Δημήτριος Β΄ Αιτωλικός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Δημήτριος Β' Αιτωλικός)
Δημήτριος Β΄
Βασιλιάς της Μακεδονίας
Περίοδος239 - 229 π.Χ.
ΠροκάτοχοςΑντίγονος Β΄
ΔιάδοχοςΑντίγονος Γ΄
Γέννηση276 π.Χ.
Θάνατος229 π.Χ.
ΣύζυγοςΝίκαια
Στρατονίκη
Φθία
Χρυσηίς
ΕπίγονοιΑπό τη Στρατονίκη:
Απάμα
Από τη Φθία ή τη Χρυσηίδα:
Φίλιππος Ε΄
ΟίκοςΑντιγονιδών
ΠατέραςΑντίγονος Β΄ Γονατάς
ΜητέραΦίλα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Δημήτριος Β΄ ο Αιτωλικός (περ. 276 - 229 π.Χ.) υπήρξε βασιλιάς της Μακεδονίας κατά την περίοδο 239 - 229 π.Χ., μέλος της ελληνιστικής Δυναστείας των Αντιγονιδών. Πατέρας του ήταν ο Αντίγονος Β΄ Γονατάς (γιος του Αντίγονου Α΄ του Μονόφθαλμου)[1] και μητέρα του η Φίλα (κόρη του Σέλευκου Α΄ του Νικάτορος), συνεπώς συνδύαζε το αίμα δύο εκ των επιφανέστερων στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου: εκείνο του Αντίγονου Α΄ του Μονόφθαλμου και εκείνο του Σέλευκου Α΄ του Νικάτορος.

Η βασιλεία του υπήρξε σχετικά σύντομη και οι πληροφορίες που σήμερα διαθέτουμε για τη ζωή του είναι αποσπασματικές. Τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία της είναι η διεξαγωγή ενός μακροχρόνιου πολέμου ενάντια στην Αιτωλική και την Αχαϊκή Συμπολιτεία,[2] του λεγόμενου Δημητριακού πολέμου, καθώς και η ταραγμένη κατάσταση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει στην Ήπειρο μετά την κατάλυση της μοναρχίας στη χώρα.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεανικά κατορθώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δημήτριος γεννήθηκε γύρω στο 275 π.Χ. μερικούς μήνες μετά την παλινόρθωση των Αντιγονιδών στον θρόνο της Μακεδονίας και τον γάμο του πατέρα του με τη Φίλα, πριγκίπισσα των Σελευκιδών.[3]

Γύρω στο 265-260 π.Χ., όσο ο βασιλιάς Αντίγονος ο Γονατάς, ήταν απασχολημέρνος με μάχες κατά των Πτολεμαίων, των Σπαρτιατών, των Γαλατών και τελικά των Αθηναίων, ο βασιλιάς της Ηπείρου, Αλέξανδρος Β΄, βρήκε την ευκαιρία να περάσει τα μακεδονικά σύνορα.[4] Ο Αντίγονος έσπευσε πίσω στη χώρα του για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, ωστόσο, πολλοί από τους άνδρες του τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να χάσει τόσο τα εδάφη του στην Ήπειρο, όσο και τον θρόνο της Μακεδονίας.[4] Εντούτοις, ο γιος του, Δημήτριος, αν και ήταν ακόμη στην εφηβεία, συγκέντρωσε στρατό όσο απουσίαζε ο πατέρας του και όχι μόνο ανέκτησε τη Μακεδονία, αλλά και έδιωξε προσωρινά τον Αλέξανδρο από τον θρόνο του.[α][4] Ορισμένοι ιστορικοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Γερμανός Ντρόισεν, αμφισβητούν την εγκυρότητα αυτής της πληροφορίας, καθώς θεωρούν πως ο νεαρός πρίγκιπας ήταν υπερβολικά νέος την εποχή εκείνη.[5]

Διπλωματικοί γάμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δημήτριος, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζονται μέχρι σήμερα από τις αρχαίες πηγές, σύναψε αρκετούς γάμους, καθένας από τους οποίους έκρυβε κάποιο ξεχωριστό πολιτικό ενδιαφέρον.

Όταν ο Αλέξανδρος, τύραννος της Κορίνθου, απεβίωσε, η διοίκηση του τόπου πέρασε στα χέρια της συζύγου του, Νίκαιας. Ο Αντίγονος επιθυμούσε διακαώς να προσαρτήσει την πόλη στη σφαίρα επιρροής του, ωστόσο γνώριζε πως μια ανοιχτή επίθεση θα ήταν μάταιος κόπος.[6] Συνεπώς σκέφτηκε το παρακάτω στρατήγημα: έστειλε στην Κόρινθο τον Δημήτριο να προσεγγίσει τη Νίκαια ζητώντας τη σε γάμο. Ήταν βέβαιως πως η γηραιά κυρία θα θεωρούσε κολακευτική την προοπτική της συντροφιάς ενός νεαρού πρίγκηπα, όπως και έγινε, αν και η άμυνα της Κορίνθου δεν χαλάρωσε στο ελάχιστο.[6][7] Ωστόσο, εν μέσω των γαμήλιων εορτασμών, κι ενώ η Νίκαια μετέβαινε με τιμές σε μια θεατρική παράσταση στο φορείο του ίδιου του Αντίγονου, ο ηλικιωμένος βασιλιάς αποβιβάστηκε σε κάποιο σημείο και κινήθηκε ταχύτατα προς την Ακροκόρινθο, το κεντρικό φρούριο της πόλης.[6][7] Αν και η πύλη ήταν κλειδωμένη, οι στρατιώτες μπερδεμένοι σχετικά με το τι έπρεπε να κάνουν μιας και επρόκειτο για συγγενή πλέον της κυρίας τους, την άνοιξαν. Με τον τρόπο αυτό η πόλη πέρασε σε μακεδονικά χέρια, με τους εορτασμούς να συνεχίζονται στους δρόμους της πόλης.[β][6][7]

Ο Δημήτριος σύναψε αργότερα γάμο με μια πριγκίπισσα των Σελευκιδών, ηγεμόνων της Συρίας. Η κοπέλλα ονομαζόταν Στρατονίκη και ήταν στην πραγματικότητα εξαδέλφη του, καθώς και οι δύο αποτελούσαν εγγόνια του Δημητρίου του Πολιορκητή.[8] Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, την Απάμα, η οποία αργότερα νυμφεύτηκε τον βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Α΄, φέρνοντας στον κόσμο τον διάδοχό του, Προυσία Β΄.

Όταν ο Αλέξανδρος Β΄ της Ηπείρου απεβίωσε, η χήρα βασίλισσα Ολυμπιάδα ανέλαβε την κηδεμονία των ανήλικων παιδιών του, καθώς και τη διακυβέρνηση του κράτους.[9] Συνειδητοποιώντας πως οι Αιτωλοί επιβουλεύονταν τμήμα της Ακαρνανίας, το οποίο είχε παραχωρηθεί στον άνδρα της σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του σε καιρό πολέμου, απευθύνθηκε στη Μακεδονία για βοήθεια.[9] Καθώς δεν μπορούσε απλώς να βασιστεί στον οίκτο του Δημητρίου, ο οποίος είχε πλέον ανέλθει στον θρόνο, του προσέφερε σε αντάλλαγμα το χέρι της κόρης της, Φθίας.[9] Ο Δημήτριος δέχτηκε την πρόταση, κάτι που φυσικά εξόργισε τη σύζυγό του, Στρατονίκη. Η τελευταία αναχώρησε τελικά από τη Μακεδονία, βρίσκοντας καταφύγιο στο πατρικό της στη Συρία,[9] όπου βασίλευε πλέον ο ανηψιός της Σέλευκος Β΄ ο Καλλίνικος. Εκεί προσπάθησε μάταια να προκαλέσει πόλεμο τιμής ανάμεσα στα δύο κράτη, ωστόσο τελικά βρήκε ατιμωτικό θάνατο στη Σελεύκεια.[10]

Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι η Φθια αποτελεί την άγνωστη μητέρα του γιου του Δημητρίου και μετέπειτα βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Ε΄,[11] αν και ο Ευσέβιος ονομάζει ρητά ως μητέρα του βασιλιά μια γυναίκα με το όνομα Χρυσηίδα, μια πρώην αιχμάλωτη την οποία πήρε για σύζυγό του ο βασιλιάς.[12]

Άνοδος στον θρόνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα βορειοδυτικά σύνορα του Μακεδονικού Κράτους το 240 π.Χ., ένα χρόνο πριν ανέλθει ο Δημήτριος στον θρόνο.

Το 239 π.Χ. ο Αντίγονος πέθανε από φυσικά αίτια σε ηλικία 80 ετών.[13] Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Δημήτριος, ο οποίος είχε συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια και κατά πάσα πιθανότητα είχε ήδη συγκυβερνήσει με τον Αντίγονο για μια περίοδο (προσεγγιστικά από το 257-256 π.Χ.).[3]

Η περίοδος της βασιλείας του δεν μας είναι γνωστή με ιδιαίτερες λεπτομέρειες. Στις αρχαίες πηγές εντοπίζουμε αποσπασματικές αναφορές στο όνομά του, οι οποίες κυρίως αφορούν τη δράση του στο στρατιωτικό πεδίο. Ο Ευσέβιος ανάμεσα στα κατορθώματα του Δημητρίου κατονομάζει την κατάκτηση της Λιβύης και της Κυρήνης - πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από κάπου αλλού - ενώ κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφη τη σφαίρα επιρροής που κληρονόμησε από τον Αντίγονο.[12]

Στον βορρά, μαρτυρίες θέλουν τη φυλή των Παιόνων να ανεξαρτητοποιείται από τους Μακεδόνες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δημητρίου.[14] Στην ανατολή η Χαλκιδική και οι ακτές τουλάχιστον μέχρι τους Φιλίππους άνηκαν ακόμη στη σφαίρα επιρροής των Αντιγονιδών.[14] Η Εύβοια με τη σειρά της βρισκόταν υπό την επίβλεψη των Μακεδόνων.[15] Η Αθήνα, παρόλο που τυπικά δεν ήταν υπό κατάληψη, αποτελούσε ισχυρό προπύργιο των Μακεδόνων, διαθέτοντας οχυρά στον Πειραιά και τη Μουνιχία.[15] Τέλος, στην Πελοπόννησο, φιλικά προσκείμμενες στους Μακεδόνες ήταν οι πόλεις Μεγαλόπολη, Άργος, Ορχομενός και Φλειούς, όλες υπό το καθεστώς τυραννίδας.[15] Ο Αντίγονος σε γενικές γραμμές ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του, καλλιεργώντας φιλικές σχέσεις με τους τυράννους που διοικούσαν τις διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου και υποστηρίζοντάς τους ενάντια στα συμφέροντα της Αχαϊκής Συμπολιτείας.[16]

Παράλληλα κληρονόμησε και μια σειρά από προβλήματα διπλωματικής φύσης. Η αυξανόμενη επιρροή της Αιτωλικής Συμπολιτείας αποτελούσε απειλή για τα εδάφη του Δημητρίου στη Θεσσαλία, ενώ το γεγονός ότι οι Αιτωλοί διαχειρίζονταν το πέρασμα των Θερμοπυλών καθιστούσε προβληματική την επικοινωνία με τον νότο.[14] Επιπροσθέτως στην Πελοπόννησο, η Αχαϊκή Συμπολιτεία υπό τον στρατηγό Άρατο παρενοχλούσε τους τυράννους που υποστήριζαν οι Μακεδόνες, οι οποίοι προφανώς χρησίμευαν ως γραμμή άμυνας κατά των επιθέσεων από τον νότο (και ιδιαίτερα από τους Πτολεμαίους).[14] Πέραν προσωπικής τους περιοχής και της πόλης της Σικυώνας, οι Αχαιοί είχαν προσαρτήσει μια εκτεταμένη περιοχή στον Σαρωνικό Κόλπο που περιελάμβανε τα Μέγαρα, την Κόρινθο, την Επίδαυρο και την Τροιζήνα, ενώ απολάμβαναν και την υποστήριξη της Σπάρτης.[15]

Δημητριακός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστορικού Πολύβιου ο Δημήτριος ενεπλάκη σε πόλεμο με την Αιτωλική Συμπολιτεία.[2] Από το γεγονός αυτό, που αποτελεί και το χαρακτηριστικότερο της βασιλείας του, έλαβε την επωνυμία «Αιτωλικός», ενώ η εν λόγω σύγκρουση αποκαλείται συχνά από τους μελετητές ως «Δημητριακός πόλεμος». Οι λεπτομέρειες του πολέμου είναι πρακτικά άγνωστες σε εμάς, εικάζεται ωστόσο πως σχετιζόταν με την κυριαρχία στην περιοχή της Ακαρνανίας.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, στο πλευρό των Αιτωλών συντάχθηκε η Αχαϊκή Συμπολιτεία, με τα δύο ομοσπονδιακά κράτη να συνάπτουν προσωρινή εκεχειρία, παρά το γεγονός ότι συχνά τα συμφέροντά τους ήταν αντικρουόμενα.[16] Κύριος αντίπαλος του Δημητρίου αναδείχτηκε ο στρατηγός Άρατος, με καταγωγή από την πόλη της Σικυώνας. Ο τελευταίος έτρεφε βαθειά αντιμακεδονικά συναισθήματα, ενώ παράλληλα επιθυμούσε έντονα την κατάληψη των Αθηνών.[17] Επιφανέστερος των Αιτωλών την περίοδο αυτή ήταν ο στρατηγός Πανταλέων.

Όπως προειπώθηκε ο Δημήτριος σύναψε ισχυρούς δεσμούς με την Ήπειρο όταν δέχτηκε για σύζυγο την πριγκίπισσα των Αιακιδών, Φθία. Δεν είναι προφανές γιατί ο βασιλιάς δέχτηκε αυτή την επιγαμία, η οποία και θα τον έφερνε με μαθηματική ακρίβεια σε ρήξη με την Αιτωλική Συμπολιτεία. Υπάρχουν πολλές θεωρίες, αν και η επικρατούσα θέλει τους Μακεδόνες να προσπαθούν να παρεμποδίσουν με τη μέθοδο αυτή την προσάρτηση της Ηπείρου στην επικράτεια των Αιτωλών.[18] Η αποστολή μακεδονικού στρατού στην Ήπειρο με στόχο την προστασία της Δυτικής Ακαρνανίας δεν καταγράφεται ρητά σε κάποια πηγή. Ωστόσο ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει πως τα στρατεύματα του βασιλιά ανάγκασαν τους κατοίκους της πόλης Πλευρών (Πλευρώνα) να κατασκευάσουν αργότερα την πόλη τους σε νέα τοποθεσία, καθώς η παλαιά καταστράφηκε.[19]

Είναι γνωστό πως κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Δημήτριος πραγματοποίησε εισβολή στη Βοιωτία η οποία είχε ταχθεί με το στρατόπεδο των Συμπολιτειών. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, κατά την άφιξη των Μακεδόνων το Κοινόν των Βοιωτών διακήρυξε άμεσα την απομάκρυνσή του από το πλευρό των Αιτωλών και υποτάχθηκε απόλυτα στη βούληση των Μακεδόνων.[2]

Σημαντικό χτύπημα για τον Δημήτριο υπήρξε ωστόσο η προσάρτηση το 235 π.Χ. της Μεγαλόπολης στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Άρατο και τον τύραννο της πόλης, Λυδιάδη.[20]

Ένταση στην Ήπειρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξέλιξη στο πέρασμα του χρόνου των συνόρων του Ιλλυρικού Κράτους με τους Μακεδόνες και τα βαρβαρικά φύλα του βορρά.

Όσο μαινόταν ο Δημητριακός Πόλεμος η Δυναστεία των Αιακιδών στην Ήπειρο οδηγήθηκε στη δύση της μετά τον θάνατο της τελευταίας της βασίλισσας, της Δηιδάμειας, περίπου το 233 π.Χ. Μοναδικό μέλος της βασιλικής οικογένειας εν ζωή ήταν η Νηρηΐς, κόρη του περίφημου Πύρρου και σύζυγος του τυράννου των Συρακουσών Γέλωνα Β΄.[21] Η μοναρχία καταλύθηκε και οι ηπειρωτικές πόλεις, πλέον υπό το δημοκρατικό πολίτευμα, συνασπίστηκαν σε ομοσπονδιακό κράτος, το «Κοινόν των Ηπειρωτών».

Η πολιτική κατάσταση χαρακτηριζόταν ακόμη από ένταση όταν οι Αιτωλοί εισήλθαν στην Ακαρνανία με επεκτατικές διαθέσεις. Η πόλη Μεδεών, η οποία και πολιορκήθηκε στενά, δελέασε τον Δημήτριο με την υπόσχεση αμοιβής προκειμένου να λάβει βοήθεια. Ο βασιλιάς με τη σειρά του απευθύνθηκε στον ηγεμόνα των Αρδιαίων Ιλλυριών, που ονομαζόταν Άγρων, προκειμένου να στείλει στρατιωτική βοήθεια.[22] Η πόλη σώθηκε το 231 π.Χ.,[23] εντούτοις ο Άγρων γεμάτος αυτοπεποίθηση θέλησε να προχωρήσει την εκστρατεία του. Ο θάνατος τον πρόλαβε καθώς ασθένησε με πλευρίτιδα,[24] εντούτοις η σύζυγός του, Τεύτα, αποφάσισε να συνεχίσει τις αψιμαχίες: ένα τμήμα ιλλυριακού στρατού χτύπησε την Ηλεία και τη Μεσσηνία, ενώ ένα δεύτερο την Ήπειρο.[25]

Οι Ηπειρώτες απελπισμένοι στράφηκαν στους Αιτωλούς και τους Αχαιούς για βοήθεια. Εντούτοις όταν ο κίνδυνος πέρασε, διαπραγματεύτηκαν με τους Ιλλυριούς συμφωνώντας στη συνεργασία των δύο λαών και απομακρύνθηκαν από τις Συμπολιτείες το 230 π.Χ.[26] Το 229 π.Χ., ένας νέος στρατός των Ιλλυριών λεηλάτησε την ακτή της Ηπείρου, κατανίκησε ένα στόλο της Αχαϊκής και της Αιτωλικής Συμπολιτείας στους Παξούς και κατέλαβε την Κέρκυρα όπου εγκαταστάθηκε ιλλυρική φρουρά υπό τον Δημήτριο εκ Φάρου. Με τη σειρά της η Επίδαμνος πολιορκήθηκε.[27]

Παράλληλα, το 230 π.Χ. οι κτίσεις του Δημητρίου, με αφετηρία την Ήπειρο, δέχτηκαν επιθέσεις από τους Δαρδάνους, οι οποίοι υποχρέωσαν σε ήττα τον Μακεδόνα βασιλιά.[28]

Θάνατος και κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δημήτριος Β΄ κυβέρνησε συνολικά για δέκα χρόνια, με τον θάνατό του να λαμβάνει χώρα ξαφνικά, την εποχή που οι Ρωμαίοι επενέβησαν για πρώτη φορά στην Ιλλυρία.[16]

Ο θάνατος του Μακεδόνα βασιλιά, σύμφωνα με τον Πολύβιο, άφησε έκθετους τους τυράννους των διαφόρων πόλεων της Πελοποννήσου, των οποίων υπήρξε προστάτης και παροχέας δωρεών. Έτσι ο ένας μετά τον άλλο, επέστρεψαν την εκτελεστική εξουσία στους συμπολίτες τους, που με τη σειρά τους ένωσαν τις δυνάμεις τους με την Αχαϊκή Συμπολιτεία.[16]

Πεθαίνοντας ο Δημήτριος Β΄ άφησε κληρονόμο του θρόνου του τον γιο του, Φίλιππο. Ο τελευταίος ωστόσο ήταν ακόμη νεαρό αγόρι, κι έτσι οι επιφανείς Μακεδόνες, φοβούμενοι την αναρχία που ίσως ξεσπούσε, κάλεσαν τον πρώτο εξάδελφο του αποθανόντος βασιλιά και επίσης εγγονό του Πολιορκητή, τον Αντίγονο, να αναλάβει τη διακυβέρνηση.[1] Τον πάντρεψαν με τη μητέρα του Φιλίππου και του έδωσαν τα αξιώματα του αντιβασιλέως και του αρχιστράτηγου. Όταν δε διέγνωσαν πως επρόκειτο για ικανό κυβερνήτη, ωφέλιμο για το γενικό καλό, του απέδωσαν τον πλήρη τίτλο του βασιλιά.[1][21] Μετά τον θάνατο του τελευταίου το 221 π.Χ., ο δεκαεπτάχρονος πλέον Φίλιππος, δεν παρέλαβε απλώς μία Μακεδονία και πάλι ισχυρή, αλλά επέδειξε και αξιοσημείωτες ικανότητες, οδηγώντας τους υπηκόους του να πιστέψουν πως ίσως είχε τη δύναμη να χαρίσει στη Μακεδονία και πάλι μεγάλο μέρος από τη χαμένη της αίγλη.[1]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε πρώτα τη Στρατονίκη των Σελευκιδών, κόρη του Αντιόχου Α΄ του Σωτήρος, βασιλιά της Συρίας και είχε τέκνα:

Έπειτα ο Δημήτριος Β΄ έκανε δεύτερο γάμο με τη Νίκαια, χήρα του εξαδέλφου του Αλεξάνδρου τυράννου της Κορίνθου.

Μετά έκανε τρίτο γάμο με τη Φθία των Αιακιδών, κόρη του Αλεξάνδρου Β΄ της Ηπείρου.

Τέολος ο Δημήτριος Β΄ έκανε τέταρτο γάμο με τη Χρυσηίδα, ίσως πρώην αιχμάλωτη πολέμου, που την έκανε παλλακίδα και μετά την παντρεύτηκε το 237 π.Χ., όταν αυτή του έκανε γιο τον:

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

α. ^ Ο Ευσέβιος στο «Χρονικό» του αναφέρει ότι ο Δημήτριος νίκησε τον πατέρα του Αλεξάνδρου, Πύρρο της Ηπείρου, σε μάχη στα Δέρδια.[29]
β. ^ Η Κόρινθος καταλήφθηκε τελικά το 243 π.Χ. από τον Άρατο εκ μέρους της Αχαϊκής Συμπολιτείας, προτού ανέλθει ο Δημήτριος στον θρόνο της Μακεδονίας.

Χρονολόγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Έτος Γεγονός
περ. 276 π.Χ. Γέννηση του Δημητρίου Β΄, γιου του βασιλιά της Μακεδονίας, Αντίγονου Γονατά και της Φίλας.
273 π.Χ. Εισβολή του Πύρρου της Ηπείρου στη Μακεδονία.
272 π.Χ. Εκστρατεία του Πύρρου στη νότια Ελλάδα. Μετά από σειρά μαχών με τον Αντίγονο, σκοτώνεται στο Άργος.
Κατάκτηση της Μακεδονίας από τον γιο του Πύρρου, τον Αλέξανδρο Β΄. Ο Δημήτριος τον απωθεί με επιτυχία.
251 π.Χ. Ο Άρατος από τη Σικυώνα θανατώνει τον τύραννο της πόλης, τον Νικοκλή.
Γάμος του Δημητρίου με τη Νίκαια στην Κόρινθο και κατάληψη της πόλης.
243 π.Χ. Κατάληψη της Κορίνθου από τον Άρατο.
242 π.Χ. Η προσπάθεια του Άγη Δ΄ στη Σπάρτη για κοινωνική μεταρρύθμιση αποτυγχάνει.
241 π.Χ. Ο Άτταλος Α΄ διαδέχεται τον Ευμένη Α΄ της Περγάμου.
240 π.Χ. Αντιμακεδονική συμμαχία ανάμεσα στην Αχαϊκή και Αιτωλική Συμπολιτεία.
239 π.Χ. Θάνατος του Αντίγονου Γονατά και άνοδος στον θρόνο για τον Δημήτριο τον Αιτωλικό. Πιθανό έτος έναρξης του Δημητριακού πολέμου.
238 π.Χ. Γέννηση του Φιλίππου Ε΄, γιου του Δημητρίου Αιτωλικού και της Φθίας ή της Χρυσηίδας.
237 π.Χ. Ο Κλεομένης Γ΄ γίνεται βασιλιάς στη Σπάρτη.
236 π.Χ. Εισβολή του Δημητρίου στη Βοιωτία.
235 π.Χ. Ο Δημήτριος αποτρέπει αιφνιδιαστική επίθεση στο Άργος και την Αθήνα από τον Άρατο. Ένταξη της Μεγαλόπολης στην Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Ανατροπή της μοναρχίας στην Ήπειρο. Οι κάτοικοι της Ακαρνανίας ζητούν τη βοήθεια του Δημητρίου κατά την επίθεση στη χώρα τους από τους Αιτωλούς. Ο Δημήτριος στέλνει τους Ιλλυριούς να τους βοηθήσουν.
233 π.Χ. Η Αμβρακία και η Αμφιλοχία συνασπίζονται με τους Αιτωλούς.
231 π.Χ. Οι Ιλλυριοί νικούν τους Αιτωλούς, αλλά επιτίθενται στην Ήπειρο. Η τελευταία ζητά τη βοήθεια των Συμπολιτειών.
230 π.Χ. Η Ήπειρος αποκηρύσσει τις Συμπολιτείες και έρχεται σε συνεννόηση με τους Ιλλυριούς. Παράλληλα οι Δάρδανοι έρχονται σε σύγκρουση με τους Μακεδόνες.
229 π.Χ. Οι Ιλλυριοί αναδεικνύονται νικητές σε ναυμαχία στους Παξούς, ενώ λίγο αργότερα καταλαμβάνουν την Κέρκυρα. Η Επίδαμνος πολιορκείται.
Απρόσμενος θάνατος του Δημητρίου. Διάδοχός του ορίζεται ο εξάδερφός του Αντίγονος Γ΄ Δώσων ως επίτροπος του ανήλικου Φιλίππου Ε΄.

Δείτε Επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Αιμίλιος Παύλος», §8 Αρχειοθετήθηκε 2020-05-30 στο Wayback Machine.
  2. 2,0 2,1 2,2 Πολύβιος, «Ιστορίαι», 20.5
  3. 3,0 3,1 Lemprière Hammond, Walbank, σελ. 317.
  4. 4,0 4,1 4,2 Ιουστίνος, «Επιτομή της Ιστορίας του Πομπήιου Τρώγου», 26.2
  5. Smith (1870)
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Άρατος», §17
  7. 7,0 7,1 7,2 Πολύαινος, «Στρατηγήματα», Αντίγονος
  8. Ευσέβιος, «Χρονικό», σελ. 249
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Ιουστίνος, «Επιτομή της Ιστορίας του Πομπήιου Τρώγου», 28.1
  10. Lemprière Hammond, Walbank, σελ. 322.
  11. Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», 28.11
  12. 12,0 12,1 Ευσέβιος, «Χρονικό», σελ. 237
  13. Ευσέβιος, «Χρονικό», σελ. 241
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Lemprière Hammond, Walbank, σελ. 318.
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 Lemprière Hammond, Walbank, σελ. 321.
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 Πολύβιος, «Ιστορίαι», 2.44
  17. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Άρατος», §34
  18. Lemprière Hammond, Walbank, σελ. 323.
  19. Στράβων, «Γεωγραφικά», 10.2.4
  20. Lemprière Hammond, Walbank, σελ. 330.
  21. 21,0 21,1 Ιουστίνος, «Επιτομή της Ιστορίας του Πομπήιου Τρώγου», 28.3
  22. Πολύβιος, «Ιστορίαι», 2.2
  23. Πολύβιος, «Ιστορίαι», 2.3
  24. Πολύβιος, «Ιστορίαι», 2.4
  25. Πολύβιος, «Ιστορίαι», 2.5
  26. Πολύβιος, «Ιστορίαι», 2.6
  27. Πολύβιος, «Ιστορίαι», 2.9 - 2.10
  28. Ιουστίνος, «Επιτομή της Ιστορίας του Πομπήιου Τρώγου: Πρόλογοι», §28
  29. Ευσέβιος, «Χρονικό», σελ. 243

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτογενείς πηγές (Έλληνες και Ρωμαίοι)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δευτερογενείς πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]