Κάστρο των Ρωγών
Ρωγοί | |
---|---|
39°9′22″N 20°50′50″E | |
Χώρα | Ελλάδα |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Ζηρού |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Κάστρο των Ρωγών ή Ρωγοί ήταν Βυζαντινό κάστρο που βρισκόταν στο σημερινό χωριό Νέα Κερασούντα κοντά στην Πρέβεζα στην δυτική Ελλάδα. Οικοδομήθηκε στην θέση της αρχαίας πόλης Βουχέτιο που καταστράφηκε τον 1ο αιώνα π.Χ. Η περιοχή κατοικήθηκε ξανά τον 8ο αιώνα και οχυρώθηκε, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Βυζαντινή αυτοκρατορία τον 14ο-15ο αιώνα, μετά την κατάκτηση από την Οθωμανική αυτοκρατορία (1449) ερημώθηκε ξανά. Το κάστρο στην σημερινή Νέα Κερασούντα βρίσκεται σε έναν λόφο ύψους 29 μέτρων στην βόρεια όχθη του Λούρου, περιβάλλεται από την βάση του λόφου στα ανατολικά τα βόρεια και τα νότια, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία Ακρόπολη του Βουχετίου. Σήμερα βρίσκεται στο εσωτερικό της ενδοχώρας αλλά στην αρχαιότητα ήταν παράλια και ο λόφος ήταν νησί αφού ο Αμβρακικός κόλπος επεκτεινόταν βορειότερα, η ίδια κατάσταση επικρατούσε και τον Μεσαίωνα.[1][2]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τον 19ο αιώνα οι ιστορικοί πίστευαν ότι η τοποθεσία του κάστρου βρισκόταν στην αρχαία πόλη Χάραδρας, τον 19ο αιώνα ο Νίκολας Χάμοντ ανακάλυψε στην πραγματική του θέση στο Βουχέτιο. Την πόλη ίδρυσαν τον 7ο αιώνα π.Χ. οι Ηλείοι, ήταν λιμάνι των πόλεων που ίδρυσαν επίσης οι Ηλείοι Αρχαία Ελάτρεια στα 10 χιλιόμετρα δυτικά των Ρογών στο σημερινό χωριό Παλαιοφόρος και Αρχαίες Βατίες, στα 7 χιλιόμετρα βόρεια των Ρογών, στο σημερινό Κάστρο Ριζοβούνι.[3] Τον 4ο αιώνα π.Χ. ο βασιλιάς των Μολοσσών Αλέξανδρος Α΄ της Ηπείρου κατέκτησε το Βουχέτιο και το ενσωμάτωσε στο Βασίλειο της Ηπείρου. Όταν ξέσπασε ο Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος ο στρατηγός των Ρωμαίων Αιμίλιος Παύλος το κατέστρεψε μαζί με τις υπόλοιπες πόλεις της Ηπείρου (167 π.Χ.), ερημώθηκε ολοκληρωτικά όταν ιδρύθηκε η Αρχαία Νικόπολη (28 π.Χ.).[4] Η νέα εγκατάσταση των Ρωγών καταγράφεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σαν Επισκοπή, υποτελής στην Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, την οποία ίδρυσε ο Λέων ΣΤ΄.[5][6] Τον 9ο αιώνα ήταν ασήμαντη επισκοπή, τον 6ο-7ο αιώνα είχαν κατακτήσει την Ήπειρο οι Σλάβοι και οι Βυζαντινοί την ανακατέλαβαν τον 9ο αιώνα.[7] Το όνομα "Ρωγοί" έχει ωστόσο Σλαβική προέλευση, έχει ομοιότητα με την λέξη "Σιτοβολώνας" που ομιλούν οι Έλληνες της Σικελίας, πιθανότατα μεταφέρθηκαν στον νέο οικισμό Σικελοί έποικοι.[8] Την περίοδο 1000-1500 οι κάτοικοι άλλαξαν την ροή του Λούρου ώστε να συγκεντρώνει τα νερά από τα έλη και να προστατέψει το κάστρο των Ρωγών από την διάβρωση.[2][9] Ο μεσαιωνικός οικισμός φαίνεται στις πηγές του 14ου και του 15ου αιώνα, είχε σημαντικό ρόλο στις διαμάχες μεταξύ των τοπικών αρχόντων για τον έλεγχο της Ηπείρου.[4] Η Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή αντιβασίλισσα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εξουσία των Ανδεγαυών και ο Φίλιππος Α΄ του Τάραντα επιτέθηκε στην Ήπειρο (1304).[5][10]
Ο Ηπειρώτης επαναστάτης Αλέξιος Καβάσιλας αρνήθηκε να αναγνωρίσει την προσάρτηση της Ηπείρου στο Βυζάντιο (1338) επιτέθηκε και κατέκτησε το κάστρο των Ρωγών, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου Άρτα και το Κάστρο της Ρινιάσας. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος και ο Δομέστικος Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός απέκλεισαν τους Ρωγούς που αναγκάστηκαν να παραδωθούν στον Καντακουζηνό.[5][11] Όταν ξέσπασε ο Βυζαντινός Εμφύλιος Πόλεμος (1341-1347) η Ήπειρος κατακτήθηκε από την Σερβική Αυτοκρατορία.[12][13] Ο αυτοκράτορας των Σέρβων Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος επιβεβαίωσε τον συγγενή της συζύγου του Ιωάννη Β΄ Ορσίνι σαν κυβερνήτη των Ρωγών και άλλων περιοχών της Ηπείρου, σύντομα η Σερβική εξουσία αμφισβητήθηκε επειδή η περιοχή δέχτηκε επιθέσεις από Αλβανικές φυλές.[14] Οι Αλβανοί πολέμαρχοι Πέτρος Λιόσας και Ιωάννης Μπούας Σπάτας κατέλαβαν τους Ρωγούς και την Άρτα (1367).[5][12] Με τον θάνατο του Λιόσα από επιδημία πανούκλας (1374) το Δεσποτάτο της Άρτας κατέλαβε ο Ιωάννης Μπούας Σπάτας που κυβερνούσε το Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας. Η πόλη παρέμεινε στην Οικογένεια Σπάτα μέχρι την εποχή που ο εγγονός του Ιωάννη Σπάτα Γιακούμπ Σπάτας ηττήθηκε από τον Παλατίνο κόμη της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου Κάρολο Α΄ Τόκκο (1416) που είχε ήδη γίνει κύριος στα Ιωάννινα (1411). Ο Κάρολος Α΄ Τόκκος και ο αδελφός του Λεονάρδος Β΄ Τόκκος κατείχαν την Άρτα και τους Ρωγούς, επανέφεραν το Δεσποτάτο της Άρτας στα παλιότερα σύνορα.[15][16] Οι Ρωγοί παρέμειναν στα χέρια των Τόκκων μέχρι την χρονιά που η Ήπειρος κατακτήθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία (1449).[4] Ο Κυριακός Αγκωνίτης επισκέφτηκε το κάστρο (1436, 1448), ανέφερε ότι εκεί βρίσκονταν τα λείψανα του Ευαγγελιστή Λουκά. Οι Σερβικές πηγές της εποχής αναφέρουν ότι τα οστά του Ευαγγελιστή μεταφέρθηκαν στους Ρωγούς όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Λατίνους με την Δ΄ Σταυροφορία[17][18].
Τον τίτλο του Επισκόπου Ρωγών διατηρεί και αποδίδει η Εκκλησία της Ελλάδος σε επίσκοπό της. Από το 2019 τον τίτλο αυτό φέρει ο Ρωγών Φιλόθεος (Θεοδωρόπουλος), βοηθός επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών[19].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Veikou 2012, σσ. 286, 476, 477
- ↑ 2,0 2,1 Brooks 2013, σσ. 145–146
- ↑ Brooks 2013, σ. 145
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Brooks 2013, σ. 146
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 Soustal & Koder 1981, σ. 252
- ↑ Veikou 2012, σ. 47
- ↑ Soustal & Koder 1981, σσ. 50–53
- ↑ Veikou 2012, σσ. 311, 477–478
- ↑ Veikou 2012, σσ. 286, 293
- ↑ Brooks 2013, σ. 285
- ↑ Brooks 2013, σσ. 193, 287
- ↑ 12,0 12,1 Brooks 2013, σ. 246
- ↑ Soustal & Koder 1981, σ. 70
- ↑ Soustal & Koder 1981, σσ. 70–71, 252
- ↑ Soustal & Koder 1981, σσ. 71–75
- ↑ Brooks 2013, σσ. 246, 287–289
- ↑ Veikou 2012, σ. 478
- ↑ Brooks 2013, σ. 152
- ↑ «Επίσκοπος Ρωγών ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Θεοδωρόπουλος». Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2022.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Brooks, Allan (2013). Castles of Northwest Greece: From the Early Byzantine Period to the Eve of the First World War. Aetos Press.
- Soustal, Peter; Koder, Johannes (1981). Tabula Imperii Byzantini, Band 3: Nikopolis und Kephallēnia (in German). Vienna: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften.
- (Veikou, Myrto (2012). Byzantine Epirus: A Topography of Transformation. Settlements of the Seventh-Twelfth Centuries in Southern Epirus and Aetoloacarnania, Greece