Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φώτης Κόντογλου

Αυτό είναι ένα καλό λήμμα. Πατήστε εδώ για περισσότερες πληροφορίες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Φώτης Κόντογλου
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Φώτης Κόντογλου (Ελληνικά)[1]
Γέννηση8  Νοεμβρίου 1895[2][3]
Αϊβαλί[1]
Θάνατος13 Ιουλίου 1965 (69 ετών)
Αθήνα[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα[1]
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά[4]
ΣπουδέςΑνωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταζωγράφος[5]
μεταφραστής
ΕργοδότηςΑνωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΒραβεία Ακαδημίας Αθηνών
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Φώτης Κόντογλου, γεννημένος ως Αποστολέλλης, ήταν Έλληνας ζωγράφος, αγιογράφος και συγγραφέας. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. Ο τελευταίος εν ζωή μαθητής είναι ο Γεώργιος Χρ. Γεωργίου ο Κύπριος, ο οποίος διαβιεί στη Λεμεσό της Κύπρου.

Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί στις 8 Νοεμβρίου του 1895.[α] Είχε τρία ακόμη αδέλφια: τον Γιάννη, τον Αντώνη και την Τασίτσα. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του –ναυτικός στο επάγγελμα– και την κηδεμονία των τεσσάρων παιδιών ανέλαβε ο θείος του, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του.[7] Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, από το 1911, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές.[8]

Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913, στην Γ' τάξη.[9] Το 1913–1914 έμενε με τον Στρατή Δούκα στη Νεάπολη και στην Κυψέλη και μετά με τον Παπαλουκά στην Κολοκυνθού.[10] Λόγω οικονομικών δυσκολιών εργαζόταν ως ρετουσέρ στο φωτογραφείο Μπούκα και Καλιαμπέκου.[10] Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο εικονογράφησης βιβλίου σε διαγωνισμό του περιοδικού, για αυτήν της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Εργάστηκε ως τορναδόρος και ανθρακωρύχος.[11] Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στη Γαλλία.

Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Διορίστηκε καθηγητής στο Παρθεναγωγείο της πατρίδας του όπου δίδασκε γαλλικά και τεχνικά. Ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο Νέοι Άνθρωποι και έγινε πρόεδρος. Το 1921 επιστρατεύτηκε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το 1922 πήρε το δρόμο της προσφυγιάς με ένα καΐκι.[12] Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος με πρόθεση να καλογερέψει.[13]

Το 1923, επίσης, πραγματοποίησε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του στη Μυτιλήνη με τον Κωνσταντίνο Μαλέα. Μετέφερε την έκθεση τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα στην αίθουσα του Λυκείου των Ελληνίδων, παρουσιαζόμενος για πρώτη φορά ως ζωγράφος στο αθηναϊκό καλλιτεχνικό κοινό.[14] Το 1925 εξέδωσε το περιοδικό Φιλική Εταιρία.[15] Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία.[8] Το 1927 γεννήθηκε η μοναχοκόρη του Δέσποινα.[16] Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό του Κωστή Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα[17]. Το 1933 έλαβε τελικά το πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών - Απολυτήριον γραφικής, με βαθμό Λίαν καλώς[18] προκειμένου να διδάξει στο Κολλέγιο Αθηνών[19] ζωγραφική και ιστορία της τέχνης.[18] Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους: το 1931 στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, του οποίου ζωγράφισε το συντριβάνι,[20] στο Μουσείο Κέρκυρας το 1935, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο, το 1937 και μεταξύ 1936 και 1938 κατά διαστήματα στο Μυστρά όπου καθάριζε τις τοιχογραφίες των ναών του.[21]

Κατά τη διάρκεια της κατοχής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα του Κόντογλου βρίσκεται ανάμεσα στα ονόματα των Ελλήνων λογοτεχνών που συνεργάστηκαν με το ελληνόφωνο ιταλικό περιοδικό προπαγάνδας Κουαδρίβιο. Καθώς όσοι συνεργάζονταν με αυτό αμείβονταν με χρήματα ή τρόφιμα προκρίθηκε η ανάγκη επιβίωσης του Κόντογλου, καθώς μάλιστα είχε αναγκασθεί να πουλήσει το σπίτι του –Βιζυηνού 16 στα Πατήσια–[22] για ένα σακί αλεύρι.[23] Ο νέος ιδιοκτήτης της οικίας Κόντογλου κάλυψε τις νωπογραφίες με λαδομπογιά.[24] Τα επόμενα χρόνια ο Κόντογλου μετακόμιζε διαρκώς.[25] Φιλοξενούνταν σε σπίτια φίλων του, κυρίως στο Παγκράτι, για να καταλήξει σε ένα γκαράζ.[26] Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κείμενά του στο περιοδικό Φιλολογική Κυριακή (1943)[27] και το 1944 στους Ορίζοντες και στα Γράμματα.[28]

Μετά την απελευθέρωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το σπίτι του Φώτη Κόντογλου στην Αθήνα.

Από το 1948 άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Ελευθερία μέχρι τον θάνατό του.[29] Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1963 ο ίδιος και η σύζυγός του τραυματίστηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Βούλα.[30] Το 1959 είχε σύντομη συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, αλλά λόγω διαφωνίας του σχετικά με την ώρα μετάδοσης της εκπομπής του παραιτήθηκε.[31]

Το 1965 υποβλήθηκε σε εγχείρηση δυο λίθων από την κύστη. Τελικά πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου του 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση, ταλαιπωρημένος σωματικά και ψυχικά ύστερα από το ατύχημα που του συνέβη το 1963[β]. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Νέας Μάκρης (Όρος Αμώμων)[33]. Ο Γιάννης Τσαρούχης, άλλοτε μαθητής του, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Κόντογλου, βρισκόταν στη Μυτιλήνη και ζωγράφιζε κατά τύχη έναν άγγελο.[34].

Αρχείο Φώτη Κόντογλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2014, το Αρχείο Φώτη Κόντογλου, το οποίο διατήρησαν για χρόνια, η κόρη του, Δέσπω και ο σύζυγός της Ιωάννης Μαρτίνος, δωρήθηκε από τους εγγονούς του Κόντογλου, Παναγιώτη και Φώτη Μαρτίνο, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.[35]

Οι πολιτικές πεποιθήσεις του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ασημάκη Πανσέληνου ο Κόντογλου, «στην πολιτική το ίδιο ατζαμής, δημοκράτης, θεωρούσε τον εαυτό του κομμουνιστή παρ' όλες τις θεοκρατικές του αυταπάτες, και έβρισκε πως και τα δύο συμβιβάζονται και υποστήριζε πως ο ρούσσικος κομμουνισμός είναι έκφραση της χριστιανικής ψυχής των Ρώσων». Το καλοκαίρι του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύθηκε κείμενο διαμαρτυρίας κατά των δεξιών εξτρεμιστικών επιθέσεων σε βιβλιοπωλεία, θέατρα, εφημερίδες. Μεταξύ των διανοουμένων που υπογράφουν είναι και ο Κόντογλου[36]. Τέλος, ο Κόντογλου δεν υπέγραψε τη «Δήλωσιν Ελλήνων Επιστημόνων, Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών» που δημοσιεύθηκε ως παράρτημα της Διακήρυξης της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων το 1946 καθώς χαρακτηριζόταν και από διχαστικές και εμφυλιοπολεμικές προεκτάσεις[37][38].

Το ζωγραφικό του έργο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος της μονοχρωμίας (1910–1925)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια των παιδικών και εφηβικών του χρόνων δεν είχαν εκδηλωθεί ερεθίσματα από τη βυζαντινή ζωγραφική.[39] Η πρώτη χρονολογημένη ζωγραφιά του, με τίτλο Αγία Παρασκευή, ανάγεται στα 1912, όταν ήταν δεκαεπτά ετών. Ίσως να είναι παλιότερη η Καθιστή γριά, γύρω στα 1910, όταν ήταν 15 ετών.[40] Όταν ήταν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ήρθε σε επαφή με το κλίμα της Σχολής του Μονάχου. Το γεγονός πως είχε καταρτίσει συλλογή με έργα από γερμανικές καλλιτεχνικές εκδόσεις των Γύζη, Λέμπαχ, Μπίκλιν, Στουκ, Κλίνγκεργκ, φανερώνει τη μη απόρριψη της ακαδημαϊκής ζωγραφικής εκ μέρους του. Η περίοδος εργασίας του στο φωτογραφείο επηρέασε την τεχνοτροπία των έργων του: μαλακοί σκιοφωτισμοί, ασπρόμαυρο μαλακό πλάσιμο (Η Ολλαντέζικη πίπα 1918, προσωπογραφία Ευστράτιου Αγγελέλη, 1938).[41] Την εποχή που βρισκόταν στο Παρίσι περιορίστηκε στην εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών. Όταν επέστρεψε στο Αϊβαλί και μετά πρόσφυγας στην Ελλάδα θεματικά ασχολήθηκε με προσωπογραφίες, όπως των λογοτεχνών Βάσου Δασκαλάκη, Δημοσθένη Βουτυρά, Μάρκου Αυγέρη, Νίκου Βέλμου, Μένου Φιλήντα, το Άγιον Όρος και τοπία. Η τεχνοτροπία των έργων του αυτής της περιόδου είναι ασπρόμαυρη. Το 1923 επισκέφτηκε το Άγιον Όρος που ως χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης επηρέασε βαθύτατα τον Κόντογλου.[42] Στη διετία 1923-24 ζωγράφιζε ελάχιστα έργα με χρώμα: πορτραίτα (ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας) και μια θρησκευτική σύνθεση, τη Βάπτιση, η οποία, αν η χρονολογία του 1923 είναι ακριβής, αποτελεί την πρώτη εικόνα του Κόντογλου.[43]

Η περίοδος της βυζαντινής χρωματουργίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τοιχογραφίες του Κόντογλου στο Δημαρχείο Αθηναίων (1938).

Από το 1926 ξεκίνησε συστηματικότερα τη χρήση χρωμάτων, εκτός από την εικονογράφηση βιβλίων όπου συνέχιζε την ασπρόμαυρη τεχνική, ενώ υιοθετώντας την τεχνική και τεχνοτροπία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης και της λαϊκής τέχνης ζωγράφιζε κοσμικά θέματα.[44] Την περίοδο αυτή εικονογράφησε τη βιογραφία του Παύλου Μελά που συνέγραψε η Ναταλία Μελά και τα Παραμύθια-Εκλογή του Γεώργιου Μέγα. Φιλοτέχνησε τον τίτλο και τα κοσμήματα του περιοδικού Νέα Εστία που τότε είχε πρωτοκυκλοφορήσει.[45] Επίσης, διακόσμησε τον Μητροπολιτικό ναό της Κιμώλου, έργο που αποτέλεσε τις πρώτες εικόνες του για εκκλησία.[16] Από το 1926 και μετά οικειώνεται τις μορφές της λαϊκής τέχνης: στην αντίληψη της φόρμας και σε ορισμένες λεπτομέρειες (απεικόνιση προσωποποιημένου ήλιου και φεγγαριού),(εικονογράφηση βιβλίου Παραμυθιών Μέγα). Δεν έκρυβε τη συμπάθειά του για τον Καραγκιόζη και τον Θεόφιλο. Θεματολογικές επιδράσεις του δεύτερου εντοπίζονται στην απεικόνιση του Ανδρούτσου στο Δημαρχείο Αθηναίων, ή σε εικονογραφήσεις βιβλίων.[46]

Η δημιουργική δεκαετία (1930–1940)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1931 συνόδευσε τον αρχαιολόγο Αδαμάντιο Αδαμαντίου στη Σπάρτη και ήρθε έτσι σε επαφή με τη ρωμαϊκή ζωγραφική, εμπλουτίζοντας τη θεματολογία του τόσο στους φορητούς πίνακες όσο και στο μνημειακό έργο του.[47] Το 1932 τοιχογράφησε το σπίτι του οργανώνοντας τις τοιχογραφίες κατά τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών, ζωγραφίζοντας τον τοίχο από την οροφή μέχρι το δάπεδο και χωρίζοντάς το με κόκκινες ταινίες σε τέσσερις άνισες ζώνες.[48] Την ίδια περίοδο ανέλαβε να ζωγραφίσει ένα σύνολο εικόνων για το επιστύλιο της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μοναστηράκι, και σχεδίασε παράσταση του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη για την ψηφοθέτησή του στον ομώνυμο ναό της Αθήνας. Συνέθεσε προσωπογραφίες Ελλήνων (Πρεβελάκης, Εγγονόπουλος) και ξένων, Αιγυπτίων προσωπικοτήτων.[49] Το 1935 ιστόρησε για πρώτη φορά εκκλησία, το παρεκκλήσιο της Αγίας Λουκίας στο Ρίο Πατρών στο κτήμα της οικογένειας Ζαΐμη και διακόσμησε το τέμπλο του παρεκκλησίου της Αγίας Αικατερίνης στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, το πρώτο τέμπλο που αναλάμβανε στην Αθήνα. Το πρώτο τέμπλο εκτός Ελλάδος που δημιούργησε ήταν στην Ηλιούπολη του Καΐρου, στο παρεκκλήσιο του Σπετσαροπούλειου Ορφανοτροφείου.[50] Την περίοδο αυτή το ταξίδι του στην Αίγυπτο τον έφερε σε επαφή με τα πορτραίτα Φαγιούμ κι αυτό αποτυπώνεται μορφολογικά σε σειρά γυναικείων πορτρέτων της περιόδου (Μαρία Κόντογλου, το 1945, προσωπογραφία γυναίκας, το 1945 και Κεφαλή γυναίκας, το 1951), αλλά και σε προσωπογραφίες αγίων σε στηθάρια (Παρεκκλήσι Πεσμαζόγλου, Ζωοδόχος Πηγή Παιανίας εικ.Αγίας Αικατερίνης).[51]

Τα χρόνια της μεγάλης παραγωγής στην εκκλησιαστική ζωγραφική (1950–1960)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιδιαίτερα γόνιμη χαρακτηρίζεται η τελευταία περίοδος της καλλιτεχνικής ζωής του. Τα έργα της μνημειακής και φορητής εκκλησιαστικής ζωγραφικής του υπερτερούν αριθμητικά της κοσμικής ζωγραφικής του. Αγιογράφησε ενοριακές εκκλησίες, ιδιωτικά παρεκκλήσια και μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων: Ζωοδόχος Πηγή Παιανίας, παρεκκλήσιο Αγίου Γεωργίου στον Άγιο Κωνσταντίνο Ομονοίας, Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, Άγιος Ανδρέας (Πατήσια), Άγιος Νικόλαος (Πατήσια), Καπνικαρέα, Άγιος Ευθύμιος Κερατσινίου, Άγιος Χαράλαμπος στο Πολύγωνο, Άγιος Γεώργιος Κυψέλης. Αλλά και εικόνες για τέμπλα εκκλησιών σε Ελλάδα (Άνδρος, Ρόδος) και Αμερική.[52]

Η τελευταία πενταετία της ζωής του (1960–1965)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο αυτή συνέχισε και ολοκλήρωσε την ιστόρηση του Αγίου Νικολάου Αχαρνών. Ζωγράφισε ιδιωτικά παρεκκλήσια όπως της οικογένειας Πατέρα στο Ψυχικό, της οικογένειας Καμπάνη στο Πικέρμι και της οικογένειας Γουλανδρή στην Εκάλη. Επίσης του Αγίου Γεωργίου Πολυκλινικής Αθηνών.[53]

Το συγγραφικό του έργο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως πεζογράφος, με το ιδιότυπο προσωπικό ύφος του, "μπολιασμένο" από τη γλώσσα των θαλασσινών, τα συναξάρια των αγίων κι έναν εξωτικό κοσμοπολιτισμό, ο Κόντογλου επηρέασε γόνιμα τη γραφή μεταγενέστερων πεζογράφων αποτελώντας τον πρόδρομο της γενιάς του 1930.

Το συγγραφικό έργο του Κόντογλου διακρίνεται σύμφωνα με τον Γιώργο Παγάνο, σε:

  1. λογοτεχνικό (πρωτότυπα έργα, ταξιδιωτικά, θαλασσινές ιστορίες, λυρικές περιγραφές)
  2. διασκευές θαλασσινών ιστοριών από την εποχή των Ανακαλύψεων
  3. βιογραφίες ιστορικών προσώπων, οσίων και αγίων της Εκκλησίας
  4. άρθρα ή δοκίμια για την παράδοση και τις αξίες της, τη βυζαντινή τέχνη, πολεμικά κατά του καθολικισμού και των ευρωπαϊκών προτύπων, και
  5. ποικίλα θρησκευτικά κείμενα προς οικοδόμησιν των πιστών[54].

Το 1918 γράφει στο Παρίσι το ρομάντζο, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, Pedro Cazas και το τυπώνει στο Αϊβαλί το 1920.[55] Με το δεύτερό του έργο Βασάντα, που περιέχει και μεταφράσεις αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας ιδιότυπος πεζογράφος. Ο τόνος της αφήγησης ρεπορταζικός και περιγραφικός. Τα δύο πρώτα του έργα του κινούνται σε καθαρά λογοτεχνικούς χώρους, όμως στα επόμενα χρόνια και στα επόμενα έργα του ο Κόντογλου θα αρχίσει να αγγίζει άλλα πεδία της πεζογραφίας.[56] Το 1925 στο περιοδικό που εκδίδει δημοσιεύει το διήγημα Το μυαλό μου ταξιδεύει (1925).[57] Η πρώιμη αυτή πεζογραφία του δεν σχετίζεται με το παρελθόν και το παρόν της σύγχρονής του ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, πλην ενός διηγήματος της συλλογής Βασάντα - κι αυτό εμμέσως.[58]

Το 1934 το περιοδικό Ο Κύκλος τον συμπεριλαμβάνει σε μια ανθολογία πεζογράφων, σε αυτούς που θεωρεί ως καλύτερους της εποχής.[59] Περιλαμβάνεται και στην ανθολόγηση του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου (Ανήσυχα χρόνια).[60] Γενικά τη δεκαετία του 30, κι ενώ βγαίνουν τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα των μεσοπολεμικών πεζογράφων, η παρουσία του Κόντογλου είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αντίθετα η δεκαετία του 40 είναι η πιο δημιουργική στο συγγραφικό του έργο. Έχουμε τότε τους περισσότερους τίτλους βιβλίων ποικίλου περιεχομένου με έμφαση τα θρησκευτικά κείμενα.[22]

Στην Κατοχή με το Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι προστρέχει σε πρόσωπα φανταστικά ή υπαρκτά με έντονη τη νοσταλγική του διάθεση.[61] Ένα από τα κεντρικά θέματα της πεζογραφίας του, αν όχι το κεντρικότερο, είναι ο Ελληνισμός πριν απολέσει την επαφή του με τον Τούρκο, ή στο τέλος της Τουρκοκρατίας.[62]

Μεταφραστικό έργο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1921 στο περιοδικό Ο Λόγος δημοσιεύει μετάφραση αποσπασμάτων από τον Ροβινσώνα Κρούσο.[63] Μεταφράζει στα Ελληνικά Γράμματα τα Παλιά Ιταλικά Παραμύθια (1927) μαζί με τον Τζούλιο Καΐμη, επίσης Το Μιλιούνι ή τα ταξίδια του Μάρκου Πόλο.[64] Το 1948 μεταφράζει στη Νέα Εστία τις Σκέψεις του Βλάση Πασκάλ (Blaise Pascal) εξελληνίζοντας τον τίτλο σε Ρητά και λογισμοί.[65] Επίσης, μετάφρασε το θεατρικό έργο του Μολιέρου, "Οι πανουργιές του Σκαπέν", το οποίο εκδόθηκε σε βιβλίο το 1937 και ανέβηκε σε θεατρική παράσταση κατά τη θεατρική περίοδο 1937-1938 από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δ. Ματσούκη.

Το στίγμα του έργου του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πνευματικό δρομολόγιό του, όπως και άλλων εκπροσώπων της Γενιάς του Τριάντα ήταν Τουρκία-Γαλλία-Ελλάδα.[66]

Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας. Μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό Κιβωτός, όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Μια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρίσει τη δημιουργία του, καθώς «ο ίδιος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι΄αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου.[67] Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες[68]

Θα διεκδικήσει με ανάλογο πείσμα την ελληνική ιθαγένεια και στο πεζογραφικό του έργο, «αγγίζοντας τον βυζαντινό αντιφραγκισμό».[69]

Γνωρίσματα της ζωγραφικής του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κόντογλου δεν κάνει κάτι περισσότερο από από ό,τι έκαναν οι κλασικιστές, οι ναζαρηνοί, οι νεογοτθιστές, οι νεορομαντικοί που σε όλον τον 19ο αιώνα καλλιεργούσαν τα διάφορα ιστορικά στυλ. Και στην Ελλάδα του ύστερου 19ου αιώνα στα πλαίσια του κλασικισμού καλλιεργήθηκε ένας ιδιότυπος βυζαντινισμός και ο Κόντογλου θα μεταχειριστεί ένα ιδιότυπο λαϊκοβυζαντινό στυλ ελεύθερα.[70] Η τέχνη του Κόντογλου χαρακτηρίζεται από εικονιστική παραμόρφωση, έλλειψη προοπτικής, αντιρρεαλιστικά χρώματα, αφαιρετικότητα. Μορφολογικά αλλά και ως προς την εσωτερική έκφραση θυμίζουν πίνακες του ευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού.[71] Ο Κόντογλου καταργεί την προοπτική υπό την επίδραση της πριμιτιβιστικής τέχνης.[72] Ο Κόντογλου θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σαν ένας από τους τελευταίους υστεροβυζαντινούς ζωγράφους. Όμως δεν έχει μεγάλη σχέση μεταξύ τους: ακόμη και αν τους ακολουθεί σε ορισμένα παραδοσιακά σημεία, ο προγραμματισμός της δουλειάς του φανερώνει ένα ακαδημαϊσμό.[73]

Γνωρίσματα της λογοτεχνίας του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνδυάζει στοιχεία από τον κόσμο των παραισθήσεων του Έντγκαρ Άλλαν Πόε και τον κόσμο των βίων των αγίων, την αφηγηματική απλότητα του Ντάνιελ Ντεφόε και τις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και όλα αυτά συνέθεταν ένα ύφος naif με καθαρά προσωπικό περιεχόμενο. Οι ήρωές του είναι σαν τους απλούς βιβλικούς ανθρώπους της ανατολής ή σαν τον bon sauvage του αγριανθρώπου των μακρινών αποικιών που που λόγω της απομόνωσής του αυτής από τον δυτικό πολιτισμό παρέμεινε καλός και αγαθός.[74] Μεταφράζει αποσπάσματα από τον Ροβινσώνα Κρούσο και καμαρώνει για την απλότητα του ύφους του Ντάνιελ Ντεφόε και ταυτίζει τον εαυτό του με τον ήρωα του έργου.[63] Επιδιώκει μια επιστροφή στην παρθενία –κάτι που δεν είναι καθόλου άσχετο με με τη γενικότερη απώλεια εμπιστοσύνης στο δυτικό πολιτισμό– συνεπεία του μηχανοποιημένου πολέμου του 1914-1918.[75]

Στη λογοτεχνία η ακτινοβολία του μάλλον ήταν πιο περιορισμένη σε σχέση με εκείνη της ζωγραφικής του: όπως επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης, «Έμεινε σφιχτά προσκολλημένος στο ίδιο ύφος, χωρίς καμία εσωτερική ανανέωση, και τα πολλαπλά δημοσιεύματά επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα, ενώ η γλώσσα και το ύφος –που είχαν αναβρύσει τόσο αυθόρμητα και γνήσια στην αρχή– στεγνώνουν αργότερα σε κάποια μανιέρα, κάποτε και με μια δυσάρεστη αναβίωση αρχαϊσμών και καθαρεύουσας»[76] Γενικά ο Κόντογλου δεν άφησε μεγάλα συνθετικά έργα, όπως μυθιστορήματα και εκτός από λίγες εξαιρέσεις, ούτε καν νουβέλες και διηγήματα. Δεν υπάρχει έτσι στο έργο του η εντυπωσιακή μυθοπλασία και σκηνοθεσία με περίτεχνη πλοκή. Το λογοτεχνικό του έργο κατέχει περιορισμένη έκταση στο σύνολο της συγγραφικής του παραγωγής, ενώ το πρωτότυπο λογοτεχνικό είναι μικρό τμήμα του πρώτου. Σε μια εποχή που ο μύθος κυριαρχεί στην ελληνική πεζογραφία εκείνος αποστασιοποιείται. Δεν συναντάμε στα κείμενά του το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο όπως συμβαίνει στα μυθιστορήματα της εποχής του. Απουσιάζει το επικαιρικό, τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη, οι συγκρούσεις και οι δραματικές καταστάσεις. Η λογοτεχνία του συνιστά μια «ποιητική ουτοπία», «μια εκτός τόπου και χρόνου λειτουργία της νοσταλγίας».[77]

Η γλώσσα του λογοτεχνικού του έργου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γλώσσα του είναι μια λαϊκίζουσα ιδιόλεκτος με πολλά ιδιώματα της πατρίδας του στο τυπικό και στο λεξιλόγιο. Επηρεασμένος από το πνεύμα του δημοτικισμού των αρχών του αιώνα αποφεύγει λόγιες εκφράσεις και στο τυπικό του είναι εμφανείς κάποιοι ψυχαρισμοί (φχαρίστηση, ντυμασία, Μιστοκλής, Βριπίδης κλπ). Η λαϊκή γλώσσα του δεν είναι προϊόν αισθητικής προτίμησης, αλλά κρίνεται και ως γλωσσική μορφή κατήχησης κατάλληλη για να επικοινωνήσει με το μεγάλο πλήθος.[78]

Το ύφος της γραφής του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ύφος του είναι ιδιότυπο, απλοϊκό και αφελές, «ένα ύφος ανατολίτη παραμυθά». Κυριαρχεί ο παρατακτικός λόγος, με ρυθμό που θυμίζει λαϊκές αφηγήσεις,παραμύθια και αινίγματα.[79]

Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες των έργων του παρουσιάζονται στατικοί: στην ακμή της ζωής τους, με διαμορφωμένη την προσωπικότητά τους,έχοντας χαράξει πορεία, από την οποία δεν παρεκκλίνουν.[80]

Ο Κόντογλου έχει αντιμετωπισθεί λιγότερο ως λογοτέχνης και πιο πολύ ως «πνευματικός καθοδηγητής, ομολογητής της πίστεως, ιδεολογικός ταγός, αρχηγός της ελληνορθόδοξης παράταξης».[81] Ο Κόντογλου έχει επίσης ταυτιστεί με την εκκλησιαστική ζωγραφική (του) γεγονός που οφείλεται και στο ότι μεγάλο μέρος της πριν από τον πόλεμο δημιουργίας του χάθηκε ή έμεινε κρυμμένο και ξεχασμένο σε συλλογές και σπίτια φίλων της νεότητάς του.[82] Έτσι σε έκθεση που πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη με θέμα Οι μεταμορφώσεις του μοντέρνου δεν συμπεριλαμβάνονταν έργα του -παράλειψη συνειδητή που υπογράμμιζε την ιδιότητά του ως ζωγράφου εκκλησιαστικού.[83]

Ο Κόντογλου «είναι ίσως από τους νεοέλληνες καλλιτέχνες ο μόνος που είχε τόσους μαθητές χωρίς να είναι καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ή έστω να έχει ιδρύσει κάποια ιδιωτική σχολή ή Φροντιστήριο». Οι Γιάννης Τσαρούχης (οι δυο τους είναι μαζί από το 1929 έως το 1934[γ]) και Νίκος Εγγονόπουλος[85] είναι οι παλιότεροι και κορυφαίοι ζωγράφοι της μεταπολεμικής περιόδου. Άλλοι άμεσοι μαθητές του είναι οι Κ. Γεωργακόπουλος, Σπ. Παπανικολάου, Π. Βαμπούλης, ο Γ. Χοχλιδάκης. Πολυάριθμοι είναι και οι έμμεσοι μαθητές του μέσω της Εκφράσεως, όπως ο Ράλλης Κοψίδης και Κ. Ξυνόπουλος. Στη νεώτερη γενιά των έμμεσων μαθητών του ανήκουν οι Γιάννης Μητράκας, ο πατήρ Σταμάτιος Σκλήρης και ο Γεώργιος Κόρδης.[86] Το λογοτεχνικό του έργο ασκεί επίσης ανάλογη επιρροή, όπως στον Παντελή Πρεβελάκη (Χρονικό μιας Πολιτείας),[87] τον Ηλία Βενέζη ως προς τη λυρικίζουσα αφήγησή του.[88]

Αποτίμηση της προσφοράς του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φώτης Κόντογλου ήταν μια μεγάλη μορφή της νεοελληνικής τέχνης. "Με την εμφάνισή του, τάραξε τα λιμνασμένα νερά της ανερμάτιστης ευμάρειας του μεσοπολέμου, κέντρισε την εθνική μας συνείδηση και διεσάλπισε τη σωτηριώδη καθαρότητα της Ορθόδοξης πίστης μας. Το έργο του μένει παρακαταθήκη στην εθνική μας συνέχεια, στήριγμα της ψυχής των Ελλήνων" (Νίκος Ζίας, "Φώτης Κόντογλου"). Πολυτάλαντη προσωπικότητα, διφυής καλλιτέχνης: στο ίδιο πρόσωπο συνυπάρχουν ο ζωγράφος που γράφει και ο πεζογράφος που ζωγραφίζει. Ως ζωγράφος πρωτοστάτησε στο κίνημα για τη στροφή της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα προς την πνευματική ένταση της βυζαντινής παράδοσης και τη δροσιά της λαϊκής ζωγραφικής.

Σε σχέση με τη λαϊκή τέχνη η προσφορά του Κόντογλου εντοπίζεται «στην όχι πλέον μουσειακή αντιμετώπιση, αλλά στην ένταξη μορφών της λαϊκής τέχνης ή διδαγμάτων της λαϊκής ζωγραφικής στη σύγχρονη δημιουργία».[89] Ως προς το αγιογραφικό έργο του συνέβαλε στην ανανέωση της θρησκευτικής εικονογραφίας, στον εμπλουτισμό των εκκλησιών με έργα νέας αντίληψης.[90] Επίσης επιχείρησε να ξαναζωντανέψει την ιστόρηση χειρογράφων με το έργο του Αστρολάβος.[91] Ο ρόλος του στη μεσοπολεμική πεζογραφία δεν είναι επίσης μικρός, καθώς ήταν «φορέας μιας ιδιότυπης γραφής και [..] εκφραστής ενός περιβάλλοντος όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας δεν είναι διακριτά».[92] Ο Κόντογλου συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στη διατήρηση ενός ξεχασμένου σήμερα πλέον λεξιλογίου θαλασσινών λέξεων και ναυτικών όρων, από τις οποίες βρίθουν τα έργα του.[93] Επίσης συμβάλλει, σύμφωνα με τον Γιανναρά, «στην ενεργοποίηση της ελληνικής και ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας» και στην «αφύπνιση της ανυποψίαστης ελλαδικής διανόησης, αλλά και ευρύτερα της ελλαδικής κοινής γνώμης, στην αισθητική τουλάχιστον αξία και δυναμική της βυζαντινής εκκλησιαστικής παράδοσης»[94].

Τιμητικές διακρίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1948 έλαβε το β' βραβείο θρησκευτικής ζωγραφικής στα πλαίσια της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Ζάππειο.[95] Το 1960 του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης του Φοίνικος.[30] Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961) για το βιβλίο Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείο «Πουρφίνα» της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.[96]

Στον Δήμο Αθηναίων το 59 Γυμνάσιο Αθηνών ονομάστηκε "Φώτης Κόντογλου" προς τιμήν του, καθώς έζησε επί χρόνια στην περιοχή.

Το θησαυρισμένο συγγραφικό έργο του Κόντογλου εκτείνεται σε 11 τόμους ενώ οι πληροφορίες μιλάνε για μεγάλο αθησαύριστο έργο διάσπαρτο σε διάφορα έντυπα ή φυλαγμένο σε αρχεία. Πολύ σημαντικό είναι και το αρχείο της αλληλογραφίας του. Ο εντοπισμός του συγγραφικού έργου του δυσχεραίνεται και από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Κόντογλου δεν διατηρούσε βιβλιογραφικό αρχείο των δημοσιεύσεών του.[97][98][δ]

  • Pedro Cazas (Παρίσι 1920)[ε] - Αϊβαλί, τυπογραφείο Κυδωνιακού Αστέρα /εκδ. οίκος Χ. Γανιάρη και Σία, Αθήναι, χ.χ.ε. [1922].
  • Βιβλία του Βέγα. Φ. Κόντογλου: Βασάντα. Με ζωγραφιές και με πλουμίδια απ' το χέρι το συγγραφέα, εκδ. Χρ. Γιανιάρης, χ.χ.ε., [1923].
  • Η τέχνη του Άθω. Αντιγραφή και ανασυγκρότηση Φώτη Κόντογλου, εκδ. Χρ. Γάνιαρης, χ.χ.ε., [1923].
  • Ταξείδια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Ανατολής, περιγραφικά του τι ακούμε από τα χρόνια των Βυζαντινών, των Φράγκων, των Βενετσάνων και των Τούρκων, Αθήνα, 1928.
  • F. Contoglou, Icons et fresques d'art byzantin, Athènes, 1932.
  • [Με τη συνεργασία του Ανδρέα Ξυγγόπουλου], Τοιχογραφίαι εκκλησιών του Υμηττού. Μοναί Θεολόγου και Καισαριανής, εκδ. Ανωνύμου Εταιρείας «Ελληνικές Τέχνες», Αθήναι 1933.
  • Ο Αστρολάβος. Βιβλίο παράξενο γραμμένο από το Φώτη Κόντογλου, Κέρκυρα 1935 [Αθήνα, 1934-στο εσώφυλλο].[91]
  • Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι, εκδ. Αετός, 1942.
  • Ο θεός Κόνανος και το μοναστήρι του το λεγόμενο Καταβύθιση, εκδ. Σ. Νικολόπουλος, Αθήναι 1943.
  • Ιστορίες και περιστατικά κι' ἄλλα γραψίματα λογής λογής, Νικολόπουλου, 1944.
  • Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς, Γλάρος, 1944.[ζ]
  • Ιστορία ενός καραβιού που χάθηκε απάνου σε μια ξέρα, εκδ. Πήγασου, Αθήναι 1944.
  • Έλληνες θαλασσινοί στις θάλασσες της νοτιάς, Γλάρος, 1944.
  • Η Αφρική και οι θάλασσες της Νοτιάς, Γλάρος, 1944.
  • Ο μυστικός κήπος,εκδ. Αστήρ, 1944.
  • Οι αρχαίοι άνθρωποι της Ανατολής: Ιστορία αληθινή, Νικολόπουλος, 1945.
  • Βίος και άσκησις του οσίου πατρός ημών Αγίου Μάρκου του αναχωρητού του εξ Αθηνών, [1947].
  • Βίος και πολιτεία του Βλασίου Πασκάλ του διά Χριστόν σαλού, εκδ. Ι. Κολλάρος και Σία, Αθήναι 1947.
  • Άνθος, ήγουν λόγια ανθολογημένα από τους πατέρας υπό Φ. Κόντογλου, εκδ. Ελληνική Δημιουργία, 1949.
  • Ημερολόγιον παιδικόν του 1949, Αποστολική Διακονία, 1949.
  • Η λειτουργική τέχνη ή βυζαντινή ζωγραφική, Αθήνα 1956.
  • Η αγιασμένη Ελλάδα, Αθήναι 1957. (Ανάτυπο από τα Δίπτυχα της Ορθοδοξίας).
  • Όρη Άγια, Αθήναι 1958.
  • Βίβλος καλουμένη "Έκφρασις" τομ. α' & β', εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1960[η]
  • Η απελπισία του θανάτου εις την θρησκευτικήν ζωγραφικήν της Δύσεως και η ειρηνόχυτος και πλήρης ελπίδος ορθόδοξος εικονογραφία, Αθήναι 1961.
  • Έργα Α΄. Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1962.
  • Έργα Β΄. Αδάμαστες ψυχές, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1962.
  • Η εν Χριστώ θαυμαστή μεταμόρφωσις της Αικατερίνης Λύτρα, Αθήναι 1962.
  • Έργα Γ΄. Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1963.
  • Τι είναι η Ορθοδοξία και τι είναι ο Παπισμός. Απλαί και ταπειναί σκέψεις ενός πιστού τέκνου της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Αθήναι, 1964 (α΄ εκδ. και β΄ εκδ. με προσθήκη προλόγου και επιλόγου).
  • Έργα Δ΄. Γιαβάς ο θαλασσινός και άλλες ιστορίες, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, 1965.
  • Ο παπα-Νικόλας Πλανάς, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, 1965.
  • Έργα Ε΄. Πέδρο Καζάς, Βασάντα και άλλες ιστορίες, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, 1967.
  • Ο Καστρολόγος, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1977 (β΄ εκδ. 1987).
  • Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου, Παπαδημητρίου, 2000.
  • Παναγία και Υπεραγία: Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, Αρμός, 2000.
  • Γίγαντες ταπεινοί, επιλογή από άρθρα για αγίους δημοσιευμένα στις εφημερίδες, Ακρίτας, 1991.
  • Το ασάλευτο θεμέλιο, επιμέλεια Κώστας Σαρδελής, Ακρίτας, 2000.
  • Μικρό Εορταστικό, Ακρίτας, 1985.
  • Ανέστη Χριστός: Η δοκιμασία του λογικού, Αρμός, 2001.
  • Μυστικά άνθη, ήγουν κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της ορθόδοξης ζωής, Παπαδημητρίου, 2001
  • Χριστού γέννησις: Το φοβερόν μυστήριον, Αρμός, 2001.
  • Για να πάρουμε μια ιδέα περί ζωγραφικής, Αρμός, 2002
  • Οκτώ γράμματα του Φώτη Κόντογλου στον Δημήτριο Κασόλα, Κέντρο Λόγου και Τέχνης "Διέξοδος", 2002.
  • Σκληρό τάμα, εικονογράφηση Γιώργου Κόρδη, Αρμός, 2003.
  • Το πάρσιμο της Πόλης, εικονογράφηση Σταμάτης Μπονάτσος, Ακρίτας, 2003.
  • Ταξιδευτές κι ονειροπόλοι, επιμέλεια Νίκος Αγνάντος, Ακρίτας, 2005.
  1. Οι χρονολογίες γέννησής τους κυμαίνονται από το 1892 έως το 1897 στα διάφορα βιογραφικά σημειώματα που δίνει ο ίδιος αλλά και άλλοι που έγραψαν γι' αυτό. Το 1895 το δηλώνει ο ίδιος σε αυτόγραφο σημείωμά του[6].
  2. Στην κηδεία του, στο Α' Νεκροταφείο χοροστάτησε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Β', ενώ επικήδειο εκφώνησε εκ μέρους της Ακαδημίας Αθηνών ο Ηλίας Βενέζης[32].
  3. Ο Τσαρούχης έλεγε χαρακτηριστικά πως καλογέρευε με τον Κόντογλου.[84]
  4. Ο φιλόλογος Σταύρος Ζουμπουλάκης επισημαίνει την απογοητευτική κατάσταση που επικρατεί στην πλειονότητα των εκδόσεων των έργων του Κόντογλου (Ακρίτας, Αρμός και Παπαδημητρίου) καθώς δεν σημειώνεται στα περισσότερα από τα έργα του ή συναγωγές άρθρων του η ημερομηνία της πρώτης τους δημοσίευσης γεγονός που δυσχεραίνει τη μελέτη της εξέλιξης του έργου του.[99]
  5. το Παρίσι δηλώνει τον τόπο συγγραφής του[100].
  6. Ο Μ. Καραγάτσης με αφορμή την επανέκδοσή του θα γράψει: «Είναι χρονολογικά το πρώτο βιβλίο της νέας πεζογραφίας […] Μας φάνηκε σα να φυσούσε στη λογοτεχνία μας ένας άνεμος από τις μεγάλες θάλασσες.»[101] Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος έγραψε: «Τα λάθη, αν υπάρχουν, λάθη που και που κάποιας αστάθειας ύφους, κάποιου βιασμού της πρωτοτυπίας για να γίνει πιο φανταχτερή […] δεν είναι ούτε για να αναφέρονται.»[102] Ο 'Αλκης Θρύλος θα πει πως για το πρωτόλειο αυτό έργο του θα παραμείνει αξεπέραστος και είναι «το κορυφαίο του έργο».[103]
  7. Για το έργο αυτό σημείωνε σε βιβλιοκρισία του ο Μαρίνος Καλλιγάς: «Έρχεται να καλύψει ένα κενό της εποχής μας. […] Θα μπορούσε να αποτελέσει έναν κανόνα της σύγχρονης εικονογράφησης των εκκλησιών μας.»Μαρίνος Καλλιγάς, «Έκφρασις της παντίμου Ορθοδόξου Αγιογραφίας. Το έργο του Κόντογλου ως κανών της εικονογραφήσεως των εκκλησιών μας», στο: του ιδίου, Τεχνοκριτικά 1937-1982, εκδ. Μουσείο Μπενάκη-Άγρα, Αθήνα, 2003, σελ. 357-358.
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 www.nationalgallery.gr/el/zographikh-monimi-ekthesi/painter/kontoglou-photis.html. Ανακτήθηκε στις 14  Μαρτίου 2021.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 6  Μαΐου 2014.
  3. 3,0 3,1 «Kontoglou, Fotis» 13  Δεκεμβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12271586d. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  5. (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 5  Νοεμβρίου 2010. 500080378. Ανακτήθηκε στις 7  Φεβρουαρίου 2024.
  6. Ζίας (1991), σελ. 15.
  7. Ζίας (1991), σελίδες 15–16.
  8. 8,0 8,1 «Βιοεργογραφικό σημείωμα», σελ. 8.
  9. Ζίας (1991), σελ. 16.
  10. 10,0 10,1 Παγάνος, σελ. 50.
  11. Παγάνος, σελ. 51.
  12. Παγάνος, σελίδες 51–52.
  13. Παγάνος, σελ. 52.
  14. Ζίας (1991), σελ. 18.
  15. Αργυρίου (2002α), σελ. 102.
  16. 16,0 16,1 Ζίας (1991), σελ. 44.
  17. Αργυρίου (2002α), σελ. 209.
  18. 18,0 18,1 Χατζηφώτης, σελ. 213.
  19. Ζίας (1998), σελ. 241.
  20. Ζίας (1991), σελ. 48. Χατζηφώτης, σελ. 112.
  21. Χατζηφώτης, σελ. 113.
  22. 22,0 22,1 Παγάνος, σελ. 55.
  23. Βλαχοδήμος, σελ. 728. Αργυρίου (2003), σελ. 61.
  24. Ζίας (1991), σελ. 57.
  25. Βιβιλάκης, σελ. 28.
  26. Ζίας (1991), σελ. 20.
  27. Αργυρίου (2003), σελίδες 146, 149.
  28. Αργυρίου (2003), σελίδες 165, 214.
  29. Βιβιλάκης, σελ. 30.
  30. 30,0 30,1 Βιβιλάκης, σελ. 32.
  31. Χατζηφώτης, σελίδες 79–80.
  32. Χατζηφώτης, σελίδες 134–135.
  33. Παγάνος, σελ. 56.
  34. Χάνεται μια μεγάλη μορφή της νεοελληνικής τέχνης, Ιστορικό Λεύκωμα 1965, σελ. 149, Καθημερινή (1997).
  35. «Δωρεά του αρχείου του Φώτη Κόντογλου στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο». Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2016. 
  36. Αργυρίου (2004), σελ. 102.
  37. Βλαχοδήμος, σελ. 730.
  38. Γιάννης Καραγιάννης (Ημεροδρόμος, 4 Αυγούστου 2017), 1920-1950: Οι χαμένες ευκαιρίες για το «κόμμα της Εκκλησίας» (2)
  39. Ζίας (1991), σελ. 151.
  40. Ζίας (1991), σελ. 28.
  41. Ζίας (1991), σελίδες 151–152.
  42. Παπανικολάου, σελ. 130.
  43. Ζίας (1991), σελίδες 35, 37.
  44. Ζίας (1991), σελ. 39.
  45. Ζίας (1991), σελίδες 40, 42, 43.
  46. Ζίας (1991), σελ. 157.
  47. Ζίας (1991), σελ. 53.
  48. Ζίας (1991), σελίδες 56–62.
  49. Ζίας (1991), σελίδες 62–66.
  50. Ζίας (1991), σελίδες 69–74.
  51. Ζίας (1991), σελ. 158.
  52. Ζίας (1991), σελίδες 121–134.
  53. Ζίας (1991), σελίδες 140–143.
  54. Παγάνος, σελ. 59.
  55. Χατζηφώτης, σελ. 100.
  56. Αργυρίου (2002α), σελ. 48.
  57. Αργυρίου (2002α), σελ. 124.
  58. Αργυρίου (2002α), σελ. 391.
  59. Αργυρίου (2002α), σελ. 537.
  60. Αργυρίου (2002β), σελ. 557.
  61. Vitti (1978), σελ. 370.
  62. Vitti (1977), σελ. 352.
  63. 63,0 63,1 Vitti (1991), σελ. 199, υποσ. 30.
  64. Αργυρίου (2002α), σελ. 212.
  65. Αργυρίου (2004), σελ. 190.
  66. Vitti (1977), σελ. 24, υποσ. 5.4.
  67. π. Σταμάτης Σκλήρης, Φόβος και ελευθερία στο λειτούργημα της εικονογραφίας, Σύναξη, τ/χ.82,(Απρίλιος-Ιούνιος 2002),σελ.32
  68. Μανώλης Χατζηδάκης, ΄΄Η Βυζαντινή Αθήνα΄΄-συνέντευξη, Σύναξη, τ/χ.16,(Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1985),σελ.17
  69. Vitti (1977), σελ. 201.
  70. Λυδάκης, σελ. 395.
  71. Παπανικολάου, σελ. 132.
  72. Παγάνος, σελ. 69.
  73. Λυδάκης, σελ. 396.
  74. Vitti (1978), σελίδες 334–335. Vitti (1991), σελ. 199.
  75. Tonnet, σελ. 203.
  76. Πολίτης, σελ. 303
  77. Παγάνος, σελίδες 62–64.
  78. Παγάνος, σελίδες 72–73.
  79. Παγάνος, σελ. 72.
  80. Αθανασόπουλος (2003), σελ. 221.
  81. Ζουμπουλάκης, σελ. 829.
  82. Ζίας (1991), σελ. 27.
  83. Ζίας (1995), σελ. 240.
  84. Ξύδης, σελίδες 136–137.
  85. Ξύδης, σελ. 152.
  86. Ζίας (1995), σελίδες 244–245.
  87. Αργυρίου (2002β), σελ. 676. Vitti (1978), σελ. 346.
  88. Vitti (1978), σελ. 333.
  89. Ζίας (1991), σελ. 40.
  90. Παπανικολάου, σελ. 131.
  91. 91,0 91,1 Ζίας (1991), σελίδες 66–68.
  92. Αργυρίου (2002β), σελ. 663.
  93. Παγάνος, σελ. 73.
  94. Γιανναράς, σελ. 416.
  95. Ξύδης, σελ. 121, υποσ. 4.
  96. Χατζηφώτης, σελ. 133. Παγάνος, σελ. 56.
  97. Παγάνος, σελ. 58.
  98. Λίστες με τα έργα του υπάρχουν πολλές, Θανάσης Νιάρχος, «Βιβλιογραφία Φώτη Κόντογλου», στο: Μνήμη Κόντογλου, εκδ.Αστήρ-Παπαδημητρίου,Αθήναι 1975, σελ.329-333. Χατζηφώτης, σελίδες 20–32.
  99. Ζουμπουλάκης, σελίδες 825–829.
  100. Αργυρίου (2002α), σελ. 47.
  101. Αργυρίου (2002α), σελ. 390.
  102. Αργυρίου (2003), σελίδες 246–247.
  103. Αργυρίου (2004), σελ. 92.
  • Αργυρίου, Αλέξανδρος (2002α). Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940). τ.Αʹ. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. ISBN 978-960-03-3156-1. 
  • Αργυρίου, Αλέξανδρος (2002β). Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940). τ.Βʹ. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. ISBN 978-960-03-3322-0. 
  • Αργυρίου, Αλέξανδρος (2003). Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στους δύστηνους καιρούς (1941-1944). τ.Γʹ. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. ISBN 978-960-03-3636-8. 
  • Αργυρίου, Αλέξανδρος (2004). Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του ετεροκαθοριζόμενου εμφυλίου πολέμου (1945-1949). τ.Δʹ. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. ISBN 978-960-03-3788-4. 
  • Ανδρέου, Ευάγγελος Γεώργιος Μάρκου ο Αργείος/Το μέγιστο της αγιογραφίας σχολειό στο 18ο αιώνα. Έκδ. Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης - EUARCE 2012 ("Φώτης Κόντογλου" σ.56-59)
  • Ανδρέου, Ευάγγελος "Φως Ιλαρόν" για τον Φώτη Κόντογλου από τον Πάνο Βαλσαμάκη, Περιοδικό "Κεραμικά Χρονικά" τ.26/1982 σ.11-12
  • Ανδρέου, Ευάγγελος Στοιχεία Ζωής. Έκδ. Νεοελληνικός Πολιτισμός 1978 ("Με τον Κόντογλου" σ.17, "Ο Φώτης Κόντογλου σ.24)
  • Αθανασόπουλος, Βαγγέλης (2003). Οι μάσκες του ρεαλισμού-Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου. τ.Βʹ. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. ISBN 978-960-03-3596-5. 
  • Βαλσαμάκης, Πάνος, Μνήμη Φώτη Κόντογλου. Έκδ. Ένωση Κυδωνιατών, Αθήνα 1969
  • Βιβιλάκης, Ιωσήφ (1995). «Χρονολόγιο Φώτη Κόντογλου». Στο: Ιωσήφ Βιβιλάκης (επιμ.). Φώτης Κόντογλους. Εν εικόνι διαπορευόμενος. Εκατό χρόνια από την γέννηση και τριάντα από την κοίμησή του. Αθήνα: Ακρίτας. σελίδες 19–33. ISBN 9789603280453. 
  • Βλαχοδήμος, Δημήτρης (Απρίλιος 2006). «Ο γλυκύτατος Κόντογλου (σκέψεις με αφορμή δύο κριτικά κείμενα)». Νέα Εστία (τευχ. 1788): σελ. 719–731. 
  • Γιανναράς, Χρήστος (1999). Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα (3η έκδοση). Αθήνα: Δόμος. ISBN 960-7217-54-3. 
  • Δούκας, Στρατής, Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου ("Φώτης Κόντογλου"), Έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1976
  • Ζίας, Νίκος (1991). Φώτης Κόντογλου. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. ISBN 9789607059017. 
  • Ζίας, Νίκος (1995). «Φώτης Κόντογλου, ζωγράφος: τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του». Στο: Ιωσήφ Βιβιλάκης (επιμ.). Φώτης Κόντογλους. Εν εικόνι διαπορευόμενος. Εκατό χρόνια από τη γέννηση και τριάντα από την κοίμησή του. Αθήνα: Ακρίτας. σελίδες 237–247. ISBN 9789603280453. 
  • Ζίας, Νίκος (1998). «Κόντογλου Φώτης». Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών 16ος-20ος αι. τ.2. Μέλισσα, σελ. 241–246. ISBN 978-960-204-209-0. 
  • Ζουμπουλάκης, Σταύρος (Νοέμβριος 2005). «Η σημερινή εκδοτική εικόνα του Φώτη Κόντογλου». Νέα Εστία (τευχ. 1783): σελ. 825–829. 
  • Λυδάκης, Στέλιος (1976). Οι Έλληνες ζωγράφοι. τ.3, Η ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής (16ος-20ος αιώνας). Αθήνα: Μέλισσα. ISBN 9789602042410. 
  • Ξύδης, Αλέξανδρος (1976). Προτάσεις για την ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. τ.Αʹ, Διαμόρφωση-εξέλιξη. Αθήνα: Ολκός. 
  • Παγάνος, Γιώργος (1992). «Φώτης Κόντογλου-Παρουσίαση ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. τ.Εʹ, Από τον πρώτο στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939). Αθήνα: Σοκόλης. σελίδες 48–79. ISBN 9789607210210. 
  • Παπανικολάου, Μιλτιάδης (1999). Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα. τ.1, Ζωγραφική και γλυπτική του 20ου αιώνα. Αδάμ. ISBN 9789605003333. 
  • Πολίτης, Λίνος (2004) [1978]. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. 
  • Tonnet, Henri (2010). Ιστορία του Ελληνικού μυθιστορήματος. μτφρ, Μαρίνα Καραμάνου. Αθήνα: Πατάκης. ISBN 9789603789949. 
  • Vitti, Mario (1977). Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή. Αθήνα: Ερμής. 
  • Vitti, Mario (1978). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας. 
  • Vitti, Mario (1991). Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας. Αθήνα: Κέδρος. 
  • Χατζηφώτης, Ιωάννης (1978). Φώτιος Κόντογλου. Η ζωή και το έργο του. Αθήνα: Γραμμή. 
  • «Βιοεργογραφικό σημείωμα». Φώτιος Κόντογλου (PDF). Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου. 1978. 
  • Αλέξης Ζήρας, «Κόντογλου Φώτης», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκης, 2007, σελ.1117-1119.
  • π. Σταμάτης Σκλήρης, «Φόβος και ελευθερία στο λειτούργημα της εικονογραφίας», Σύναξη, τχ. 82, (Απρίλιος-Ιούνιος 2002), σελ. 26-33.
  • Φώτης Κόντογλου Ό,τι έκανα τόκανα στ' όνομα της απλότητας, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα, 2015 [χωρίς σελιδαρίθμιση]
  • Τώνης Σπητέρης, Τρεις Αιώνες Νεοελληνικής Τέχνης: 1660-1967, τόμ. β΄, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα, 1979
  • Μαρίνος Καλλιγάς, «Έκφρασις της παντίμου Ορθοδόξου Αγιογραφίας. Το έργο του Κόντογλου ως κανών της εικονογραφήσεως των εκκλησιών μας», στο: του ιδίου, Τεχνοκριτικά 1937-1982, εκδ. Μουσείο Μπενάκη-Άγρα, Αθήνα, 2003, σελ. 355-360
  • Μαρίνος Καλλιγάς, «Φώτης Κόντογλου. Η προσφορά και η επίδραση του αγιογράφου και συγγραφέως — που πέθανε πριν από μέρες — πάνω στη νεοελληνική τέχνη», στο: του ιδίου, Τεχνοκριτικά 1937-1982, εκδ. Μουσείο Μπενάκη-Άγρα, Αθήνα, 2003, σελ.562-565.
  • Θανάσης Νιάρχος, «Βιβλιογραφία Φώτη Κόντογλου», στο: Μνήμη Κόντογλου, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975, σελ.329-333.
  • Μαρία Καζαμία-Τσέρνου, «Ο Κόντογλου υπομνηματίζει τον Κόντογλου». Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής-τμ.Θεολογίας Θεσσαλονίκης, τομ. 15 (2005), σελ. 65-118.
  • Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, «Ο Φώτης Κόντογλου μεταφραστής του Μολιέρου». Πρακτικά Β΄ Πανελληνίου Θεατρολογικού Συνεδρίου Σχέσεις του Νεοελληνικού Θεάτρου με το Ευρωπαϊκό, περ. Παράβασις, 2004, σελ. 323-334.
  • Μάνος Στεφανίδης, «Φώτης Κόντογλου. Ένας μη δυτικός μοντερνισμός». Στο: του ιδίου, Μικρή Πινακοθήκη. Πρόσωπα,κρίσεις και αξίες της νεοελληνικής τέχνης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 2002, σελ. 46-51.
  • Νίκος Χατζηνικολάου, «Τέσσερις Έλληνες ζωγράφοι του 20ού αιώνα. Θεόφιλος, Κόντογλου, Γκίκας, Τσαρούχης». Ο Πολίτης, τχ. 2 (1976), σελ. 47-58.
  • Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Η θεωρία και η πράξη της αφηγηματικής τέχνης του Φώτη Κόντογλου, εκδ. Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1986.
  • Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, «Το πεζογραφικό έργο του Φ. Κόντογλου». Στο: Πέντε δοκίμια για τη νεοελληνική πεζογραφία, εκδ. Λύχνος, Αθήνα, 1987, σελ. 69-91.
  • Ζυγός, τχ. 51-52 (Μάρτιος 1960), σελ. 5-25, και νέα περίοδος τχ. 31 (Σεπτ-Οκτ. 1978), σελ. 10-16.
  • Νέα Εστία, 1965, τόμ. 78, τχ. 914, σελ. 1016-1031, και 1990, τχ. 1515, σελ. 1060-1102.
  • Αιολικά Γράμματα, τχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1971, σελ. 481-592.
  • Κριτικά Φύλλα, τχ. 22-23, Απρίλιος-Μάιος 1975, σελ. 113-274.
  • Παράδοση, τχ. 21-22, Δ΄ Μάιος-Αύγουστος 1980, σελ. 1-101.
  • Διαβάζω, τχ. 113, 27 Φεβρουαρίου 1985, σελ. 10-58.
  • Τετράδια Ευθύνης, τχ. 23, 1985, σελ. 7-220.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]