Αναχρονισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Ορφέας, αρχαιοελληνική μυθική μορφή, κρατώντας βιολί (μια εφεύρεση του 16ου αιώνα μ.Χ.) αντί για την περίφημη λύρα του. Ζωγραφικός πίνακας του 17ου αι., έργο του Τσεζάρε Τζεννάρι.
Το Χρονικό της Νυρεμβέργης (1493) απεικονίζει τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη με ενδυμασία λογίου της εποχής του βιβλίου, δηλαδή κατά 18 αιώνες μεταγενέστερη.

Με τον όρο αναχρονισμός εννοείται μια χρονολογικής φύσεως αναλήθεια, ένα ακούσιο ή εκούσιο σφάλμα ή λάθος που έγκειται στην τοποθέτηση από έναν δημιουργό στο ίδιο χρονικό πλαίσιο ανθρώπων, γεγονότων, αντικειμένων, λέξεων και γλωσσικών μορφών, ή ηθών και εθίμων που ανήκουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους (συνήθως ιστορικές εποχές). Η συνηθέστερη μορφή αναχρονισμού είναι η τοποθέτηση ενός υλικού αντικειμένου (π.χ. είδους ρουχισμού) σε άλλη εποχή, αλλά μπορεί να είναι μια γλωσσική έκφραση, μια τεχνολογία, μια φιλοσοφική ιδέα, ένα μουσικό ύφος ή οτιδήποτε άλλο συνδεδεμένο με μια συγκεκριμένη ιστορική (ή προϊστορική) εποχή το οποίο τοποθετείται εκτός του κανονικού χρονικού πλαισίου του. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη αναχρονισμός σημαίνει συνήθως τη διατήρηση ηθών, εθίμων, αντιλήψεων και τρόπων περασμένων εποχών, τη διατήρηση ή επαναφορά στη χρήση ενός στοιχείου που θεωρείται πια ξεπερασμένο, οπότε έχει κυρίως αρνητική χροιά. Αυτό αποτελεί τον λεγόμενο συμπεριφορικό και πολιτισμικό αναχρονισμό. Στο πλαίσιο αυτό, η σκόπιμη χρήση παλαιότερων πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί αναχρονιστική, π.χ. το να φοράει κάποιος σήμερα ημίψηλο καπέλο ή να γράφει με φτερό χήνας. Τέτοιες επιλογές μπορεί να αντιπροσωπεύουν μια εκκεντρικότητα χαρακτήρα ή μία αισθητική προτίμηση. Στη συνέχεια του λήμματος αναφερόμαστε κυρίως στον αναχρονισμό μέσα σε ανθρώπινα πολιτισμικά δημιουργήματα, όπως κείμενα ή έργα τέχνης.

Καθώς προαναφέρθηκε, ένας αναχρονισμός μπορεί να είναι σκόπιμος ή ακούσιος. Σκόπιμοι αναχρονισμοί μπορεί να εισαχθούν σε ένα λογοτεχνικό ή άλλο καλλιτεχνικό έργο προκειμένου να υποβοηθήσουν ένα σύγχρονο του έργου κοινό να συνδεθεί αμεσότερα με μια άλλη ιστορική εποχή. Ο αναχρονισμός μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί εκουσίως για σκοπούς ρητορικούς, προπαγάνδας, δημιουργίας κωμικού αποτελέσματος ή για να «σοκάρουν». Από την άλλη, ακούσιοι αναχρονισμοί μπορεί να συμβούν όταν ένας δημιουργός ή ερμηνευτής έχει άγνοια διαφορών στην τεχνολογία, την ορολογία και γλώσσα, τα ήθη, συμπεριφορές ή ακόμα και μόδες ανάμεσα σε διαφορετικές ιστορικές εποχές.

Είδη αναχρονισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραχρονισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραχρονισμός αποκαλείται καθετί που τοποθετείται σε μια εποχή στην οποία δεν βρίσκεται συνήθως, αν και δεν βρίσκεται τόσο «εκτός χρόνου» ώστε να είναι αδύνατη η παρουσία του σε αυτή την εποχή.

Το τοποθετούμενο μπορεί να είναι αντικείμενο, ιδιωματική έκφραση, τεχνολογία, φιλοσοφική ιδέα, μουσικό είδος, υλικό, συνήθεια, έθιμο, ή οτιδήποτε άλλο στενώς συνδεδεμένο με μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τόσο ώστε να φαίνεται περίεργο όταν συναντάται σε μια μεταγενέστερη εποχή. Π.χ. πράγματα που κάποτε ήταν συνηθισμένα ή ιδέες που κάποτε ήταν επικρατούσες, αλλά θεωρούνται πλέον σπάνια ή απαράδεκτες αντιστοίχως. Μπορεί να έχουν τη μορφή μιας παρωχημένης τεχνολογίας ή μόδας.

Προχρονισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προχρονισμός ονομάζεται η τοποθέτηση αντικειμένου ή ιδέας σε μια εποχή που δεν είχε ακόμα εφευρεθεί ή διατυπωθεί, και συνεπώς είναι τελείως αδύνατο να υπήρχε τότε. Μπορεί να είναι επίσης μια γλωσσική έκφραση που δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί, μια ράτσα ζώου ή ποικιλία φυτού που δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί ή καλλιεργηθεί στον συγκεκριμένο τόπο, ή η χρήση μιας τεχνολογίας που δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί.

Πολιτικώς υποκινούμενοι αναχρονισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Οι Μολδαβοί και οι Μουδενοί αδελφοποιούνται»: σημαίες του 19ου αιώνα σε μια σκηνή του 16ου αιώνα.

Μερικά έργα τέχνης και λογοτεχνίας που προάγουν έναν πολιτικό, εθνικό ή επαναστατικό στόχο μπορεί να χρησιμοποιούν τον αναχρονισμό ώστε να απεικονίσουν έναν θεσμό ή συνήθεια ως παλαιότερο από όσο είναι στην πραγματικότητα, ή γενικότερα να καταστήσουν σκοπίμως ασαφή τη διάκριση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Για παράδειγμα, ο Ρουμάνος ζωγράφος του 19ου αιώνα Κονσταντίν Λέκκα απεικόνισε τη συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στον Μπογκντάν Γ΄ τον Μονόφθαλμο και τον Ράντου Δ΄ τον Μέγα — δύο βοεβόδες (πριγκιπες) του 16ου αιώνα — προσθέτοντας στη σκηνή τις σημαίες του πριγκιπάτου της Μολδαβίας (κυανέρυθρη) και της Βλαχίας (κυανή-κίτρινη), οι οποίες δεν υπήρχαν προ του 1830. Ο αναχρονισμός αυτός προάγει την ιστορική νομιμοποίηση για την ενοποίηση της Μολδαβίας και της Βλαχίας στο Βασίλειο της Ρουμανίας την εποχή της δημιουργίας του ζωγραφικού πίνακα.

Ο ιστορικός αναχρονισμός στην τέχνη και λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγορά λουλουδιών στην αρχαία Ρώμη, με κάκτο και δύο αγαύες (αθανάτους): οι κάκτοι και οι αγαύες ήταν αμερικανικά φυτά, που εισάχθηκαν στην Ευρώπη μόνο μετά τον 15ο αιώνα. Ζωγραφιά του Λώρενς Άλμα-Τάντεμα (1868).

Ο αναχρονισμός συναντάται ιδιαιτέρως σε έργα μυθοπλασίας που έχουν ιστορική βάση. Μπορούν να εισαχθούν με πολλούς τρόπους: π.χ. με την αγνόηση των διαφορετικών τρόπων ζωής και σκέψεως που χαρακτηρίζουν διαφορετικές ιστορικές εποχές, ή των προόδων των τεχνών και επιστημών, ή άλλων ιστορικών δεδομένων. Ποικίλλουν από κραυγαλέες ασυμφωνίες μέχρι μόλις αντιληπτές περιπτώσεις. Μπορεί να είναι το ακούσιο αποτέλεσμα άγνοιας, αμάθειας ή ελλείψεως εξακριβωμένων πληροφοριών, ή, στο άλλο άκρο, αποτέλεσμα μιας σκόπιμης αισθητικής επιλογής.[1]

Ο σερ Γουόλτερ Σκοτ επεχείρησε να δικαιολογήσει τη χρήση του αναχρονισμού στην ιστορική λογοτεχνία: «Είναι απαραίτητο, για τη διέγερση του ενδιαφέροντος οποιουδήποτε είδους, ότι το θέμα πρέπει να μεταφέρεται ως προς τους τρόπους και τη γλώσσα σε εκείνα της εποχής στην οποία ζούμε εμείς.»[2] Ωστόσο, καθώς οι συνήθειες του βίου, οι συμβάσεις και οι τεχνολογίες μεταβάλλονται, η χρήση τέτοιων αναχρονισμών για μεγαλύτερο ενδιαφέρον των αναγνωστών μπορεί να καταλήξει να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς οι λεπτομέρειές τους όλο και περισσότερο θα αναγνωρίζονται ως παράταιρες τόσο με την αναπαριστώμενη ιστορική εποχή όσο και με το παρόν, ταιριάζοντας μόνο με τη σχετικώς σύντομη περίοδο στην οποία γράφηκε το έργο. Με τα λόγια του Άντονυ Γκράφτον: «Τίποτα δεν καθίσταται τόσο παρωχημένο όσο η οπτική μιας περιόδου για μια παλαιότερη περίοδο».[3] Πάντως μόνο από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά οι αναχρονιστικές αποκλίσεις από την ιστορική πραγματικότητα «κτυπούν» ως κάτι το αλλόκοτο στο γενικό κοινό που καταναλώνει πολιτιστικά προϊόντα, ακόμα και στις πλέον μορφωμένες κοινωνίες.

Οι αναχρονισμοί αφθονούν στους ζωγραφικούς πίνακες του Ραφαήλ[4] (ο οποίος π.χ. ζωγράφιζε την Παναγία ντυμένη σαν Ιταλίδα χωρική της εποχής του) και τα έργα του Σαίξπηρ[5], καθώς και σε έργα λιγότερο γνωστών ζωγράφων και δραματουργών παλαιότερων εποχών. Στην ποίηση, ο Γάλλος Λαμπέρ Λεκούρ (Lambert Lecourt) στο έπος του «Αλέξανδρος» παρουσιάζει τον Αχιλλέα και τον Μέγα Αλέξανδρο σαν σιδηρόφρακτους ιππότες περιστοιχιζόμενους από τους βαρόνους τους.

Η φεμινίστρια μελετήτρια της Βίβλου Κάρολ Μέγιερς (Carol Meyers) γράφει ότι οι αναχρονισμοί που βρίσκονται σε αρχαία κείμενα μπορούν να χρησιμεύσουν στην καλύτερη κατανόηση των αφηγήσεων αν αναζητήσουμε το τι αντιπροσωπεύει ο αναχρονισμός.[6] Οι επανειλημμένοι αναχρονισμοί και πολλά ιστορικά σφάλματα μπορούν να γίνουν ένα αποδεκτό μέρος της λαϊκής κουλτούρας, όπως η γνώμη ότι οι αρχαίοι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι φορούσαν πανοπλία με δερμάτινα μέρη.[7]

Κωμικός αναχρονισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνύπαρξη δεινοσαύρων με το γένος του ανθρώπου (Homo), όπως εδώ στους Flintstones, είναι συνηθισμένος αναχρονισμός σε κόμικς και κινούμενα σχέδια.

Η κωμική μυθοπλασία με υπόθεση που εκτυλίσσεται στο ιστορικό παρελθόν χρησιμοποιεί αρκετές φορές σκόπιμους αναχρονισμούς για χιουμοριστικό αποτέλεσμα. Αυτό μπορεί να έχει, σε ένα εκλεπτυσμένο επίπεδο, την ικανότητα να μεταδώσει ένα σοβαρό σχόλιο πάνω είτε στην ιστορική, είτε στη σύγχρονη κοινωνία, όπως παραλληλισμούς ανάμεσα σε πολιτικές ή κοινωνικές συμβάσεις.[9]

Αναχρονισμός με το μέλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτό το εξώφυλλο του 1931 του περιοδικού επιστημονικής φαντασίας Amazing Stories παρουσιάζει μελλοντική διαστημική τεχνολογία αρκετά προηγμένη για μεγάλης κλίμακας εποικισμό του πλανήτη Άρη μαζί με ελικοφόρα αεροπλάνα.

Ακόμα και μετά από προσεκτική έρευνα, οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας διακινδυνεύουν ακούσιους αναχρονισμούς, καθώς τα έργα τους παλαιώνουν, επειδή είναι αδύνατο να προβλέψουν όλες τις μελλοντικές κοινωνικοπολιτικές και τεχνολογικές μεταβολές.[10]

Για παράδειγμα, πολλά παλαιότερα βιβλία, τηλεοπτικές σειρές, ραδιοφωνικές παραγωγές και κινηματογραφικές ταινίες με υπόθεση που εκτυλίσσεται υποτίθεται στα μέσα του 21ου αιώνα ή αργότερα αναφέρονται σε ακόμα και τότε ύπαρξη της Σοβιετικής Ενώσεως, στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας με την ονομασία «Λενινγκράντ», στον Ψυχρό Πόλεμο ως μια συνεχιζόμενη αντιπαράθεση και στη Γερμανία ως διαιρεμένη σε δύο χώρες (Ανατολική και Δυτική), όπως και το Βερολίνο. Το Σταρ Τρεκ έχει υποφέρει από τέτοιους αναχρονισμούς του μέλλοντος — χωρίς να καταφεύγει σε αναδρομικές εξηγήσεις αυτών των ανακριβειών, η ομώνυμη ταινία του 2009 τις διετήρησε για λόγους εσωτερικής συνέπειας με άλλες ταινίες και τηλεοπτικά επεισόδια της σειράς.[11]

Κτήρια-τοπόσημα ή φυσικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. οι «Δίδυμοι Πύργοι» στη Νέα Υόρκη, μπορούν να καταστούν εκτός τόπου και χρόνου» άπαξ και εξαφανισθούν[12], π.χ. κάποια έργα έχουν υποστεί μοντάζ ώστε να αφαιρεθούν οι Δίδυμοι Πύργοι από τις σκηνές τους προκειμένου να αποφύγουν αυτόν τον αναχρονισμό.

Τεχνολογία του μέλλοντος μπορεί να εμφανίζεται μαζί με τεχνολογία που είναι ή θα είναι με βεβαιότητα απαρχαιωμένη την εποχή που διαδραματίζεται η υπόθεση ενός έργου. Π.χ. στα διηγήματα του Ρόμπερτ Χάινλαϊν, τα διαπλανητικά διαστημικά ταξίδια συνυπάρχουν με αριθμητικούς υπολογισμούς που γίνονται με το χέρι, χρησιμοποιώντας τους πλέον ξεχασμένους λογαριθμικούς χάρακες.[13]

Γλωσσικοί αναχρονισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γλωσσικοί αναχρονισμοί σε μυθιστορήματα και κινηματογραφικές ταινίες είναι αρκετά συνηθισμένοι, τόσο σκόπιμοι όσο και ακούσιοι.[14] Οι σκόπιμοι αναχρονισμοί πληροφορούν το αναγνωστικό ή κινηματογραφικό κοινό πιο άμεσα σχετικώς με υποθέσεις που εκτυλίσσονται στο παρελθόν. Κάποιες γλώσσες και οι προφορές τους μεταβάλλονται αρκετά γρήγορα, ώστε π.χ. οι περισσότεροι σύγχρονοι συνηθισμένοι άνθρωποι με μητρική γλώσσα την αγγλική (ακόμα και πολλοί ειδικοί) θα έβρισκαν δύσκολο έως και αδύνατο να κατανοήσουν μια ταινία με διαλόγους στα αγγλικά του 15ου αιώνα. Οι θεατές αποδέχονται έτσι εύκολα τη συνομιλία των ηθοποιών σε μια «επικαιροποιημένη» γλώσσα, ακόμα και με σημερινή αργκό και σχήματα λόγου να χρησιμοποιούνται συχνά σε αυτές τις ταινίες.[15]

Υποσυνείδητος αναχρονισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωσικό αναμνηστικό νόμισμα του 1995 δείχνει Σοβιετικό και Αμερικανό στρατιώτη να συναντώνται στο Τόργκαου της Γερμανίας το 1945. Δείχνει μια αμερικανική σημαία με 50 άστρα (όπως είναι μετά το 1960) αντί των 48 άστρων της εποχής.

Ακούσιοι αναχρονισμοί είναι δυνατό να συναντώνται ακόμα και σε καταγραφές ή αναπαραστάσεις ιστορικών τεχνημάτων ή έργων τέχνης που αποσκοπούν στην απόλυτη ακρίβεια και αντικειμενικότητα. Αυτό δεν γίνεται μόνο εξαιτίας της ανυπαρξίας εξακριβωμένων πληροφοριών, αλλά συχνά επειδή οι οπτικές των δημιουργών είναι επηρεασμένες από τις παραδοχές και τις πρακτικές της δικής τους εποχής, σε μια μορφή πολιτισμικής προκαταλήψεως. Μια περίπτωση αυτού είναι η προσθήκη γενειάδων σε διάφορες μεσαιωνικές ανάγλυφες ή υαλογραφικές απεικονίσεις προσώπων σε καταγραφές που έγιναν από Άγγλους αρχαιοδίφες του ύστερου 16ου και του πρώιμου 17ου αιώνα. Εργαζόμενοι σε μια εποχή στην οποία οι γενειάδες ήταν πολύ συνηθισμένες, οι αρχαιοδίφες φαίνεται ότι προέβαλαν υποσυνείδητα τη μόδα αυτή στο παρελθόν, σε μια εποχή κατά την οποία οι γενειάδες ήταν σπάνιες.[16]

Στη διανόηση και στην επιστήμη της ιστορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην επιστημονική συγγραφή ιστορίας, το συνηθέστερο είδος αναχρονισμού είναι η υιοθέτηση των πολιτικών, κοινωνικών ή πολιτιστικών ανησυχιών ή παραδοχών μιας εποχής για την ερμηνεία ή την αξιολόγηση των γεγονότων και δραστηριοτήτων μιας άλλης. Η αναχρονιστική εφαρμογή σημερινών οπτικών στον σχολιασμό του ιστορικού παρελθόντος αποκαλείται κάποτε «παροντισμός» (presentism). Οι εμπειριστές και οι θετικιστές ιστορικοί, όσοι ακολουθούν την παράδοση του Λέοπολντ φον Ράνκε (19ος αιώνας), θεωρούν τον παροντισμό μεγάλο σφάλμα και «παγίδα προς αποφυγήν».[17] Ο Βρετανός κοινωνικός ιστορικός Άρθουρ Μάργουικ έχει υποστηρίξει ότι «η αντίληψη του γεγονότος ότι οι κοινωνίες του παρελθόντος είναι πολύ διαφορετικές από τη δική μας και ... πολύ δύσκολο να γίνει κατορθωτό να τις γνωρίσουμε» αποτελεί ουσιώδη και θεμελιώδη δεξιότητα του επαγγελματία ιστορικού. Επίσης έγραψε ότι «ο αναχρονισμός είναι ακόμα και σήμερα ένα από τα προφανέστερα λάθη όταν άνθρωποι χωρίς τα απαραίτητα προσόντα (ίσως ειδικοί σε άλλα γνωστικά πεδία) επιχειρούν να συγγράψουν ιστορία».[18]

Ανίχνευση πλαστογραφίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ικανότητα αναγνωρίσεως αναχρονισμών μπορεί να χρησιμεύσει ως κρίσιμο εργαλείο για έναν εμπειρογνώμονα προκειμένου να αποδείξει την πλαστότητα ενός εγγράφου ή τέχνεργου που υποτίθεται ότι χρονολογείται από μια παλαιότερη εποχή. Ο Άντονυ Γκράφτον γράφει π.χ. για το έργο του φιλοσόφου του 3ου αιώνα Πορφυρίου, του Ισαάκ Καζομπόν (1559-1614)και του Ρίχαρντ Ράιτσενστάιν (1861-1931): και οι τρεις κατάφεραν να αποκαλύψουν πλαστογραφίες κειμένων και λογοκλοπές όπως αυτές που περιλαμβάνονται στα «Ερμητικά κείμενα», ανιχνεύοντας – μεταξύ άλλων – και αναχρονισμούς.[19] Η ανίχνευση αναχρονισμών αποτελεί σημαντικό στοιχείο της κριτικής αναλύσεως των μορφών και της γλώσσας των ιστορικών εγγράφων, που αναπτύχθηκε από τον Βενεδικτίνο μοναχό Ζαν Μαμπιγιόν (1632-1707) και τους διαδόχους του Ρενέ-Προσπέρ Τασέν (1697–1777) και Σαρλ-Φρανσουά Τουσταίν (1700–1754). Αργότερα ο Τζέρεμι Μπένθαμ έγραψε: «Η ψευδής φύση ενός κειμένου θα γίνει συχνάκις αντιληπτή από το ότι περιέχει ευθεία μνεία ή, περισσότερο ή λιγότερο έμμεσες, νύξεις σε κάποιο γεγονός μεταγενέστερο της χρονολογίας ή ημερομηνίας την οποία φέρει [το κείμενο] ... Η χρήση μεταγενέστερων γεγονότων είναι η πρώτη ένδειξη πλαστογραφίας. Σε μια ζώσα γλώσσα υπάρχουν πάντοτε διαφορές στις λέξεις, στη σημασία των λέξεων, στη δόμηση των φράσεων, στην ορθογραφία, οι οποίες μπορούν να προδώσουν την ηλικία ενός κειμένου και να οδηγήσουν σε δικαιολογημένες υποψίες πλαστογραφίας. ... Η χρήση λέξεων που δεν χρησιμοποιούνταν παρά μόνο μετά τη χρονολογία που φέρει το κείμενο είναι η δεύτερη ένδειξη πλαστογραφίας.[20]

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η αποκάλυψη από τον Λορέντσο Βάλλα το 1440 της λεγόμενης Δωρεάς του Κωνσταντίνου (σήμερα αναφέρεται έτσι και ως «Ψευδοκωνσταντίνειος Δωρεά»), ενός διατάγματος που υποτίθεται εξέδωσε ο Μέγας Κωνσταντίνoς είτε το 315 είτε το 317 μ.Χ., ως μεταγενέστερης πλαστογραφίας. Η αποκάλυψη οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε αναχρονισμούς του κειμένου, όπως σε αναφορές στην Κωνσταντινούπολη (ονομασία που δόθηκε μόλις το 330 μ.Χ.).
  • Οι πολλοί αναχρονισμοί στο Βιβλίο του Μόρμον έχουν πείσει τους επικριτές ότι το έργο γράφτηκε τον 19ο αιώνα και όχι, όπως ισχυρίζονται οι Μορμόνοι, στην προκολομβιανή Αμερική.
  • Η χρήση αντιεβραϊκής φρασεολογίας του 19ου και του 20ού αιώνα αποδεικνύει ότι η λεγόμενη «Προφητεία του Φραγκλίνου» (που υποτίθεται ότι διατυπώθηκε από τον Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο οποίος πέθανε το 1790) είναι μια πλαστογραφία.[21]
  • Ο «Λόγος του Γουίλιαμ Λυντς», που υποτίθεται ότι εκφωνήθηκε το 1712 και αφορά τον έλεγχο των σκλάβων στην Αποικία της Βιρτζίνια, θεωρείται πλέον έργο του 20ού αιώνα, εν μέρει εξαιτίας της χρήσεως μεταγενέστερων λέξεων, όπως "program" και "refueling".[22]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Potthast, Jane (18 Σεπτεμβρίου 2013). «For Infidelity: Reconsidering Aesthetic Anachronism». PopMatters. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2014. 
  2. Scott, Walter (1820). Ivanhoe; a Romance. 1. Εδιμβούργο. σελ. xvii. 
  3. Grafton 1990, σελ. 67
  4. von Wolzogen, Alfred Freiherr (1866). Raphael Santi: His Life and His Works. Smith, Elder & Co. σελ. 232. 
  5. Martindale, Michelle (2005). Shakespeare and the Uses of Antiquity: An Introductory Essay. Routledge. σελίδες 121–125. ISBN 9781134848508. 
  6. Montagne, Renee (2014-02-14). «Archaeology Find: Camels In 'Bible' Are Literary Anachronisms». NPR. https://www.npr.org/2014/02/14/276782474/the-genesis-of-camels. Ανακτήθηκε στις 2014-06-15. 
  7. Cole, Tom (31 Μαρτίου 2011). «Time meddlers: anachronisms in print and on film». Radio Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2014. 
  8. «Ο Άγιος Δομίνικος προΐσταται σε Auto-da-fe», πίνακας στο Μουσείο του Πράδο
  9. van Riper, A. Bowdoin (26 Σεπτεμβρίου 2013). «Hollywood, History, and the Art of the Big Anachronism». PopMatters. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2014. 
  10. Athans, Philip· Salvatore, R.A. (2010). The Guide to Writing Fantasy and Science Fiction. Adams Media. σελίδες 167–170. ISBN 9781440507298. 
  11. Glaskowsky, Peter (8 Μαΐου 2009). «Living the Star Trek life». CNET. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2014. 
  12. Hornaday, Ann (2002-12-06). «'Empire': Gangster Tale Sleeps With the Fishes». The Washington Post. https://www.washingtonpost.com/wp-dyn/content/article/2002/12/06/AR2005033116653.html. Ανακτήθηκε στις 2014-06-11. 
  13. Lyons, Michele (9 Ιουνίου 2016). «Sliding Through Science History, Part 2». NIH Intramural Research Program. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2021. 
  14. Nunberg, Geoff (2013-02-26). «Historical Vocab: When We Get It Wrong, Does It Matter?». NPR. https://www.npr.org/2013/02/26/172955182/historical-vocab-when-we-get-it-wrong-does-it-matter. Ανακτήθηκε στις 2014-06-11. 
  15. Safire, William (2000-03-26). «The Way We Live Now: 3-26-00: On Language; Anachronism». The New York Times. https://www.nytimes.com/2000/03/26/magazine/the-way-we-live-now-3-26-00-on-language-anachronism.html. Ανακτήθηκε στις 2014-07-31. 
  16. Harris, Oliver D. (2013). «Beards: true and false». Church Monuments 28: 124-132. 
  17. Davies, Stephen (2003). Empiricism and History. Basingstoke: Palgrave Macmillan. σελ. 29. 
  18. Marwick, Arthur (2001). The New Nature of History: knowledge, evidence, language. Basingstoke: Palgrave. σελ. 63. ISBN 0-333-96447-0. 
  19. Grafton 1990, σσ. 75-98
  20. Bentham, Jeremy (1825). Dumont, Étienne, επιμ. A Treatise on Judicial Evidence. Λονδίνο: Baldwin, Cradock & Joy. σελ. 140. 
  21. «Anti-Semitic Myth: The Franklin "Prophecy"». Adl.org. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2013. 
  22. Cobb, W. Jelani (2004). «Is Willie Lynch's Letter Real?». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Φεβρουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουλίου 2016. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το αντίστοιχο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 532

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]