Αντιβασιλεία Όθωνα
Αντιβασιλεία ονομάζεται το διοικητικό όργανο που διοικούσε την Ελλάδα στο όνομα του ανήλικου βασιλέα Όθωνα από την άφιξή του στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1833, μέχρι την ενηλικίωσή του, τον Ιούνιο του 1835.
Το όργανο αυτό αποτελούσαν οι[1]:
- Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ (Armansperg), πρόεδρος
- Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ (Maurer) - επέβλεπε τα της Δημόσιας Εκπαίδευσης και τα Εκκλησιαστικά καθώς και τα της Δικαιοσύνης.
- Υποστράτηγος Κάρολος Γουλιέλμος φον Χάιντεκ (Heideck) - επέβλεπε τα Στρατιωτικά και τα Ναυτικά
Τους τρεις παραπάνω, που αποτελούσαν την Αντιβασιλεία, επικουρούσαν ως πάρεδρα μέλη οι[1]:
- Κάρολος φον Άμπελ (Karl von Abel) - οικονομολόγος και νομομαθής - αναπληρωματικό μέλος του συμβουλίου και γραμματέας, επέβλεπε τα Οικονομικά.
- Ιωάννης Βαπτιστής Γκράινερ (Johann Baptist Greiner) - οικονομολόγος - επέβλεπε τα της Εξωτερικής πολιτικής και επόπτευε τα της Εσωτερικής διοικήσεως
Στις 21 Ιουλίου 1834 ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, ανακάλεσε τον Μάουρερ και τον Άμπελ και τους αντικατέστησε με τους[1]:
- Έγκιντ φον Κόμπελ (Ägid Ritter von Kobell) και
- Κάρλ Γκράινερ
Άφιξη του Όθωνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 25 Ιανουαρίου 1833, σε ηλικία 17 ετών, ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, από τη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη», εν μέσω λαϊκών επευφημιών, συνοδευόμενος από τριμελή Αντιβασιλεία Βαυαρών (που θα κυβερνούσε μέχρι αυτός να ενηλικιωθεί, το 1835, οπότε και συμπλήρωσε τα 20 έτη της ηλικίας του) και πολυμελή βαυαρικό τακτικό στρατό (3.500 στρατιώτες) που βαθμιαία συμπληρώθηκε από «εθελοντές», στην πλειοψηφία τους Γερμανούς.
Διοικητική οργάνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης από την Αντιβασιλεία έγινε μεταβολή της διοικητικής διαίρεσης της Ελλάδας, το 1833. Το κράτος διαιρέθηκε σε 10 νομούς και 42 επαρχίες με επικεφαλής τους νομάρχες και επάρχους. Οι νομάρχες είχαν ευρύτατες πολιτικοστρατιωτικές και οικονομικές δικαιοδοσίες. Οι επαρχίες διαιρέθηκαν σε δήμους (πόλεις και κοινότητες). Σε κάθε δήμο υπήρχε δημοτικό συμβούλιο του οποίου τα μέλη εκλέγονταν από τους κατοίκους. Για τους δημάρχους ίσχυε το «τριπρόσωπο» = σε κάθε δήμο εκλέγονταν τρεις υποψήφιοι και ο βασιλιάς επέλεγε έναν για δήμαρχο. Οι νομάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν από τον βασιλιά (έλεγχος δημοτικής διοίκησης).
Εκπαίδευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα μέλη της Αντιβασιλείας (και πιο συγκεκριμένα ο Μάουρερ) έλαβαν αποφάσεις και εξέδωσαν διατάγματα σύμφωνα με τα οποία:
- Ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία σε όλους τους δήμους με υποχρεωτική φοίτηση για παιδιά άνω των 6 ετών (4ετής φοίτηση)
- Ιδρύθηκαν ελληνικά σχολεία σε όλες τις επαρχίες (3ετής φοίτηση). Σε αυτά γίνονταν δεκτοί, μετά από εξετάσεις, οι απόφοιτοι της Δ΄ τάξης του δημοτικού.
- Ιδρύθηκαν γυμνάσια στην έδρα κάθε νομού (4ετής φοίτηση).
Έτσι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε πάνω στα πρότυπα του αντίστοιχου βαυαρικού, με έναν κύκλο βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δύο διαφορετικούς κύκλους μέσης, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές της Βαυαρίας. Κύριο χαρακτηριστικό του περιεχομένου των σπουδών ήταν ο κλασικισμός και η αρχαιολατρία, ενώ ελάχιστη βάση δινόταν στην απόκτηση θετικών και τεχνικών γνώσεων.
Τη δαπάνη των δημοτικών σχολείων αναλάμβαναν οι δήμοι, ενώ των ελληνικών σχολείων και των γυμνασίων το κράτος. Για την εκπαίδευση των δασκάλων ιδρύθηκε το πρώτο «Διδασκαλείον» και συγκροτήθηκε επιτροπή που θα έκρινε τα προσόντα όσων επιθυμούσαν να εργαστούν ως καθηγητές. Αργότερα, το 1855, αποφασίστηκε οι καθηγητές να είναι αποκλειστικά απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Αθήνας, που ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί το 1837.
Η Αντιβασιλεία διατήρησε ορισμένες από τις τομές που έγιναν στον τομέα αυτό από τον Ιωάννη Καποδίστρια και έτσι έχουμε την επαναλειτουργία των αλληλοδιδακτικών σχολείων, διορισμό νέων δασκάλων, αναδιοργάνωση του Ορφανοτροφείου και της Βιβλιοθήκης στην Αίγινα. Τέλος, ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία για τη συλλογή και την προστασία των αρχαιοτήτων.
Το 1837 ίδρυσε το Πολυτεχνικό Σχολείο στην Αθήνα και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, η οποία και έγινε φυτώριο νέων καλλιτεχνών (πολλοί από τους οποίους αποτέλεσαν αργότερα μέλη της Σχολής του Μονάχου). Το 1842 ιδρύθηκε και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
Εκκλησιαστικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Εκκλησία εξακολουθούσε να υπάγεται στη διοίκηση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, αλλά η Επανάσταση οδήγησε στη διακοπή των σχέσεων με το Πατριαρχείο. Η Αντιβασιλεία προχώρησε στη ρύθμιση των σχέσεων με τη συγκρότηση επταμελούς, μικτής επιτροπής για την εκπόνηση Σχεδίου Κανονισμού ή Συντάγματος Εκκλησιαστικού με το οποίο αποφασιζόταν η εκκλησιαστική ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ελλάδος και η σύσταση Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Από το 1833 η Εκκλησία της Ελλάδας θα είχε μόνο δογματική και πνευματική εξάρτηση από το Πατριαρχείο. Ήταν δηλαδή αυτοκέφαλη με ανώτατη εκκλησιαστική αρχή την πενταμελή Ιερά Σύνοδο. Τα μέλη όμως εκλέγονταν από τον βασιλιά και στις συνεδριάσεις θα παρίστατο βασιλικός επίτροπος με δικαίωμα αρνησικυρίας.
Επίσης, έκλεισαν όλα τα μοναστήρια που είχαν κάτω από 6 μοναχούς και οι ελλαδικές επισκοπές περιορίστηκαν σε 10. Έκλεισαν τα γυναικεία μοναστήρια και απαγορεύτηκαν οι δωρεές. Εκποιήθηκε, τέλος, μεγάλο μέρος της περιουσίας των διαλυθεισών εκκλησιών για τα κονδύλια του κράτους, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις (απομάκρυνση από παραδόσεις και εφαρμογή ενός καισαροπαπικού σχεδίου Βαυαρών).
Στρατός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο τακτικός στρατός μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια διαλύθηκε. Άτακτα στρατιωτικά σώματα περιφέρονταν στην περιοχή του Ναυπλίου και έδιναν μια εικόνα αναρχίας. Τα στρατεύματα αυτά θεωρούνταν από την Αντιβασιλεία ως εχθρικά προς τη μοναρχία.
Η Αντιβασιλεία διέλυσε όλα τα άτακτα στρατεύματα και απομακρύνθηκαν οι στρατολογηθέντες μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη. Άλλοι που πολέμησαν στην Ελληνική Επανάσταση είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν μεταξύ της απόλυσής τους και της κατάταξής τους στον τακτικό στρατό. Για την απορρόφηση των παλαιών πολεμιστών θεσπίσθηκε η συγκρότηση 10 ελαφρών ταγμάτων τακτικού στρατού αμιγώς ελληνικών, που όμως δεν συμπληρώθηκαν λόγω του μικρού αριθμού προσέλευσης ανδρών για κατάταξη.
Τελικά, καταρτίσθηκαν μόνο δύο ελαφρά τάγματα («ακροβολισταί»), τα οποία ενσωμάτωσαν εθελοντές από τη Μάνη και τη Στερεά Ελλάδα. Παράλληλα, υπήρχε το πεζικό της γραμμής, με μικτή ελληνοβαυαρική σύνθεση στην αρχή και αμιγώς ελληνική μετά το 1840. Κάθε τάγμα, από τα τρία που τελικά δημιουργήθηκαν, αποτελείτο από 6 λόχους των 120 περίπου ανδρών έκαστος. Επικεφαλής των ταγμάτων διορίστηκαν παλιοί οπλαρχηγοί του Αγώνα. Θέσεις στον στρατό κατέλαβαν και οι Βαυαροί, καθώς και φιλέλληνες όπως ο Αμαδαίος-Εμμανουήλ Χαν ο οποίος ήταν υπασπιστής του Όθωνα και επιθεωρητής των δυνάμεων του πεζικού. Ιδίως στα τεχνικά σώματα, πυροβολικό-μηχανικό, η παρουσία των αλλοδαπών αξιωματικών και βαθμοφόρων αποτελούσε την πλειονότητα.
Ακόμα η ίδρυση της Ελληνικής Χωροφυλακής ανάγεται στα χρόνια του Όθωνα, και συγκεκριμένα το 1833.
Δικαιοσύνη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας ιδρύθηκαν ο Άρειος Πάγος, Πρωτόκλητα Δικαστήρια, τρία Εμποροδικεία και δύο Εφετεία.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Τρύφων Ε. Ευαγγελίδης (1894). Ιστορία του Όθωνος, Βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862). έκδοση 2η, Αθήνα: Αριστείδης Γ. Γαλανός. σελίδες 49, 89.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τρύφων Ε. Ευαγγελίδης (1894). Ιστορία του Όθωνος, Βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862). έκδοση 2η, Αθήνα: Αριστείδης Γ. Γαλανός. σελίδες 49, 89.
- Πετρόπουλος, Ιωάννης; Κουμαριανού, Αικατερίνη (1977), «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862. Εισαγωγή & Περίοδος Απόλυτης Μοναρχίας», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄: Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 έως το 1881, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 8–105, ISBN 978-960-213-109-1