Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας
Ο Ιγνάτιος το 1816
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ιγνάτιος Μπάμπαλος (Ελληνικά)
Γέννηση1765
Μυτιλήνη
Θάνατος1828
Πίζα
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
ΣπουδέςΜεγάλη του Γένους Σχολή
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμητροπολίτης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας (Μυτιλήνη, 1765–1828) ήταν Έλληνας κληρικός. Διετέλεσε μητροπολίτης Άρτας από το 1794 μέχρι το 1805, όπου είχε σχέσεις με τον Αλή πασά και συμμετείχε στις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις της περιοχής, κι ανάμεσα στ' άλλα μεσολάβησε για συνθήκη μεταξύ των Επτανησίων και του Αλή πασά. Την περίοδο 1806–1809 βρίσκονταν στα Επτάνησα, παρών και εκεί στις εξελίξεις. Το 1807 έλαβε μέρος στην άμυνα της Λευκάδας, επικεφαλής σώματος 400 Ηπειρωτοσουλιωτών. Στα τέλη του 1807 πήγε στη Νεάπολη και τον Απρίλιο του 1809 στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Διορίστηκε από τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας, με την τσαρική συγκατάθεση, μητροπολίτης Βουκουρεστίου και πρόεδρος του τοπικού Διβανίου. Το 1812, με την επιστροφή των παραδουνάβιων ηγεμονιών στους Τούρκους, έφυγε από την έδρα του και εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Από εκεί, το 1815, μετακινήθηκε στην Πίζα. Υποστήριξε την ελληνική επανάσταση, χωρίς όμως να μεταβεί στην Ελλάδα. Πέθανε στις 31 Αυγούστου/12 Σεπτεμβρίου 1828.

Νεανικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1765. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Μπάμπαλος ή Κακουγδός. Οι γονείς του ήταν ο Απόστολος και η Μαλαματένια, καταγόμενοι από τα Χρύσαφα της Λακωνίας, που μετανάστευσαν στη Λέσβο, άγνωστο πότε ακριβώς. Είχε έναν ακόμα αδελφό, ο οποίος έγινε αρχιμανδρίτης. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον θείο και αδελφό του πατέρα του, ιερομόναχο Γεράσιμο, από τον οποίο και εκάρη μοναχός, πιθανώς στη Μονή Λειμώνος.[1] Με προτροπή του θείου του μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του προχειρίσθηκε αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Εφέσου Σαμουήλ. Σε ηλικία 28 ετών, το 1794, χειροτονήθηκε επίσκοπος και απεστάλη στην κενή Μητρόπολη Άρτας για να αντικαταστήσει τον μετατεθέντα στη Μητρόπολη Δέρκων, Μακάριο Β΄.[2]

Η επισκοπεία του στην Άρτα και η σχέση του με τον Αλή πασά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έντεκα συνολικά χρόνια, από το 1794 μέχρι το 1805, ποίμανε την επισκοπή Άρτας. Έχοντας μαζί του τον αδελφό του και τον Κονιτσιώτη δάσκαλο Δημήτριο Μόστρα, έλαβε πρωτοβουλίες με σκοπό την πνευματική ενίσχυση του ποιμνίου του: εγκατέστησε τυπογραφείο, ενώ αγόρασε κτήματα με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της μητρόπολης. Όταν περιήλθε στην εξουσία του Αλή πασά η Άρτα, ενισχύθηκε με εξουσίες πολιτικής διοίκησης: έτσι ήταν αγορανομικός επόπτης στην επαρχία του και εισπράκτορας φόρων. Αρκετές φορές, με σκοπό την προστασία των Ελλήνων από τις αυθαιρεσίες του Αλή πασά και τους υπέρογκους φόρους, πλήρωσε φόρους από χρήματα της μητρόπολης ή έστελνε επιστολές προς τον Αλή πασά ή δεχόταν ν' αναμιχθεί σε πολιτικοστρατιωτικές υποθέσεις του.[3] Ο Τζορτζ Φίνλεϊ, πάλι, αναφέρει πως ήταν σχολαστικά ευσυνείδητος στην είσπραξη των φόρων, τόσο πολύ που κατέφευγε σε καταπιεστικά μέτρα, προκαλώντας την εξέγερση των κατοίκων.[4]

Ο ρόλος του στην άλωση της Πρέβεζας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την απομάκρυνση των Βενετών από τα Επτάνησα (1797) και την κατάληψη της περιοχής από τους Γάλλους, τα σχέδια του Αλή πασά για διεύρυνση του ζωτικού του χώρου ευνοούνταν από την εύνοια που του έδειξαν οι Γάλλοι. Μετά τη ρήξη που επήλθε στις γαλλοτουρκικές σχέσεις και την ήττα των Γάλλων στο Αμπουκίρ, ο Αλή πασάς προσανατολίστηκε προς τους Άγγλους και τους Ρώσους, των οποίων τη διείσδυση στην Ήπειρο ήθελε να προλάβει. Έτσι, κατέλαβε αιφνιδιαστικά το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα και τον Οκτώβριο του 1798 την Πρέβεζα.[5] Ο ρόλος του Ιγνατίου στα γεγονότα της Πρέβεζας συνίστατο στο να δώσει μυστικές οδηγίες στον κλήρο της πόλης να εμποδίσει τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό να βοηθήσει τους Γάλλους, ενώ παρακίνησε τους Πρεβεζάνους που είχαν καταφύγει στο Άκτιο να επιστρέψουν στην πόλη τους, κατόπιν σχετικής υπόσχεσης του Αλή πασά πως δεν θα τους έβλαπτε. Όμως, όταν αυτοί επέστρεψαν στην Πρέβεζα συνελήφθησαν και σφαγιάστηκαν. Ο Χριστόφορος Περραιβός τον κατηγορεί γι' αυτό,[6] αλλά ο Πουκεβίλ λέει πως εξαπατήθηκε, αφού ο Αλή πασάς του είχε υποσχεθεί περί του αντιθέτου.[7] Άλλοι πάλι ιστορικοί είναι αμφίρροποι στην εκτίμησή τους: ο Σιμόπουλος λέει «Αν παρέδωσε τους Πρεβεζάνους στο φάσγανο του Αλή ενσυνείδητα ή γιατί τον παραπλάνησε ο βεζύρης με τις υποσχέσεις του είναι άγνωστο».[8]

Ο ρόλος του στην υποταγή της Βόνιτσας, της Πάργας και των Σουλιωτών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιγνάτιος μετέβη στη Βόνιτσα με σκοπό να πείσει τους κατοίκους να παραδοθούν χωρίς να γίνει σύγκρουση με τα στρατεύματα του Αλή πασά. Ο Περραιβός ισχυρίζεται πως αυτό έγινε κατόπιν εντολής του Αλή, αλλά πιθανώς κι ο ίδιος από μόνος του να πήγε με σκοπό ν' αποτρέψει την επανάληψη για τους κατοίκους της Βόνιτσας όλων όσων έπαθαν οι κάτοικοι της Πρέβεζας. Η Πάργα ήταν ο επόμενος στόχος του Αλή πασά, αλλά η κατάληψή της δεν ήταν εύκολη λόγω της ισχυρής αντίστασης των κατοίκων της, επικουρούμενων κι από τη μικρή γαλλική φρουρά εκεί αλλά και από τους Σουλιώτες. Οι Παργινοί έστειλαν αντιπροσωπεία στον Αλή, τον Ιγνάτιο, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και μεσολαβητής του Αλή, και υπογράφτηκε συνθήκη ανάμεσα στα δύο μέρη. Ο Ιγνάτιος υπέγραψε κι αυτός τη συμφωνία ως διορισμένος και από τα δύο μέρη διά τον συμβιβασμόν.[9]

Ο Ιγνάτιος εμπλέκεται και στην παράδοση των Σουλιωτών. Ο Πρώσος διπλωμάτης Γιάκομπ Λούντβιχ Σάλομον Μπαρτόλντι (Jakob Ludwig Salomon Bartholdy) στα 1805 έγραψε πως ο Ιγνάτιος με διαταγή του Αλή πασά πήγε να πείσει τους Παραμυθιώτες να μην βοηθήσουν το Σούλι, όμως η αποστολή του απέτυχε. Βασισμένος σε αυτό ο Τζορτζ Φίνλεϊ ισχυρίζεται πως ο Ιγνάτιος, μαζί με τον μητροπολίτη Ιωαννίνων και τον μητροπολίτη Παραμυθιάς, έβγαλε αφορισμό προκειμένου να αποτρέψει όσους θα βοηθούσαν τους Σουλιώτες. Τα περί προδοτικής στάσης του Ιγνατίου σε βάρος των Σουλιωτών επαναλαμβάνει και ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο Καρπάθιος ιστορικός και πανεπιστημιακός Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης (επί δεκαπενταετία διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους) ισχυρίζεται πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς ό,τι έπραττε ο Ιγνάτιος το έπραττε υπό το κράτος της τρομοκρατίας του Αλή. Άλλωστε, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, σε συζήτησή του με τον γιατρό Στέφανο Καραθεοδωρή, ο Ιγνάτιος δεν θα έκρυβε το θαυμασμό του για τη μαχητικότητα των Σουλιωτών.[10]

Η Συνθήκη μεταξύ των Επτανησίων και του Αλή πασά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σεπτέμβριο του 1803 ο Ιγνάτιος μετέβη στην Κέρκυρα με σκοπό να συνάψει συνθήκη για λογαριασμό του Αλή πασά, η οποία θα ρύθμιζε εκκρεμή θέματα των δύο πλευρών: συγκεκριμένα οι Επτανήσιοι ζητούσαν από τον Αλή φοροαπαλλαγές στην περιοχή του, όπως και στην υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ ο Αλή πασάς ζητούσε να μη δίδεται άσυλο σε ληστές οι οποίοι κατέφευγαν από τα εδάφη του στα Επτάνησα, και τα χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο για επιθέσεις στις περιοχές του. Ο Αλή πασάς και η Επτάνησος Πολιτεία έμειναν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα των συνομιλιών που είχε πραγματοποιήσει ο Ιγνάτιος και της συμφωνίας που είχε πετύχει, και η δεύτερη μάλιστα, απένειμε στον Ιγνάτιο ισόβιο προνόμιο τριών χαρίτων, δηλαδή να απονέμει τρεις φορές τον χρόνο χάρη σε καταδίκους που είχαν συμπληρώσει το ένα τρίτο της ποινής τους.[11]

Φυγή και δράση στα Επτάνησα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιδείνωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων προκάλεσε την τουρκική καχυποψία σε βάρος όσων Ελλήνων είχαν φιλικές σχέσεις με τους Ρώσους της Επτανήσου Πολιτείας, όπως ο Ιγνάτιος. Η θετική στάση του Ιγνατίου απέναντι στα συμφέροντα της Επτανήσου Πολιτείας εκτιμήθηκε από τους Ρώσους, που από τότε κιόλας άρχισαν να βλέπουν τον μητροπολίτη με φιλικό μάτι. Στα τέλη του 1805 δραπέτευσε στα Επτάνησα. Τις εκδοχές-ερμηνείες της φυγής του συνοψίζει ο Κυριάκος Σιμόπουλος: «Είχε εξαντληθεί η ψυχική αντοχή του; Έβλεπε ότι ο Αλής τον μεταχειριζόταν ως όργανο των επιδιώξεών του κι ότι οι πρωτοβουλίες του κατέληγαν πάντοτε εις βάρος των ομοεθνών του; Επηρεάσθηκε από τη συγκρότηση του ευρωπαϊκού συνασπισμού (1805) που στρεφόταν και κατά της Τουρκίας και προοιώνιζε νέες εξορμήσεις του Αλή; Αντιμετώπισε κινδύνους προσωπικής εμπλοκής. Ή ένιωσε το βάρος της ευθύνης του και τον βασάνιζαν τύψεις για την ώς τότε πολιτεία του».[12] Ανεξάρτητα από τα κίνητρα της φυγής του, αναχώρησε με τη βοήθεια του Ρώσου προξένου Flory για τη Λευκάδα κι έπειτα για την Κέρκυρα, συνοδευόμενος από τον αδελφό του, τον γραμματέα του Μόστρα και τον γιατρό Νικ. Μαυρομάτη. Ο Αλής τον αναζήτησε στην Κέρκυρα στέλνοντας κάποιον Τούρκο για να τον δολοφονήσει, όμως αυτός έγινε αντιληπτός και καταγγέλθηκε από τον Ιγνάτιο στις τοπικές αρχές.[13]

Στην Κέρκυρα ο Ιγνάτιος αποτέλεσε τον πυρήνα κοινής δράσης των Ελλήνων κλεφταρματολών που ζούσαν στα Επτάνησα αλλά και διαφόρων σημαινουσών προσωπικοτήτων, όπως του Καποδίστρια, του αρχηγού των ελληνικών ταγμάτων του εκεί ρωσικού στρατού Εμμανουήλ Παπαδόπουλου και του πληρεξουσίου της Ρωσίας στα Επτάνησα Γεωργίου Μοτσενίγου. Υπό την προεδρία του Ιγνατίου, το 1806, έλαβε χώρα στη Λευκάδα σύσκεψη των αρματολών της Ακαρνανίας και Ηπειροθεσσαλίας. Λίγο μετά την έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, τον Μάρτιο του 1807 ο Παπαδόπουλος κινητοποίησε τους Έλληνες αρματολούς, ορίζοντας ως καθοδηγητή τον Ιγνάτιο, ο οποίος ήλπιζε στη ρωσική βοήθεια για την ελληνική υπόθεση. Ο Μοτσενίγος τού ανέθεσε αποστολή να οργανώσει στρατιωτικό σώμα ενσωματώνοντας τους εξόριστους καπεταναίους σε Λευκάδα και Ιθάκη, για να το στείλει για αντιπερισπασμό στις δυνάμεις του Αλή πασά στην Στερεά Ελλάδα.[14]

Στα τέλη του 1806 με αρχές του 1807 άρχισε η πολιορκία της Λευκάδας από τα στρατεύματα του Αλή πασά. Ο Ιγνάτιος είχε ενεργό ρόλο στην άμυνα του νησιού από τον Απρίλιο του 1807, όταν είχε φτάσει στο νησί, έχοντας υπό τις διαταγές του 400 Ηπειρωτοσουλιώτες, δηλαδή σώματα διαφόρων οπλαρχηγών. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς ήρθε και ο Καποδίστριας και συντόνιζαν από κοινού την ελληνορωσική στρατιωτική συνεργασία.[15] Το καλοκαίρι όμως του 1807 υπογράφτηκε η Συνθήκη του Τιλσίτ και τα Ιόνια νησιά πέρασαν στους Γάλλους. Ο Ιγνάτιος, αν και δέχτηκε δελεαστικές προτάσεις από αυτούς, οι οποίοι γνώριζαν την επιρροή του στους Έλληνες, για να αναλάβει την διοίκηση των Ελλήνων μισθοφόρων, αλλά και από τους Άγγλους, οι οποίοι του πρότειναν να πάει στη Μάλτα, αρνήθηκε. Ανάλογη βολιδοσκόπησή του έγινε και από τον Αλή πασά. Τελικά αναχώρησε με τον Γεώργιο Μοτσενίγο για τη Νεάπολη στα τέλη του 1807. Ο Μοτσενίγος έστειλε στον Ρώσο υπουργό των Εξωτερικών εγκωμιαστικό υπόμνημα για τις υπηρεσίες του Ιγνατίου και τελικά εγκρίθηκε από τον τσάρο η μετάβασή του στην Αγία Πετρούπολη τον Απρίλιο του 1809.[16]

Στην Αγία Πετρούπολη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φτάνοντας στην Αγία Πετρούπολη, ο Ιγνάτιος έλαβε από τον πρωθυπουργό Νικολάι Πετρόβιτς Ρουμιάντσεφ την εντολή να συντάξει υπόμνημα περί της καταστάσεως της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας σχετικά με την οργάνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της σχέσεως αυτού με την οθωμανική κυβέρνηση και το θέμα της εκπαίδευσης του κλήρου. Ο Ρώσος αυτοκράτορας τον αξιοποίησε υπέρ των ρωσικών συμφερόντων και, εν μέσω του ρωσοτουρκικού πολέμου, μετά την προσάρτηση της Βλαχίας, της Μολδαβίας και της Βεσσαραβίας, και αφού κενώθηκε η θέση της Μητροπόλεως Ουγγροβλαχίας (Βουκουρεστίου), ο Ιγνάτιος διορίστηκε από τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας, με την τσαρική συγκατάθεση, μητροπολίτης Βουκουρεστίου και πρόεδρος του τοπικού Διβανίου.[17]

Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 5 Μαΐου 1810 έφτασε μέσω Ιασίου στο Βουκουρέστι και εγκαταστάθηκε στη Μητρόπολη Ουγγροβλαχίας. Ο ενθρονιστήριος λόγος του εκφράζει σαφώς τα φιλορωσικά αισθήματά του, καθώς με αυτόν εκφράζει την προσδοκία του να φανεί με τη δράση του αντάξιος της εύνοιας που έδειξε στο πρόσωπό του ο Ρώσος αυτοκράτορας.[18] Το έργο του, όχι αποκλειστικά εκκλησιαστικό, ήταν πολυσχιδές, και μέσω της Φιλολογικής Εταιρείας Βουκουρεστίου της οποίας ηγούνταν, περιελάμβανε και την οικονομική υποστήριξη του περιοδικού της διασποράς Λόγιος Ερμής στη Βιέννη.

Πριν καν φτάσει στην εκκλησιαστική του έδρα, με επιστολές του προς τον Αλή πασά και τον γιο του Μουχτάρ, κατά παράκληση του Ρώσου πρωθυπουργού Νικολάι Ρουμιάντσεφ, προσπαθεί να τους προσελκύσει προς τη Ρωσία, εκμεταλλευόμενος τις αποσχιστικές από τον σουλτάνο φιλοδοξίες τους. Δεν έλαβε όμως καμία απάντηση εκ μέρους τους.

Συμβίβασε τους διχασμένους βογιάρους και αναβάθμισε το τοπικό συμβούλιο του Διβανίου. Βοήθησε τον ρωσικό στρατό, ερχόμενος σε συνεννόηση με τους αρχηγούς του και διατελώντας σύμβουλος του αρχιστρατήγου Νικολάι Καμένσκη, επειδή η θετική έκβαση του Ρωσοτουρκικού πολέμου (υπέρ των Ρώσων) θα καθόριζε την τύχη των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και κατ' επέκταση και τη δική του στον μητροπολιτικό θρόνο της Ουγγροβλαχίας. Στα κηρύγματά του προπαγάνδιζε υπέρ των Ρώσων, περιέθαλπτε Ρώσους τραυματίες στρατιώτες (1810), και επίσης ενίσχυσε τη διεξαγωγή εράνου υπέρ του ρωσικού στρατού. Η συνεισφορά του αυτή δεν έμεινε χωρίς αναγνώριση από τον τσάρο Αλέξανδρο, αφού τον παρασημοφόρησε με το παράσημο του Τάγματος της Αγίας Άννας.

Παράλληλα ανέπτυξε και κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, αφού ίδρυσε άσυλα για αρρώστους και ζητιάνους σε μοναστήρια της περιοχής του. Ανακαίνισε επίσης το παλιό κτήριο της μητρόπολης[19] και διέταξε την απογραφή των ενοριών της μητροπόλεώς του, ενώ σχεδίαζε την ίδρυση εκκλησιαστικού σχολείου στη μονή Σνάγκοφ στο Βουκουρέστι.[20]

Δεν έλειψαν οι αντιδράσεις στο πρόσωπό του εκ μέρους των βογιάρων και του ντόπιου κλήρου, επειδή αγνοούσε τη ρουμανική γλώσσα και τις τοπικές παραδόσεις, οι οποίοι υπέβαλαν υπόμνημα στον τσάρο Αλέξανδρο για να τον αντικαταστήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.[21]

Ο τσάρος, καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, αλλά και αφού έφυγε, του χορηγούσε ετήσια σύνταξη, η οποία ανερχόταν στο ποσό των τριών χιλιάδων ρουβλίων.[22]

Το φιλεκπαιδευτικό του έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενίσχυσε τη διάδοση της ελληνικής παιδείας μεταξύ των Βλάχων. Αρωγούς του είχε τον Καποδίστρια και τον Ρουμιάντσεφ. Κινήθηκε πάνω στους εξής άξονες:

Ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, διευθυντής του Λυκείου, συνεργάτης του Ιγνατίου.

α) Ενίσχυσε το ελληνικό σχολείο Βουκουρεστίου, ιδρυμένο από τον 16ο αιώνα, επισκευάζοντας το κτήριό του, μετονομάζοντάς το σε Λύκειο και αναμορφώνοντας το πρόγραμμα των μαθημάτων του. Έδωσε έμφαση σε πρακτικές και θετικές επιστήμες. Μαζί με τη Ρητορική, Ποιητική, Ιστορία, Μυθολογία και Αρχαιολογία, εισήγαγε τα Μαθηματικά, τη Φυσική, Χημεία, Γεωγραφία, Μεταφυσική, Λογική και Ηθική. Έδωσε έμφαση στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών, Ελληνικά, Λατινικά, Ρωσικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Επίσης αγόρασε με χρήματα δικά του και των βογιάρων τη βιβλιοθήκη του Γάλλου φυσικού Σοννίνι ντε Μανονκούρ, 3.700 τόμων, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα της μελλοντικής δημόσιας βιβλιοθήκης, ενώ εφοδίασε το σχολείο με όργανα φυσικής και χημείας. Σημαντικοί συνεργάτες του στο έργο αυτό ήταν οι Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος και Αθανάσιος Βογορίδης.[23] Η στροφή του Λυκείου προς τις επιστήμες, αλλά κυρίως η πρόταση για την εισαγωγή στο Λύκειο ως γλώσσας διδασκαλίας της Νεωτέρας Ελληνικής, προκάλεσε την αντίδραση του Νεόφυτου Δούκα.[24]

β) Ίδρυσε τη Φιλολογική Εταιρεία Σοννίνι ντε Μανονκούρ 7 Ιουλίου 1810. Κύριο έργο της ήταν η μέριμνα των παιδιών που φοιτούσαν στα σχολεία.[25]

γ) Χορήγησε υποτροφίες σε νέους για να σπουδάσουν στο εξωτερικό.

δ) Δίνοντας συνέχεια στις παραινέσεις του Κοραή σχετικά με την αναγκαιότητα απόκτησης εφημερίδος από τους Έλληνες, τον Οκτώβριο του 1810, σε συνέλευση της Γραικοδακικής φιλολογικής εταιρείας του Βουκουρεστίου, εξασφάλισε τη συναίνεση της εταιρείας και την οικονομική δαπάνη για την έκδοσή του Λόγιου Ερμή.[26]

Στη Βιέννη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν τον Μάιο του 1812 τερματίστηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου υποχρέωνε τους Ρώσους να επιστρέψουν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες στους Τούρκους. Ο Ιγνάτιος, αδυνατώντας να παραμείνει κι άλλο στην έδρα του λόγω του απροκάλυπτου αντιτουρκισμού του, αναχώρησε για τη Βιέννη, όπου έφτασε στα τέλη Οκτωβρίου του 1812. Εγκαταστάθηκε στην αριστοκρατική συνοικία του Λέοπολντστατ (Leopoldstadt), τακτοποιώντας το ζήτημα της σύνταξης που του χορηγούσε ο τσάρος, δηλαδή να του καταβάλλεται σε υπερτιμημένα ρούβλια, λόγω και του υψηλού κόστους ζωής στην Βιέννη.[27] Εκεί είχε επαφές με τον Μέττερνιχ αλλά και σημαίνοντες Έλληνες, όπως τον Άνθιμο Γαζή.[28] Δεν έμεινε αργός περί του ελληνικού ζητήματος, λαμβάνοντας ανάλογες πρωτοβουλίες. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου δυσαρέστησε τον Ιγνάτιο, ο οποίος υπέβαλε υπόμνημα προς τον τσάρο Αλέξανδρο και ενόψει της σύγκλησης του Συνεδρίου της Βιέννης, στις εργασίες του οποίου θα παρίστατο ο Ρώσος ηγεμόνας, με το οποίο τού τόνιζε πως οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ανατολής δεν έπρεπε να αφεθούν στην τύχη τους. Το γράμμα αυτό έμεινε χωρίς απάντηση.[29]

Η Φιλόμουσος Εταιρεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άνθιμος Γαζής κατέστησε κοινωνό τον Ιγνάτιο σχετικά με το αίτημα των μελών της Φιλόμουσης Εταιρείας Αθηνών, περί διενέργειας εράνου μεταξύ των Ελλήνων της Βιέννης με σκοπό την ενίσχυση της εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων στην Αθήνα και του έργου της Φιλόμουσης Εταιρείας των Αθηνών. Αυτή ήταν η αρχή της σύστασης της Φιλόμουσης Εταιρείας της Βιέννης, η οποία και ετέθη υπό την προστασία του Ιγνατίου.[30]

Στην Πίζα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Ιγνάτιος διαπίστωσε ότι το πολιτικό κλίμα της αυστριακής πρωτεύουσας (στενή παρακολούθηση από την αυστριακή αστυνομία) δεν προσφερόταν για περισσότερη δράση, εγκαταστάθηκε στην Πίζα της Ιταλίας (φθινόπωρο 1815).[31] Εκεί συνέχισε το φιλεκπαιδευτικό του έργο, ασκώντας πίεση προς τα πιο εύπορα μέλη της ελληνικής κοινότητας του Λιβόρνου για να ενισχύσουν οικονομικά τους ελληνόπαιδες και τις σπουδές τους, αλλά και να συνδράμουν στην αγορά βιβλίων για τα ελληνόπουλα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Ο Ιγνάτιος οραματιζόταν την ίδρυση μιας ναυτικής σχολής στην Ύδρα. Η οικία του ήταν κέντρο που λειτουργούσε ως εστία ενίσχυσης των πιο άπορων Ελλήνων σπουδαστών της Πίζας. Στην όλη του προσπάθεια συνέδραμε ο Αδαμάντιος Κοραής με την αποστολή βιβλίων και συστατικών επιστολών για νέους που έπρεπε να σπουδάσουν, αλλά και παροτρύνοντας άλλους για να στείλουν τα παιδιά τους στην Πίζα, όπου θα έβρισκαν «οδηγόν και προστάτην, τον σεβασμιώτατον αρχιερέα Ιγνάτιον, το καύχημα του γένους μας, το οποίον άλλους δέκα τοιούτους αρχιερείς αν είχεν, ήθελε παύσειν προ πολλού να ονομάζεται γένος δυστυχέστατον».[32]

Ο Ιγνάτιος αποτελούσε πόλο έλξης για πολλούς άλλους ομογενείς, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος διέμενε στην οικία του Ιγνατίου από το 1818 μέχρι το 1821, και ο ηγεμόνας Ιωάννης Καρατζάς. Επίσης, σημαίνοντες ξένοι τον συμβουλεύονταν και τον τιμούσαν: ο Ιταλός καθηγητής Σεμπαστιάνο Τσιάμπι αφιέρωσε την έκδοση του βιβλίου του Όνειρο του Σκιπίωνα του Κικέρωνος στον Ιγνάτιο, ο Βρετανός πολιτικός Φρέντερικ Νορθ, κόμης του Γκίλφορντ ζήτησε από τον Ιγνάτιο πληροφορίες σχετικά με το οργανωτικό σχήμα του Λυκείου του Βουκουρεστίου, προκειμένου ν' αναλάβει τη διεύθυνση της Ιονίου Ακαδημίας, ενώ ο Αμερικανός πολιτικός και Φιλέλληνας Έντουαρτ Έβερετ ζήτησε συστατικές επιστολές για να μεταβεί στην Τουρκία.[33] Η ογκωδέστατη αλληλογραφία του έπεσε στην αντίληψη των αυστριακών αρχών, οι οποίες τον παρακολουθούσαν διαρκώς και διακριτικά.[34]

Στην διάρκεια της εν Πίζα παραμονής του διαδόθηκε η φήμη πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον προόριζε για τη Μητρόπολη Κέρκυρας, κάτι το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε, είτε γιατί οι Άγγλοι δεν ήθελαν, ή επειδή δεν ήθελε ο Αλή πασάς, ο οποίος πραγματοποίησε νέα απόπειρα δολοφονίας του Ιγνατίου, στέλνοντας στην Πίζα τον Νικόλαο Γενοβέζο, αποτυγχάνοντας στο τέλος.[35]

Η γνωριμία με τη Φιλική Εταιρεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον Απρίλιο του 1818 οι ηγέτες της Φιλικής σχεδίαζαν να προσεγγίσουν τον Ιγνάτιο, προκειμένου να πείσει τον Καποδίστρια ν' αναλάβει την ανώτατη αρχή της Εταιρείας. Το Νοέμβριο του 1819 ο Αθανάσιος Τσακάλωφ τον επισκέφθηκε στην Πίζα και του γνωστοποίησε τα σχετικά με τη Φιλική Εταιρεία, τους στόχους της και τα μυστικά της. Το 1820 δέχθηκε άλλη μία επίσκεψη, από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, για τον ίδιο σκοπό. Οι Φιλικοί είχαν δώσει στον Ιγνάτιο το κρυπτογραφικό όνομα Μαυροφόρος και τον είχαν συμπεριλάβει στο επαναστατικό συμβούλιο που θα περιέβαλλε τον Αρχηγό της Επανάστασης.[36] Πάντως, μέλος της Φιλικής Εταιρείας δεν έγινε, σύμφωνα με τον καθηγητή Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη.[37] Άλλοι ιστορικοί θεωρούν ως πιθανό ενδεχόμενο τη μύησή του σε αυτήν.[38]Πάντως, τον Ιούνιο του 1822, ζήτησε από την τότε ελληνική κυβέρνηση ν' αποκηρύξει επισήμως τη Φιλική Εταιρεία.[39]

Η στάση του απέναντι στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Συνέλευση της Βοστίτσας βολιδοσκόπησε τον Ιγνάτιο σχετικά με το πότε θα έπρεπε να ξεκινήσει η Επανάσταση, στέλνοντας τον Ιωάννη Τομαρά για να τον συναντήσει. Η απάντηση που του έδωσε ήταν σκοτεινή και αμφίβολη. Ο Ιγνάτιος έβλεπε πρόωρη την έναρξη του Αγώνα χωρίς την αναγκαία πνευματική και υλική προετοιμασία. Σε υπόμνημά του με τίτλο, Παρατηρήσεις εις την παρούσαν κατάστασιν της Πελοποννήσου, με ημερομηνία 20 Μαΐου 1821, επέκρινε την πρόωρη έναρξη της Επανάστασης.[40] Το ίδιο επαναλάμβανε και σε άλλες του επιστολές σε όλη τη διάρκεια του 1821.[41] Παράλληλα επέρριπτε ευθύνες στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και στη Φιλική Εταιρεία, ως προπαρασκευαστικού οργανισμού της Επανάστασης, για την πρόωρη έναρξή της. Κατά τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο, η στάση του αυτή υπαγορευόταν από «...μόνην την φιλοδοξίαν να του δοθή μαζί με τον Καρατζάν η εξουσία εις την Ελλάδα»[42] και να αποδυναμώσει «τον Δημήτριον Υψηλάντην, του οποίου η δύναμις απέρρεεν από την θέσιν του αδελφού του Αλέξανδρου ως επιτρόπου της αρχής της Εταιρείας».[43]

Ο Ιγνάτιος κατά την Ελληνική Επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την έναρξη της Επανάστασης ο Ιγνάτιος ενεργοποιήθηκε προοδευτικά υπέρ αυτής με επιστολές, υπομνήματα, μηνύματα, αγγελιαφόρους, αξιοποιώντας τις γνωριμίες του με πρόσωπα πολιτικοστρατιωτικά στην επαναστατημένη Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από τα αρχεία της αυστριακής αστυνομίας γίνεται γνωστή η εργώδης προσπάθειά του να συγκεντρώσει χρήματα για τους επαναστατημένους Έλληνες.[44]«Μπορεί να ειπωθεί ότι στάθηκε, μετά τον Καποδίστρια, ο διπλωματικός εκπρόσωπος της επαναστατημένης Ελλάδας στο εξωτερικό.»[45].

Εφοδίασε με συστατικές επιστολές και έστειλε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην Ελλάδα.[46]Στις 23 Σεπτεμβρίου 1824, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος σε επιστολή του προς τον Σπυρίδωνα Τρικούπη επέμενε στην ανάγκη της παρουσίας του στην επαναστατημένη Ελλάδα. Εκείνος απέφευγε συστηματικά αυτό το ενδεχόμενο, επειδή «[...]μάλλον [...] εγνώριζε πάρα πολύ καλά τα ελληνικά πράγματα, σε τέτοιο βαθμό που να αισθάνεται πως δεν θα είναι σε θέση να τα εξουσιάσει ολοκληρωτικά, όσο κι αν ο ίδιος προερχόταν από το ίδιο περίπου κλίμα».[47]

Ο εξωτερικός προσανατολισμός του Ιγνατίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιγνάτιος, παρόλο που διατηρούσε κάποιες σχέσεις με τη Ρωσία, δεν δίσταζε να υποστηρίζει την άποψη ότι η Ελλάδα και η Αγγλία είχαν κοινά συμφέροντα και ότι οι Έλληνες όφειλαν αυτή τη Δύναμη να προσεγγίσουν. Διατύπωνε τους λόγους που θα οδηγούσαν τη Μεγάλη Βρετανία να αλλάξει την πολιτική της έναντι της Ελλάδας και πίστευε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν πια σε θέση να εμποδίσει τη ρωσική κάθοδο. Ο Ιγνάτιος τόνιζε: αν ο ελληνικός λαός, που ήταν λαός ναυτικός και είχε δείξει σημεία ανδρείας, ενισχυόταν από την Αγγλία και τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, και αν, επιπλέον, αποκτούσε διοίκηση ευρωπαϊκή, τότε θα μπορούσε να ενισχύσει την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, που στόχο είχε να αναχαιτίσει τη ρωσική κάθοδο στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Τέλος πίστευε πως η Μεγάλη Βρετανία στο μέλλον, προκειμένου να καταστήσει αποτελεσματικότερη την ανατολική της πολιτική, θα έθετε υπό την προστασία της ταυτόχρονα την Ελλάδα και την Τουρκία, με σκοπό να αποτελέσουν και οι δύο χώρες ανασχετικό παράγοντα σε ρωσική διείσδυση στην περιοχή αυτή.[48] «Η προσκόλληση της Ρωσίας στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας και η αδυναμία της ν' ασκήσει φιλελληνική πολιτική στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, διαμόρφωσαν στη σκέψη του Ιγνατίου τη θεωρία της ταύτισης των ελληνικών και των αγγλικών συμφερόντων, αλλά και προσδιόρισαν το δικό του πολιτικό προσανατολισμό προς την κυβερνητική παράταξη και ιδιαίτερα προς το πρόσωπο του Μαυροκορδάτου[49]

Το συγγραφικό έργο του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιγνάτιος φέρεται ως συγγραφέας ομιλιών, όπως αυτών που ο λόγιος και ιατρός Σοφοκλής Οικονόμος διέσωσε. Επρόκειτο για δώδεκα λόγους που εκφώνησε ο Ιγνάτιος είτε στην εκκλησία σε διάφορες περιστάσεις, είτε στο Λύκειο, είτε στη Φιλολογική Εταιρεία, που τα επόπτευε. Έχει σωθεί επίσης μια ομιλία του στη μνήμη του Ρώσου φίλου του πρεσβευτή Italinsky.[50]

Τα συγγράμματά του είναι δύο:

  • Σύνοψις ιστορική περί της ενεστώσης καταστάσεως της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Πρόκειται για το κατ' εντολήν του Νικολάι Ρομαντζώφ συνταχθέν στα γαλλικά υπόμνημά του.[51]
  • Απολογία ιστορική και κριτική υπέρ του ιερού κλήρου της Ανατολικής Εκκλησίας κατά ων συκοφαντιών του Νεοφύτου Δούκα, συγγραφείσα παρά Κυρίλλου Κ. κατ' επίμονον ζήτησιν των ομογενών, 1815. Το βιβλίο αυτό έγραψε και εκτύπωσε στην Πίζα μετά από προτροπή του Κυρίλλου , πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Αφορμή ήταν τέσσερις εργασίες του Νεόφυτου Δούκα που ήταν πολεμικές κατά του Ιγνατίου για το εκπαιδευτικό του έργο στο Βουκουρέστι, κατά του πατριάρχου, του κλήρου και των μοναχών.

Τέλος, ο Ιγνάτιος έδωσε υλικό για τη συγγραφή βιβλίου περί της ενεστώσης καταστάσεως της Ελλάδος από τον Ιωάννη Καποδίστρια, όμως αυτό βρίσκεται πιθανώς ενσωματωμένο στο έργο του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού "Histoire moderne de la Grece, depuis la chute de l΄empire d'Orient", που εκδόθηκε στη Γενεύη το 1828.[52]

Ο θάνατος του Ιγνατίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιγνάτιος πέθανε στις 31 Αυγούστου/12 Σεπτεμβρίου 1828 σε ηλικία 63 ετών. Σύμφωνα με τον Σοφοκλή Οικονόμου πέθανε από αιμορραγία. Χάρις στη μεσολάβηση του Ρώσου προξένου στη Φλωρεντία Borch, η κυβέρνηση της Τοσκάνης επέτρεψε την ταφή του νεκρού μπροστά στη βασιλική είσοδο της ελληνικής εκκλησίας του Λιβόρνου.[53] Το 1962, κατόπιν πρωτοβουλίας του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου, τα οστά του Ιγνατίου μεταφέρθηκαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του και τοποθετήθηκαν στο ναό του Αγίου Θεράποντος.[54][55]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σπυρίδων, σελ. 114.
  2. Πρωτοψάλτης, σελίδες 9–10.
  3. Πρωτοψάλτης, σελίδες 11–13.
  4. Σιμόπουλος, σελ. 380, υπόσ. 3.
  5. Μοσχονάς, σελίδες 388–389.
  6. Ο Π. Ζερλέντης λέει για τον Περραιβό, «τυφλωμένος υπό του πάθους της διαβολής, και ανήκων εις την αντικειμένην μερίδαν των υπ΄ αυτού διαβαλλομένων προσώπων προσπαθεί ακρίτως και ασυστόλως κατά τε των μητροπολιτών Ιγνατίου και Ιεροθέου», παρατίθεται στο Σιμόπουλος, σελ. 147–148, υποσ. 4.
  7. Πρωτοψάλτης, σελίδες 14–18.
  8. Σιμόπουλος, σελ. 147–148, υπόσ. 4.
  9. Πρωτοψάλτης, σελίδες 18–20.
  10. Πρωτοψάλτης, σελίδες 20–23, ανωνύμου, σελ. 330–331, υποσ. κη'.
  11. Πρωτοψάλτης, σελίδες 29–32.
  12. Σιμόπουλος, σελίδες 380–381, υπόσ. 3, ιδ. 381.
  13. Πρωτοψάλτης, σελίδες 24–25.
  14. Πρωτοψάλτης, σελίδες 33–36.
  15. Πρωτοψάλτης, σελίδες 36–37.
  16. Πρωτοψάλτης, σελίδες 39–40.
  17. Πρωτοψάλτης, σελίδες 41–43.
  18. Πρωτοψάλτης, σελ. 44.
  19. Πρωτοψάλτης, σελίδες 44–48.
  20. Σπυρίδων, σελ. 117.
  21. Σπυρίδων, σελίδες 117–118.
  22. Πρωτοψάλτης, σελ. 66.
  23. Πρωτοψάλτης, σελίδες 51–55.
  24. Πρωτοψάλτης, σελίδες 52–53, 63–64.
  25. Πρωτοψάλτης, σελίδες 56–59.
  26. Πρωτοψάλτης, σελίδες 62–63, Κουμαριανού, σελίδες 79, 133.
  27. Πρωτοψάλτης, σελίδες 66–67.
  28. Πρωτοψάλτης, σελίδες 64–65.
  29. Πρωτοψάλτης, σελίδες 67–68.
  30. Πρωτοψάλτης, σελίδες 69–74.
  31. Σπυρίδων, σελ. 118.
  32. Πρωτοψάλτης, σελίδες 78–79.
  33. Πρωτοψάλτης, σελίδες 79–80.
  34. Πρωτοψάλτης, σελίδες 79–81.
  35. Πρωτοψάλτης, σελίδες 81–82.
  36. Πρωτοψάλτης, σελίδες 84–85.
  37. Πρωτοψάλτης, σελ. 74.
  38. Σφυρόερας, σελ. 108.
  39. Πρωτοψάλτης, σελ. 88.
  40. Πρωτοψάλτης, σελ. 86.
  41. Δείτε την επιστολή προς το Φιλελληνικό κομμιτάτο της Βέρνης (11 Οκτωβρίου 1821), στο Βουρνάς, σελίδες 149–156.
  42. Κόκκινος (1957), σελ. 448.
  43. Κόκκινος (1960), σελ. 46.
  44. Πρωτοψάλτης, σελ. 90.
  45. Στασινόπουλος, σελ. 196.
  46. Πρωτοψάλτης, σελ. 91.
  47. Αγγέλου, σελ. 50.
  48. Πρωτοψάλτης, σελίδες 108–114.
  49. Κακάμπουρας, σελ. 52.
  50. Πρωτοψάλτης, σελ. 145. Δείγματα μερικών από τις ομιλίες του στου ιδίου, σελίδες 149–154.
  51. Πρωτοψάλτης, σελίδες 41, 145.
  52. Πρωτοψάλτης, σελίδες 145–146.
  53. Πρωτοψάλτης, σελ. 141.
  54. Σπυρίδων, σελ. 119.
  55. «Ναός Αγίου Θεράποντα Μυτιλήνης». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2013. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αγγέλου, Άλκης (1971). Οι λόγιοι και ο αγώνας. Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων. 
  • Ανωνύμου του Έλληνος (1982). Γ. Βαλέτας, επιμ. Ελληνική Νομαρχια ήτοι λόγος περί ελευθερίας. Αθήνα: Αποσπερίτης. ISBN 978-960-282-006-3. 
  • Βουρνάς, Τάσος (1982). Φιλική Εταιρεία. Αθήνα: Αφοί Τολίδη. 
  • Κακάμπουρας, Δημήτρης Ε. (1993). Η βρετανική πολιτική, ο Μπάιρον και οι Έλληνες του '21. Αθήνα: Ιστορητής. ISBN 978-960-7602-11-4. 
  • Κόκκινος, Διονύσιος (1957). Η Ελληνική Επανάστασις. τ.3. Αθήνα: Μέλισσα. 
  • Κόκκινος, Διονύσιος (1960). Η Ελληνική Επανάστασις. τ.4. Αθήνα: Μέλισσα. 
  • Κουμαριανού, Αικατερίνη (2010). Αλέξης Μαλλιάρης, επιμ. Ιστορία του Ελληνικού Τύπου 18ος-19ος αι. Αθήνα: Ερμής. ISBN 978-960-320-196-0. 
  • Κυριάκης, Θωμάς. «Η πρόσληψη "εθνικών αξιών" στην περίπτωση του Ιγνατίου Ουγγροβλαχίας». Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών. Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών. [νεκρός σύνδεσμος]
  • Μοσχονάς, Νικόλαος (1975). «Γάλλοι και Αλή πασάς». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. τ.ΙΑ΄. Εκδοτική Αθηνών, σσ. 388–389. 
  • Πρωτοψάλτης, Εμμανουήλ Γ. (1961). Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας. Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων. 
  • Σιμόπουλος, Κυριάκος (1975). Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810. τ.Γ1. Αθήνα. 
  • Σπυρίδων, ιεροδιάκονος Τσέζαρ Κυπριανός (1997). Ο Ελληνικός κλήρος εις τας μητροπόλεις Ουγγροβλαχίας και Μολδαβίας από του ΙΔ' έως του ΙΘ' αιώνος. Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεολογική Σχολή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας. σελίδες 114–119. 
  • Στασινόπουλος, Χρ. «Ιγνάτιος Επίσκοπος Άρτας και Ναυπάκτου, και ύστερα Ουγγροβλαχίας». Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. τ.Β΄. Αθήνα: Δεδεμάδης, σσ. 195–197. 
  • Σφυρόερας, Βασίλειος (1985). «Ιγνάτιος ο Ουγγροβλαχίας». Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. τ.4. Εκδοτική Αθηνών, σσ. 107–108. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δ.Π.Πασχάλης, «Δύο εκ Πίζης των ετών 1819 και 1820 ανέκδοτοι περί Καποδιστρίου επιστολαί του πρώην Άρτης και είτα Ουγγροβλαχίας μητρ. Ιγνατίου», Ιόνιος Ανθολογία 4 αρ.39-40 (Αύγουστος 1930), σελ.6-10
  • Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, «Υπόμνημα συναφή Ιγνατίου Μητροπολίτου Ουγγροβλαχίας και Ιω. Καποδιστρίου περί της τύχης της Ελλάδος (1821)», Αθηνά, τομ.60 (1956), σελ.145-182
  • Ελένη Κούκου, «Ανέκδοτοι επιστολαί του μητροπολίτου Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου προς τον Ι.Καποδίστριαν», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.12 (1957-1958), σελ.151-177
  • Παναγιώτης Μιχαηλάρης, Κληρικοί στον αγώνα : Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, Νεόφυτος Βάμβας / Παναγιώτης Μιχαηλάρης, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, εκδ. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2010
  • Ιωάννης Μουτζούρης, «Ενας ανεψιός του Ιγνατίου Ουγγροβλαχίας προβάλλει κληρονομικά δικαιώματα (ανέκδοτα έγγραφα)» Λεσβιακά 16,(1996), σελ.347-349.
  • Βασίλης Παναγιωτόπουλος,« Κάτι έγινε στην Πίζα το 1821», Τα Ιστορικά 5(Ιούνιος 1986),σελ. 177-182

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]