχνίδια, όχι μόνο με την αγωνιστική του παρουσία, αλλά και με την πειθώ στον προπονητή της ομάδας σε αλλαγές που αποδείχθηκε ότι μεταμόρφωσαν το σύνολο.[7] Ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης του τουρνουά και στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης.[7][33] Για πρώτη φορά η πατρίδα του κατέκτησε τον τίτλο έχοντας ως ηγέτη το Ντίντι και επιθετικούς αστέρες τον πρωτοεμφανιζόμενο διεθνώς Πελέ και το Γκαρίντσα.[34] Στη διοργάνωση σημείωσε δύο τέρματα.[35] Ο ευρωπαϊκός τύπος του έδωσε το προσωνύμιο Mr Football («ο Κύριος Ποδόσφαιρο»).[7][15] Στον τελικό με τη Σουηδία έδειξε ένα ακόμα από τα χαρίσματά του, την ικανότητά του να διατηρεί ηρεμία – όταν η Σουηδία πήρε προβάδισμα από νωρίς, ο Ντίντι πήρε τη μπάλα από τα δίχτυα και άρχισε αργά να περπατά προς το κέντρο. Ο Μάριο Ζαγκάλο πήγε τρέχοντας κοντά του και του φώναξε «Έλα Ντίντι, χάνουμε» με στόχο να τον κάνει να κινηθεί πιο γρήγορα. Ο Ντίντι γύρισε προς το μέρος του και του είπε «Ηρέμησε. Είμαστε ακόμα καλύτερη ομάδα από αυτούς. Θα ανατρέψουμε αυτό το παιχνίδι αρκετά σύντομα», πράγμα που έγινε με την ισοφάριση σε τέσσερα λεπτά και τον μετέπειτα θρίαμβο της Βραζιλίας.[20] Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο με τα λόγια του αυτά βοήθησε στην ψυχολογική ανάταση της ομάδας που είχε κατακρημνιστεί από το χαμένο τελικό στην έδρα της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950.[36]

Στο επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής ήταν στη βασική ομάδα, συμμετείχε σε όλους τους αγώνες χωρίς να σκοράρει. Μετά τη νίκη της Βραζιλίας στον τελικό του 1962 απέναντι στην Τσεχοσλοβακία (3–1), ο τότε αρχηγός της εθνικής, ανακοίνωσε την επιθυμία του να μην φορέσει πλέον τη φανέλα της «σελεσάο» για να γίνει προπονητής. Από το 1952 έως το 1962, επιλέχθηκε 68 φορές στην εθνική ομάδα και πέτυχε 20 γκολ.[37] Από αυτά τα 12 ήταν με απευθείας εκτέλεση φάουλ.[38]

Η Βραζιλία του 1958 με το Ντίντι κάτω, δεύτερο από αριστερά

Ο Πελέ θαύμαζε τον τρόπο παιχνιδιού του και έγραψε γι' αυτόν ως την εντύπωση που αποκόμισε μετά το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που υπήρξαν συμπαίκτες: «Η ιδιοφυΐα του ήταν απίστευτη. Δεν είμαι τίποτα σε σύγκριση με τον Ντίντι. Είναι το είδωλό μου, το μοντέλο μου. Δεν θα τον πλησιάσω ποτέ. Δε θα φτάσω ούτε καν τον αστράγαλο του. Οι πρώτες φιγούρες που αγόρασα ήταν φιγούρες Ντίντι».[20]

Προπονητής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράση ακολούθησε προπονητική καριέρα σε πολλές ομάδες. Ξεκίνησε με την Σπόρτινγκ Κριστάλ του Περού κερδίζοντας το περιφερειακό πρωτάθλημα του 1968.[39] Στην προπονητική του φιλοσοφία ενέταξε στοιχεία όπως η πειθαρχία και η καλή φυσική κατάσταση που ήταν προϊόν της σύντομης ευρωπαϊκής του καριέρας. Ήταν προπονητής της εθνικής ομάδας του Περού κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1970 στο Μεξικό, η οποία για πρώτη φορά έφτανε σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η ομάδα του ήταν μία από τις εκπλήξεις της διοργάνωσης. Έφτασε στους προημιτελικούς όπου αποκλείστηκε από την μελλοντική πρωταθλήτρια Βραζιλία.[9][40] Ο Ντίντι υπήρξε ο άνθρωπος που έμαθε τον Τεόφιλο Κουμπίγιας την περίτεχνη εκτέλεση των φάουλ στην οποία διακρίθηκε ο κορυφαίος Περουβιανός παίκτης.[18] Παρά την επιτυχία της δεν παρέμεινε στον πάγκο της και ως προπονητής εργάστηκε αργότερα στην Τουρκία με την Φενερμπαχτσέ και γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία του καριέρα, με το πρωτάθλημα και το κύπελλο του 1974 και έναν δεύτερο τίτλο πρωταθλήματος τον επόμενο χρόνο. Επέστρεψε στη Νότια Αμερική το 1975 και ανέλαβε προπονητής πρώην συλλόγων που αγωνίστηκε όπως η Φλουμινένσε και η Μποταφόγκο, στη Ρίβερ Πλέιτ της Αργεντινής καθώς και σε ομάδες του Περού.[28] Τα τελευταία χρόνια υπέφερε από καρκίνο και απεβίωσε το Μάιο του 2001 σε ηλικία 71 ετών. [34][41]

Τίτλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φλουμινένσε

  • Κόπα Ρίο : 1952
  • Κρατικό Πρωτάθλημα : 1951

Μποταφόγκο

  • Καμπεονάτο Καριόκα (3) : 1957, 1961, 1962
  • Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο  : 1962
  • Tournament home (3) : 1961, 1962, 1963
  • Διεθνές τουρνουά Κολομβίας: 1960
  • Πενταγωνικό Κύπελλο Μεξικού: 1962

Ρεάλ Μαδρίτης

  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης : 1960
  • Τρόπαιο Ramon de Carranza : 1959

Εθνική Βραζιλίας

  • Παγκόσμιο Κύπελλο (2) : 1958 , 1962
  • Κύπελλο Οσβάλντο Κρουζ (4) : 1955, 1958, 1961, 1962
  • Κύπελλο O'Higgins (2) : 1955, 1961
  • Ατλαντικό Κύπελλο : 1956

Ατομικές διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χρυσή μπάλα Παγκόσμιου Κυπέλλου : 1958
  • Καλύτερη Ομάδα Παγκόσμιου Κυπέλλου : 1958
  • IFFHS : 19ος καλύτερος ποδοσφαιριστές του 20ού αιώνα
  • IFFHS : 7ος καλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα
  • The Best of The Best - Παίκτης του αιώνα: Κορυφαίοι 50
  • Hall of Fame του Ποδοσφαίρου της Βραζιλίας

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Didi». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2021. 
  2. «Melhor Brasil de todos os tempos». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2023. 
  3. «Ronaldo, Pele, Neymar and top 20 Brazilian footballers in history». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουνίου 2023. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2020. 
  4. «Και οι 20 Βραζιλιάνοι όλων των εποχών ήταν υπέροχοι». Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2023. 
  5. «IFFHS Century Elections». Ανακτήθηκε στις 17 Μαΐου 2020. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 «Didi». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2020. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 «FIFA : Brazil's Prince and King of '58». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2021. 
  8. 8,0 8,1 8,2 «Το «μυαλό» του βραζιλιάνικου Ποδοσφαίρου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Αυγούστου 2023. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2020. 
  9. 9,0 9,1 9,2 «Didi: há 19 anos, o futebol se despedia do sereno 'Príncipe Etíope'». Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2022. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 «Craque Imortal - Didi». Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2022. 
  11. 11,0 11,1 «Didi». Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2020. 
  12. «Morre Didi, autor do 1º gol do Maracanã». Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2020. 
  13. «Didí, el líder de la Brasil de Pelé». Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2021. 
  14. «7 MOST COMPLETE FOOTBALLERS OF ALL TIME». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Φεβρουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2024. 
  15. 15,0 15,1 «A Forgotten Titan: The Story of Didi». Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2021. 
  16. «Top 25 Greatest Playmakers Ever» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2020. 
  17. «Dez craques brasileiros que eu gostaria de ver jogar». Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2024. 
  18. 18,0 18,1 18,2 «Όλοι έστεκαν προσοχή, μετά έκαναν προσευχή, γιατί ετοιμαζόταν να σουτάρει ο Ντιντί!». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2022. 
  19. «Encyclopaedia Britannica : Didi». Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2020. 
  20. 20,0 20,1 20,2 «The Greatest Footballer you've never heard of - Didi». Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2022. 
  21. «Didi: há 19 anos, o futebol se despedia do sereno 'Príncipe Etíope'». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2022. 
  22. «DIDI». Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2022. 
  23. «La historia del primer jugador negro del Real Madrid: el inventor de la folha seca que no se adaptó a España». Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2023. 
  24. «¡HABLA MEMORIA! 30 volantes ofensivos que hicieron historia». Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  25. «Del milagro Miguel Muñoz al "¡fuera Muñoz!"». Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2023. 
  26. «Waldir Pereira 'Didí', la bella historia de amor entre un hombre y un balón». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2021. 
  27. «Didi : 1959-60». Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2021. 
  28. 28,0 28,1 «Didi». Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2020. 
  29. «World Football: The 100 Greatest World Cup Players of All Time». Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2020. 
  30. «FIFA : The Battle of Berne». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουλίου 2021. 
  31. «Pelé il grande segreto del 4-2-4». Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2020. 
  32. «4-2-4: O SEGREDO CONTRA O WM DA EUROPA OCIDENTAL». Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2021. 
  33. «FIFA World Cup All Star teams». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. CS1 maint: Unfit url (link)
  34. 34,0 34,1 « The New York Times : Didi, 71, Elegant Midfielder Of Brazil's Soccer Champions». Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2020. 
  35. «World Football: The 100 Greatest World Cup Players of All Time». Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2021. 
  36. «FIFA : Ha nacido el país del fútbol». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2014. 
  37. «Waldir Pereira "Didi" - International Appearances and Goals». Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2020. 
  38. «50 Greatest South American Footballers of All Time». Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2020. 
  39. «Sporting Cristal 1968». Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2020. 
  40. «The beautiful game: Pelé, Didi and the origins of football's most tiresome cliche». Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2020. 
  41. «Soccer: Brazilian great Didi dies aged 71». Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2020. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βραβεία
Προκάτοχος
Φέρεντς Πούσκας
Πολυτιμότερος παίκτης Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου
1958
Διάδοχος
Γκαρίντσα