Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αϊβαλί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 39°19′N 26°42′E / 39.317°N 26.700°E / 39.317; 26.700

Αϊβαλί

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Αϊβαλί
39°19′0″N 26°42′0″E
ΧώραΤουρκία
Διοικητική υπαγωγήΕπαρχία Μπαλικεσίρ
Πληθυσμός71.063 (2018)
Ταχ. κωδ.10400
Ζώνη ώραςΏρα στην Τουρκία
UTC+03:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Αϊβαλί (τουρκικά: Ayvalık), γνωστό ιστορικά και ως Κυδωνίες, αποτελεί πόλη και λιμένα της Τουρκίας, ευρισκόμενη στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, έναντι της νήσου Λέσβου, και συγκεκριμένα βορειοανατολικά της Μυτιλήνης. Διοικητικά υπάγεται στην επαρχία Μπαλικεσίρ και βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την αρχαία πόλη της Περγάμου. Ο μόνιμος πληθυσμός της πόλης εκτιμάται σε περίπου 30.000 κατοίκους, αριθμός ο οποίος αυξάνεται σημαντικά κατά τους θερινούς μήνες λόγω της τουριστικής δραστηριότητας.

Κατά το παρελθόν, το Αϊβαλί υπήρξε ένα εκ των σημαντικότερων κέντρων του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, μετά τη Σμύρνη. Η γεωγραφική του θέση και η ύπαρξη φυσικού λιμένα συνέβαλαν στην ανάπτυξή του ως εμπορικού κόμβου, ενώ η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή μαρτυρείται ήδη από το 1500 π.Χ.

Η περίοδος μεγαλύτερης ακμής της πόλης εντοπίζεται μετά το έτος 1773, όταν, με φιρμάνι του Οθωμανού Σουλτάνου Σελίμ Γ΄, παραχωρήθηκαν προνόμια στους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής. Η ελληνική κοινότητα του Αϊβαλιού διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην τοπική κοινωνική και πολιτισμική ζωή έως το 1922, οπότε και εκδιώχθηκε στα πλαίσια της Μικρασιατικής Καταστροφής και μετέπειτα με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Στη θέση των εκτοπισθέντων εγκαταστάθηκαν κυρίως μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Κρήτη, γεγονός που κατέστησε το Αϊβαλί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα πόλεων-συμβόλων της μικρασιατικής προσφυγιάς.

Το Αϊβαλί είναι κτισμένο στα ΒΔ παράλια της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο ΝΔ άκρο του Αδραμυττηνού κόλπου, ενώ η ύπαρξη των Μοσχονησίων παρέχει στο λιμάνι ασφάλεια έναντι των καιρικών φαινομένων.[1]

Η ονομασία της πόλης προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, (αϊβά) η οποία μεταφράζεται ως «κυδώνι». Εκτός από την κυρίαρχη ονομασία «Αϊβαλί» ήταν σε χρήση και η λόγια «Κυδωνίαι». Υποστηρίζεται πως η επιλογή χρήσης μιας εκ των δύο μορφών στην ελληνική γλώσσα σχετιζόταν με ιδεολογικά αλλά και κοινωνικά κριτήρια.[2]

Ιστορικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ιστορικός χάρτης των Κυδωνίων από τον Πίρι Ρέις, 16ος αιώνας

Οι Κυδωνίες, γνωστές σήμερα ως Αϊβαλί, συγκαταλέγονται μεταξύ των νεότερων πόλεων της Μικράς Ασίας. Η ίδρυσή τους τοποθετείται στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα, από πληθυσμούς που κατάγονταν κυρίως από τη Λέσβο.[2][3] Οι κάτοικοι αυτοί εγκατέλειψαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους αναζητώντας ευνοϊκότερους όρους διαβίωσης στην απέναντι μικρασιατική ακτή. Αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των πρώτων εποίκων, η ανάπτυξη του οικισμού υπήρξε ραγδαία. Ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι Κυδωνίες είχαν αναδειχθεί σε σημαντικό οικονομικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής.

Αυτοδιοικητικό Καθεστώς και Πνευματική Άνθηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθοριστική για την περαιτέρω εξέλιξη της πόλης υπήρξε η χορήγηση αυτοδιοικητικών προνομίων το έτος 1773.[3] Κατά την επικρατούσα άποψη, πρωταγωνιστικό ρόλο στην απόκτηση αυτών των προνομίων διαδραμάτισε ο Ιωάννης Δημητρακέλλης, γνωστός και ως Οικονόμος, ο οποίος με τη συνδρομή του Νικολάου Μαυρογένη, ηγεμόνα της Βλαχίας και δραγουμάνου του οθωμανικού στόλου, εξασφάλισε ειδικό φιρμάνι από την Πύλη. Με βάση αυτό το φιρμάνι, οι Κυδωνίες αναγνωρίστηκαν ως αμιγώς χριστιανική κοινότητα, διοικούμενη από τριμελές σώμα δημογερόντων. Παράλληλα, προβλεπόταν η παρουσία δύο οθωμανών αξιωματούχων: του αγά ή βοεβόδα και του καδή, οι οποίοι ασκούσαν εποπτικό και διοικητικό ρόλο.

Παραδοσιακά σπίτια του Αϊβαλιού

Η ευνοϊκή αυτή διοικητική δομή δημιούργησε τις προϋποθέσεις για σημαντική πολιτιστική και εκπαιδευτική ανάπτυξη. Το 1780, με πρωτοβουλία του Δημητρακέλλη, ανεγέρθηκε ο μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας των Ορφανών, στον περίβολο του οποίου ιδρύθηκαν φιλανθρωπικά ιδρύματα όπως νοσοκομείο και βρεφοκομείο, καθώς και η Ελληνική Σχολή. Η Σχολή διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη, με έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά και φιλοσοφικά και θεολογικά συγγράμματα. Μεταξύ των πρώτων διδασκάλων της συγκαταλέγονται προσωπικότητες όπως ο ιεροδιάκονος Ευγένιος εκ Βουρλών ή εκ της Κίου, ο Βησσαρίων εκ Σύμης και ο Θεοδόσιος εκ Μουδανιών. Μετά τον θάνατο του Δημητρακέλλη το 1792, η Σχολή αναδιοργανώθηκε, μεταφέρθηκε σε νέο κτήριο και ανήλθε στο επίπεδο ανώτερης σχολής με την επωνυμία Ακαδημία Κυδωνιών.

Η Ακαδημία εξελίχθηκε σε ένα από τα πλέον διακεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα του υπόδουλου Ελληνισμού. Μεταξύ των επιφανών διδασκόντων συγκαταλέγονται οι λόγιοι Βενιαμίν ο Λέσβιος, Θεόφιλος Καΐρης και Γρηγόριος Σαράφης. Η διδασκαλία περιλάμβανε, πέραν των κλασικών μαθημάτων, ευρωπαϊκή μουσική, καθώς και ξένες γλώσσες όπως η γαλλική και η τουρκική.

Το 1816 σημειώθηκε ένα περιστατικό που αντανακλά τις πολιτισμικές εντάσεις της εποχής: ο Γάλλος μουσικοδιδάσκαλος Μπουσάρ εκδιώχθηκε από τη Σχολή, καθώς κατηγορήθηκε από Οθωμανό υπάλληλο ότι, κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας μουσικής, έδινε στρατιωτικά παραγγέλματα. Έκτοτε, η διδασκαλία περιορίστηκε στη βυζαντινή μουσική, και οι απόφοιτοι της σχολής ανέλαβαν κατά κύριο λόγο καθήκοντα ιεροψαλτών. Παράλληλα, η σχολή διακρινόταν για τη διδασκαλία του αρχαίου ελληνικού δράματος· μεταξύ των έργων που ανεβάζονταν από τους μαθητές περιλαμβάνεται η Εκάβη του Ευριπίδη.[4]

Στην Ελληνική Επανάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παλιά εκκλησία στο Αϊβαλί

Οι Κυδωνίες, με ελληνικό πληθυσμό 30.000 στις παραμονές της Επανάστασης του 1821, καταστράφηκαν από τον οθωμανικό στρατό, που μπήκε στην πόλη στις 2 Ιουνίου 1821, για να εκδικηθεί την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27 Μαΐου στην Ερεσό από τον Δημήτριο Παπανικολή. Στις 3 Ιουνίου ο Ιωάννης Φιλήμων χαρακτηριστικά αναφέρει:

Η πυρκαϊά, άμα τεθείσα, ηυξήθη κολοσσιαία, ένεκα των πολλών ελαιουργείων και ελαιοπωλείων· οι ναοί, η σχολή, η βιβλιοθήκη και πάντα τα καταστήματα κατέπεσαν ολόκαυστα. Πατέρες, σύζυγοι, τέκνα, περιέτρεχον από του ενός εις το άλλο μέρος τρομώδη και αμηχανούντα, όπως διεκφύγωσι την σφαγήν... Ούτω κατεστράφη η πόλις των Κυδωνιών, σφαγείσα και αιχμαλωτισθείσα κατά το έν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά το όλον και αποτεφρωθείσα κατά κράτος.

Όσοι κάτοικοι σώθηκαν, κατέφυγαν σε νησιά του Αιγαίου, όπως, μεταξύ άλλων, η Σύρος,[5] καθώς και στην Πελοπόννησο. Επίσης, αρκετοί Αϊβαλιώτες, μεταξύ άλλων οι Στυλιανός Γονατάς και Ευστράτιος Πίσσας, συμμετείχαν ενεργά στην Επανάσταση.[6]

Επανεγκατάσταση Ελλήνων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τα τραγικά γεγονότα της καταστροφής του 1821, και συγκεκριμένα από το έτος 1827, παρατηρείται η σταδιακή επάνοδος προσφύγων στην ερειπωμένη πόλη των Κυδωνιών. Η ανοικοδόμηση ξεκίνησε με ιδιαίτερα έντονους ρυθμούς, γεγονός που οδήγησε στην ταχεία ανασυγκρότηση της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας. Ήδη το 1842, ο πληθυσμός της πόλης είχε φθάσει τις 18.000 ψυχές, αριθμός που συνέχισε να αυξάνεται σταθερά τις επόμενες δεκαετίες. Κατά τη χρονική περίοδο από την επανεγκατάσταση έως και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, οι Κυδωνίες γνώρισαν εντυπωσιακή οικονομική και κοινωνική άνθηση. Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου υπήρξε συνεχής και εκτεταμένη, ενώ η ίδρυση ατμοκίνητων ελαιοτριβείων αποτέλεσε σημαντικό βήμα εκβιομηχάνισης. Παράλληλα, η ενίσχυση της ναυτιλιακής δραστηριότητας εκ μέρους των κατοίκων συνέβαλε στην καθιέρωση των Κυδωνιών ως βασικού κέντρου εμπορίας ελαιολάδου. Η ετήσια παραγωγή του προϊόντος αυτού έφθανε τα 4.000.000 οκάδες, γεγονός που αποδεικνύει την κομβική θέση της πόλης στην αγροτοβιομηχανική οικονομία της περιοχής.

Η πνευματική ζωή των Κυδωνιών ακολούθησε αντίστοιχη πορεία άνθησης. Το Γυμνάσιο της πόλης, το οποίο διέθετε μία από τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες της εποχής, ονομάστηκε Διδότειος, προς τιμήν του φημισμένου Παρισινού εκδοτικού οίκου Didot, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στον εμπλουτισμό της, δωρίζοντας χιλιάδες τόμους. Η ίδρυση και λειτουργία τυπογραφείων μετά το έτος 1911 κατέστησαν δυνατή την έκδοση τοπικών εφημερίδων και περιοδικών, τα οποία ενίσχυσαν τη δημόσια σφαίρα και καλλιέργησαν το μορφωτικό επίπεδο των πολιτών.

Πέραν των εκπαιδευτικών και εκδοτικών θεσμών, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι πολιτιστικοί σύλλογοι, οι οποίοι αποτέλεσαν βασικούς φορείς κοινωνικής συνοχής και πνευματικής καλλιέργειας. Ο πλούτος της πολιτιστικής ζωής αντανακλάται στον μεγάλο αριθμό λογίων, εκπαιδευτικών, θεολόγων και ανώτερων κληρικών που κατάγονταν από τις Κυδωνίες, καταδεικνύοντας την πόλη ως έναν από τους σημαντικότερους πνευματικούς πυρήνες του Μικρασιατικού Ελληνισμού κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και νέοι διωγμοί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Έλληνες από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) στα τουρκικά Τάγματα Εργασίας, φωτογραφημένοι στη Σμύρνη πιθανότατα λίγο πριν την απελευθέρωσή τους στην Ελλάδα

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο πληθυσμός των Κυδωνιών ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικός, συγκροτώντας μια αμιγώς ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα με έντονη κοινωνική, εκπαιδευτική και οικονομική δραστηριότητα.[7][8] Η πόλη, ως ζωντανό κύτταρο του μικρασιατικού Ελληνισμού, είχε διαμορφώσει έναν δυναμικό αστικό ιστό, με ιδιαίτερη έμφαση στην παιδεία, το εμπόριο και την πολιτιστική παραγωγή. Ωστόσο, η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η συνακόλουθη εφαρμογή διωκτικών πολιτικών εκ μέρους των Νεοτούρκων κατά του χριστιανικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπληξαν σοβαρά τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. Οι Κυδωνιές υπήρξαν από τις πρώτες πόλεις που επλήγησαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα: μαζικές εκτοπίσεις πολιτών προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, καταναγκαστικά έργα και βιαιοπραγίες αποδιάρθρωσαν τη λειτουργία της τοπικής κοινωνίας και ανέστειλαν κάθε αναπτυξιακή πορεία. Ειδικά το έτος 1917, ένα μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού – και κυρίως νεαροί άνδρες – εγκατέλειψε τις Κυδωνιές καταφεύγοντας στην απέναντι Λέσβο, προκειμένου να αποφύγει τις διώξεις και την επιστράτευση στα τάγματα εργασίας (amele taburları). Η φυγή αυτή, σε συνδυασμό με τις εκτοπίσεις, προκάλεσε προσωρινή απονέκρωση της πόλης, η οποία έμεινε ουσιαστικά ακέφαλη τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά.

Η επιστροφή των εκπατρισμένων Κυδωνιατών κατέστη δυνατή μετά τη Ανακωχή της Κομπιέν, που υπεγράφη στις 11 Νοεμβρίου 1918 και σήμανε τη λήξη των εχθροπραξιών στο Δυτικό Μέτωπο. Η ανακωχή αυτή δημιούργησε ευνοϊκότερο πολιτικό κλίμα για τις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες άρχισαν σταδιακά να ανασυντάσσονται. Στις Κυδωνιές, η επιστροφή των προσφύγων και η προσπάθεια αναδιοργάνωσης της τοπικής ζωής έδωσαν προσωρινή ώθηση στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα της πόλης.

Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στις Κυδωνίες ξεκίνησε στις 29 Μαΐου 1919, όταν τμήματα του ελληνικού στρατού, στο πλαίσιο των ευρύτερων επιχειρήσεων που ακολούθησαν την απόβαση στη Σμύρνη (αρχές Μαΐου 1919), εισήλθαν στην πόλη σύμφωνα με τον σχεδιασμό του ελληνικού Γενικού Στρατηγείου. Η εγκατάσταση αυτή δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την επανεγκατάσταση του ελληνικού πληθυσμού, ο οποίος είχε εκδιωχθεί κατά τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κυδωνίες γνώρισαν, για λίγα μόλις χρόνια, μια φάση πρόσκαιρης ανάκαμψης, πολιτιστικής και οικονομικής αναδιοργάνωσης, καθώς και κοινωνικής ανασύνθεσης. Ωστόσο, το οριστικό πλήγμα για την ελληνική παρουσία στην περιοχή επήλθε με την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου τον Αύγουστο του 1922 και την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού, γεγονός που είχε τραγικές συνέπειες και για τις Κυδωνίες. Στις 29 Αυγούστου 1922, τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού εισήλθαν στην πόλη, ενώ η παρουσία τους ενισχύθηκε περαιτέρω στις 6 Σεπτεμβρίου. Ακολούθησε γενικευμένος διωγμός του ελληνικού πληθυσμού: οι άνδρες οδηγήθηκαν σε Τάγματα Εργασίας, με προορισμό στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στο εσωτερικό της Ανατολίας. Πολλοί από αυτούς εκτελέστηκαν χωρίς δίκη, ενώ μόνον ελάχιστοι επιβίωσαν για να καταφύγουν στη Λέσβο μαζί με γυναικόπαιδα και να συνεχίσουν από εκεί τον δρόμο προς την προσφυγιά.

Μια από τις πλέον εμβληματικές μαρτυρίες αυτής της τραγικής εμπειρίας αποτελεί το έργο του Ηλία Βενέζη, Το Νούμερο 31328, στο οποίο περιγράφεται η προσωπική του οδύσσεια ως κρατουμένου σε Τάγμα Εργασίας για 14 μήνες, από το 1922, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Ο Βενέζης, ένας από τους 3.000 Αϊβαλιώτες που συνελήφθησαν, ήταν ένας από τους μόλις 23 που επέζησαν, καθιστώντας την μαρτυρία του πολύτιμη πηγή ιστορικής τεκμηρίωσης. Θύμα της βίας και του φανατισμού υπήρξε και ο Μητροπολίτης Κυδωνιών Γρηγόριος, ο οποίος αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του και παρέμεινε δίπλα στο ποίμνιό του. Συνελήφθη από τις δυνάμεις του Κεμάλ στις 30 Σεπτεμβρίου 1922 και, ύστερα από βασανιστήρια, εκτελέστηκε στις 3 Οκτωβρίου 1922 μαζί με δεκάδες κληρικούς, προκρίτους και μεγάλο αριθμό πολιτών.[9]

Μετά την Καταστροφή και την επακόλουθη Σύμβαση Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Λωζάνη, 1923), οι Έλληνες πρόσφυγες των Κυδωνιών κατέφυγαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Στη Λέσβο, εγκαταστάθηκαν σε παλαιούς τουρκικούς οικισμούς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη δημιουργία του οικισμού Νέες Κυδωνίες στη θέση του πρώην οικισμού Μπαλτζίκι.[10] Παράλληλα, στο Αιγάλεω Αττικής εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τις Κυδωνίες, οι οποίοι έδωσαν στον νέο συνοικισμό το όνομα Νέες Κυδωνιές, ως φόρο τιμής προς την αλησμόνητη πατρίδα.

Αντίστοιχα, στη θέση των εκτοπισμένων Ελλήνων εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, οι οποίοι μετακινήθηκαν στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Ήδη έως τα τέλη του 1924, ο αριθμός των μουσουλμάνων προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στο Αϊβαλί ανερχόταν σε περίπου 21.000 άτομα, μεταμορφώνοντας ριζικά τον εθνοτικό και πολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης.[11]

Αγίασμα της Παναγιάς Φανερωμένης

Σύμφωνα με τις επίσημες τουρκικές εκτιμήσεις, περί το έτος 1926 ο προσφυγικός πληθυσμός που είχε εγκατασταθεί στο Αϊβαλί ανερχόταν σε περίπου 25.500 άτομα. Ωστόσο, εξαιτίας των δυσμενών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συνθηκών, ο πληθυσμός αυτός υπέστη σημαντική μείωση κατά τα επόμενα έτη, με αποτέλεσμα έως το 1933 να κατοικούν εντός των διοικητικών ορίων του δήμου μόλις 13.502 άτομα. Η τοπική οικονομία κατά την περίοδο εκείνη στηριζόταν κυρίως στην παραγωγή και επεξεργασία ελαιολάδου, στη σαπωνοποιία και στην καλλιέργεια καπνού.[12] Η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής άρχισε να διαφαίνεται από τη δεκαετία του 1980.[11]

Κατά τη σύγχρονη περίοδο, το Αϊβαλί συνιστά ένα αναπτυσσόμενο αστικό, εμπορικό και τουριστικό κέντρο, το οποίο εξακολουθεί να διατηρεί ορατά ίχνη του ελληνικού του παρελθόντος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το έτος 2007, για πρώτη φορά μετά το 1922, τελέστηκε στο λιμάνι του Αϊβαλιού ο αγιασμός των υδάτων κατά την εορτή των Θεοφανίων.[13]

  1. Αποστολοπούλου 1980, σελ. 93.
  2. 1 2 Καραχρήστος, Ιωάννης (10 Μαρτίου 2003). «Αϊβαλί (Κυδωνίες)». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Μικρά Ασία. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2023.
  3. 1 2 Βερέμης, Θάνος Μ. (2022). 22 Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το '22. Αθήνα: Μεταίχμιο. σελ. 23.
  4. Καραμπλιάς 1949, σελ. 195-197.
  5. Kolodny 1969, σελ. 202.
  6. Μουμτζής, Τάσος. «Αϊβαλιώτες του 1821». Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2023.
  7. Σταματόπουλος 2020, σελ. 32.
  8. Συρίγος & Χατζηβασιλείου 2022, σελ. 32.
  9. Clark 2006, σελ. 25.
  10. Kolodny & Darques 2004, σελ. 69-70.
  11. 1 2 (Τουρκικά) «Ayvalık Belediye Tarihçesi». ayvalik.bel.tr. Ayvalık Belediyesi. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2023.[νεκρός σύνδεσμος]
  12. Merriam 1926, σελ. 100.
  13. Μπαλάσκας, Στ.· Σολταρίδης, Συμ. (8 Ιανουαρίου 2007). «Τουρκικό όχι για αγιασμό στη Σμύρνη». Ελευθεροτυπία. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2009.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]