Σοκολατομανία
Σοκολατομανία είναι η έντονη επιτυμία και/ή κατανάλωση σοκολάτας με παρορμητικό τρόπο.[1] Η αντίστοιχη αγγλική λέξη «chocoholic» για τον σοκολατομανή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1968, σύμφωνα με το αμερικανικό λεξικό Merriam-Webster. Αποτελεί έναν συνδυασμό των λέξεων «σοκολάτα» και «αλκοολικός» φανερώνοντας την ένταση με την οποία εμφανίζεται η συγκεκριμένη τάση.[2] Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως χιουμοριστικά, για να περιγράψει ένα άτομο που λατρεύει υπερβολικά τη σοκολάτα. Ωστόσο, υπάρχουν ιατρικά στοιχεία που υποστηρίζουν την ύπαρξη πραγματικού εθισμού στη σοκολάτα.[3] Ανάμεσα στα ψυχοδραστικά συστατικά της σοκολάτας που προκαλούν «ωραία αίσθηση» στον καταναλωτή συγκαταλέγονται η τρυπτοφάνη και η φαινυλαιθυλαμίνη, που μπορεί να συμβάλλουν σε αντιδράσεις που μοιάζουν με αυτές του εθισμού, ιδιαίτερα σε άτομα με συγκεκριμένα γενετικά αλληλόμορφα.[4] Η ποσότητα των σακχάρων που χρησιμοποιούνται στα παρασκευάσματα σοκολάτας επηρεάζει επίσης τις ψυχοδραστικές επιδράσεις της σοκολάτας.[5]
Αν και η έννοια του εθισμού στη σοκολάτα εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενη στην ιατρική βιβλιογραφία, η σοκολάτα (και ειδικά η μαύρη σοκολάτα) θεωρείται ότι έχει επιπτώσεις στη διάθεση[6] και τα παρασκευάσματα σοκολάτας σχεδόν πάντα βρίσκονται στην κορυφή της λίστας με τα τρόφιμα για τα οποία οι άνθρωποι λένε ότι έχουν έντονη επιθυμία.[7] Η επιθυμία αυτή μπορεί να είναι τόσο έντονη σε ορισμένες περιπτώσεις που οι σοκολατομανείς μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα στέρησης εάν δεν εκπληρωθεί.[8]
Εθισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν δύο παράγοντες που συμβάλλουν στον εθιστικό χαρακτήρα της σοκολάτας. Ο πρώτος είναι τα φαρμακολογικά συστατικά και το δεύτερο τα πρόσθετα.[4] Τα βασικά συστατικά του εθισμού είναι η έντονη λαχτάρα για κάτι και η απώλεια ελέγχου κατά τη χρήση του. Επιστημονικές έρευνες έχει δείξει ότι οι άνθρωποι μπορούν να εμφανίσουν και τα δύο αυτά συστατικά σε σχέση με τα τρόφιμα, ιδίως όσα περιέχουν ζάχαρη ή λιπαρά. Δεδομένου ότι η σοκολάτα περιέχει και τα δύο, χρησιμοποιείται συχνά σε μελέτες εθισμού σε τρόφιμα.[9]
Κριτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια μελέτη στο περιοδικό Nutrients έδειξε ότι, παρά τις όποιες ενδείξεις ότι υπάρχει αυτός ο τύπος εθισμού, δεν υπάρχει επίσημη διάγνωση στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-5).[10] Είναι γνωστό ότι η κατανάλωση σοκολάτας δεν ενεργοποιεί το κέλυφος του επικλινούς πυρήνα, όπως γίνεται σε άτομα με διαταραχές από τη χρήση ουσιών.[4] Επίσης, καθώς δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η σοκολάτα οδηγεί σε σωματική εξάρτηση, η κατανάλωσή της δεν είναι αναγκαία για να λειτουργήσει ένα άτομο σε φυσιολογικά επίπεδα.[11]
Γενετική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cell Metabolism απέδειξε μια συσχέτιση μεταξύ του γονιδίου FGF21 και της προτίμησης στα γλυκά.[12] Άλλες έρευνες υποστήριξαν ότι μία παραλλαγή του γονιδίου FGF21 είναι 20% πιο πιθανό να οδηγήσει σε λαχτάρα για ζαχαρούχα τρόφιμα.[12][13] Το γονίδιο FGF21 μετριάζει επίσης την όρεξη και ελέγχει την αντίσταση στην ινσουλίνη.[12]
Είναι επίσης γνωστό ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του γονιδίου FTO και της πρόσληψης ζάχαρης και καφεΐνης.[14] Το γονίδιο FTO ρυθμίζει τη χρήση ενέργειας του σώματος.[14] Σύμφωνα με μελέτες, η παρουσία του χρωμοσώματος 16 μπορεί να υποστηρίξει γενετικές παραλλαγές που επηρεάζουν την πρόσληψη γλυκών, όπως η σοκολάτα.[15][16]
Ο υποδοχέας ντοπαμίνης D2 συνδέεται επίσης με εθιστικές συμπεριφορές όπως διαταραχές από τη χρήση ουσιών. Ο εθισμός μπορεί να εμφανιστεί όταν υπάρχει έλλειμμα στον αριθμό των υποδοχέων ντοπαμίνης 2, που δίνει την ικανότητα για ευχαρίστηση.[17]
Μια μελέτη στο Journal of Psychoactive Drugs έδειξε ότι τα βιολογικά παιδιά αλκοολικών γονέων διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να κληρονομήσουν την προτίμηση στα γλυκά, επομένως και στη σοκολάτα.[17]
Οι άνθρωποι αναπτύσσουν από τη γέννησή τους προτίμηση σε τροφές με γλυκιά γεύση, καθώς αυτή συνδέεται με τη γεύση του μητρικού γάλακτος και με τον τρόπο που παρέχει αίσθηση ηρεμίας στα νεογέννητα.[18] Επίσης, οι άνθρωποι μαθαίνουν γρήγορα να προτιμούν τροφές πλούσιες σε ενέργεια, όπως η σοκολάτα, τις οποία συνεχίζουν να θέλουν ακόμα και όταν δεν πεινούν.[19]
Λαχτάρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ακόμη και οι επιστήμονες που αμφιβάλλουν για την ύπαρξη αληθινού εθισμού συμφωνούν ότι η λαχτάρα για σοκολάτα είναι ένα πραγματικό φαινόμενο.[8] Η σοκολάτα είναι ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς τροφές για πολλούς λόγους.[19] Η ευχάριστη γεύση δημιουργεί και ευχάριστη εμπειρία στον καταναλωτή.[4] Ο συνδυασμός γλυκύτητας, απαλότητας και κρεμώδους υφής τόσο στη γεύση όσο και στην οσμή δημιουργεί μια ιδανική αισθητηριακή ευχαρίστηση.[20] Η υψηλή ενεργειακή περιεκτικότητα της σοκολάτας συμβάλλει επίσης σε αυτήν την εμπειρία.[21] Αυτή η επιθυμία δημιουργείται μέσω ενός κινητήριου κυκλώματος στον εγκέφαλο που επηρεάζει συμπεριφορές χωρίς συνειδητή επίγνωση, γεγονός που προκαλεί τη λαχτάρα για σοκολάτα.[19] Η κατανάλωση σοκολάτας δημιουργεί θετική συναισθηματική εμπειρία και χρησιμοποιείται συχνά για ανακούφιση από το άγχος και άλλα αρνητικά συναισθήματα. Είναι γνωστό ότι η σοκολάτα ρυθμίζει ανισορροπίες στη λειτουργία της σεροτονίνης, ενός νευροδιαβιβαστή που επηρεάζει τις συναισθηματικές καταστάσεις. Η περιεκτικότητά της σε λιπαρά και ενέργεια την καθιστά ιδανική προτίμηση όταν κάποιος είναι αγχωμένος.[19] Γι' αυτό και παρατηρούνται συχνά τάσεις σοκολατομανίας (που ενίοτε οδηγούν και σε παχυσαρκία) κατά την εφηβεία.[22]
Η λαχτάρα για σοκολάτα είναι επίσης αποτέλεσμα ελλειμμάτων σε θρεπτικά συστατικά. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι αποτέλεσμα της ανάγκης να αυξηθούν τα επίπεδα μαγνησίου για να διορθωθεί μια ανισορροπία στους νευροδιαβιβαστές που ρυθμίζουν τη διάθεση και την πέψη.[18][23] Η ανισορροπία των επιπέδων σακχάρου στο αίμα αυξάνει επίσης την επιθυμία. Η απελευθέρωση ινσουλίνης για τη μείωση του σακχάρου στο αίμα κατά την κατανάλωση της ζάχαρης έχει ως αποτέλεσμα μια μακροπρόθεσμη ανισορροπία που οδηγεί σε λαχτάρα για ζάχαρη προκειμένου να αυξηθεί η ενέργεια.[24]
Οι γυναίκες επηρεάζονται ιδιαίτερα από το φαινόμενο αυτό.[25][26][27] Είναι επίσης γνωστό ότι τα κυμαινόμενα επίπεδα ορμονών στις γυναίκες συμβάλλουν στην επιθυμία για σοκολάτα. Μελέτες έχουν δείξει ότι όσοι κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως ή του προεμμηνορροϊκού συνδρόμου, καταγράφεται πιο έντονη λαχτάρα για τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λιπαρά, όπως η σοκολάτα, σε σύγκριση με άλλα στάδια του εμμηνορροϊκού κύκλου.[8]
Τέλος, η λαχτάρα για σοκολάτα μπορεί να προκληθεί ή να ενταθεί μέσω των αισθήσεων.[28] Είναι γνωστό ότι η οσμή της σοκολάτας εντείνει την εγκεφαλική δραστηριότητα και την επιθυμία.[28]
Τεχνικές αντιμετώπισης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σάκχαρο στο αίμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του εθισμού στη σοκολάτα. Η κατανάλωση τροφών όπως πρωτεΐνες και καλά λιπαρά εμποδίζουν την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων ινσουλίνης. Η απελευθέρωση υπερβολικών ποσοτήτων ινσουλίνης έχει ως αποτέλεσμα τη λαχτάρα για σοκολάτα. Το αμινοξύ της πρωτεΐνης βοηθά στη δημιουργία χημικών ουσιών όπως η ντοπαμίνη, η οποία μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της λαχτάρας για σοκολάτα. Τα τρόφιμα που περιέχουν φυτικές ίνες μπορεί επίσης να βοηθήσουν στην εξισορρόπηση του σακχάρου στο αίμα και στην επιβράδυνση της πέψης. Η αυξανόμενη κατανάλωση τροφών πλούσιων σε σίδηρο, μειώνει την ανάγκη του οργανισμού για ενεργειακή τροφοδότηση μέσω της ζάχαρης.[29] Τέτοιες τροφές μπορεί να είναι φασόλια, φακές και φυλλώδη σκούρα πράσινα λαχανικά. Η κατανάλωση τακτικών γευμάτων σταθεροποιεί επίσης τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.[24] Η τήρηση διατροφικού προγράμματος με προγραμματισμένα γεύματα και σνακ βοηθά στη μείωση της πιθανότητας να επιθυμήσει κάποιος σοκολάτα. [24][30]
Η λαχτάρα για σοκολάτα μπορεί επίσης να συνδεθεί με το άγχος. Το άγχος αυξάνει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μέσω της κορτιζόλης και της απελευθέρωσης γλυκόζης από το ήπαρ. Η έλλειψη ύπνου οδηγεί επίσης σε αυξημένη κατανάλωση ζάχαρης, καθώς μέσω αυτής προσπαθεί κάποιος να ξεπεράσει την κούραση. Η αύξηση του αριθμού των ωρών ύπνου μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της ανάγκης για κατανάλωση σοκολάτας.[31]
Μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών όπως η ασπαρτάμη, η ζαχαρίνη και η σουκραλόζη αυξάνουν την επιθμία για σοκολάτα.[32] Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ουσίες αυτές είναι εξίσου γλυκές κι έτσι ενισχύουν την εξάρτηση από τη ζάχαρη.[24][33]
Η αντιστροφή της αντίστασης στην ινσουλίνη μπορεί επίσης να περιορίσει την επιθυμία για σοκολάτα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κατανάλωσης ουσιών όπως η κανέλα (η οποία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως φυσικό υποκατάστατο ζάχαρης), η πιπερόριζα και ο κουρκουμάς, που διεγείρουν την απορρόφηση της γλυκόζης από τον οργανισμό.[24][34][35]
Καφεΐνη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εισαγωγή υποκατάστατων προϊόντων στο διαιτολόγιο μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της επιθυμίας για σοκολάτα. Τέτοια προϊόντα είναι το χαρούπι, που δεν περιέχει θεοβρωμίνη και καφεΐνη, δύο εθιστικές ουσίες.[18] Ωστόσο, 100 γραμμάρια χαρούπι περιέχουν 49,1 γραμμάρια σάκχαρα.[36]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπολογίζεται ότι η σοκολάτα καταναλώνεται εδώ και πάνω από 2.000 χρόνια. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της διαδρομής, καταναλώθηκε ως υγρό, μια και παράχθηκε σε μορφή σκόνης μόλις στα μέσα του 1800.[37] Σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η σοκολάτα ως ρόφημα γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα.[38] Στο αρχαίο Μεξικό, η σοκολάτα προοριζόταν μόνο για ενήλικες άνδρες όπως κυβερνητικοί αξιωματούχοι, στρατιωτικοί, ιερείς και διακεκριμένοι πολεμιστές. Η σοκολάτα θεωρούνταν διεγερτική και ως εκ τούτου ακατάλληλη για χρήση από παιδιά και γυναίκες. Λέγεται ότι ότι αρχαίοι αυτοκράτορες όπως ο Μοντεζούμα Β´ χρησιμοποιούσαν τη σοκολάτα ως αφροδισιακό,[39] καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες πριν επισκεφτούν τις γυναίκες τους.[38] Ο Τζάκομο Καζανόβα κατανάλωνε επίσης τη σοκολάτα σε υγρή μορφή πριν συναντήσει τις ερωτικές του συντρόφους. Η σοκολάτα αναφέρεται συχνά ως «φάρμακο της αγάπης», κάτι που ξεκίνησε την τάση ανταλλαγής σοκολατών την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου από τον 17ο κιόλας αιώνα.[40]
Η σοκολάτα και οι ψυχολογικές της επιπτώσεις κρατούνταν μυστικές στην Ισπανία τον 16ο αιώνα, μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, όταν η Μαδρίτη έγινε κόμβος για τη μόδα και την κοινωνική ζωή.[41] Επισκέπτες ταξίδευαν σε όλη την Ισπανία για να ανακαλύψουν τη γεύση της σοκολάτας. Ισπανοί μοναχοί δίδασκαν τη κατανάλωση ζεστής σοκολάτας και τα οφέλη της στην υγεία.[41][42] Οι πρώτες μελέτες από τον Ισπανό μοναχό Μπερναντίνο δε Σαχαγούν συμβούλευαν να μη γίνεται υπερκατανάλωση κακάου, αναφέροντας ότι οι μεγάλες ποσότητες πράσινου κακάου οδηγούσαν σε αίσθηση αποπροσανατολισμού. Συμβούλεαν επίσης τη λήψη μικρότερων δόσεων σοκολάτας, που είχαν ως αποτέλεσμα το αίσθημα της αναζωογόνησης.[42]
Η σοκολάτα είχε επίσης σημαντική χρήση στην ιατρική. Διαπιστώθηκε ότι η κατανάλωση σοκολάτας βελτιώνει την πέψη και αποτρέπει τη δυσπεψία, καθώς ήταν παλαιότερα γνωστό ότι βοηθά τα υγιή βακτήρια του εντέρου. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στη θεραπεία ατόμων με ασθένειες όπως η φυματίωση.[43] Η έντονη γεύση του κακάου χρησιμοποιήθηκε και για να καλύψει τη δυσάρεστη γεύση κάποιων φαρμάκων.[38] Η χρήση της σοκολάτας επεκτάθηκε επίσης στη θεραπεία ατόμων με αιματηρή διάρροια.[38]
Η χρήση της σοκολάτας συνδέθηκε με τα διατροφικά της οφέλη. Άγγλοι στρατιώτες με έδρα την Τζαμάικα τον 17ο αιώνα επιβίωσαν καταναλώνοντας πάστα κακάου διαλυμένη σε νερό με ζάχαρη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, χωρίς να παρουσιάσουν αδυναμία. Είναι επίσης γνωστό ότι οι Ινδές κατανάλωναν κακάο τόσο συχνά και σε τόσο μεγάλες ποσότητες, που γινόταν υποκατάστατο του κρέατος.[43]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Chocoholic». Merriam-Webster. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2013.
- ↑ Wilson, Philip K.· Hurst, W Jeffrey (2012). Chocolate as Medicine. Cambridge: RSC Publishers.
- ↑ Hetherington, Marion M.; MacDiarmid, Jennifer I. (1993). «'Chocolate Addiction': A Preliminary Study of its Description and its Relationship to Problem Eating». Appetite 21 (3): 233–46. doi: . PMID 8141595.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 Nehlig, Astrid (2004). Coffee, tea, chocolate, and the brain. Boca Raton: CRC Press. σελίδες 203–218. ISBN 9780429211928.
- ↑ Casperson, Shanon L; Lanza, Lisa; Albajri, Eram; Nasser, Jennifer A (2019-03-12). «Increasing Chocolate's Sugar Content Enhances Its Psychoactive Effects and Intake». Nutrients 11 (3): 596. doi: . PMID 30870996.
- ↑ Jackson, Sarah E; Smith, Lee; Firth, Joseph (2019). «Is there a relationship between chocolate consumption and symptoms of depression? A cross-sectional survey of 13,626 US adults». Depress Anxiety 36 (10): 987–995. doi: . PMID 31356717. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-10-18. https://web.archive.org/web/20201018162901/https://arro.anglia.ac.uk/id/eprint/704507/6/Jackson_et_al_2019_5.docx. Ανακτήθηκε στις 2024-01-13.
- ↑ Rogers, Peter (2003). «Food cravings and addictions – fact and fallacy». Στο: Carr, Tanya. Nutrition and Health - Current topics - 3. Antwerpen: Garant. σελίδες 69–76. ISBN 978-90-441-1493-5.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 Bruinsma, Kristen; Taren, Douglas L. (1999). «Chocolate: Food or Drug?». Journal of the American Dietetic Association 99 (10): 1249–56. doi: . PMID 10524390.
- ↑ Miller, Michael Craig (14 Φεβρουαρίου 2013). «Can you become addicted to chocolate?». Harvard Health Blog. Harvard University. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2013.
- ↑ Meule, Adrian; Gearhardt, Ashley N. (2014-09-16). «Food Addiction in the Light of DSM-5». Nutrients 6 (9): 3653–3671. doi: . PMID 25230209.
- ↑ Καραμπατέας, Σωκράτης (20 Νοεμβρίου 2013). «Eθισμός στην σοκολάτα! Υπάρχει;». Sokolatomania. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2024.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 Adams, Andrew; Gimeno, Ruth (2016). «The Sweetest Thing: Regulation of Macronutrient Preference by FGF21». Cell Metab. 23 (2): 227–228. doi: . PMID 26863484.
- ↑ Maron, Dina Fine (2017). «Crave Sugar? Maybe It's in Your Genes». Scientific American. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2020.
- ↑ 14,0 14,1 Hwang, Liang-Dar (2019). «New insight into human sweet taste: a genome-wide association study of the perception and intake of sweet substances.». The American Journal of Clinical Nutrition 109 (6): 1724–1737. doi: . PMID 31005972.
- ↑ Sevgi, Meltem; Rigoux, Lionel; Kuhn, Anne; Mauer, Jan; Schilbach, Leonhard; Hess, Martin; Gruendler, Theo; Ullsperger, Markus και άλλοι. (2015). «An Obesity-Predisposing Variant of the FTO Gene Regulates D2R-Dependent Reward Learning». Journal of Neuroscience 35 (36): 12584–12592. doi: . PMID 26354923.
- ↑ Keskitalo, Kaisu; Knaapila, Antti; Kallela, Mikko; Palotie, Aarno; Wessman, Maija; Sammalisto, Sampo; Peltonen, Leena; Tuorila, Hely και άλλοι. (2007). «Sweet taste preferences are partly genetically determined: identification of a trait locus on chromosome 16». The American Journal of Clinical Nutrition 86 (1): 55–63. doi: . PMID 17616763. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-clinical-nutrition_2007-07_86_1/page/55.
- ↑ 17,0 17,1 Fortuna, Jeffrey (2010). «Sweet Preference, Sugar Addiction and the Familial History of Alcohol Dependence: Shared Neural Pathways and Genes.». Journal of Psychoactive Drugs 42 (2): 147–151. doi: . PMID 20648910. https://archive.org/details/sim_journal-of-psychoactive-drugs_2010-06_42_2/page/147.
- ↑ 18,0 18,1 18,2 Diac, Anemari Emanuela; Constantinescu, Natalia (2017). «Self-compassion, Well-being and Chocolate Addiction.». Romanian Journal of Cognitive Behavioral Therapy and Hypnosis. 4 (1–2): 2–10. http://www.rjcbth.ro/image/data/v4-i12/V4I1-2_Article%201_RJCBTH_2017.pdf.
- ↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 Gibson, E.L. (2011). «Emotional and Behavioral Aspects of Chocolate Eating». Στο: Victor R. Preedy. Handbook of Behavior, Food and Nutrition. σελίδες 601–620. ISBN 978-0-387-92270-6.
- ↑ Roxby, Philippa (2013). «Chocolate craving comes from total sensory pleasure». BBC News. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2020.
- ↑ Robson, Anthony (2012). «Chocolate Bars Based on Human Nutritional Requirements». Chocolate in Health and Nutrition. 7. σελίδες 143–148. ISBN 978-1-61779-802-3.
- ↑ Μουτσάνας, Ελευθέριος (19 Μαΐου 2015). «ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ - ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ». Ιατρικός Σύλλογος Καρδίτσας. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2024.
- ↑ «Bad News: The Sugar Cravings Around Your Period Are Actually Ageing You». huffingtonpost.co.uk. 11 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2018.
- ↑ 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 Seidenberg, Casey (2018). «Why We Crave Sugar and How to Beat the Habit.». The Washington Post. https://www.washingtonpost.com/lifestyle/wellness/explaining-the-siren-song-of-sugar-and-how-to-beat-the-habit/2018/01/26/8a9557f8-f7ae-11e7-a9e3-ab18ce41436a_story.html. Ανακτήθηκε στις March 23, 2020.
- ↑ Skarnulis, Leanna (4 Φεβρουαρίου 2005). «The Chocoholic's Survival Guide». WebMD. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2013.
- ↑ «'Chocoholism' may be a cultural phenomenon for women». CNN. 15 February 1999. http://www.cnn.com/HEALTH/9902/15/chocolate.craving/.
- ↑ Σταμούλη, Δήμητρα (24 Νοεμβρίου 2015). «Εθισμός στη σοκολάτα…Υπάρχει;». Logodiatrofis.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2024.
- ↑ 28,0 28,1 Nehlig, Astrid (2013). «The neuroprotective effects of cocoa flavanol and its influence on cognitive performance». British Journal of Clinical Pharmacology 75 (3): 716–727. doi: . PMID 22775434.
- ↑ Conway, Jonathan (25 August 2017). «What do your food cravings say about you?». Chronicle–Herald (Halifax).
- ↑ Martin, Corby K.· McClernon, F. Joseph (2011). «Food Cravings: A Central Construct in Food Intake Behavior, Weight Loss, and the Neurobiology of Appetitive Behavior». Στο: Victor R. Preedy. Handbook of Behavior, Food and Nutrition. σελίδες 741–755. ISBN 978-0-387-92270-6.
- ↑ Greer, Stephanie M.; Goldstein, Andrea N.; Walker, Matthew P. (2013). «The impact of sleep deprivation on food desire in the human brain.». Nature Communications 4: 2259. doi: . PMID 23922121. Bibcode: 2013NatCo...4.2259G.
- ↑ Yang, Qing (2010). «Gain weight by "going diet?" Artificial sweeteners and the neurobiology of sugar cravings.». Yale Journal of Biology and Medicine 83 (2): 101–108. PMID 20589192. PMC 2892765. https://archive.org/details/sim_the-yale-journal-of-biology-and-medicine_2010-06_83_2/page/101.
- ↑ Strawbridge, Holly (2012). «Artificial sweeteners: sugar-free, but at what cost?». Harvard Health. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2020.
- ↑ Bruce, Debra Fulghum. «Cinnamon and Diabetes». WebMD (στα Αγγλικά).
- ↑ Craig, Winston J.; Nguyen, Thuy T. (1984). «Caffeine and Theobromine Levels in Cocoa and Carob Products.». Journal of Food Science 49 (1): 302–303. doi: .
- ↑ «FoodData Central». fdc.nal.usda.gov.
- ↑ Lippi, Donatella (2013). «Chocolate in History: Food, Medicine, Medi-Food.». Nutrients 5 (5): 1573–1584. doi: . PMID 23673608.
- ↑ 38,0 38,1 38,2 38,3 Grivetti, Louis. «From Aphrodisiac to Health Food: A Cultural History of Chocolate». Karger Gazette. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2020.
- ↑ O'Connor, Anahad (2006). «The Claim: Chocolate Is an Aphrodisiac.». The New York Times.. https://www.nytimes.com/2006/07/18/health/18real.html. Ανακτήθηκε στις March 29, 2020.
- ↑ Felson, Sabrina (2020). «The History of Chocolate Slideshow». WebMD. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ 41,0 41,1 Weinberg, Bennett Alan· Bealer, Bonnie K (2001). The World of Caffeine: The Science and Culture of the World's Most Popular Drug. London: Psychology Press. σελίδες 53–61. ISBN 0415927226.
- ↑ 42,0 42,1 Lippi, Donatella· Watson, Ronald Ross (2012). «History of the Medical Use of Chocolate». Chocolate in Health and Nutrition. Totowa, NJ, United States: Humana Press. σελίδες 11–15. ISBN 9781617798023.
- ↑ 43,0 43,1 Dillinger, Teresa L; Barriga, Patricia; Escárcega, Sylvia; Jimenez, Martha; Salazar-Lowe, Diana Salazar; Grivetti, Louis (2000). «Food of the Gods: Cure for Humanity? A Cultural History of the Medicinal and Ritual Use of Chocolate». The Journal of Nutrition 130 (8): 2057S–2072S. doi: . PMID 10917925. https://academic.oup.com/jn/article/130/8/2057S/4686320.