Υαλογραφία
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Υαλογραφία, κατά την Encyclopaedia Britannica[1] είναι "χρωματισμένο γυαλί που χρησιμοποιείται για να κατασκευάσει κανείς διακοσμημένα παράθυρα ή άλλα αντικείμενα, τα οποία διαπερνά το φως". Επίσης, "Μια μορφή ζωγραφικής σε γυαλί που επιτρέπει στο φως να το διαπερνά - αντίθετα με το σχέδιο ή την ζωγραφική σε μια επιφάνεια που αντανακλά το φως - το βιτρώ ξεχωρίζει από σχεδόν όλες τις άλλες μορφές τέχνης σε δύο διαστάσεις".
Η τέχνη αυτή καθιερώθηκε να λέγεται και Βιτρώ (γαλλικά: vitrail/vitraux) και συγγενεύει με τη ζωγραφική και τα ψηφιδωτά. Χαρακτηριστικά δείγματα υαλογραφίας αποτελούν οι πολύχρωμοι φεγγίτες των καθεδρικών ναών της Ευρώπης. Ως τεχνική, διαθέτει μακρά ιστορία, στη διάρκεια της οποίας επήλθαν σημαντικές διαφοροποιήσεις, τόσο ως προς την ίδια την τεχνική όσο και ως προς τη θεματολογία. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή χρήση του, οι δημιουργίες των σύγχρονων καλλιτεχνών βιτρώ περιλαμβάνουν τρισδιάστατες κατασκευές και γλυπτική. Η σύγχρονη δημώδης χρήση έχει επεκτείνει τον όρο του βιτρώ, έτσι ώστε να περιλαμβάνει οικιακά φωτιστικά και άλλα αντικείμενα τέχνης, όπως για παράδειγμα οι διάσημες λάμπες Louis Comfort Tiffany[2]. Ειδικότερα οι αλλαγές που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα, καθώς και οι κοινωνικές τριβές που προέκυψαν, απομυθοποίησαν, μεταξύ άλλων, σε μεγάλο βαθμό και την πανάρχαιη αυτή τέχνη.
Ιστορικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι σήμερα γνωστό ότι στην αρχαία Αίγυπτο επεξεργάζονταν το γυαλί με επιδεξιότητα και ότι οι Άραβες έφτιαχναν τζαμιλίκια, συνδεδεμένα με γύψο ενισχυμένο με φυτικές ίνες και σίδερο, "κλώστρα" όπως αναφέρονται, πολύ πριν επιδράμουν οι Φράγκοι, με πρόφαση το Άγιο Δισκοπότηρο, και τα οικειοποιηθούν.
Από τους Άραβες άλλωστε, λόγω και των εμπορικών σχέσεων, εμπνεύστηκαν οι τεχνίτες στο Πήλιο, τη Σιάτιστα, την Καστοριά και άλλες πόλεις της Κεντρικής και Β. Ελλάδας κι έφτιαξαν σε αρχοντικά τα περίφημα "υαλοστάσια", με καθαρό Ελληνικό χαρακτήρα.
Οι Σταυροφόροι έφεραν στην Ευρώπη τα "υαλοστάσια", γύρω στον 10ο αιώνα και αμέσως επέφεραν μια επαναστατική καινοτομία, το μολύβι ως συνδετικό υλικό μεταξύ των κομματιών του γυαλιού. Ο ενισχυμένος γύψος ήταν πολύ παχύς σαν συνδετικό υλικό των χρωματιστών γυαλιών και παρόλο που οι Άραβες έκαναν "αραβουργήματα" μ' αυτόν για να του δώσουν χάρη κι αλαφράδα, ήταν περιοριστικός στη δημιουργία κομψών παραστάσεων. Ο λόγος που ήταν απαραίτητο κάποιο υλικό να συνδέει τα χρωματιστά ή/και ζωγραφισμένα γυαλιά μεταξύ τους ήταν ότι δεν μπορούσαν να παράγουν παρά μόνο μικρά κομμάτια γυαλιού. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της τέχνης των υαλογραφημάτων αποτελεί ο καθεδρικός ναός της Σάρτρ και της Ρενς[3] Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η τεχνολογία στα χέρια πρωτοπόρων σαν τον Λούις Κόμφορτ Τίφανι (Louis Comfort Tiffany), τον Τζον Λα Φαρτζ (John La Farge), τον Ουίλιαμ Μόρρις (William Morris) κι άλλους, απελευθέρωσε ολοκληρωτικά την τέχνη αυτή από στοιχεία όπως τα υλικά, οι τεχνικές, η φιλοσοφία και γενικότερα κάθε τι που αποτελούσε μέρος της διαδικασίας, απεγκλωβίζοντας τα βιτρώ από ένα φορμαλισμό που δεν άφηνε περιθώρια στην αυθεντική δημιουργία.
Μετά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τα μοντέρνα υλικά εισέβαλαν ορμητικά στο χώρο της διάφανης δημιουργίας εντάσσοντας αυτή την τέχνη στον ευρύτερο χώρο της Art Glass. Έτσι ατσάλι, μπετόν, ξύλο, πλεξιγκλάς, φάιμπεργκλας, οξέα, ψυχρά σμάλτα, ακτινογραφίες και φωτογραφικά φίλμ, ψηφιακά επεξεργασμένες διαφάνειες, beveled glass, αναγλυφοτυπίες, εγχάραξη (etching) και αμμοβολές έγιναν μεταξύ άλλων τα υλικά και τα μέσα που υπηρέτησαν αυτή την τέχνη.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ stained glass
- ↑ «Η Τέχνη του Βιτρό ⋆ CITY CODE Magazine». CITY CODE Magazine. 8 Δεκεμβρίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουλίου 2019.
- ↑ Χρήστος Λάζος,«Βιτρώ Οι θρησκευτικές παραστάσεις στο γυαλί», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.71 (Μάιος 1974), σελ.38-39
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χρήστος Λάζος,«Βιτρώ Οι θρησκευτικές παραστάσεις στο γυαλί», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.71 (Μάιος 1974), σελ.34-39