Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Georg-August-Universität Göttingen | |
Ρητό | Zum Wohle aller |
---|---|
Ρητό στα ελληνικά | Για το καλό όλων |
Ίδρυση | 1734 |
Φοιτητές | 31.619 (Οκτώβριος 2018) |
Τοποθεσία | Γκέτινγκεν, Γκέτινγκεν, Γερμανία |
Ιστότοπος | uni-goettingen.de |
Το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν (γερμανικά: Georg-August-Universität Göttingen, GAU), γνωστό ανεπίσημα και ως «Γεωργία Αυγούστα» (Georgia Augusta), ή εξελληνισμένα ως «Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης», είναι ένα δημόσιο πανεπιστήμιο με έμφαση στην έρευνα, με έδρα την πόλη Γκέτινγκεν της Γερμανίας. Ιδρύθηκε το 1734 από τον Γεώργιο Β΄, βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας και εκλέκτορα του Αννόβερου, και άρχισε να λειτουργεί με παραδόσεις μαθημάτων από το 1737. Είναι το παλαιότερο πανεπιστήμιο στην Κάτω Σαξωνία και το μεγαλύτερο σε αριθμό φοιτητών σε αυτό το κρατίδιο της Γερμανίας. Ονομαστό για την καλλιέργεια των μαθηματικών κατά τον 19ο αιώνα, διατηρεί υψηλή φήμη, τόσο στη Γερμανία όσο και διεθνώς, και έχει διαμορφώσει το Γκέτινγκεν σε μία πανεπιστημιακή πόλη με μεγάλο πληθυσμό φοιτητών και καθηγητών.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1734 ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ της Μεγάλης Βρετανίας, που ήταν επίσης εκλέκτορας του Αννόβερου, έδωσε στον πρωθυπουργό του στο Ανόβερο, τον Γκέρλαχ Άντολφ φον Μυνχάουζεν, τη διαταγή να ιδρύσει πανεπιστήμιο στο Γκέτινγκεν για να διαδοθούν οι ιδέες της ακαδημαϊκής ελευθερίας και του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Μέσα σε μία δεκαετία και για όλο το υπόλοιπο του 18ου αιώνα το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν βρισκόταν ανάμεσα στα καλύτερα γερμανικά πανεπιστήμια, διακρινόμενο για το ελεύθερο πνεύμα του και την ατμόσφαιρα επιστημονικής έρευνας. Γνωστός από εκείνη την περίοδο είναι ο Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ, ο πρώτος καθηγητής σε μία έδρα (1769 ως 1799) ρητά αφιερωμένης στην πειραματική φυσική στη Γερμανία. Μέχρι το 1812 το Πανεπιστήμιο είχε καταστεί ένα διεθνώς αναγνωρισμένο σύγχρονο Α.Ε.Ι. με μία βιβλιοθήκη με περισσότερους από 250.000 τόμους.
Στις πρώτες δεκαετίες του, το ίδρυμα έγινε γνωστό για τη νομική σχολή του, με τα επί μισό αιώνα μαθήματα Δημοσίου δικαίου του τότε κορυφαίου παγκοσμίως στον κλάδο Γιόχαν Στεφάν Πύτερ. Το αντικείμενο είχε προσελκύσει φοιτητές όπως τον μετέπειτα διπλωμάτη και πρωθυπουργό της Αυστρίας Κλέμενς φον Μέττερνιχ και τον Βίλχελμ φον Χούμπολτ, ο οποίος αργότερα ίδρυσε το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Αργότερα και ο διάσημος ποιητής Χάινε σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Το 1809 ο μετέπειτα φιλόσοφος Άρθουρ Σοπενχάουερ έγινε φοιτητής του Πανεπιστημίου, όπου σπούδασε μεταφυσική και ψυχολογία υπό τον Γκότλομπ Ερνστ Σούλτσε, ο οποίος τον συμβούλευσε να επικεντρωθεί στον Πλάτωνα και στον Καντ.
Ωστόσο, πολιτικές αναστατώσεις στις οποίες συμμετείχαν τόσο καθηγητές όσο και φοιτητές, μείωσαν τον φοιτητικό πληθυσμό στους 860 το 1834. Η εκδίωξη των επτά καθηγητών που έγιναν γνωστοί ως «οι Επτά του Γκέτινγκεν» το 1837 — μεταξύ των οποίων ο φυσικός Βίλχελμ Βέμπερ και οι φιλόλογοι Γιάκομπ και Βίλχελμ Καρλ Γκριμ, γνωστοί ως «Αδελφοί Γκριμ» — επειδή διαμαρτυρήθηκαν εναντίον της καταργήσεως από τον βασιλιά Ερνέστο Αύγουστο Α΄ του Αννόβερου του φιλελεύθερου συντάγματος του 1833, μείωσε κι άλλο την ευδοκίμηση του ιδρύματος. Προηγουμένως, οι Αδελφοί Γκριμ είχαν συντάξει στο Γκέτινγκεν το πρώτο λεξικό της γερμανικής γλώσσας.
Η φήμη της νομικής σχολής διατηρήθηκε τον 19ο αιώνα χάρη στον Γκούσταφ Χούγκο και τον δικαστικό Ρούντολφ Γέριγκ, δημιουργό της θεωρίας τού «culpa in contraendo». Ο Όττο φον Μπίσμαρκ, ο βασικός δημιουργός και πρώτος καγκελάριος της Β΄ Γερμανικής Αυτοκρατορίας, είχε επίσης σπουδάσει νομικά στο Γκέτινγκεν το 1833: διέμενε σε ένα πολύ μικρό σπιτάκι στο «τείχος», γνωστό σήμερα ως «η καλύβη του Μπίσμαρκ».
To Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν διατηρούσε επίσης ενδιαφέρον για τις θετικές επιστήμες, ιδιαίτερα για τα μαθηματικά. Ο Καρλ Φρίντριχ Γκάους, ο σημαντικότερος Γερμανός μαθηματικός όλων των εποχών, δίδαξε εδώ τον 19ο αιώνα, ενώ οι Ρίμαν, Ντιρισλέ και άλλοι σημαντικοί μαθηματικοί πραγματοποίησαν τις συνεισφορές τους στην επιστήμη τους στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Η παράδοση που δημιουργήθηκε στα μαθηματικά κορυφώθηκε περί το 1900, όταν ο Ντάβιντ Χίλμπερτ και ο Φέλιξ Κλάιν είχαν προσελκύσει μαθηματικούς από ολόκληρο τον κόσμο στο Γκέτινγκεν, καθιστώντας το Πανεπιστήμιο τη «Μέκκα» των παγκόσμιων μαθηματικών κατά τις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο εικοστός αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικότερα στις αρχές του 20ού αιώνα το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν έφθασε στο αποκορύφωμα της ακαδημαϊκής του ακμής, παρότι το 1903 το διδακτικό ερευνητικό προσωπικό του ήταν μόλις 121 και οι φοιτητές του 1.529. Ο Λούντβιχ Πραντλ ήρθε στο Πανεπιστήμιο το 1904 και το κατέστησε κορυφαίο παγκοσμίως στη μηχανική των ρευστών και στην αεροδυναμική την επόμενη εικοσαετία. Πολλοί από τους φοιτητές του πραγματοποίησαν στη συνέχεια θεμελιώδεις συνεισφορές στην αεροδυναμική.
Από το 1921 ως το 1933 η ομάδα θεωρητικής φυσικής ήταν υπό την ηγεσία του Μαξ Μπορν, ενός από τους τρεις θεμελιωτές της μη-σχετικιστικής θεωρίας της κβαντομηχανικής. Το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν υπήρξε έτσι ένα από τα κυριότερα κέντρα αναπτύξεως της σύγχρονης φυσικής. Μέχρι σήμερα 47 κάτοχοι Βραβείου Νόμπελ έχουν σπουδάσει, διδάξει ή ερευνήσει στο Πανεπιστήμιο, με τους περισσότερους στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, κάτι που αποκλήθηκε το «θαύμα των Νόμπελ του Γκέτινγκεν».
Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές συνέχισαν να ευδοκιμούν. Ο φιλόσοφος Έντμουντ Χούσερλ, γνωστός ως ο «πατέρας της φαινομενολογίας», δίδαξε στο Γκέτινγκεν, ενώ ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ σπούδασε εδώ για ένα εξάμηνο.
Κατά τη δεκαετία του 1930 το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν έγινε επίκεντρο της προσπάθειας των Ναζί να καταπνίξουν την «εβραϊκή φυσική».
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ernst Brandes: Über den gegenwärtigen Zustand der Universität Göttingen, Göttingen 1802.
- Emil Franz Rössler: Die Gründung der Universität Göttingen, Göttingen 1855. Digitalisat
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]