Λάνγκαρ (Σιχισμός)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μία λάνγκαρ (κοινοτικό δωρεάν γεύμα) σε εξέλιξη στον κοινόχρηστο χώρο ενός ιερού ναού Σιχ στην Ινδία

Η λάνγκαρ (κουζίνα),[1] είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στον Σιχισμό για την κοινοτική κουζίνα που βρίσκεται μέσα σε έναν ιερό ναό (γκουντβάρα), όπου ετοιμάζονται και προσφέρονται δωρεάν γεύματα σε όλους τους επισκέπτες, ανεξαιρέτως θρησκείας, κάστας, φύλου, οικονομικής κατάστασης ή εθνικότητας. Το δωρεάν γεύμα είναι πάντα χορτοφαγικό.[2] Ο κόσμος κάθεται στο πάτωμα και τρώνε όλοι μαζί, ενώ η κουζίνα διατηρείται και συντηρείται από Σιχ εθελοντές της κοινότητας.[3]

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη λάνγκαρ προέρχεται από τη γλώσσα Παντζάμπι.[4][5] Η ιδέα για τη λάνγκαρ ήταν μια καινοτόμος φιλανθρωπική κίνηση και σύμβολο ισότητας, η οποία εισήχθη από τον ιδρυτή του Σιχισμού, Γκουρού Νάνακ Ντεβ, περίπου το 1500.[6] Οι ρίζες τέτοιων φιλανθρωπικών θεσμών κοινοτικών κουζινών που τρέχουν με τη βοήθεια εθελοντών είναι πολύ παλιές στην Ινδική παράδοση. Ο Κινέζος Βουδιστής προσκυνητής Άι Τσινγκ (7ος αιώνας μ.Χ.) έγραψε για μοναστήρια με τέτοιου είδους εθελοντική δράση.[7][8] Παρομοίως, Ινδουιστικοί ναοί της εποχής της Αυτοκρατορίας Γκούπτα είχαν προσαρτημένες κουζίνες και ξενώνες τις οποίες ονόμαζαν Dharma-shala ή Dharma-sattra, για να προσφέρουν φαγητό σε ταξιδευτές και φτωχούς δωρεάν, ή για οποιαδήποτε προσφορά μπορούσαν να αφήσουν.[9][10] Η ύπαρξη αυτών των κοινοτικών κουζινών και ξενώνων αποδεικνύονται σε επιγραφικά στοιχεία και, σε κάποιες περιπτώσεις, σε ορισμένα μέρη της Ινδίας αναφέρονται ως Satram, Choultry ή Chathram.[11][12]

Μια σχετική ιδέα αναδύθηκε από τις πρακτικές του Μπαμπά Φαρίντ, έναν Σούφι άγιο που ζούσε στην περιοχή του Παντζάμπ κατά τον 13ο αιώνα, και ο οποίος πρόσφερε τα γλυκά που του έφερναν οι επισκέπτες του στους χαλιφάς και στους κοινούς ακολούθους του. Με τον καιρό, αυτή η ιδέα αναπτύχθηκε στην λάνγκαρ-χάνα κοντά στο μαυσωλείο του, μια πρακτική που καταγράφεται στο βιβλίο Jawahir al-Faridi, το οποίο συντάχθηκε το 1623.[13] Σύμφωνα με τον Αρβίντ-Παλ Σινγκ Μαντέρ, έναν καθηγητή των Σιχ Σπουδών, οι κοινοτικές κουζίνες λειτουργούσαν ήδη στο Παντζάμπ από Μουσουλμάνους Σούφι και από Ινδουιστές Γκοραχνάτ όταν ο Γκουρού Νάνακ Ντεβ ίδρυσε τον Σιχισμό.[14] Ωστόσο, ο Γκουρού Νάνακ Ντεβ τις ανέπτυξε ως μέρος του θεσμικού πλαισίου που βοήθησε την εξέλιξη της κοινότητας χωρίς προκαταλήψεις.[14]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον Σιχισμό, η πρακτική της λάνγκαρ, ή δωρεάν κουζίνας, πιστεύεται πως ξεκίνησε από τον πρώτο Σιχ-Γκουρού, Γκουρού Νάνακ Ντεβ. Σχεδιάστηκε για να υποστηρίξει την αρχή της ισότητας ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως θρησκείας, κάστας, χρώματος, πίστης, ηλικίας, φύλου ή κοινωνικής θέσης.

Ο δεύτερος Σιχ-Γκουρού, Γκουρού Ανγκάντ, μνημονεύεται στην Σιχ παράδοση για τη συστηματοποίηση του θεσμού σε όλους τους Σιχ ναούς, όπου οι επισκέπτες από κοντά ή μακριά, μπορούσαν να έχουν ένα δωρεάν απλό γεύμα σε κοινόχρηστο καθιστικό.[15][16] Έθεσε επίσης κανόνες και εκπαιδευτικές μεθόδους για τους εθελοντές οι οποίοι βοηθούσαν στην κουζίνα, δίνοντας έμφαση στο να της συμπεριφέρονται ως έναν χώρο ανάπαυσης και καταφυγίου, καθώς επίσης και το να είναι πάντα ευγενικοί και φιλόξενοι προς όλους τους επισκέπτες.[15]

Ο τρίτος Σιχ-Γκουρού, Γκουρού Αμάρ Ντας, ήταν αυτός που καθιέρωσε τη λάνγκαρ ως έναν διακεκριμένο θεσμό και απαιτούσε από τους ανθρώπους να τρώνε μαζί ανεξαρτήτως της κάστας και της κλάσης τους.[17] Ενθάρρυνε την πρακτική και έκανε όλους όσους τον επισκέπτονταν να παρευρεθούν στην λάνγκαρ πριν του μιλήσουν.[18]

Στον σύγχρονο κόσμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα, οι λάνγκαρς λαμβάνουν χώρα σε ιερούς ναούς (γκουντβάρας) σε όλο τον κόσμο, μερικοί από τους οποίους ελκύουν και άστεγους, σύμφωνα με αναφορές ειδήσεων. Οι Σιχ εθελοντές τους προσφέρουν φαγητό χωρίς καμία διάκριση, όπως και στους υπόλοιπους Σιχ πιστούς ή μη επισκέπτες.[19][20][21] Οι μεγαλύτεροι Ινδικοί και υπερπόντιοι γκουντβάρας λειτουργούν λάνγκαρ όπου οι τοπικές κοινότητες, μερικές φορές αποτελούμενες από εκατοντάδες ή χιλιάδες επισκέπτες, ενώνονται και τρώνε όλοι μαζί ένα απλό χορτοφαγικό γεύμα.[22]

Γκαλερί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Pashaura Singh· Louis E. Fenech, επιμ. (2014). The Oxford Handbook of Sikh Studies. Oxford Handbooks (1η έκδοση). Oxford University Press. ISBN 978-0199699308. 
  2. William Owen Cole· Piara Singh Sambhi (1995). The Sikhs: Their Religious Beliefs and Practices. Sussex Academic Press. σελ. 148. ISBN 978-1898723134. 
  3. Mark McWilliams (2014). Food & Material Culture: Proceedings of the Oxford Symposium on Food and Cookery 2013. Oxford Symposium. σελ. 265. ISBN 978-1-909248-40-3. 
  4. «Langar definition and meaning | Collins English Dictionary». www.collinsdictionary.com. 
  5. «Definition of langar». Dictionary.com. 
  6. Nikky-Guninder Kaur Singh (2011). Sikhism: An Introduction. I.B.Tauris. σελίδες 82–83. ISBN 978-0-85773-549-2. 
  7. William M. Johnston (2013). Encyclopedia of Monasticism. Routledge. σελίδες 953–954. ISBN 978-1-136-78716-4. 
  8. Nancy Auer Falk· Rita M. Gross (1980). Unspoken worlds: women's religious lives in non-western cultures. Harper & Row. σελίδες 210–211. ISBN 978-0-06-063492-6. 
  9. Manabendu Banerjee (1989). Historical and Social Interpretations of the Gupta Inscriptions. Sanskrit Pustak Bhandar. σελίδες 83–84. 
  10. Vasudeva Upadhyay (1964). The Socio-religious Condition of North India, 700-1200 A. D.: Based on Archaeological Sources. Munshi Manoharlal. σελ. 306. 
  11. A.K. Singh (2002). «A Śaiva Monastic Complex of the Kalacuris at Chunari in Central India». South Asian Studies (Taylor & Francis) 18 (1): 47–52. doi:10.1080/02666030.2002.9628606. 
  12. Barbara D. Metcalf (1984). Moral Conduct and Authority: The Place of Adab in South Asian Islam. University of California Press. σελίδες 336–339. ISBN 978-0-520-04660-3. 
  13. 14,0 14,1 Arvind-Pal Singh Mandair (2013). Sikhism: A Guide for the Perplexed. Bloomsburry Publishing. σελ. 25. ISBN 978-1-4411-1708-3. 
  14. 15,0 15,1 Arvind-Pal Singh Mandair (2013). Sikhism: A Guide for the Perplexed. Bloomsbury Academic. σελίδες 35–37. ISBN 978-1-4411-0231-7. 
  15. Pashaura Singh· Louis E. Fenech (2014). The Oxford Handbook of Sikh Studies. Oxford University Press. σελ. 319. ISBN 978-0-19-969930-8. 
  16. Eleanor Nesbitt (28 Απριλίου 2016). Sikhism: A Very Short Introduction. OUP Oxford. ISBN 978-0-19-106277-3. 
  17. Prithi Pal Singh (2006). «3 Guru Amar Das». The History of Sikh Gurus. New Delhi: Lotus Press. σελ. 38. ISBN 81-8382-075-1. 
  18. «Why homeless Britons are turning to the Sikh community for food». www.bbc.com. BBC. 22 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2018. 
  19. Kirsteen Paterson (14 Ιουλίου 2016). «Scotland: Sikh charity feeds those most in need». The National. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2019. 
  20. Shamsher Kainth (8 Μαρτίου 2017). «Sikh volunteers take hot food to homeless in Melbourne». SBS Punjabi. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2019. 
  21. Harold Coward· Raymond Brady Williams· John R. Hinnells (2000). The South Asian Religious Diaspora in Britain, Canada, and the United States. SUNY Press. σελίδες 196–198. ISBN 978-0-7914-4509-9. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Michel Desjardins; Ellen Desjardins (2009). «Food that Builds Community: The Sikh Langar in Canada». Cuizine: The Journal of Canadian Food Cultures (Consortium Erudit) 1 (2). doi:10.7202/037851ar.