Έπαρχος του Πραιτωρίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο πραιτοριανός έπαρχος (λατινικά: praefectus praetorio‎‎, ελληνικά: ἔπαρχος/ὕπαρχος τῶν πραιτωρίων‎‎ ) ήταν υψηλό αξίωμα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ξεκινώντας ως διοικητής της Πραιτωριανής Φρουράς, το αξίωμα απέκτησε σταδιακά εκτεταμένες νομικές και διοικητικές λειτουργίες, με τους κατόχους του να γίνονται οι κύριοι βοηθοί του Αυτοκράτορα. Επί Κωνσταντίνου Α', το αξίωμα μειώθηκε πολύ σε ισχύ και μετατράπηκε σε καθαρά πολιτικό διοικητικό αξίωμα, ενώ υπό τους διαδόχους του, οι εδαφικά καθορισμένες πραιτοριανές επαρχίες εμφανίστηκαν ως η ανώτατη διοικητική διαίρεση της Αυτοκρατορίας. Οι έπαρχοι λειτούργησαν και πάλι ως κύριοι υπουργοί του κράτους, με πολλούς νόμους να έχουν το όνομά τους. Σε αυτόν τον ρόλο, οι πραιτοριανοί έπαρχοι συνέχισαν να διορίζονται από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (και το βασίλειο των Οστρογότθων) μέχρι τη βασιλεία του Ηράκλειου τον 7ο αι., όταν οι εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις μείωσαν την εξουσία τους και τους μετέτρεψαν σε απλούς επόπτες της επαρχιακής διοίκησης. Τα τελευταία ίχνη των επαρχιών εξαφανίστηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τη δεκαετία του 840.

Ο όρος praefectus praetorio συχνά συντομευόταν στις επιγραφές ως "PR PR" ή "PPO". [1] [2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διοικητής της Πραιτοριανής Φρουράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπό την Αυτοκρατορία, οι πραιτοριανοί, δηλ. οι αυτοκρατορικοί φρουροί, διοικούνταν από έναν, δύο ή και τρεις επάρχους (praefecti praetorio), τους οποίους ο Αυτοκράτορας επέλεγε από την τάξη των ιππέων και κατείχαν αξίωμα κατά την ευχαρίστησή του. Από την εποχή του Αλέξανδρου Σεβήρου η θέση ήταν ανοιχτή και σε συγκλητικούς, και αν διοριζόταν ιππέας, αναβιβαζόταν ταυτόχρονα σε συγκλητικό. Μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄, ο οποίος στέρησε το αξίωμα από τον στρατιωτικό του χαρακτήρα, τη θέση του επάρχου των πραιτωριανών κατείχαν τακτικά δοκιμαζόμενοι στρατιωτικοί, συχνά από άνδρες που είχαν αγωνιστεί για να ανέβουν τις τάξεις. Με την πάροδο του χρόνου η διοίκηση φαίνεται να διευρύνθηκε, έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλα τα στρατεύματα στην Ιταλία, εκτός από το σώμα που διοικείται από τον έπαρχο της πόλης (cohortes urbanae).

Η ειδική θέση των πραιτωριανών τους έκανε μία εξουσία από μόνοι τους στο ρωμαϊκό κράτος, και ο έπαρχός τους, ο praefectus praetorio, έγινε σύντομα ένας από τους ισχυρότερους άνδρες αυτής της κοινωνίας. Οι Αυτοκράτορες προσπάθησαν να κολακέψουν και να ελέγξουν τους πραιτοριανούς, αλλά εκείνοι έκαναν πολλά πραξικοπήματα και συνέβαλαν σε έναν γρήγορο ρυθμό ανακαίνισης στην αυτοκρατορική διαδοχή. Οι πραιτοριανοί έφτασαν έτσι να αποσταθεροποιήσουν το ρωμαϊκό κράτος, σε αντίθεση με τον σκοπό τους. Ο πραιτοριανός έπαρχος έγινε σημαντική διοικητική προσωπικότητα στην μετέπειτα Αυτοκρατορία, όταν η θέση συνδύαζε σε ένα άτομο τα καθήκοντα ενός αυτοκρατορικού αρχηγού επιτελείου, με άμεση διοίκηση και στη φρουρά. Ο Διοκλητιανός μείωσε πολύ τη δύναμη αυτών των επάρχων ως μέρος της σαρωτικής μεταρρύθμισης των διοικητικών και στρατιωτικών δομών της Αυτοκρατορίας. 

Μετατροπή σε διαχειριστή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα διακριτικά του πραιτοριανού επάρχου του Ιλλυρικού, όπως απεικονίζεται στο Notitia Dignitatum: δεξιά το χρυσελεφάντινο μελανοδοχείο και στυλοθήκη (theca), αριστερά το έγγραφο διορισμού στη θέση επάνω σε ένα τραπέζι με μπλε ύφασμα, και κάτω η κρατική άμαξα. [3]

Εκτός από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, ο πραιτοριανός έπαρχος έφτασε να αποκτήσει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, την οποία ασκούσε όχι ως εκπρόσωπος, αλλά ως εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα. Την εποχή του Διοκλητιανού είχε γίνει ένα είδος μεγαλοϋπουργού ως αντιβασιλιάς και «πρωθυπουργός» του Αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Α΄ αφαίρεσε την ενεργό στρατιωτική διοίκηση το 312. Ο έπαρχος παρέμεινε ως αρχιστράτηγος, υπεύθυνος για τον εφοδιασμό του στρατού. Ο έπαρχος ήταν ο οικονομικός διευθυντής, του οποίου το γραφείο συνέτασσε τον παγκόσμιο αυτοκρατορικό προϋπολογισμό. Το γραφείο του συνέτασσε τις κρατικές λειτουργικές υποχρεώσεις, που βάρυναν τους πλουσιότερους κατοίκους της Αυτοκρατορίας. Έπαψε να είναι επικεφαλής διοίκησης, που έπρεπε να τη μοιραστεί με τον κύριο των γραφείων, που ήταν προσαρτημένα στο παλάτι. Ο Κωνσταντίνος Α΄ το 331 επιβεβαίωσε ότι σε περίπτωση καταδίκης του πραιτοριανού επάρχου, δεν πρέπει να υπάρχει έφεση. Ανάλογη δικαιοδοσία σε αστικές υποθέσεις απέκτησε ο ίδιος, το αργότερο ως την εποχή του Σεπτίμιου Σεβήρου. Ως εκ τούτου, η γνώση του δικαίου έγινε προσόν για τη θέση, την οποία υπό τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Κόμμοδο, αλλά κυρίως από την εποχή του Σ. Σεβήρου, κατείχαν οι πρώτοι νομικοί της εποχής, (π.χ. Παπινιανός, Ουλπιανός, Παύλος) και υπό τον Ιουστινιανό Α΄ (Ιωάννης ο Καππαδόκης), ενώ τα στρατιωτικά προσόντα εξέπιπταν όλο και περισσότερο.

Η Τετραρχία, η μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού (περί το 296), πολλαπλασίασε το αξίωμα: υπήρχε ένας πραιτοριανός έπαρχος ως αρχηγός του επιτελείου (στρατιωτικός και διοικητικός) -αντί διοικητής της φρουράς- για καθέναν από τους δύο Αυγούστους, αλλά όχι για τους δύο Καίσαρες. Κάθε πραιτωριανός έπαρχος επέβλεπε μία από τις τέσσερις περιφέρειες, που δημιούργησε ο Διοκλητιανός, οι οποίες έγιναν περιφερειακές πραιτωριανές επαρχίες για τους νεαρούς γιους του Κωνσταντίνου Α΄ περί το 330. Από το 395 υπήρχαν δύο αυτοκρατορικές αυλές, στη Ρώμη (αργότερα Ραβέννα) και στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι τέσσερις επαρχίες παρέμειναν ως ανώτατο επίπεδο διοικητικής διαίρεσης, υπεύθυνες για πολλές διοικήσεις (ομάδες ρωμαϊκών επαρχιών), καθεμία από τις οποίες επικεφαλής ήταν ένας αντιπρόσωπος (vicarius).

Επί Κωνσταντίνου Α΄, ο θεσμός του μαγίστρου του στρατού (magister militum) στέρησε από τον πραιτοριανό έπαρχο εντελώς τον στρατιωτικό του χαρακτήρα, αλλά του άφησε το ανώτατο πολιτικό αξίωμα της Αυτοκρατορίας.

Μετά την Αυτοκρατορική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την πτώση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας στα χέρια πολέμαρχων, αυτοί, για να έχουν υποστήριξη στις νέες τους επικράτειες, αναγνώρισαν την υπεροχή του Αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος, επανενώνοντας τουλάχιστον de iure την Αυτοκρατορία από αυτόν. Οι επαρχίες διατηρήθηκαν ως τρόπος οριοθέτησης των νέων αντιβασιλείων:

  • Πρώτα ο Φλ. Οδόακρος, και αργότερα ο Φλ. Θεοδώριχος, έλαβαν την επαρχία της Ιταλίας.
  • Ο Κλόβις Α' αναγνωρίστηκε ως έπαρχος της Γαλατίας (που του χρησίμευσε ως πρόσχημα για να καταλάβει τα εδάφη των Βησιγότθων στη Γαλατία).
  • Οι Βησιγότθοι αναγνωρίστηκαν για την κυριαρχία τους στην επαρχία της Ισπανίας.
  • και οι Βάνδαλοι για τη δική τους επάνω στην Αφρική.

Αυτή η αναγνώριση διατηρήθηκε μέχρι την άνοδο του Ιουστινιανού Α', ο οποίος έληξε την κυριαρχία των Οστρογότθων και των Βανδάλων, αλλά συνέχισε να αναγνωρίζει τους Φράγκους (καθώς και οι δύο Ορθόδοξοι) και τους Βησιγότθους (λόγω της έλλειψης δύναμης να συνεχίσει την Ανάκτηση της Αυτοκρατορίας (Recuperatio Imperii), αλλά καταφέρνοντας να θέσει έναν φιλορωμαίο βασιλιά, τον Αθαναγίλδος, και την κατάκτηση της Ισπανίας).

Κατάλογος γνωστών επέρχων της Πραιτωριανής Φρουράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακολουθεί κατάλογος όλων των γνωστών επάρχων της Πραιτωριανής Φρουράς, από την ίδρυση της θέσης το 2 π.Χ. από τον Αύγουστο μέχρι την κατάργηση της Φρουράς το 314 [4] Ο κατάλογος θεωρείται ελλιπής, λόγω της έλλειψης πηγών που να τεκμηριώνουν τον ακριβή αριθμό των ατόμων, που κατείχαν τη θέση: ποια ήταν τα ονόματά τους και ποια ήταν η διάρκεια της θητείας τους. Ομοίως, οι Πραιτωριανοί διοικούνταν μερικές φορές από έναν μόνο έπαρχο, όπως συνέβαινε για παράδειγμα με τον Σηιανό ή τον Bούρρο, αλλά πιο συχνά ο Αυτοκράτορας όριζε δύο διοικητές, οι οποίοι μοιράζονταν από κοινού την ηγεσία. Οι επικαλυπτόμενοι όροι στη λίστα υποδηλώνουν διπλή εντολή.

Δυναστεία των Ιουλίων-Κλαυδίων (2 π.Χ. – 68 μ.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπαρχος Κατοχή Αυτοκράτορας που υπηρέτησε
Πόπλιος Σάλβιος Άπερ 2 – ? ? Αύγουστος
Κόιντος Οστόριος Σκαιπούλα 2 – ? ? Αύγουστος
Πόπλιος Βάριος Λίγκουρ [5] ? ? Αύγουστος
Λεύκιος Σέιος Στράβο ?? – 15 Αύγουστος, Τιβέριος
Λεύκιος Αίλιος Σηιανός 14 – 31 Τιβέριος
Κόιντος Ναίβιος Σουτόσριος Μάκρο 31 – 38 Τιβέριος, Γ. Καλιγούλας
Μάρκος Αρένικος Κλήμης 38 – 41 Γ. Καλιγούλας
Λεύκιος Αρούντιος Στέλα [6] 38 – 41 Γ. Καλιγούλας
Ρούγριος Πολίο 41 – 44 Κλαύδιος
Κατόνιος Ιούστος 41 – 43 Κλαύδιος
Ρούφριος Κρισπίνος 43 – 51 Κλαύδιος
Λεύκιος Λεύκιος Γέτα 44 – 51 Κλαύδιος
Σάξτος Αφράνιος Βούρος 51 – 62 Κλαύδιος, Νέρων
Λεύκιος Φαίνιος Ρούφος 62 – 65 Νέρων
Γάιος Οφόνιος Τιγγελλίνος 62 – 68 Νέρων
Γάιος Νυμφίδιος Σαβίνος 65 – 68 Νέρων

Έτος των τεσσάρων Αυτοκρατόρων (68 μ.Χ. – 69)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπαρχος Κατοχή Αυτοκράτορας που υπηρέτησε
Κορνήλιος Λάκο 68 – 69 Γάλβας
Πλότιος Φίρμος 69 Μ. Σ. Όθων
Λικίνιος Πρόκουλος 69 Μ. Σ. Όθων
Πόπλιος Σαβίνος 69 Βιτέλλιος
Αλφένιος Βάρος 69 Βιτέλλιος
Ιούνιος Πρίσκος 69 Βιτέλλιος

Δυναστεία των Φλαβίων (69 – 96)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπαρχος Κατοχή Αυτοκράτορας που υπηρέτησε
Άριος Βάρος Βεσπασιανός
Μάρκος Αρένικος Κλήμης[7] Βεσπασιανός
Τιβέριος Ιούλιος Αλέξανδρος [8] (? ) 69 – ? ? Βεσπασιανός
Τίτος Φλ. Βεσπ. [9] 71 – 79 Βεσπασιανός
Λεύκιος Ιούλιος Ούρσος [10] 81 – 83 Δομιτιανός
Κορνήλιος Φούσκος 81 – 87 Δομιτιανός
Λεύκιος Λαβέριος Μάξιμος [10] 83 – 84 Δομιτιανός
Κασπέριος Αιλιανός 84 – 94 Δομιτιανός
Τίτος Φλάβιος Νορβάνος 94 – 96 Δομιτιανός
Τίτος Πετρόνιος Σεκούνδος 94 – 97 Δομιτιανός

Πέντε καλοί Αυτοκράτορες ως τον Δίδιο Ιουλιανό (96 – 193)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπαρχος Κατοχή Αυτοκράτορας που υπηρέτησε
Κασπέριος Αιλιανός Νέρβας
Σέξτος Άτιος Σουβουράνος Τραϊανός
Τιβέριος Κλαύδιος Λιβιανός 101 – 117; Τραϊανός
Πόπλιος Ακίλιος Ατιανός [11] 117 – 120 Τραϊανός, Αδριανός
Σέρβιος Σουλπίκιος Σιμίλις 121 – 123 Τραϊανός, Αδριανός
Γάιος Σεπτίκιος Κλάρος 120 – 123 Αδριανός
Κόιντος Mάρκιος Tούρβο 120 – 137 Αδριανός
Mάρκος Πετρόνιος Μαμερτίνοςs 138 – 143 Αδριανός, Αντωνίνος Πίος
Mάρκος Γάβιος Μάξιμος 138 – 158 Αδριανός, Αντωνίνος Πίος
Γάιος Τάτιος Μάξιμος 158 – 160 Αντωνίνος Πίος
Σήξτος Κορνήλιος Ρεπεντίνος 160 – 166/7 Αντωνίνος Πίος
Tίτος Φούριος Βικτωρίνος 159 – 168 Aντωνίνος Πίος, Μάρκος Αυρήλιος
Τίτος Φλάβιος Κώνστας ντο. 168 Μάρκος Αυρήλιος
Mάρκος Mακρίνιος Βίντεξ 168 – 172 Μάρκος Αυρήλιος
Mάρκος Βασαίος Ρούφος 168 – 177 Μάρκος Αυρήλιος
Πόπλιος Ταρουτένιος Πατέρνος από 179 – 182 Μάρκος Αυρήλιος, Κόμμοδος
Σήξτος Τιγίδιος Περένις 180 – 185 Κόμμοδος
Πεσκένιος Νίγηρ ντο. 185 Κόμμοδος
Mάρκιος Κουάρτος 185 Κόμμοδος
Tίτος Λ 185 – 187 Κόμμοδος
Πόπλιος Ατίλιος Αιβουτιανός 185 – 187 Κόμμοδος
Mάρκος Αυρήλιος Κλέανδρος 187 – 189 Κόμμοδος
Λεύκιος Ιούλιος Βεχίλιος Γράτος Ιουλιανός 188 – 189 Κόμμοδος
Ρηγίλος 189 Κόμμοδος
Μοτιληνός 190 Κόμμοδος, Περτίναξ, Δίδιος Ιουλιανός
Κόιντος Αιμίλιος Λαίτος 192 – 193 Κόμμοδος, Περτίναξ, Δίδιος Ιουλιανός
Tίτος Φλάβιος Γενιάλις 193 Δίδιος Ιουλιανός
Tούλιος Κρισπίνος 193 Δίδιος Ιουλιανός

Δυναστεία των Σεβήρων (193 – 235)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπαρχος Κατοχή Αυτοκράτορας που υπηρέτησε
Φλάβιος Ιουβενάλης 193 – 197; Δίδιος Ιουλιανός, Σεπτίμιος Σεβήρος
Δέκιμος Βετούριος Μακρίνος 193 – 197; Δίδιος Ιουλιανός, Σεπτίμιος Σεβήρος
Γάιος Φούλβιος Πλαυτιανός 197 – 205 Σεπτίμιος Σεβήρος
Κόιντος Αιμίλιος Σατουρνίνος 200 Σεπτίμιος Σεβήρος
Μ. Αυ. Ιουλιανός της Πανονίας ντο. 200/205 Σεπτίμιος Σεβήρος, Καρακάλλας
Μάρκος Φλάβιος Δρουσιανός ντο. 204/204 Σεπτίμιος Σεβήρος, Καρακάλλας
Αι. Παπινιανός 205 – 211 Σεπτίμιος Σεβήρος, Καρακάλλας
Κόιντος Mαίκιος Λαίτιος 205 – 215; Σεπτίμιος Σεβήρος, Καρακάλλας
Βαλέριος Πατρουίνος 211; – 212 Καρακάλλας
Γναίος Mάρκιος Ρούστιος Ρουφίνος 212 – 217 Καρακάλλας
Mάρκος Oκλατίνιος Aδβέντος 215 – 217 Καρακάλλας
Μάρκος Οπήλιος Μακρίνος [12] 214 – 217 Καρακάλλας
Ούλπιος Ιουλιανός 217 – 218 Μακρίνος
Ιουλιανός Νέστωρ 217 – 218 Μακρίνος
Ιούλιος Βασιλιανός 218 Ηλιογάβαλος
Πόπλιος Βαλέριος Κομάζον 218 – 221 Ηλιογάβαλος
Φλάβιος Αντιοχειανός 221 – 222 Ηλιογάβαλος
Φλαβιανός 222 – ? ? Αλέξανδρος Σεβήρος
Γεμίνιος Χρήστος 222 – ? ? Αλέξανδρος Σεβήρος
Γν. Δομ. Άνιος Ουλπιανός 222 – 223/228 Αλέξανδρος Σεβήρος
Λεύκιος Δομήτιος Ονοράτος 223 – ? ? Αλέξανδρος Σεβήρος
Μάρκος Αιδίνιος Ιουλιανός 223 – ? ? Αλέξανδρος Σεβήρος
Mάρκος Άτιος Κορνηλιανός ντο. 230 Αλέξανδρος Σεβήρος
Ιούλιος Παύλος 228 – 235 Αλέξανδρος Σεβήρος

Κρίση του 3ου αι. (235 – 285)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπαρχος Κατοχή Αυτοκράτορας που υπηρέτησε
Βιταλιανός 238 Μαξιμίνος Θραξ
Aνουλίνος ?? – 238 Μαξιμίνος Θραξ
Πινάριος Βάλης 238 Πουπιηνός, Βαλβίνος
Δομίτιος πριν από 240 – ? ? Γορδιανός Γ΄
Γάιος Φούριος Ακουίλα Τιμησίθεος 241 – 244 Γορδιανός Γ΄
Γάιος Ιούλιος Πρίσκος 242 – 246 Γόρδιος Γ', Φίλιππος ο Άραβας
Φίλιππος ο Άραβας 243 – 244 Γόρδιος Γ'
Μαίκιος Γορδιανός 244 Γόρδιος Γ'
Κόιντος Ερένιος Πότενς 249 – 251 Δέκιος ;
Σουκησιανός 254 – 255/260 Βαλεριάνα
Σιλβάνος ?? – γ. 260 Γαλλιηνός
Λεύκιος Πετρόνιος Tαύρος Βολουσιανός [13] ντο. 260 Γαλλιηνός
Κάλλιστος Μπαλίστα 260 – 261 Μαρκιανός, Κουίετος
Μάρκος Αυρήλιος Ηρακλιανός 268 Γαλλιηνός
Ιούλιος Πλακιδιανός ντο. 270 Αυρηλιανός
Μάρκος Άνιος Φλωριανός 275 – 276 Μ. Κ. Τάκιτος
Μ. Αυ. Κάρος 276 – 282 Πρόβος
Lucius Flavius Aper 284 Νουμεριανός
Μ. Αυ. Σαβίνος Marcus Aurelius ντο. 283; – γ. 284 Καρίνος
Τίτος Κλαύδιος Αυρήλιος Αριστόβουλος 285 Καρίνος, Διοκλητιανός

Τετραρχία ως τον Κωνσταντίνο Α΄ (μ.Χ. 285 – 324)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπαρχος Κατοχή Αυτοκράτορας που υπηρέτησε
Aφράνιος Ανιβαλιανός 286/292 Διοκλητιανός
Ασκληπιάδης 303 (στην Αντιόχεια)
Πομπόνιος Ιανουαριανός 285/286 Μαξέντιος
Ιούλ. Ασκληπιόδοτος 290 – 296 Διοκλητιανός, Κωνστάντιος Χλωρός
Κωνστάντιος Χλωρός ? ? – ? ? Διοκλητιανός
Μάνλιος Ρουστικιανός 306 – 310 Μαξέντιος
Γάιος Κηιόνιος Ρούφιος Βολουσιανός 309 – 310 Μαξέντιος
Ρουρίκιος Πομπηιανός ?? – 312 Μαξέντιος
Τάτιος Ανδρόνικος 310 Γαλέριος
Πομπήιος Πρόβος 310 – 314 Λικίνιος
Πετρόνιος Ανιανός 315 – 317 Κωνσταντίνος Ι
Ιούλιος Ιουλιανός 315 – 324 Λικίνιος
Ιούνιος Άνιος Βάσος 318 – 331 Κωνσταντίνος Α΄

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τους πραιτοριανούς νομάρχες μετά την αναμόρφωση του αξιώματος από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α', βλ.

Μία άλλη επαρχία ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α' τον 6ο αι.:

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Lesley and Roy Adkins. Handbook to life in Ancient Rome.Oxford University Press, 1993. (ISBN 0-19-512332-8). page 241
  2. M. C. J. Miller. Abbreviations in Latin.Ares Publishers, inc., 1998. (ISBN 0-89005-568-8). Pages xxcii and xcvi, sub vocibus.
  3. Kelly, Christopher (2004). Ruling the later Roman Empire. Harvard University Press. σελ. 41. ISBN 978-0-674-01564-7. 
  4. Dates from 2 BC to AD 260 based on Guy de la Bédoyère, Praetorian (New Haven: Yale Press, 2017), pp. 280-282
  5. The existence of Varius Ligur is disputed, and is only inferred from a single passage by Cassius Dio, who identifies him as Valerius Ligur. Modern historians suggest that, if Valerius Ligur was a prefect at all, he may have been mistaken for a man named Varius Ligur, who seems to have been a more likely candidate for the office. See Bingham (1997), p. 42.
  6. Wiseman, Timothy Peter (1991). Death of an Emperor: Flavius Josephus (Exeter Studies in History). Northwestern University Press. σελίδες 59, 62. ISBN 978-0-85989-356-5. 
  7. Γιος του Marcus Arrecinus Clemens, που ήταν έπαρχος του πραιτωρίου επί Κλαυδίου
  8. Whether Tiberius Julius Alexander held the office of Praetorian prefect is disputed, and rests on a fragment from a recovered papyrus scroll. If he did held the post, he may have done so during the Jewish wars under Titus, or during the 70s as his colleague in Rome. See Lendering, Jona. «Tiberius Julius Alexander». Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2020. 
  9. Γιος του Βεσπασιανού, ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Τίτος
  10. 10,0 10,1 Syme (1980), 66
  11. Syme (1980), 67
  12. The later emperor Macrinus.
  13. The names and dates for the years 260-285 are based on A.H.M. Jones, et alia, Prosopography of the Later Roman Empire, Volume I (AD 260-395) (Cambridge: University Press, 1971), p. 1047

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]