Κορτιζόλη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συντακτικός τύπος της κορτιζόλης

Η κορτιζόλη είναι ορμόνη, το κύριο φυσικό γλυκοκορτικοειδές που συντίθεται από τον φλοιό των επινεφριδίων. Η δραστική της μορφή είναι η υδροκορτιζόνη.

Ορολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πραγματικότητα, συνήθως οι δύο όροι (κορτιζόλη και υδροκορτιζόνη) αναγνωρίζονται ως ταυτόσημοι και διακρίνονται μόνο από την κοινή χρήση τους στην ιατρική (υδροκορτιζόνη) και στη βιοχημεία (κορτιζόλη).[1]

Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κορτιζόλη συντίθεται στη φλοιώδη μοίρα των επινεφριδίων, από την κορτιζόνη, η οποία είναι αδρανής μέχρι να μετατραπεί στη δραστική υδροκορτιζόνη. Ο χημικός τύπος της τελευταίας είναι: C21H30O5. Συνοπτικά η βιοσύνθεση της κορτιζόλης λαμβάνει χώρα ως εξής: από την χοληστερόλη σχηματίζεται πρεγνενολόνη, με την αποκοπή της πλάγιας αλυσίδας με σπάσιμο του δεσμού μεταξύ των ατόμων άνθρακα C-20 και C-22 και την προσθήκη μιας κετονικής ομάδας στο άτομο C-20. Η τελευταία αντίδραση αποτελεί και το καθοριστικό βήμα της ταχύτητας της συνολικής αντίδρασης και συντελείται από τη δεσμολάση της χοληστερόλης, που είναι συνδεδεμένη στην εσωτερική μεμβράνη του μιτοχονδρίου και ανήκει στην ομάδα των ενζύμων P-450 του κυτοχρώματος. Στη συνέχεια η πρεγνενολόνη βγαίνει από το μιτοχόνδριο και μεταβολίζεται σε προγεστερόνη μέσω του ενζύμου 3β- υδροξυστεροϊδικής δεϋδρογονάσης, το οποίο ταυτόχρονα δρα και σαν ισομεράση, μεταφέροντας τον διπλό δεσμό μεταξύ των ατόμων άνθρακα C-5 και C-6 στα άτομα C-5 και C-4. Η προγεστερόνη μέσω ενός ενζύμου του κυτοχρώματος, την 17α-υδροξυλάση, μεταβολίζεται σε 17α- υδροξυπρογεστερόνη, η οποία με τη σειρά της θα υδροξυλιωθεί σε 11-δεσοξυκορτιζόλη μέσω του ενζύμου του κυτοχρώματος 21-υδροξυλάσης. Η 11-δεσοξυκορτιζόλη επιστρέφει πίσω στο μιτοχόνδριο για να μετατραπεί τελικά σε κορτιζόλη μέσω του ενζύμου του κυτοχρώματος 11β-υδροξυλάσης. Εναλλακτικά, η προγεστερόνη υδροξυλιώνεται στο άτομο C-21 σε 11-δεσοξυκορτικοστερόνη μέσω του ενζύμου του κυτοχρώματος 21-υδροξυλάση και στη συνέχεια στο άτομο C-11 σε κορτικοστερόνη με το ένζυμο του κυτοχρώματος 11β-υδροξυλάση. Η κορτικοστερόνη είναι το κύριο κυκλοφορούν γλυκοκορτικοειδές στους επίμυες και έχει τις ίδιες δράσεις που έχει η κορτιζόλη στους ανθρώπους.

Δράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει πολλές άμεσες και έμμεσες δράσεις. Προκαλεί απώλεια μυϊκής μάζας, εναπόθεση λίπους, υπεργλυκαιμία, αντίσταση στην ινσουλίνη, οστεοπόρωση, καταστολή της ανοσολογικής αντίδρασης και ελαττωμένη παραγωγή συνδετικού ιστού που μπορεί να οδηγήσει σε φτωχή επούλωση τραυμάτων. Σε υψηλές συγκεντρώσεις εμφανίζει αλατοκορτικοειδή δράση, προκαλώντας κατακράτηση ιόντων νατρίου και απέκκριση ιόντων καλίου από τους νεφρούς. Η κορτιζόλη είναι επίσης απαραίτητη για τη φυσιολογική παραγωγή επινεφρίνης από το μυελό των επινεφριδίων.

Αύξηση επιπέδων γλυκόζης στο αίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε περιπτώσεις όπου το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα είναι χαμηλό (υπογλυκαιμία), οι επινεφρίδιοι αδένες εκκρίνουν την ορμόνη αυτή που προωθεί τις διαδικασίες της Γλυκονεογένεσης και της Γλυκογονόλυσης οι οποίες αυξάνουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Η Γλυκονεογένεση είναι η διαδικασία με την οποία δημιουργούνται νέα μόρια γλυκόζης, με τη βοήθεια μίας σειράς ενζύμων, από ορισμένα μη υδατανθρακούχα μικρομόρια που μπορούν να μετατραπούν σε Πυροσταφυλικό οξύ, όπως αμινοξέα, λιπαρά οξέα, γλυκερόλη και γαλακτικό οξύ. Ενώ η Γλυκογονόλυση είναι η διαδικασία με την οποία το γλυκογόνο, το οποίο λειτουργεί εώς μέσω αποθήκευσης ενέργειας για όταν οι ενεργειακές ανάγκες του οργανισμού μας σε γλυκόζη έχουν πλήρως καλυφθεί, διασπάται και πάλι σε μόρια γλυκόζης. Η Γλυκογονόλυση είναι η αντίθετη διαδικασία της Γλυκογονογένεσης.

Στρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κορτιζόλη θεωρείται η κατεξοχήν ορμόνη του στρες. Όταν το στρες αυξάνει σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και άνω του μέσου όρου για πολύ μεγάλο διάστημα (όπως στην κατάθλιψη) τα επίπεδα της κορτιζόλης στον οργανισμό είναι υψηλά και προκαλούν ανεπιθύμητες ενέργειες, φθείροντας τον οργανισμό. [2]

Φαρμακευτική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα συνθετικό παρασκεύασμα της υδροκορτιζόνης χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση των φλεγμονών, των αλλεργιών, του κνησμού, των κολλαγονώσεων, της φλοιεπινεφριδιακής ανεπάρκειας, του άσθματος, του σοκ και ορισμένων νεοπλασμάτων. Επίσης χρησιμοποιούνται κρέμες με κορτιζόλη για σμηγματορροική δερματίτιδα που εμφανίζεται στο πρόσωπο κ.α.α.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Dorland's Medical Dictionary, W.B. Saunders Company
  2. Ζέτα Παπαδοπούλου-Νταϊφώτη· Στέλλα Γ. Γιακουμάκη· Γεώργιος Κωστόπουλος (19 Δεκεμβρίου 2007). «Νευροεπιστήμες - 12. Στρες». Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2011. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hansen J. & Koeppen B., "Φυσιολογία του ανθρώπου - Netter", εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, 2004.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]