Χρήστης:Mikedelis/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Βυζαντινή Αφρική το 600 μ.Χ.

Η Βυζαντινή κυριαρχία στην Βόρεια Αφρική διήρκησε για περίπου 175 χρόνια. Ξεκίνησε τα έτη 533/534 μ.Χ. με την ανακατάκτηση της περιοχής που άνηκε προηγουμένως στην Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την Ανατολική (Βυζαντινή) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τον Ιουστινιανό Α´ τον Μέγα και τελείωσε κατά την βασιλεία του Ιουστινιανού Β´ με την Κατάκτηση της Καρχηδόνας (698 μ.Χ.) και του τελευταίου προπύργιου των Βυζαντινών, του Σέπτου (708/711 μ.Χ.), από τους Άραβες.[1]

Η διοικητική δομή της περιοχής ήταν αρχικά σύμφωνη με τις τυπικές διοικητικές δομές της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου που υπήρχαν τα τελευταία 300 χρόνια. Οι πολιτικές εξουσίες ήταν έτσι στα χέρια του Επάρχου του Πραιτωρίου, του επικεφαλής της ανώτατης πολιτικής διοικητικής αρχής στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Την στρατιωτική εξουσία, ωστόσο, αναλάμβανε ο Μάγιστρος του Στρατού. Το 591 μ.Χ. αυτά τα δύο αξιώματα συγχωνεύθηκαν σε ένα, αυτό του Εξάρχου. Το Εξαρχάτο της Αφρικής ήταν ένα από τα δύο εξαρχάτα, που ιδρύθηκαν από τον Αυτοκράτορα Μαυρίκιο μετά από τις δυτικές ανακαταλήψεις του Ιουστινιανού Α΄, για την πιο αποτελεσματική διοίκηση των εδαφών, μαζί με το Εξαρχάτο της Ραβέννας. Αυτή η διοικητική δομή παρέμεινε μέχρι το τέλος της Βυζαντινής κυριαρχίας.

Η ανακατάκτηση της Βόρειας Αφρικής ήταν ύψιστης στρατηγικής και οικονομικής σημασίας και διήρκησε περισότερο από όλες τις κατακτήσεις στην δύση. Ενώ το Βασίλειο των Λομβαρδών εισέβαλε το 568 μ.Χ. και κατέκτησε τα περισσότερα βυζαντινά εδάφη στην Ιταλία, ενώ η Βυζαντινή κυριαρχεία στην Νότια Ισπανία έφτασε στο τέλος της ενδιάμεσα του τελευταίου και πιο καταστροφικού Βυζαντινοπερσικού Πολέμου, τα εδάφη στην Βόρεια Αφρική παρέμειναν εξ ολοκλήρου σε Ρωμαϊκά χέρια μέχρι την προέλαση των Αράβων.

Αρχική κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διοικητική δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ.

Η ταχεία εγκαθίδρυση της ανατολικής ρωμαϊκής κυριαρχίας στο σημερινό Μαγκρέμπ ήταν το αποτέλεσμα του πολιτικού κενού που υπήρξε στις αφρικανικές επαρχίες της πρώην Δυτικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες τότε άνηκαν στο Βασίλειο των Βανδάλων. Μετά την διαίρεση της Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ., όλα τα ρωμαϊκά εδάφη δυτικά του κόλπου της Σύρτης έγιναν τμήμα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, αυτά τα εδάφη περιελάμβαναν τις επαρχίες της Τριπολίτιδας, Βυζακηνής, Ζευγιτανής (γνωστή και ως ανθυπατική Αφρική), Νουμιδίας, Μαυριτανίας Σιτιφησίας, Μαυριτανίας Τιγγιτανής και Μαυριτανίας Καισαρησίας. Αυτές οι επαρχίες αποτελούσαν την καρδιά της Αυτοκρατορίας, καθώς τροφοδωτούσαν την Ιταλία με σιτηρά και από αυτές προέρχονταν μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων της Αυτοκρατορίας. Ξεκινώντας το 429 μ.Χ., υπέφεραν από την πολιτική αναταραχή που προκάλεσαν οι Μεγάλες μεταναστεύσεις. Αυτή την χρονιά οι Βάνδαλοι διέσχισαν την Μεσόγειο και κατέφθασαν στο Σέπτο (σημερινή Θεούτα). Μέχρι την δολοφονία του αυτοκράτορα Ουαλεντινιανού Γ΄ το 455 μ.Χ., καμία περιοχή στην Βόρεια Αφρική δεν βρισκόταν υπό Ρωμαϊκό έλεγχο.

Κυριαρχία των Βανδάλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Βάνδαλοι

Η ανεξάρτητη αυτοκρατορία της γερμανικής πολεμικής φυλής των Βανδάλων ιδρύθηκε το 439 μ.Χ. μετά την κατάκτηση της Καρχηδόνας από τον βασιλιά Γιζέριχο. Το Βασίλειο των Βανδάλων επικράτησε στην περιοχή της δυτικής Μεσογείου, χάρη στον ισχυρό στόλο του και έφερε την Σαρδηνία, την Κορσική, τις Βαλεαρίδες Νήσους και τις δυτικές ακτές της Σικελίας υπό τον έλεγχο του.[2] Η απόλεια της Αφρικής ήταν καταστροφική για την Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, καθώς οι επαρχίες τις ήταν από τις πλουσιότερες και τις περισσότερο αστικοποιημένες. Εκτός από σιτοβολώνα της Ρώμης, η Αφρική αποτελούσε σημαντική πηγή ελαιολάδου.[3]

Το 441 μ.Χ. μια απόπειρα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να καταστρέψει τον στόλο των Βανδάλων απέτυχε. Από την πλευρά της, η Δυτική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κυριαρχία των Βανδάλων με συνθήκη το 442 μ.Χ.[4] Το 468 μ.Χ. το Βασίλειο των Βανδάλων έγινε στόχος μιας, αυτή την φορά μεγαλύτερης κλίμακας, συντονισμένης επίθεσης από την Δυτική Αυτοκρατορία υπό τον αυτοκράτορα Ανθέμιο και την Ανατολική Αυτοκρατορία υπό τον αυτοκράτορα Λέοντα Α΄. Ωστόσο, αυτή η εκστρατεία απέτυχε καταστροφικά διότι ο βασιλιάς Γιζέριχος κατάφερε να πυρπολύσει τον μεγάλο ρωμαϊκό στόλο. Μετά από πολυάριθμες βανδαλικές επιδρομές στην επαρχία της Ιλλυρίας, ο αυτοκράτορας της Ανατολικής Αυτοκρατορίας Ζήνων αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κυριαρχεία των Βανδάλων στην Βόρεια Αφρική και τα νησιά της Δυτικής Μεσογείου, σε συμφωνία που σύναψε με τον Γιζέριχο το 475 μ.Χ. Στη συνέχεια δεν υπήρξαν άλλες συγκρούσεις μεταξύ του Βασιλείου των Βανδάλων και της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για πολλές δεκαετίες.

Στα 94 χρόνια της ύπαρξής του, το βασίλειο των Βανδάλων χαρακτηρίστηκε από δυναστικές διαμάχες για τον θρόνο. Επιπλέον υπήρχε αντιπαλότητα ανάμεσα στους ρωμαίους κατοίκους την περιοχής, που ακολουθούσαν τον Χριστιανισμό όπως αυτός διαμορφώθηκε από την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας και τους Βανδάλους που ακολουθούσαν την αίρεση του Αρειανισμού. Οι Βάνδαλοι αδυνατούσαν να προστατέψουν τα σύνορα του βασιλείου τους από τις επιδρομές των ιθαγενών Βερβέρων, οι οποίοι αρνήθηκαν να υποταχθούν στους Βανδάλους.[5] Αυτή η κατάσταση οδήγησε πολλούς γαιοκτήμονες να οχυρώσουν τα χωράφια τους.[6] Παρά τις δυσκολίες, η εποχή των Βανδάλων δεν χαρακτηρίστηκε από οικονομική παρακμή και το εμπόριο συνεχίστηκε,[7] αν και περιορισμένο λόγω της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής του Βασιλείου των Βανδάλων.[8]

Ρωμαιοβερβερικά βασίλεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα έτη που ακολούθησαν το 439 μ.Χ. η Νουμιδία και τμήματα της Μαυριτανίας παρέμειναν ύπο ρωμαϊκό έλεγχο.[9] Σε αυτές τις περιοχές ο Αυτοκράτορας της Δύσης Ουαλεντινιανός Γ΄ ενθάρυννε την σύσταση ιδιοτικών στρατών από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, με την ελπίδα ότι αυτοί θα προστάτευαν την επικράτεια της Αυτοκρατορίας από τις επιθέσεις των Βανδάλων.[4] Μετά την δολοφονία του Ουαλεντινιανού οι γαιοκτήμονες αυτοί μετατράπηκαν σε πολέμαρχους που κατέλυσαν τις ρωμαϊκές επαρχίες σε διάφορα μικρά βασίλεια, τα οποία είχαν βερβερικό χαρακτήρα.[10] Η Νουμιδία και οι ακτές τις Μαυριτανίας αμέσως κατακτήθηκαν από τους Βανδάλους, ωστόσο μετά τον θάνατο του Βάνδαλου βασιλειά Ονώριχου το 484 μ.Χ., τα βασίλεια αυτά αποσχίστηκαν ξανά. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν το Βασίλειο των Μαυριτανών και των Ρωμαίων (Regnum Maurorum et Romanorum) με πρωτεύουσα την Αλτάβα, το οποίο συνέχισε να ασκεί επιρροή στην περιοχή μέχρι την δεκαετία του 570 μ.Χ. Παρά την πολιτισμική επικράτηση των Βερβέρων, τα βασίλεια αυτά διατήρησαν τα ρωμαϊκά τους χαρακτηριστικά, ειδικά στην πρωτέουσα Αλτάβα και στις πόλεις Λιξό και Βολούμπιλις στην δυτική Μαυριτανία Τιγγιτανή, όπου η χρήση της Λατινικής γλώσσας συνεχίστηκε όπως φαίνεται από επιτύμβιες επιγραφές. Επιπλέον, τα μικρά βασίλεια αυτής της περιοχής υποδέχτηκαν πολλούς Ρωμαίους που διώχθηκαν από τους Βάνδαλους για θρησκευτικούς και άλλους λόγους.[11]

Το τέλος του Βασιλείου των Βανδάλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εκστρατείες του Βανδαλικού Πολέμου

Κατά τα τελευταία έτη της ύπαρξης του, το Βασίλειο των Βανδάλων βρισκόταν συνεχώς σε πόλεμο με τα Ρωμαιοβερβερικά βασίλεια. Κατά την Βασιλεία του προτελευταίου Βάνδαλου βασιλιά Χιλδέριχου, ο οποίος είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό της Αγίας Τριάδας, ενώ οι περισσότεροι Βάνδαλοι εκείνη την εποχή ήταν φανατικά πιστοί στον Αρειανισμό, οι εξωτερικές και εσωτερικές πολιτικές δυσκολίες του βασιλείου του αυξήθηκαν σημαντικά. Μετά από μία μεγάλη ήττα από τους Βερβέρους το 530 μ.Χ., το βασίλειο πέρασε στα χέρια του εξαδέλφου του Γελίμερου. Μετά το πραξικόπημα, ο τελευταίος Βάνδαλος βασιλιάς Γελίμερος βρέθηκε σε αδιέξοδο, καθώς έπρεπε να αντιμετοπίσει τις εξεγέρσεις των Βερβέρων στην Αφρική και την αποστασία του γότθου ευγενή Γόδα στην Σαρδηνία. Ο Ο Γελίμερος έστειλε έναν μεγάλο στρατό από την Αφρική με αρχηγό τον αδελφό του Τζάζο, στόχος του να καταπνίξει την εξέγερση του Γόδα. Λίγο αργότερα στην Τριπολίτιδα, ο γηγενής πληθυσμός, με επικεφαλής κάποιον Προυδέντιο, επαναστάτησε ενάντια στην κυριαρχία των Βανδάλων. Τόσο ο Γόδας, όσο και ο Προυδέντιος ζήτησαν αμέσως βοήθεια από τον Ιουστινιανό Α΄.

Εκμεταλλευόμενος αυτές τις συγκυρίες, ο Ιουνστινιανός ξεκίνησε τον Βανδαλικό Πόλεμο το 533 μ.Χ. κάτι που του επέτρεψε να αποστρέψει την προσοχή του λαού από τις ταραχές της Στάσης του Νίκα που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη το προηγούμενο έτος.[12] Υπό την ηγεσία του Βελισάριου, 15.000 πεζοί και ιππείς έπλευσαν από την Κωνσταντινούπολη στην Καρχηδόνα και ένας μικρότερος στρατός έφτασε στην Τριπολίτιδα για να υποστηρίξει τον Προυδέντιο.[13] Μέσα σε εννέα μήνες οι βυζαντινές δυνάμεις κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας των Βανδάλων.[14]

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χριστιανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στην Βόρεια Αφρική κατά την ρωμαϊκή περίοδο τον 3ο αιώνα μ.Χ. και αποτέλεσε την επικρατούσα θρησκεία της περιοχής μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα. Στην Βυζαντινή Αφρική συμβίωναν τρία χριστιανικά δόγματα, τα οποία εξαφανίστηκαν μετά τον εξισλαμισμό της περιοχής τον 8ο μ.Χ. αιώνα.

Δόγμα της Νίκαιας-Χαλκηδόνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλειοψηφία των χριστιανών στην Βόρεια Αφρική ακολουθούσε το χριστιανικό δόγμα, όπως αυτό θεσπίστηκε από τις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας και της Χαλκηδόνας, και αποτελούσε την επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους. Οι Βάνδαλοι επέβαλαν βίαια τον Αρειανισμό και δίωξαν τα υπόλοιπα χριστιανικά δόγματα. Ως εκ τούτου η εξουσία του Αυτοκράτορα και η επιρροή του Πάπα ήταν απούσες από την περιοχή για περίπου έναν αιώνα. Αυτό καθιέρωσε την αυτονομία των τοπικών εκκλησιαστικών αξιοματούχων και θρησκευτικών μελετητών, μια αυτονομία που αρνήθηκαν να απολέσουν όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επανάκτησε την περιοχή.[15] Οι κοινώτητες που ακολουθούσαν το δογμα της Νίκαιας-Χαλκηδόνας στην Βόρεια Αφρική είχαν αναπτύξει αποστροφή για κάθε παρέκκλιση από τις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων.[16] Ενώ οι βυζαντινοί αυτοκράτορες προσπάθησαν να γεφυρόσουν το χάσμα με τις Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες της ανατολής υιοθετόντας συγκαβατικές λύσεις όπως ο Μονοθελητισμός, οι χριστιανοί τής Βόρειας Αφρικής, όπως και αυτοί της Ιταλίας, απέρριψαν αυτούς τους συμβιβασμούς, κάτι που αποτέλεσε πλήγμα στην συνοχή της Αυτοκρατορίας. Ο Ελληνας μοναχός Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος έζησε στην Καρχηδόνα από το 628 έως το 645 μ.Χ. έγινε η φωνή των χριστιανών της Βόρειας Αφρικής.[17] Ο Μάξιμος διακύρηξε ότι ο μονοθελιτισμός είναι αιρετική απόκλιση και αργότερα έπεισε τον Πάπα Μαρτίνο Α΄ να συνέλθει Σύνοδος στο Λατεράνο που καταδικάζει τον μονοθελητισμό και αποκόπτει την κοινωνία με τις εκκλησίες οι οποίες υποστηρίζουν τον συμβιβασμό του αυτοκράτορα Ηρακλείου με τους μονοφυσιτιστές.

Λοιπά δόγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια λήμματα: Δονατισμός και Αρειανισμός

Αμέσως μετά τον διωγμό του Διοκλητιανού (284-305) υπήρξε σχίσμα μεταξύ των Χριστιανών τής Βόρειας Αφρικής. Ο Δονατισμός, που πήρε το όνομα του από τον επίσκοπο Καρθαγένης Δονάτο, αποσχίστηκε από το κύριο σώμα της εκκλησίας στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Αιτία του σχίσματος ήταν το ζήτημα επιστροφής των πεπτωκότων, δηλαδή των Χριστιανών που αρνήθηκαν την πίστη τους για να αποφύγουν το μαρτύριο, στην εκκλησία. Ο Δονατισμός ήταν η κυρίαρχη θρησκεία στην Μαυριτανία Σιτιφησία και την Νουμιδία, μέχρι την δίοξη των πιστών της το 411 μ.Χ. από την Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι κοινότητες των Δονατιστών ήταν ισάριθμες με αυτές των Χριστιανών που ακολουθούσαν το Δόγμα της Νίκαιας-Χαλκηδόνας στις δυτικές επαρχίες της Μαυριτανίας και στην Τριπολίτιδα, ενώ αποτελούσαν μειωνότητα στην Βυζακηνή και τις υπόλοιπες επαρχίες τις Ρωμαϊκής Αφρικής.[18] Ο Δονατισμός ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος μεταξύ των Βερβέρων.[19] Οι Δονατιστές επίσης υπέστησαν διογμούς από τους Βανδάλους καθώς και από τους Βυζαντινούς, όταν ανακατάκτησαν την Βόρεια Αφρική.[20] Κατά την Βυζαντινή περίοδο, όλα τα ίχνη τους εξαφανίστηκαν. Το εάν ο Δονατισμός διώχθηκε στα μικρά Ρωμαιοβερβερικά βασίλεια δεν έχει διερευνηθεί, αλλά δεδομένου ότι υπάρχουν στοιχεία θρησκευτικής ανοχής σε αυτά τα βασίλεια και απουσία αποδείξεων καταπίεσης των θρησκευτικών μειωνοτήτων, το ενδεχόμενο του διωγμού μπορεί να αποκλειστεί.

Οι Βάνδαλοι κατακτητές έφεραν μαζί τους το δόγμα του Αρειανισμού, το οποίο αποτέλεσε την επίσημη θρησκεία του Βασιλείου τους και το τρίτο χριστιανικό δόγμα που καθιερώθηκε στην περιοχή. Οι Βάνδαλοι προέβησαν σε διογμούς όλων των υπόλοιπων χριστιανικών δογμάτων, οι πιστοί των οποίων αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού. Κληρικοί δολοφονήθηκαν και εξωρίστηκαν και μοναστήρια λεηλατήθηκαν από τους Βανδάλους. Ωστόσο οι διογμοί από τους Βανδάλους συνάντησαν σθεναρή αντίσταση τόσο από τους ακόλουθους του δόγματος της Νίκαιας-Χαλκηδόνας, όσο και από τους Δονατιστές και τελείωσαν με την ανακατάκτηση της περιοχής από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από τότε οι ακόλουθοι του Αρειανισμού έγιναν και αυτοί μία καταπιεσμένη μειωνότητα.

Ιουδαϊσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι ασαφές το πότε οι πρώτες Εβραϊκές κοινότητες εδραιόθηκαν στην Βόρεια Αφρική. Οι πρότοι Εβραίοι έμποροι εγκαταστάθηκαν εκεί όταν οι Φοίνικες, ένας επίσης Σημιτικός λαός, ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς στην περιοχή. Όταν οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν την Ιερουσαλήμ, και έχτισαν την Αιλία Καπιτωλίνα στην θέση της, οι Εβραίοι διασκορπίστηκαν σε όλη την Αυτοκρατορία. Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Βόρεια Αφρική, όπου προσυλήτησαν αρκετούς από τους ιθαγενείς Βερβέρους στην Θρησκεία τους. Έτσι είναι ασαφές το κατά πόσο οι Εβραίοι της Βόρειας Αφρικής είναι απόγονοι των Ισραηλιτών ή εξιουδαϊσμένοι Βερβέροι. Σύμφωνα με τον θρύλο, η βασίλισσα των Βερβέρων Ντίγια, που οδήγησε τους αυτόχθονες να αντισταθούν στη Μουσουλμανική κατάκτηση του Μαγκρέμπ, ήταν ιουδαία. Επίσης είναι γνωστή η ύπαρξη μιας ιουδαιοβερβερικής γλώσσας.

Παρομοίως με τους Δονατιστές και τους Αρειανιστές, οι Εβραίοι υπέστησαν διόξεις και τους απαγορεύτηκε να ασκούν την θρησκεία τους. Οι διωγμοί των Εβραίων έφτασαν στο αποκορύφωμα τους επί της βασιλείας του Ιουνστινιανού Α΄, και το 632 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ηράκλειος διέταξε την εξεναγκασμένη μεταστροφή των Εβραίων στον Χριστιανισμό σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, κάτι που επηρρέασε και τους Εβραίους της Βόρειας Αφρικής.[21] Εξαιτίας αυτής της πολιτικής εκχριστιανισμού, οι Εβραίοι μετακινήθηκαν σε τμήματα της Μαυριτανίας Τιγγιτανής που δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχο των βυζαντινών.[22] Τελικά, αυτή η αυτοκρατορική πολιτική απέτυχε και οι ιουδαϊκές κοινότητες συνέχισαν να ακμάζουν στην Βόρεια Αφρική μέχρι την δεκαετία του 1950.[23]

Η Υπαρχία του πραιτωρίου της Αφρικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερίπεια της Βασιλικής Νταμούς αλ-Καρίτα στην Καρχηδόνα, μια εκκλησία που γνώρισε άνθιση κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ.

Αφού ο Βελισάριος συνέντριψε το Βασίλειο των Βανδάλων με τις αναπάντεχα ταχείες νίκες του εναντίον του Γελίμερου στην Μάχη του Δέκιμου και στην Μάχη του Τρικάμαρου, τα εδάφη του, και επομένως η οικονομικά ευροστότερη επαρχία της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επανενσωματώθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίς να υποστούν σημαντικές καταστροφές από τον πόλεμο.[24]

Ο Ιουστινιανός αποκατέστησε την παλιά διοικητική δομή, αλλά προήγαγε τον κυβερνήτη της Καρχηδόνας στο ανότατο δοιηκτητικό αξίομα του πραιτωριανού επάρχου, βάζοντας έτσι τέλος στην υπαγογή της Διοικήσεως Αφρικής στην Υπαρχία της Ιταλίας (η οποία τότε ακόμα βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Βασιλείου των Οστρογότθων. Η πραιτωριανή Υπαρχία χωρίστηκε σε επτά επαρχίες, τέσσερις από αυτές κυβερνόταν από υπατικό και τρεις από έπαρχο.

Καὶ ἀπὸ ταύτης τοῦ Θεοῦ βοηθοῦντος διοικείσθωσαν ἑπτὰ ἐπαρχίαι μετὰ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν, ὤν ἡ Ζευγίτις, ἥτις πρότερον ἀνθυπατικὴ ἐκάλετο, ἡ Καρχηδὼν καὶ ἡ Βυζακίτις καὶ ἡ Τρίπολις διοικητὰς ἐχέτωσαν ὑπατικοῦ αἱ δὲ λοιπαὶ ἤτοι ἡ Νουμιδία καὶ ἡ Μαυριτανία καὶ ἡ Σαρδηνία σὺν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὑπὸ ἔπαρχον κυβερνάσθωσαν.

Ο πόλεμος και οι θρησκευτικές διαμάχες συζητούνται ευρέως στην ιστοριογραφίας της εποχής, αλλά λιγότερη προσοχή δίνεται στο γεγονός ότι η ανακατάκτηση άνοιξε ξανά τα λιμάνια της Βόρειας Αφρικής και έθεσε τα προϊόντα της ξανά διαθέσιμα στις ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας.[25] Νομισματικά ευρύματα υποδεικνίουν έντονη εμπορική δραστηριότητα ανάμεσα στην βυζαντινή Αφρική και το Βασίλειο των Φράγκων.[26] Σε περιόδους ταραχών, όπως στις εξεγέρσεις των Βερβέρων, δεν παρατηρήθηκε αποθησαύριση νομισμάτων, κάτι που συνέβαινε στην Βαλκανική Χερσόνησο κατά τους ταραχώδεις καιρούς.[27]

Αρχικά η Η Υπαρχία του πραιτωρίου της Αφρικής συστάθηκε από τις ακόλουθες περιοχές που κατακτήθηκαν από το Βασίλειο των Βανδάλων.

Στη συνέχεια ανακαταλήφθηκαν οι ακόλουθες περιοχές:

  • Το Βόρειο άκρο της Μαυριτανίας Τιγγιτανής, αντίκρυ της Ισπανίας
  • Εσωτερικές περιοχές των επαρχιών της Μαυριτανίας Καισαρησίας, Μαυριτανίας Σιτιφησίας και Νουμιδίας
  • Το τμήμα της Βυζακηνής που βρέχεται από την λιμνολεκάνη Σοτ ελ-Τζερίντ
  • Το ανατολικό τμήμα της Τριπολίτιδας που συνορεύει με την Κυρηναϊκή, δημιουργόντας έτσι χερσαία σύνδεση με την Αίγυπτο
  • Το δυτικό τμήμα των ακτών της Μαυριτανίας Καισαρησίας

Για μία περίοδο, η Νότια Ισπανία και οι Βαλεαρίδες Νήσοι υπάγονταν στην Υπαρχία της Αφρικής

Εδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύντομα μετά την κατάκτηση του Βαλισαρίου, η Καρχδηδόνα έγινε ξανά η πρωτεύουσα της νεοσύστατης Υπαρχίας του πραιτωρίου της Αφρικής. Ο Βελισάριος χρησιμοποίησε τα αφρικανικά εδάφη που κατέλαβε το 535 μ.Χ. ως βάση για να επιτεθεί στην γοτθική Σικελία, κατά τον Γοτθικό Πόλεμο του 535-554 μ.Χ. Πολλοί Βάνδαλοι μετοίκισαν στα ανατολικά και στρατολογήθηκαν από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[28]

  1. The time of Arab conquest of the last Byzantine outpost is uncertain, compare only Walter Kaegi: The Islamic conquest and the defense of Byzantine Africa. In: Susan T. Stevens, Jonathan P. Conant (editor.): North Africa under Byzantium and Early Islam. Dumbarton Oaks Research Library & Collection, Washington (D. C.) 2016, ISBN 978-0-88402-408-8, p. 65–86, escpecially S. 70–71, who assumes 711; but also Susan Raven: Rome in Africa. 3. Auflage. Routledge, London u. a. 1993, ISBN 0-415-08150-5, S. 229, who puts the conquest '10 years after the fall of Carthage and emphasises that only Arab and Visigothic sources are available for this subject. This concurs with Walter E. Kaegi: Muslim Expansion and Byzantine Collapse in North Africa. Cambridge University Press, Cambridge 2010, ISBN 978-1-107-63680-4, page 155, who states that Ceuta is referred to in Byzantine sources for the last time in 641.
  2. For the Vandal kingdom see Helmut Castritius: Die Vandalen. Etappen einer Spurensuche. Kohlhammer, Stuttgart, 2007, ISBN 978-3-17-018870-9; Andy Merrills, Richard Miles: The Vandals. Wiley-Blackwell, Oxford/Malden (MA) 2010, ISBN 978-1-4051-6068-1; Roland Steinacher: Die Vandalen. Aufstieg und Fall eines Barbarenreichs. Klett-Cotta, Stuttgart 2016, ISBN 978-3-608-94851-6; Konrad Vössing: Das Königreich der Vandalen. Geiserichs Herrschaft und das Imperium Romanum. Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt 2014, ISBN 978-3-8053-4761-7.
  3. Comprehensive Ralf Bockmann: Africa. In: The Oxford Dictionary of Late Antiquity. Volume 1. Oxford University Press, Oxford 2018, ISBN 978-0-19-881624-9, p. 29–31, here p. 29.
  4. 4,0 4,1 Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 275.
  5. Denys Pringle: The Defence of Byzantine Africa from Justinian to the Arab Conquest. British Archaeological Reports, Oxford 1981, ISBN 0-86054-119-3 (reprint 2001), p. 97.
  6. Compare Averil Cameron: Vandal and Byzantine Africa. In: Averil Cameron, Bryan Ward-Perkins, Michael Whitby (editor.): The Cambridge Ancient History. Band 14: Late Antiquity. Empire and Successors. AD 425–600. Cambridge University Press, Cambridge 2000, ISBN 0-521-32591-9, p. 556.
  7. Averil Cameron: Vandal and Byzantine Africa. In: Averil Cameron, Bryan Ward-Perkins, Michael Whitby (editor): The Cambridge Ancient History. Band 14: Late Antiquity. Empire and Successors. AD 425–600. Cambridge University Press, Cambridge 2000, ISBN 0-521-32591-9, p. 552.
  8. Averil Cameron: Vandal and Byzantine Africa. In: Averil Cameron, Bryan Ward-Perkins, Michael Whitby (editor): The Cambridge Ancient History. Band 14: Late Antiquity. Empire and Successors. AD 425–600. Cambridge University Press, Cambridge 2000, ISBN 0-521-32591-9, p. 557.
  9. Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 284.
  10. Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 252.
  11. Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 102
  12. Averil Cameron: Vandal and Byzantine Africa. In: Averil Cameron, Bryan Ward-Perkins, Michael Whitby (editor): The Cambridge Ancient History. Band 14: Late Antiquity. Empire and Successors. AD 425–600. Cambridge University Press, Cambridge 2000, ISBN 0-521-32591-9, p. 559.
  13. Denys Pringle: The Defence of Byzantine Africa from Justinian to the Arab Conquest. British Archaeological Reports, Oxford 1981, ISBN 0-86054-119-3 (reprint 2001), p. 63, mentions a certain Tattimuth leading the Byzantine expeditionary force dispatched for Tripolitania.
  14. Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 254, who specifically mentions that Belisarius was 'mostly successful' in repossessing remote areas.
  15. Leslie Dossey: Exegesis and Dissent in Byzantine North Africa In: Susan T. Stevens, Jonathan P. Conant (editor): North Africa under Byzantium and Early Islam. Dumbarton Oaks Research Library & Collection, Washington (D. C.) 2016, ISBN 978-0-88402-408-8, p. 251–267, here p. 266.
  16. Leslie Dossey: Exegesis and Dissent in Byzantine North Africa In: Susan T. Stevens, Jonathan P. Conant (editor): North Africa under Byzantium and Early Islam. Dumbarton Oaks Research Library & Collection, Washington (D. C.) 2016, ISBN 978-0-88402-408-8, p. 251–267, here p. 252.
  17. Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 306.
  18. Theodor Klauser: Reallexikon für Antike und Christentum, Dogma II – Empore. Anton Hiersemann Verlag, Stuttgart 1959, ISBN 3-7772-7014-8, p. 133, 134
  19. Vgl. Theodor Klauser: Reallexikon für Antike und Christentum, Dogma II – Empore. Anton Hiersemann Verlag, Stuttgart 1959, ISBN 3-7772-7014-8, p. 136, specifying the exclusive Berber style of Donatist art in Numidia and the same on p.134, highlighting the insignificance Donatism within the highly romanized cities.
  20. Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 321.
  21. Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 354.
  22. Compare. Elli Kohen: History of the Byzantine Jews. A Microcosmos in the Thousand Year Empire, University Press of America, 2007, p. 39.
  23. Georg Schöllgen: Reallexikon für Antike und Christentum, Kanon I – Kleidung I. Anton Hiersemann Verlag, Stuttgart 2004, ISBN 978-3-7772-5006-9, p. 269.
  24. Franz Georg Maier: Einleitung: Byzanz als historisches Problem. In: Franz Georg Maier (editor): Byzanz (= Fischer Weltgeschichte. Band 13). Fischer Taschenbuch Verlag, Frankfurt am Main 1973, p. 12–45, here p. 16; the same: Grundlagen und Anfänge der byzantinischen Geschichte: Das Zeitalter des Justinian und Heraklios. In: Franz Georg Maier (editor): Byzanz. Fischer Taschenbuch Verlag, Frankfurt am Main 1973, p. 46–89, here p. 71, emphasising the exceptional character of Africa in comparison with the other provinces of the Western Roman empire.
  25. Denys Pringle: The Defence of Byzantine Africa from Justinian to the Arab Conquest. British Archaeological Reports, Oxford 1981, ISBN 0-86054-119-3 (Nachdruck 2001), p. 113–114; Jonathan Conant: Staying Roman. Conquest and Identity in Africa and the Mediterranean, 439–700. Cambridge University Press, Cambridge, 2012, ISBN 978-0-521-19697-0, p. 336.
  26. Cecile Morrison: Regio dives in omnibus bonis ornata. In: Susan T. Stevens, Jonathan P. Conant (editor): North Africa under Byzantium and Early Islam. Dumbarton Oaks Research Library & Collection, Washington (D. C.) 2016, ISBN 978-0-88402-408-8, p. 173–199, here p. 195–197.
  27. Denys Pringle: The Defence of Byzantine Africa from Justinian to the Arab Conquest. British Archaeological Reports, Oxford 1981, ISBN 0-86054-119-3 (reprint 2001), p. 114; also Cecile Morrison: Regio dives in omnibus bonis ornata. In: Susan T. Stevens, Jonathan P. Conant (editor): North Africa under Byzantium and Early Islam. Dumbarton Oaks Research Library & Collection, Washington (D. C.) 2016, ISBN 978-0-88402-408-8, p. 173–199, here p. 194, showing a very detailed map of coin hoards.
  28. Averil Cameron: Vandal and Byzantine Africa. In: Averil Cameron, Bryan Ward-Perkins, Michael Whitby (editor): The Cambridge Ancient History. Band 14: Late Antiquity. Empire and Successors. AD 425–600. Cambridge University Press, Cambridge 2000, ISBN 0-521-32591-9, p. 560.