Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ισαάκιος Κομνηνός (υιός Αλεξίου Α΄)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ισαάκιος Κομνηνός
Γέννηση16 Ιανουαρίου 1093
Θάνατος1152 (59 ετών)
ΣύζυγοςΕιρήνη
ΕπίγονοιΙωάννης Κομνηνός Τζελέπης
Άννα Κομνηνή
Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός
Ελένη Κομνηνή
Μαρία Κομνηνή
Ευδοκία Κομνηνή
ΟίκοςΔυναστεία των Κομνηνών
ΠατέραςΑλέξιος Α΄ Κομνηνός
ΜητέραΕιρήνη Δούκαινα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )
Το οικόσημα των Κομνηνών και σύμβολο της Θράκης: ο βυζαντινός αετός της οικογένειας των Κομνηνών (από την Κόμνη της Θράκης καταγόμενων) που απεικονίζεται στον Ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας στις Φέρες Θράκης.

Ο Ισαάκιος Κομνηνός (16 Ιανουαρίου 10931152) ήταν το πέμπτο παιδί και ο τρίτος γιος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας[1]. Την εποχή που γεννήθηκε ο πατέρας του είχε ανέβει στον θρόνο και γι΄αυτό ονομάστηκε Πορφυρογέννητος, τον τίτλο κατείχε σε όλη του τη ζωή[2][3]. Πήρε τον τίτλο του σεβαστοκράτορα από τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, αλλά αργότερα ήρθε σε σύγκρουση μαζί του χάρη στις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του.

Ο Ισαάκιος και οι γιοι του εξορίστηκαν μετά την εμπλοκή τους σε συνωμοσία εναντίον του Ιωάννη Β΄, περιπλανήθηκαν πολλά χρόνια στην Μικρά Ασία και την Ανατολή, προσπάθησαν να αποκτήσουν την στήριξη τοπικών ηγεμόνων αλλά απέτυχαν. Οι μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες του Ιωάννη Β΄ ανάγκασαν τον Ισαάκιο να συμφιλιωθεί με τον αδελφό του (1138) αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ τις φιλοδοξίες του για τον Βυζαντινό θρόνο. Ο μεγαλύτερος γιος του αποστάτησε στους Σελτζούκους και ο Ισαάκιος εξορίστηκε στην Ηράκλεια (1139). Στη σύγκρουση που ξέσπασε για τη διαδοχή όταν πέθανε ο Ιωάννης Β΄ (1143) υποστήριξε τον τρίτο γιο του Ισαάκιο αλλά τελικά επικράτησε ο μικρότερος Μανουήλ Α΄ Κομνηνός. Η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε άσχημα και αποφάσισε να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή (1150), οικοδόμησε το μοναστήρι Θεοτόκος η Κοσμοσώτειρα στις Φέρες Έβρου όπου και τάφηκε.

Ο Ισαάκιος Κομνηνός έμεινε γνωστός για την μεγάλη του αγάπη στις τέχνες, τον πολιτισμό και την ποίηση. Επανοικοδόμησε τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, η προτομή του στο μωσαϊκό σώζεται σε άριστη κατάσταση μέχρι σήμερα. Ο μικρότερος γιος του Ανδρόνικος πραγματοποίησε τις φιλοδοξίες του πατέρα του και στέφτηκε Βυζαντινός αυτοκράτορας (1183 - 1185), ήταν ο τελευταίος από τη Δυναστεία των Κομνηνών. Με τον θάνατο του θείου του Νικηφόρου Μελισσηνού (1104) ο Ισαάκιος πήρε από τον πατέρα του τον τίτλο του Καίσαρα[1]. Στη σύγκρουση διαδοχής που ξέσπασε με τον θάνατο του Αλεξίου Α΄ (1118) ο Ισαάκιος υποστήριξε τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιωάννη Β΄ Κομνηνό σε αντίθεση με τη μητέρα του και την αδελφή του Άννα Κομνηνή που υποστήριζαν τον σύζυγο της Άννας Νικηφόρο Βρυέννιο[4]. Ο Ιωάννης Β΄ του έδωσε σαν ανταμοιβή τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα, ο τίτλος είχε δημιουργηθεί από τον πατέρα του Αλέξιο προς τιμή του μεγαλύτερου αδελφού του Ισαάκιου, ήταν ισάξιος με αυτόν του Αυτοκράτορα[5]. Σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του ωστόσο καταγράφηκε στα διατάγματα με τον τίτλο του Καίσαρα και με έμφαση στο όνομα του πατέρα του, χρησιμοποίησε έντονα τον τίτλο για να τονίσει τις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες[6].

Οι σχέσεις ανάμεσα στον Ισαάκιο και τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιωάννη Β΄ αρχικά ήταν καλές αλλά σταδιακά χειροτέρευσαν, μετά το 1130 αποξενώθηκαν πλήρως. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες σχετικά με την αιτία, όπως γράφουν οι συγγραφείς Νικήτας Χωνιάτης και Ιωάννης Κίνναμος ο Ιωάννης Β΄ ήταν έντονα δυσαρεστημένος με τις φιλοδοξίες του αδελφού του στον θρόνο[7][8]. Η σύγκρουση ξεκίνησε όταν έστεψε ο Ιωάννης Β΄ τον μεγαλύτερο γιο του Αλέξιο Κομνηνό Συναυτοκράτορα (1122)[9]. Την εποχή που ο Ιωάννης Β΄ είχε εκστρατεύσει στο Σουλτανάτο του Ρουμ ο Ισαάκιος ενεπλάκη σε συνωμοσία για την ανατροπή του (1130). Μετά την αποκάλυψη του γεγονότος ο Ισαάκιος δραπέτευσε μαζί με τους δύο του γιους στην αυλή του Ντανισμεντίδεη Εμίρη στην Μαλάτεια[7].

Ο Ισαάκιος παρέμεινε στην εξορία έξι χρόνια, το διάστημα αυτό ταξίδευσε στις περισσότερες πόλεις σε Μικρά Ασία και την Ανατολή με στόχο την αναζήτηση συμμάχων είτε μουσουλμάνων είτε χριστιανών απέναντι στον αδελφό του. Οι κύριες πηγές για την ζωή του Ανδρόνικου τότε ήταν ο Νικήτας Χωνιάτης, ο ποιητής της αυλής Πτωχοπρόδρομος και ο Μιχαήλ ο Σύριος (1126 - 1199)[8][10]. Από τη Μαλάτεια ταξίδευσε στην Τραπεζούντα, ο κυβερνήτης της πόλης Κωνσταντίνος Γαβράς συγκρούστηκε με την Βυζαντινή αυτοκρατορία (1126) και αποστασιοποιήθηκε στη Χαλδία σαν ανεξάρτητος πρίγκιπας[11].

Το μοναστήρι της Θεοτόκου της Κοσμοσώτειρας στις μέρες μας.

Ο Μιχαήλ ο Σύριος γράφει ότι τον χειμώνα του 1130 - 1131 ο Ισαάκ συνάντησε τον Γαβρά και δημιούργησε συμμαχία εναντίον του αδελφού του στην οποία συμμετείχε ο Εμίρης της Μαλάτειας και ο Σουλτάνος του Ρουμ Μεσούντ Α΄ (1095 – 1156)[12]. Ο Ισαάκιος πήγε στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας και προσπάθησε να πείσει τον Λέων Α΄ της Αρμενίας να ενωθεί μαζί τους στη συμμαχία. Ο Ισαάκιος έγινε δεκτός με τιμές στην Κιλικία, ο μεγαλύτερος γιος του Ιωάννης παντρεύτηκε μία από τις κόρες του Λέοντα και δέχτηκε σαν προίκα την Μοψουεστία και τα Άδανα. Σύντομα όμως συγκρούστηκε και με τον Λέοντα, δραπέτευσε στην αυλή του Σουλτάνου Μεσούντ Α΄ εγκαταλείποντας τα δώρα του στην Κιλικία[12]. Ο Μιχαήλ ο Σύριος γράφει ότι ο Ιωάννης Β΄ εξοργίστηκε όταν πληροφορήθηκε τα νέα και ετοιμάστηκε για εκστρατεία για να κατακτήσει τα κάστρα των Τούρκων και των Αρμενίων στην Μαύρη Θάλασσα. Την περίοδο που απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη οι οπαδοί του Ισαάκιου ετοίμαζαν πραξικόπημα εναντίον του αυτοκράτορα αλλά ο Ιωάννης Β΄ επέστρεψε γρήγορα και ανέτρεψε τα σχέδια τους. Οι Τούρκοι πήραν θάρρος επειδή ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε την εκστρατεία, κατέκτησαν τη Ζινίν και τη Σωζόπολη[13]. Ο Ισαάκιος δεν αναφέρεται από τον Μιχαήλ τον Σύριο μετά το 1132, επισκέφτηκε τους Αγίους Τόπους για προσκύνημα και κατασκεύασε ένα νέο υδραγωγείο για την Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου κοντά στον Ιορδάνη[13]. Είναι πολύ πιθανό αν και δεν αναφέρεται από τις πηγές να ήταν στόχος του ταξιδιού του το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και η αναζήτηση συμμαχίας με τον Φούλκων της Ιερουσαλήμ[14].

Επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συμμαχία του Ισαάκιου απέτυχε πλήρως, η θέση του Ιωάννη Β΄ ενισχύθηκε σημαντικά όταν κατέκτησε το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, μετά την Συριακή εκστρατεία (1137 - 1138) οι οπαδοί του Ισαάκιου άρχισαν να αποσύρονται[14]. Ο Ισαάκιος αναζήτησε συμφιλίωση με τον αδελφό του, ο Ιωάννης Β΄ την δέχτηκε με ενθουσιασμό την άνοιξη του 1138 μετά την επιστροφή του από την Αντιόχεια και συγχώρεσε τον αδελφό του. Ο Νικήτας Χωνιάτης γράφει ότι ο αυτοκράτορας ήταν περισσότερο ενθουσιασμένος επειδή συμφιλιώθηκε με τον αδελφό του παρά με τις κατακτήσεις του[15]. Αμέσως μετά ο μεγαλύτερος γιος του Ισαάκιου Ιωάννης αποστάτησε στους Τούρκους (1139), ο Ιωάννης Β΄ έστειλε για ασφάλεια τον Ισαάκιο εξορία στην Ηράκλεια την Ποντική[16].

Τον Απρίλιο 1143 ο Μανουήλ Β΄ πέθανε ορίζοντας διάδοχο του τον τέταρτο και μικρότερο γιο του Μανουήλ σε βάρος του άλλου γιου του Ισαάκ που είχε προτεραιότητα επειδή ήταν τρίτος, οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του είχαν πεθάνει πρόωρα μέσα σε έναν χρόνο. Η θέση του Μανουήλ Α΄ ήταν ανασφαλής, ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στα δύο αδέλφια και ο εντοπισμένος στην Ηράκλεια Ισαάκιος υποστήριζε τον ομώνυμο ξάδελφο του[17][18]. Ο Μανουήλ Α΄ επικράτησε οριστικά επειδή τον υποστήριζε ο αρχιστράτηγος Ιωάννης Αξούχος που διέταξε τη φυλάκιση του θείου Ισαάκιου[3][19][8]. Ο Μανουήλ Α΄ όταν βεβαιώθηκε ότι εξασφάλισε τη θέση του στον θρόνο διέταξε την αποφυλάκιση του ηλικιωμένου θείου του που παρέστη στην στέψη του νέου αυτοκράτορα (28 Νοεμβρίου 1143)[20][21]. Ο Ισαάκιος ακόμα και τότε, παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του δεν εγκατέλειψε τις φιλοφοξίες του για τον Βυζαντινό θρόνο. Ο Ιωάννης Κίνναμος γράφει ότι σε εκστρατεία του Μανουήλ Α΄ εναντίον των Τούρκων (1146), όταν έφτασαν τα νέα ότι ο αυτοκράτορας περικυκλώθηκε από εχθρούς ο θείος Ισαάκιος έσπευσε στα ανάκτορα να ανακηρυχτεί αυτοκράτορας[22][23].

Ο Ισαάκιος Κομνηνός πιέστηκε έντονα να αποσυρθεί από τις δημόσιες υποθέσεις μετά το 1150, αυτό σχετίζεται με την πολύ άσχημη κατάσταση της υγείας του και την ανίατη ασθένεια που έπασχε[22]. Ο Ισαάκιος αποσύρθηκε στα εδάφη του στη Θράκη και αφοσιώθηκε στην κατασκευή της Θεοτόκου της Κοσμοσώτειρας στις Φέρες Έβρου με στόχο να ταφεί εκεί ο ίδιος, στα πρότυπα με την Μονή του Παντοκράτωρος και το νοσοκομείο που οικοδόμησε ο αδελφός του[24][25]. Ο ίδιος αν και βαριά άρρωστος επέβλεπε καθημερινά την κατασκευή, σπατάλησε πολλά χρήματα και πούλησε όλες τις εκτάσεις του στον Αίνο. Το «Τυπικόν» που συνέταξε λίγο πριν τον θάνατό του ήταν ένα είδος διαθήκης, ανέθεσε τις κρατικές υποθέσεις στον οπαδό του Λέων Κασταμονίτη, στον γραμματέα Μιχαήλ, τον προσωπικό του ιερέα Κωνσταντίνο, τον Πρωτοβεστιάριο Κωνσταντίνο και έναν Ιουδαίο που μεταστράφηκε στον χριστιανισμό. Ο Ισαάκιος Κομνηνός φαίνεται ότι πέθανε μετά την ολοκλήρωση του Τυπικού[26]. Οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του Ισαάκιου όπως περιγράφει ο Κίνναμος «πέρασαν στα παιδιά του», τις πραγματοποίησε ο μικρότερος γιος του Ανδρόνικος, φιλόδοξος, δυναμικός αλλά και βίαιος έκανε πολλές εξεγέρσεις απέναντι στον ξάδελφο του[27].

Μετά τον θάνατο του Μανουήλ Α΄ (1180) ανέτρεψε την σύζυγο του και αντιβασίλισσα Μαρία της Αντιόχειας (1182) και στη συνέχεια τον ίδιο τον νεαρό αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄ (1183), φρόντισε την θανάτωση τους με στραγγαλισμό. Ο Ανδρόνικος Α΄ έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις σε βάρος της αριστοκρατίας και υπέρ των φτωχών αλλά η πολύ βίαιη διακυβέρνηση του προκάλεσε επίθεση στην αυτοκρατορία από τους Νορμανδούς που κυβερνούσαν το Βασίλειο της Σικελίας. Ο Ανδρόνικος Α΄ ανατράπηκε και θανατώθηκε βίαια από το εξαγριωμένο πλήθος (1185), η Δυναστεία των Κομνηνών τερματίστηκε[28][29]. Ο μεγαλύτερος γιος του Ανδρόνικου Α΄ Μανουήλ Κομνηνός έγινε μέσω των γιων του γενάρχης των «Μεγαλοκομνηνών» που κυβέρνησαν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204–1461)[30].

Σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιωάννη Β΄ που ασχολήθηκε έντονα με τους πολέμους ο Ισαάκιος ήταν ειρηνικός χαρακτήρας και μεγάλος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών[31][32]. Αποκατέστησε μαζί με το Μοναστήρι της Κοσμοκράτειρας το Μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου το οποίο ενώθηκε αργότερα με την Κοσμοκράτειρα σαν ξενώνας για τους μοναχούς που έκαναν επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη[33][34]. Έκτισε ξανά τη Μονή της Χώρας (1120) που είχε αποκατασταθεί από τη γιαγιά του Μαρία Δούκαινα, στη Μονή της Χώρας έγινε αρχικά η ταφή του πριν μεταφέρουν τη σορό του στην Κοσμοκράτειρα[3][35][36]. Στη Μονή της Χώρας βρίσκεται η μοναδική αυθεντική παράσταση του Ισαάκιου Κομνηνού σε μια Μωσαική εικονογραφία που χρονολογείται από την εποχή που ο Θεόδωρος Μετοχίτης αποκατέστησε ξανά την εκκλησία στις αρχές του 14ου αιώνα.

Η ιστορικός Καλλιρρόη Λινάρδου παρατηρεί ότι στην παράσταση φορά το αυτοκρατορικό στέμμα κάτι απίθανο για έναν Σεβαστοκράτορα, αυτό τονίζει τις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες[37]. Η εικονογραφία συνοδεύεται με μιά σειρά από παραστάσεις και επιγραφές που αναφέρονται στο Τυπικό και σχετίζονται με τον ίδιο[38]. Ο ποιητής της αυλής Πτωχοπρόδρομος έγραψε έναν ύμνο σε εξάμετρη μορφή για τον Ισαάκιο στο οποίο τονίζει το ταλέντο και την εκπαίδευσή του[3][39][40][41]. Ο Ισαάκιος Κομνηνός αναγνωρίζεται σαν ο συγγραφέας σε μια παράγραφο του γράμματος του Αριστέα με πολιτικές στίχους, έχει αναγνωριστεί σαν συγγραφέας πολυτελών χειρογράφων[3][35][41]. Στο «Τυπικό» γίνονται εμφανείς οι ικανότητες του Ισαάκιου σαν ποιητή, συνέθεσε ένα βιβλίο στο οποίο το όνομα του συγγραφέα αναγνωρίζεται σαν «Ισαάκ Κομνηνός ο Πορφυρογέννητος», μετέφρασε και δυο παραγράφους του Ομήρου[42][43].

Ο Ισαάκιος νυμφεύθηκε (περί το 1110) την Ειρήνη των Βαγρατιδών, κόρη του Δαβίδ Δ΄ της Γεωργίας (1089-1125). Από τα παιδιά του:[44][45].

  • Ιωάννης Κομνηνός Τζελέπης, έγινε Μουσουλμάνος και ονομάστηκε "Τζελέπης", θα νυμφευθεί το 1140 μια κόρη του Μεσούντ Α΄ Σουλτάνου των Σελτζούκων του Ικονίου[46]. Γενάρχης της Οθωμανικής Δυναστείας.
  • Ελένη Κομνηνή, ίσως είναι η Ελένη, 2η σύζυγος του Γιούρι Α΄ των Ρουρικιδών, μεγάλου πρίγκιπα του Κιέβου και ιδρυτή της Μόσχας. Μετά το τέλος του το 1157, η Ελένη επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
  • Μαρία Κομνηνή, σύζυγος Ιωσήφ Βρέννιου[47].
  • Άννα Κομνηνή, σύζυγος Ιωάννη Αρβαντινού[48]
  • Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός, έγινε Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (1183 - 1185) εκπληρώνοντας τις φιλοδοξίες του πατέρα του. Κατόπιν έγινε γενάρχης των «Μεγαλοκομνηνών», που κυβέρνησαν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204 - 1461)[49].
  • Ευδοκία Κομνηνή, ίσως σύζυγος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
  1. 1,0 1,1 Βαρζός 1984α, σελ. 238.
  2. ODB, σελ. 1701.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 ODB, σελ. 1146.
  4. Βαρζός 1984α, σελίδες 238-239.
  5. ODB, σελ. 1862.
  6. Λινάρδου 2016, σελίδες 156–158, 162.
  7. 7,0 7,1 Βαρζός 1984α, σελ. 239.
  8. 8,0 8,1 8,2 Magdalino 2002, σελ. 193.
  9. Λινάρδου 2016, σελ. 158.
  10. Βαρζός 1984α, σελίδες 240-241.
  11. Βαρζός 1984α, σελίδες 239-241.
  12. 12,0 12,1 Βαρζός 1984α, σελ. 241.
  13. 13,0 13,1 Βαρζός 1984α, σελ. 242.
  14. 14,0 14,1 Βαρζός 1984α, σελ. 243.
  15. Βαρζός 1984α, σελίδες 243-244.
  16. Βαρζός 1984α, σελ. 244.
  17. ODB, σελίδες 1289-1290.
  18. Magdalino 2002, σελ. 195.
  19. Βαρζός 1984α, σελίδες 244-245.
  20. Βαρζός 1984α, σελ. 245-246.
  21. Kinnamos 1976, σελ. 34.
  22. 22,0 22,1 Βαρζός 1984α, σελ. 246.
  23. Kinnamos 1976, σελίδες 48-49.
  24. Βαρζός 1984α, σελίδες 246-252.
  25. ODB, σελίδες 282-283.
  26. Βαρζός 1984α, σελίδες 251-252.
  27. Kinnamos 1976, σελ. 49.
  28. Βαρζός 1984α, σελίδες 493-637.
  29. ODB, σελ. 94.
  30. Βαρζός 1984α, σελίδες 637-638.
  31. Magdalino 2002, σελ. 194.
  32. Λινάρδου 2016, σελ. 155-156, 182.
  33. Βαρζός 1984α, σελ. 250.
  34. Λινάρδου 2016, σελ. 169.
  35. 35,0 35,1 Βαρζός 1984α, σελ. 253.
  36. Λινάρδου 2016, σελίδες 156, 159.
  37. Λινάρδου 2016, σελίδες 159-163.
  38. Λινάρδου 2016, σελ. 156.
  39. Βαρζός 1984α, σελ. 1146.
  40. Βαρζός 1984α, σελίδες 252-253.
  41. 41,0 41,1 Λινάρδου 2016, σελίδες 173-176.
  42. ODB, σελίδες 1144-1146.
  43. Βαρζός 1984α, σελ. 252.
  44. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2015. 
  45. Suny 1994, σελ. 36.
  46. Βαρζός 1984α, σελ. 254, 480-485.
  47. Βαρζός 1984α, σελ. 254, 486-488.
  48. Βαρζός 1984α, σελ. 254, 489-492.
  49. Βαρζός 1984α, σελ. 254, 493-638.