Βίλχελμ φον Χούμπολτ
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Κρίστιαν Καρλ Φέρντιναντ φον Χούμπολτ (γερμανικά: Friedrich Wilhelm Christian Karl Ferdinand von Humboldt, 22 Ιουνίου 1767 - 8 Απριλίου 1835) ήταν Πρώσος φιλόσοφος, κρατικός λειτουργός, διπλωμάτης και ιδρυτής του Πανεπιστημίου Φρειδερίκου-Γουλιέλμου στο Βερολίνο, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Πανεπιστήμιο Χούμπολτ προς τιμήν αυτού και του αδελφού του. Μνημονεύεται ιδιαίτερα ως γλωσσολόγος με σημαντική προσφορά στη φιλοσοφία της γλώσσας και στη θεωρία της εκπαίδευσης κι επίσης για την εισαγωγή της γνώσης της βασκικής γλώσσας στους κύκλους της ευρωπαϊκής διανόησης. Αναγνωρίζεται ως θεμελιωτής του Πρωσικού Εκπαιδευτικού Συστήματος, το οποίο αποτελεί εκπαιδευτικό μοντέλο πολλών χωρών. Υπήρξε φίλος του Γκαίτε και ιδιαίτερα του Φρήντριχ Σίλερ. Ο νεότερος αδελφός του Αλεξάντερ φον Χούμπολτ ήταν ένα εξίσου γνωστός φυσιοδίφης και επιστήμονας.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Χούμπολτ γεννήθηκε στο Πότσδαμ της Πρωσίας το 1767, σε οικογένεια μικροευγενών μεικτής Πρωσικής, Σκωτσέζικης και Ουγενοτικής καταγωγής. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους δύο γιούς των γονιών του. Ο αδελφός του Αλεξάντερ θα γεννηθεί δύο χρόνια αργότερα. Η οικογένεια συμπεριλάμβανε κι έναν μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό από προηγούμενο γάμο της μητέρας τους, η οποία είχε χηρέψει δύο φορές. Ο Βίλχελμ και ο Αλεξάντερ θα χάσουν και αυτοί τον πατέρα τους πριν φτάσουν στην εφηβεία. Τα τρία αδέλφια έλαβαν κατ' οίκον ιδιωτική εκπαίδευση. Οι δάσκαλοί τους ήταν εξέχοντα μέλη της τοπικής σκηνής του Διαφωτισμού. Ανάμεσά τους και ο περίφημος φιλόσοφος και συγγραφέας Γιόχαν Γιάκομπ Ένγκελ. Μαζί του ο Βίλχελμ μελέτησε τα έργα των Λάιμπνιτς, Χιούμ, Λοκ, Ρουσσώ κ.ά. Συνάμα τα αδέρφια εντρύφησαν σε αρχαιοελληνικά κείμενα.
Ο Χούμπολτ παρακολούθησε μαθήματα Φυσικού Δικαίου στο Βερολίνο και στη συνέχεια φοίτησε στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης στον ποταμό Όντερ και του Γκέτινγκεν. Ήταν συχνός επισκέπτης στο περίφημο λογοτεχνικό σαλόνι της Ενριέτας Χερτς και κάλυψε μέρος τουλάχιστον του Γκραντ Τουρ, ταξιδεύοντας στο Παρίσι και την Ελβετία. Σε ηλικία εικοσιτριών ετών διορίστηκε κατώτερος δικαστής στο Πρωσικό Ανώτατο Δικαστήριο, γεγονός που έπρεπε να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς μια διακεκριμένη καριέρα κρατικού λειτουργού. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, εικοσιτεσσάρων ετών, η νεανική συμβατικότητα του τον εγκατέλειψε εντελώς. Παντρεύτηκε την Κάρολαϊν φον Νταχερέντεν (Dacheröden) και μαζί αποφάσισαν να ορίσουν τη ζωή τους όπως οι δυο τους αποκλειστικά επιθυμούσαν.
Ο Χούμπολτ εγκατέλειψε το δικαστικό πόστο του και με την Κάρολαϊν αποσύρθηκαν στην ύπαιθρο, ο καθένας με ένα μικρό γονικό επίδομα στη διάθεσή του, με σκοπό να αυξήσουν την αυτογνωσία τους. Μετά από δύο χρόνια του μέλιτος, εγκαταστάθηκαν στη μικρή πανεπιστημιακή πόλη της Ιένας για να ζήσουν σε στενή κοινωνία με τον Σίλερ και Γκαίτε, με τους οποίους διατήρησαν στενούς δεσμούς φιλίας καθ' όλη τη διάρκεια της ζωή τους.
Μετά το θάνατο της μητέρας του Βίλχελμ και με περισσότερα πλέον χρήματα στη διάθεσή τους, οι Χούμπολτ άρχισαν να ταξιδεύουν. Έμειναν στο Παρίσι, τη Βιέννη και επισκέφτηκαν την Ισπανία, όπου ο Χούμπολτ ήρθε σε επαφή με τη Βασκική γλώσσα. Ο Χούμπολτ πέρασε συνολικά δέκα περίπου χρόνια εκούσιας απομόνωσης, κατά τη διάρκεια της οποίας ανέπτυξε όλα εκείνα τα ενδιαφέροντα που θα τον απασχολήσουν στα ώριμα χρόνια του: τον άνθρωπο και ιδιαίτερα το γυναικείο φύλο, τη γλώσσα και την καταγωγή του ανθρώπινου γένους και βέβαια την προσπάθεια να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στους καιρούς που ζούσε.
Το 1803 ο Χούμπολτ διορίστηκε Διπλωματικός Πληρεξούσιος της Πρωσίας στο Βατικανό. Ο ίδιος και η Κάρολαϊν επιθυμούσαν από καιρό να ζήσουν στη Ρώμη, καθώς ένιωθαν ότι αποτελούσε την επιτομή της καλής στοχαστικής ζωής. Η Αιώνια Πόλη δεν απογοήτευσε. Παράλληλα με την ικανή και αποτελεσματική διαχείριση των καθηκόντων του και τη συνεχιζόμενη μελέτη της Βασκικής γλώσσας, ο Χούμπολτ μετέφρασε αρχαιοελληνικά κείμενα, εισάγοντας ταυτόγχρονα τη δική του θεωρία της μετάφρασης και εμβαθύνοντας στη σημασία της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης για το ανθρώπινο πεπρωμένο. Επίσης συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Λορένζο Χερβάς, τέως επικεφαλής των Ιεραποστολών των Ιησουιτών στην Αμερική και περίφημου γλωσσολόγου, βάσει της εκτεταμένης βιβλιοθήκης του οποίου επέκτεινε τη μελέτη των μητρικών γλωσσών της Νέας Ηπείρου. Τέλος, η κατοικία των Χούμπολτ θα αποτελέσει δημοφιλή τόπος συγκέντρωσης Ευρωπαίων καλλιτεχνών, όπως η Ελβετίδα συγγραφέας Λουίζ Ζερμέν ντε Σταλ, ο Γερμανός κριτικός και θεωρητικός Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ και ο Άγγλος ποιητής Σάμιουελ Τέιλορ Κόουλριτζ.
Η διαμονή στη Ρώμη αποτέλεσε την πλέον κρίσιμη καμπή στη ζωή του φον Χούμπολτ.[14] Το 1803 πέθανε ξαφνικά ο πρωτότοκος και πολυαγαπημένος του γιος, Βίλχελμ. Ακολούθησαν οι θάνατοι της κόρης του Λουίζ το 1804 και του γιου του Γκούσταβ το 1807. Μολονότι και τα δύο παιδιά ήταν νήπια και το ένα μάλιστα δεν το είδε ποτέ του, ο Χούμπολτ δεν σταμάτησε ποτέ να τα θρηνεί. Ο πρώιμος θάνατος του Σίλερ την ίδια περίοδο, εξέθεσε τον Χούμπολτ σε ακόμη πιο σκοτεινές πτυχές της μοίρας.
Ο Χούμπολτ επέστρεψε στη Γερμανία το 1808, όπου συνέχισε την άσκηση του κρατικού λειτουργήματος, καταλαμβάνοντας σειρά κυβερνητικών πόστων: Βασιλικός Σύμβουλος, Υπουργός Θρησκευτικών κι Εκπαιδευτικών θεμάτων, Πρέσβης στην Αυστρία, Βασιλικός Σύμβουλος και πάλι, διαπραγματευτής στη Διάσκεψη Ειρήνης στην Πράγα το 1813, μέλος αμέτρητων επιτροπών, Πρέσβης στο Λονδίνο και τέλος Συνυπουργός Εσωτερικών. Στα είκοσι συνολικά χρόνια που υπηρέτησε ως μέλος της κυβέρνησης αποδείχτηκε ικανότατος, ακούραστος, ευφυέστατος, δαιμόνιος και ψυχρός. Αναπόφευκτα, προκάλεσε τόσο σεβασμό όσο και φόβο, δοξάστηκε και μισήθηκε.[15]
Εντέλει, μετά από χρόνια διαπληκτισμών και υπεκφυγών, οι προϊστάμενοί του πέτυχαν την απόλυση του από τον Βασιλιά. Το γεγονός συνέβη το 1819, με την έναρξη μιας αντιδραστικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας η πρόοδος που είχε επιτευχθεί από μεταρρυθμιστές υπουργούς, όπως ο Χούμπολτ, εξαλείφθηκε.[16] Ο ίδιος, σε ηλικία πενήντα δύο ετών, καλωσόρισε την απόλυση με μεγάλη ανακούφιση.[17] Αρνήθηκε να δεχτεί κρατική σύνταξη, προτιμώντας να διαθέσει τον χρόνο του στο εξής όπως ο ίδιος μονάχα επιθυμούσε: περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του και αφοσιωμένος στις μελέτες του στο οικογενειακό κτήμα στο Τέγκελ. Πέθανε εκεί στις 8 Απριλίου 1835.
Ο Φιλόσοφος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως φιλόσοφος ο Χούμπολτ είναι περισσότερο γνωστός για την πραγματεία Σχετικά με τα Όρια της Κρατικής Δράσης, ένα από τα πλέον τολμηρά κείμενα της εποχής του Διαφωτισμού με θέμα τις ατομικές ελευθερίες. Μολονότι το έργο είχε ολοκληρωθεί το 1792, δεν εκδόθηκε παρά το 1850, δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατό του. Το ίδιο κείμενο επηρέασε το δοκίμιο του Τζον Στιούαρτ Μιλλ Περί Ελευθερίας, μέσω του οποίου οι ιδέες του Χούμπολτ έγιναν γνωστές στον αγγλόφωνο κόσμο. Ο Χούμπολτ σκιαγράφησε μια πρώιμη έκδοση αυτού που ο Μιλλ αργότερα αποκάλεσε αρχή της βλάβης", σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ενεργεί όπως επιθυμεί, εφόσον οι ενέργειές του δεν βλάπτουν άλλους ανθρώπους. Ο Χούμπολτ περιγράφει την ανάπτυξη του φιλελευθερισμού και τον απαραίτητο ρόλο της ελευθερίας στην ανάπτυξη και τελειοποίηση του ατόμου.
Το κεφάλαιο που διαπραγματεύεται το χαρακτήρα της εκπαίδευση δημοσιεύθηκε το 1792 στο τεύχος Δεκεμβρίου της Berlinische Monatsschrift με τον τίτλο Σχετικά με την Κρατική Δημόσια Εκπαίδευση. Με αυτή του τη δημοσίευση ο Χούμπολτ συνέβαλε στη φιλοσοφική διαμάχη για την κατεύθυνση της εθνικής εκπαίδευσης που βρίσκονταν σε εξέλιξη στη Γερμανία όπως και αλλού μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
Ο Εκπαιδευτικός Μεταρρυθμιστής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ήττα της Πρωσίας στη διπλή μάχη της Ιένας και του Άουερστεντ και η επακόλουθη κατοχή του Βερολίνου από τον Ναπολέοντα απολυταρχικών και συντηρητικών αξιών στο βασίλειο. Η ανάγκη για ριζικές μεταρρυθμίσεις στο πνεύμα του ανθρωπισμού που διαμόρφωσε ο Διαφωτισμός και εξήγαγε η Γαλλική Επανάσταση έγινε πλέον επιτακτική. Προκειμένου η Πρωσία να ανακτήσει τις δυνάμεις της, το κράτος έπρεπε να πάψει να αποτελεί το αποκλειστικό μέλημα δυναστών και να γίνει υπόθεση του ίδιου του έθνους. Τούτο προϋπόθετε την ύπαρξη ελεύθερα σκεπτόμενων κι ενεργών πολιτών. Η δημιουργία εκπαιδευτικών συνθηκών που θα παράγουν τέτοιους πολίτες ήταν λίγο ως πολύ η αποστολή που ανατέθηκε στον Χούμπολτ.
Αρχικά ο Χούμπολτ δίστασε να δεχτεί τον διορισμό, φοβούμενος ότι δεν θα του δοθεί η θέση του υπουργού αλλά αυτή διευθυντή τμήματος, κι ότι έτσι δεν θα είχε τη δυνατότητα να επιφέρει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα της Πρωσίας. Σύμφωνα με τη σύζυγό του, το δίλημμα που αντιμετώπισε ήταν μεγάλο [18] και ζήτησε να παραμείνει στο διπλωματικό του πόστο στο Βατικανό, αλλά το αίτημά του δεν έγινε δεκτό. Διορίστηκε υπουργός Θρησκευτικών Υποθέσεων και Δημόσιας Εκπαίδευσης στις 10 Φεβρουαρίου του 1809. Αποδεχόμενος την τύχη του, αφοσιώθηκε πλήρως στην αναβάθμιση της διδασκαλικής κατάρτισης, του προγράμματος σπουδών και του εξεταστικού συστήματος δημοτικών σχολείων, γυμνασίων και πανεπιστημίων.
Στην καρδιά της προσέγγισης του Χούμπολτ βρίσκονταν η έννοια της ολοκληρωμένης εκπαίδευσης (Allgemeine Bildung), μια δια βίου διαδικασία, διαφορετική από την επαγγελματική κατάρτιση που αποτελούσε το στόχο του υπάρχοντος συστήματος όσον αφορά την πλειονότητα, η οποία απέβλεπε στη διαμόρφωση του υποκειμενικού παράγοντα ώστε κάθε άτομο να μπορεί να πραγματώσει τις δυνατότητες που έχει μέσα του σαν άνθρωπος,[19] για να επιτύχει την "τελική αποστολή της ανθρώπινης ύπαρξης... την απόδοση όσο το δυνατόν πληρέστερου περιεχομένου στη ζωή του κάθε ατόμου... μέσω των πράξεών του... η οποία μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσω των δεσμών του ατόμου με τον κόσμο γύρω του."[20] Έπρεπε δε να ενημερώσει τη διδασκαλία και στα τρία επίπεδα του Πρωσικού εκπαιδευτικού συστήματος: το πρωτοβάθμιο, το δευτεροβάθμιο, και το τριτοβάθμιο.
Δύο από τα υπομνήματα που συνέταξε ο Χούμπολτ το φθινόπωρο του 1809, το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του Κένιξμπεργκ και το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα της Λιθουανίας (Πρωσική ακόμη τότε) δίνουν πλήρη εικόνα του σχεδίου εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που οραματίστηκε. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα αποτελούνταν από τρεις οργανικά συνδεδεμένες βαθμίδες, κάθε μια από τις οποίες θα διαδραμάτιζε ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση του παιδιού σε ολοκληρωμένο άνθρωπο, επιτρέποντάς του συνάμα να συνεχίζει τη δημιουργική αυτοβελτίωσή του μετά την αποφοίτηση κι εφόρου ζωής. "Ως εκ τούτου, η ολοκληρωμένη εκπαίδευση αναγνωρίζει ένα και μόνο ένα θεμέλιο: πως η ψυχή του ταπεινότερου εργάτη πρέπει από την αρχή να εναρμονιστεί με την ψυχή του πλέον εκλεπτυσμένου ειδήμονα, αν είναι ούτε ο ένας να χάσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του και να καταντήσει αγροίκος ούτε ο άλλος να στερείται ανθρώπινης δύναμης και να γίνει συναισθηματικός, φαντασιόπληκτος κι εκκεντρικός... Κατ´αυτό τον τρόπο, τα Ελληνικά θα είναι εξίσου χρήσιμα στους επιπλοποιούς όσο η ξυλουργική στο μελετητή ..."[19]
Στο πλαίσιο αυτό ο Χούμπολτ ήθελε να μεταβάλει ριζικά και τη διδασκαλία. Σύμφωνα με σχετικό βασιλικό διάταγμα που είχε συντάξει ο συνεργάτης του Süvern, οι υποψήφιοι καθηγητές δευτεροβάθμιου γυμνασίου έπρεπε να δώσουν γενικές εξετάσεις, υπό την εποπτεία δημόσιων αρχών, οι οποίες περιλάμβαναν φιλολογία, μαθηματικά και ιστορία. Ο Χούμπολτ, τον Απρίλιο του 1810, τόνισε ότι τα πρωταρχικής σημασίας ερωτήματα για την επιλογή ενός δημόσιου λειτουργού θα έπρεπε να είναι τα εξής: Μπορεί να σκέφτεται με σαφήνεια; Πόσο ζεστά αισθάνεται; Αντιλαμβάνεται την έννοια της ολοκληρωμένης εκπαίδευσης; Πιο συγκεκριμένα, ποια η γνώμη του για τον άνθρωπο; Σέβεται ή περιφρονεί τις κατώτερες τάξεις;[19]
Σαν υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων, ο Χούμπολτ ήταν υπεύθυνος για τις όλους τους δημόσιους πολιτιστικούς και επιστημονικούς φορείς, ανάμεσά τους η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών, οι Ακαδημίες Τέχνης και Μουσικής, η Βασιλική Βιβλιοθήκη και ο Βοτανικός Κήπος. Σύντομα περιήλθαν στον έλεγχο του και ιατρικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων της ιατρικής εκπαίδευσης, της επιβολής επαγγελματικών προτύπων και της εποπτείας νοσοκομείων. Ήταν επίσης υπεύθυνος λογοκρισίας. Η Πρωσία όμως δεν ήταν αρκετά ώριμη ώστε να αποδεχτεί τη βαθιά του πίστη στην απόλυτη ελευθερία του λόγου και της έκφρασης.
Την κορωνίδα των μεταρρυθμίσεων του Χούμπολτ αποτέλεσε η ίδρυση του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, το 1810. Το εγχείρημα ήταν σχεδόν αδύνατο, όπως κατήγγειλε σε επιστολή του στη σύζυγό του Κάρολαϊν, μιας και προϋπόθετε τη συμμετοχή επιστημόνων, "την πλέον ανικανοποίητη κατηγορία ανθρώπων", οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αμοιβαία ανταγωνιστικότητα, ζήλια και καχυποψία.[21] Ο Χούμπολτ εισήγαγε την ιδέα της ενότητας έρευνας και διδασκαλίας σαν βάση της λειτουργίας του πανεπιστημίου και της σχέσης καθηγητών και φοιτητών. Στο πανεπιστήμιο, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης, "η γνώση λογίζεται πάντοτε ελλιπής, σαν πρόβλημα στο οποίο δεν έχει δοθεί ακόμη πλήρης απάντηση. Αυτή η διαφορά αλλάζει ριζικά τη σχέση δασκάλου και μαθητή από ότι ήταν στο σχολείο. Στα ανώτατα ιδρύματα, ο δάσκαλος παύει να υπάρχει για χάρη του μαθητή. Και οι δύο υπάρχουν για χάρη της γνώσης."[22] Επίσης, ο ρόλος του πανεπιστημίου στη διεύρυνση και εκβάθυνση της γνώσης, κατά τον Χούμπολτ, απαιτούσε την πλήρη ελευθερία του. Έπεται η πλήρης ανεξαρτησία του σε επίπεδο κατεύθυνσης από το κράτος.
Αναπόφευκτα το μέγεθος και ο χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων που οραματίστηκε ο Χούμπολτ τον έφεραν σε σύγκρουση με τις καθεστηκυίες δυνάμεις της Πρωσικής κοινωνίας. Το ποτήρι ξεχείλισε με την επιμονή του ότι στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου έπρεπε να δοθεί ακίνητη περιουσία ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του από το κράτος και την πολιτική συγκυρία. Του ζητήθηκε να παραιτηθεί, όπως κι έκανε. Οι μεγαλόπνοες και πολυσχιδείς ιδέες του δεν θα ληφθούν σοβαρά υπόψιν πριν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και τούτο μόνον σε ότι αφορά την οργάνωση του πανεπιστημίου.[23]
Ο Διπλωμάτης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1812 ο Χούμπολτ ανέλαβε καθήκοντα πρεσβευτή στη Βιέννη. Το 1813 έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εξασφάλιση της συμμετοχής της Αυστρίας στην Έκτη Συμμαχία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων ενάντια στον Ναπολέοντα στο Συνέδριο της Πράγας.[16] Πήρε μέρος στην Πρώτη και τη Δεύτερη Συνθήκη των Παρισίων, όπως επίσης στο Συνέδριο της Βιέννης. Για μικρό χρονικό διάστημα διετέλεσε αντιπρόσωπος της Πρωσίας στη νεοσύστατη Bundestag στη Φρανκφούρτη κι έπειτα έγινε πρεσβευτής στο Λονδίνο, από όπου μετέβη προσωρινά στο Αιξ Λα Σαπέλ (Άαχεν) το 1818 για την εκεί Διάσκεψη. Ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στο Βερολίνο για να ηγηθεί συνταγματικής επιτροπής αλλά το σχέδιό του για τη δημιουργία ουσιαστικής συνταγματικής μοναρχίας προσέκρουσε στον Πρωσικό αυταρχισμό. Αυτός ο συνεχιζόμενα αντιδραστικός χαρακτήρας της κυβέρνησης τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τα κοινά αργότερα την ίδια χρονιά και να αφοσιωθεί στη μελέτη και τη γλωσσολογία.
Ο Γλωσσολόγος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το εύρος των γλωσσολογικών μελετών του Χούμπολτ καλύπτει όλη σχεδόν την υφήλιο. Στα λόγια του αδερφού του Αλεξάντερ, "διείσδυσε στη δομή γλωσσών περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλον."[16] Ανάμεσά τους ξεχωρίζει για την επιρροή της η μελέτη της γλώσσας των Βάσκων.
Η επίσκεψή του Χούμπολτ στη Χώρα των Βάσκων κατέληξε στις Έρευνες στους Πρόωρους Κατοίκους της Ισπανίας με τη Βοήθεια της Βασκικής Γλώσσας (1821). Σε αυτό το έργο, ο Χούμπολτ επιχειρεί να δείξει, μέσω της εξέτασης γεωγραφικών τοπωνυμίων, ότι σε παλαιότερους καιρούς φυλή ή φυλές οι οποίες μιλούσαν διαλέκτους συγγενείς της Βασκικής είχαν επεκταθεί σε όλη την Ισπανία, τη νότια Γαλλία και τις Βαλεαρίδες. Ταυτίζει αυτούς τους ανθρώπους με τους Ίβηρες των κλασσικών συγγραφέων και περαιτέρω υποθέτει ότι είχαν συμμαχήσει με τους Βερβέρους της Βόρειας Αφρικής. Το πρωτοποριακό αυτό έργο του Χούμπολντ έχει ξεπεραστεί από εξελίξεις στη σύγχρονη γλωσσολογία και αρχαιολογία αλλά σημεία του συνεχίζουν να αναφέρονται ακόμη και σήμερα.
Ο Χούμπολτ πέθανε κατά την προετοιμασία του μνημειώδους έργου του με θέμα την αρχαία γλώσσα Κάουι (Kawi) της Ιάβας στο πλαίσιο της ομάδας Αυστρονησιακών γλωσσών του Ειρηνικού. Κατάφερε να συμπληρώσει μόνον την εισαγωγή κι έναν τόμο, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 1836. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα του 1911, ο Χούμπολτ
- "... πρώτα καθορίζει σαφώς ότι ο χαρακτήρας και η δομή της γλώσσας εκφράζουν την εσωτερική ζωή και τη γνώση των ομιλητών της, και ότι οι γλώσσες θα πρέπει να διαφέρουν η μία από την άλλη κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό με αυτούς που τις χρησιμοποιούν. Οι ήχοι δεν γίνονται λέξεις πριν τους δοθεί σημασία και αυτή η σημασία ενσαρκώνει τη σκέψη μιας κοινότητας. Αυτό που ο Χούμπολτ ονομάζει εσωτερική μορφή μιας γλώσσας αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των μερών μιας πρότασης η οποία αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο μια ομάδα ανθρώπων αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της. Είναι το καθήκον της μορφολογίας του λόγου να διακρίνει τους διάφορους τρόπους με τους οποίους οι γλώσσες διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά την εσωτερική μορφή τους, να τις ταξινομήσει και να τις οργανώσει ανάλογα."
Ο Χούμπολτ εισήγαγε την ιδέα της ανθρώπινης γλώσσας σαν σύστημα τέτοιο που διέπεται από κανόνες έναντι της συλλογής λέξεων και φράσεων οι οποίες συνδυάζονται με νοήματα. Αυτή η ιδέα αποτελεί ένα από τα θεμέλια της 'μετασχηματικής γραμματικής' στη γλώσσα του Νόαμ Τσόμσκι. Ο ίδιος ο Τσόμσκι αναφέρει συχνά την περιγραφή της γλώσσας από τον Χούμπολτ σαν ένα σύστημα το οποίο "κάνει απεριόριστη χρήση πεπερασμένων μέσων", δηλ. τέτοιο όπου ένας πεπερασμένος αριθμός γραμματικών κανόνων μπορεί να δημιουργήσει άπειρο αριθμό προτάσεων. Ο μελετητής του Χούμπολτ Τίλμαν Μπορς (Tilman Borshe) σημειώνει βαθύτατες διαφορές ανάμεσα στις ιδέες των δύο για τη γλώσσα.[24] Ο Χούμπολτ θεωρείται επίσης ο επινοητής της υπόθεσης της γλωσσικής σχετικότητας, η οποία αναπτύχθηκε από τους γλωσσολόγους Σάπιρ και Γουόρφ έναν αιώνα αργότερα.
Πριν το θάνατό του, ο Χούμπολτ κληροδότησε ολόκληρη τη συλλογή του γλωσσικού υλικού του, στη βασιλικό Πρωσική βιβλιοθήκη στο Βερολίνο, ώστε να είναι διαθέσιμη για περαιτέρω έρευνα. Ωστόσο, η ακεραιότητα της συλλογής παραβιάστηκε και το περιεχόμενό της χωρίστηκε και διασπάστηκε σε διαφορετικές τοποθεσίες. Ο λόγος ήταν η προβληματική σχέση της σκέψης του με την κατεστημένη τάξη της ακαδημίας, καθ'όλη τη διάρκεια του 19ου και για μεγάλο μέρους του 20ου αιώνα, η οποί διαφωνούσε με τη φιλοσοφική προσέγγισή του και το μη-Ινδοευρωπαϊκό προσανατολισμό του στη μελέτες της γλώσσας και του ανθρώπου, άρρηκτα συνδεδεμένες όπως αυτές ήταν με την καθολικότητα που διέπει το πνεύμα του Διαφωτισμού.[16]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2022.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2014.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 12024576f. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 (Αγγλικά) SNAC. w6w68bp3. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 09155015.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb12024576f. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ CONOR.SI. 40141667.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 The Fine Art Archive. cs
.isabart .org /person /81847. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2021. - ↑ Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2019.
- ↑ «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2019.
- ↑ Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jn20000700744. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2022.
- ↑ von Humboldt, Wilhelm (1963). «Introduction». Στο: Cowan, Marianne. Humanist without Portfolio: An anthology of the writings of Wilhelm von Humboldt. Wayne State University Press. σελ. 14.
- ↑ Raico, Ralph (11 Αυγούστου 2010). «Wilhelm von Humboldt». Mises Daily. Ludwig von Mises Institute. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2012.
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 Mueller-Vollmer, Kurt (Fall 2011). «Wilhelm von Humboldt». The Stanford Encyclopedia of Philosophy. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2012.
- ↑ von Humboldt, Wilhelm (1963). «Introduction». Στο: Cowan, Marianne. Humanist without Portfolio: An anthology of the writings of Wilhelm von Humboldt. Wayne State University Press. σελ. 17.
- ↑ Manfred Geier: Die Brüder Humboldt, Reinbek bei Hamburg 2009, S. 261f.
- ↑ 19,0 19,1 19,2 Wertz, Marianna. «Wilhelm von Humboldt's Classical Education Curriculum». Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2012.
- ↑ Humboldt, Wilhelm von (1903–1936). Gesammelte Schriften: Ausgabe Der Preussischen Akademie Der Wissenschaften. Bd. I—XVI. Berlin. σελίδες 283.
- ↑ Zit. n. Manfred Geier, Die Brüder Humboldt, Reinbek bei Hamburg 2009, S. 267
- ↑ von Humboldt, Wilhelm (1963). «Man as a being who can be educated». Στο: Cowan, Marianne. Humanist without Portfolio: An anthology of the writings of Wilhelm von Humboldt. Wayne State University Press. σελίδες 14, 132-133.
- ↑ Sylvia Paletschek: Zurück in die Zukunft? Universitätsreformen im 19. Jahrhundert. (PDF; 1,54 MB)
- ↑ see Tilman Borsche: Sprachanansichten. Der Begriff der menschlichen Rede in der Sprachphilosophie Wilhelm von Humboldts, Stuttgart: Klett-Cotta 1981