Επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικράτειας
Η Επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικράτειας - (Απρίλιος 1833 - Ιούνιος 1846) - (το κατοπινό Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) ιδρύθηκε στις 3 / 15 Απριλίου 1833 με το διάταγμα «Περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της Επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικράτειας» [1]από την Αντιβασιλεία, και την Κυβέρνηση Σπυρίδωνα Τρικούπη με σκοπό να αναλάβει την διαχείριση των Εκκλησιαστικών θεμάτων και της Δημόσιας Εκπαίδευσης του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος.
Πρώτο Γραμματέας της Επικράτειας (σημ. Υπουργός) Επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως διορίστηκε ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός.
Το προσωπικό της πρώτης αυτής Γραμματείας αποτελούνταν - εκτός του Γραμματέα- από 8 ακόμη υπαλλήλους, ωστόσο πολύ γρήγορα, και μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του Βασιλείου στην Αθήνα, το προσωπικό περιελάμβανε δύο υπουργικούς συμβούλους, δύο παρέδρους Α΄ και Β΄ τάξεως, δύο γραμματείς Α΄ τάξεως, τρεις γραμματείς Β΄ τάξεως και τρεις γραφείς Α΄ τάξεως, και το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν ήταν η οικία του καθηγητή του Πανεπιστημίου, Ιωάννη Βενθύλου στην Πλατεία Ψυρρή.[2]
Τον Ιούνιο του 1846 η «Γραμματεία...» μετονομάστηκε σε «Υπουργείον επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως».
Αρμοδιότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κλάδος «Εκκλησιαστικών»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αρμοδιότητες της Γραμματείας είχαν να κάνουν με:
- την ακριβή τήρηση των νόμων που ρυθμίζουν τις πολιτικές και αστικές σχέσεις των διαφόρων χριστιανικών εκκλησιών και άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων,
- τη διατήρηση των νομίμων ορίων μεταξύ της πολιτικής Αρχής και των θρησκευτικών Αρχών και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του Δημοσίου σε διενέξεις που αφορούν εκκλησιαστικά κτήματα και καταστήματα,
- την εξέταση όλων των διαταγμάτων των εκκλησιαστικών Αρχών, κυρίως των αυτογράφων, βουλών και πιτακίων του Πάπα της Ρώμης, και την εξασφάλιση βασιλικής αδείας πριν αυτά δημοσιοποιηθούν,
- τον διορισμό των συνοδικών Αρχών, την επιτήρηση των πράξεών τους και την έκδοση των σχετικών αποφάσεων,
- την επιτήρηση της θείας λατρείας και τον περιορισμός ή την ακύρωση μη ουσιωδών εκκλησιαστικών πανηγύρεων και σχετικών εορτών,
- την εξασφάλιση του βασιλικού δικαιώματος στον διορισμό σε εκκλησιαστικά υπουργήματα και στην άδεια χειροτονίας ιερέων και διακόνων,
- την άδεια σύστασης θρησκευτικών εταιρειών και καταστημάτων και την καθαίρεση αυτών, αν υπάρχουν εύλογες αιτίες,
- τη σύσταση και ανακαίνιση ιερατικών καταστημάτων για την εκπαίδευση, τη συντήρηση και βελτίωση του κλήρου, καθώς και τις εξετάσεις των υποψηφίων για θέσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας,
- τη διαίρεση των επαρχιών των διαφόρων εκκλησιαστικών Αρχών,
- τη φροντίδα για την ανέγερση και διατήρηση των αναγκαίων για εκκλησίες και κατοικία των εφημερίων οικοδομημάτων, και
- την επιτήρηση στη διοίκηση και διαχείριση της αφιερωμένης σε θρησκευτικές ανάγκες περιουσίας.
Κλάδος «Δημοσίου Εκπαιδεύσεως»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Γραμματεία ανήκαν τα παρακάτω καθήκοντα:
- Η επιτήρηση και διεύθυνση ζητημάτων που αφορούν τα σχολεία και την εκπαίδευση εν γένει, η φροντίδα για σύσταση αρμόδιου για τη στοιχειώδη εκπαίδευση οργανισμού, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας των επιστημών,
- Η φροντίδα για εξοπλισμό σχολείων και διδακτικών καταστημάτων και η επιτήρηση στη διοίκηση της σχολικής περιουσίας,
- Η φροντίδα για μόρφωση δασκάλων και καθηγητών και η ανέγερση των απαιτουμένων καταστημάτων,
- Η εξασφάλιση υποτροφιών για μαθητές εξαιρετικής ευφυΐας,
- Η σύσταση και επιτήρηση δημοσίων βιβλιοθηκών, Αστεροσκοπείου και άλλων σχετικών καταστημάτων,
- Η διεύθυνση της Βασιλικής Τυπογραφίας και η επίσπευση της μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα των πλέον αξιόλογων ξένων συγγραμμάτων,
- Η ενίσχυση της προόδου των τεχνών, η σύσταση «τεχνοδιδακτικών» σχολείων και συλλόγων, η ανέγερση Ακαδημίας των «πλασματογραφικών» τεχνών, η ενίσχυση της ανασκαφής και ανακάλυψης των απολεσθέντων καλλιτεχνικών αριστουργημάτων, η φροντίδα για τη διαφύλαξη των ήδη υπαρχόντων και η επαγρύπνηση ώστε να μην εξάγονται εκτός του κράτους,
- Η εμψύχωση της επιστημονικής έρευνας και η δημοσίευση των χειρογράφων των μοναστηριών, με σκοπό την επέκταση των ανθρωπίνων γνώσεων και την πρόοδο των επιστημών,
- Οι προτάσεις για την κατάληψη όλων των διδακτικών θέσεων και των θέσεων σε δημόσια καταστήματα που έχουν σχέση με τις επιστήμες και τις τέχνες. Ο Γραμματέας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως έχει την ευθύνη για τη διατήρηση της πειθαρχίας του υπό την εποπτεία του προσωπικού, καθώς και για την επιβολή πειθαρχικών ποινών,
- Η επιτήρηση στη διοίκηση και διαχείριση περιουσίας και δημοσίων εισοδημάτων αφιερωμένων στην εκπαίδευση και η φροντίδα για την ανέγερση και διατήρηση δημοσίων διδακτικών καταστημάτων για την εκπαίδευση του λαού και την ανάπτυξη των τεχνών.
Ιστορική αναδρομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]εκκλησιαστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη επιτροπή νομομαθών και λογίων υπό την καθοδήγηση του Γκέοργκ Μάουρερ, συγκλήθηκε τον Μάρτιο του 1833, με σκοπό να αναδιοργανώσει την Ελλαδική εκκλησία. Εξέχουσα μορφή ανάμεσα στα μέλη της, ήταν ο θεολόγος και λόγιος Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο εισηγήθηκε και υπεράσπισε το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας, το οποίο βρήκε σύμφωνη και την Αντιβασιλεία. Η επιτροπή με το πόρισμα της 2ας Μαΐου 1833 κατέληξε στο ότι:
«Η Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος πνευματικώς μεν μη γνωρίζουσα ουδένα αρχηγόν, παρά μόνον τον θεμελιωτήν της Εκκλησίας Ιησούν Χριστόν, πολιτικώς δε έχουσα και γνωρίζουσα αρχηγόν της τον Βασιλέα της Ελλάδος, είναι και μένει ανεξάρτητος από πάσαν άλλην Εκκλησίαν, καθόσον δε αφορά το δογματικόν είναι και μένει δια παντώς ηνωμένη με όλας τας λοιπάς εκκλησίας του Ανατολικού Δόγματος»
Το ζήτημα όμως της μονομερούς ανακήρυξης του Αυτοκέφαλου (το Πατριαρχείο δεν συναινούσε) προκάλεσε πολλές συζητήσεις και εντάσεις τόσο μεταξύ των κοσμικών όσο και μεταξύ των θεολόγων και κληρικών που διαφωνούσαν με την Αυτοκεφαλία. Το ζήτημα διευθετήθηκε οριστικά τον Ιούνιο του 1850 όταν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αναγνώρισε το ελληνικό Αυτοκέφαλο.[5]
Ανώτατο διοικητικό όργανο της Εκκλησίας ορίστηκε η «Γενική Εκκλησιαστική Σύνοδος» [6] η οποία θα μπορεί να αποφασίζει ανεξάρτητη από την κοσμική εξουσία για τα εσωτερικά της Εκκλησίας. Αμέσως επόμενο διοικητικό όργανο, ορίστηκε η «Ιερά Σύνοδος». Κατ' αρχήν ιδρύθηκαν 10 Επισκοπές όσοι και οι νόμοι της χώρας, με το σκεπτικό κάθε επισκοπή να έχει στην δικαιοδοσία της την περιφέρεια του αντίστοιχου νομού. Ωστόσο, επειδή με αυτή την διευθέτηση πολλοί (συγκεκριμένα, 53) ήδη επίσκοποι, βρέθηκαν χωρίς επισκοπές, σύντομα ιδρύθηκαν ακόμα 40 επισκοπές, που αντιστοιχούσαν πλέον στις επαρχίες του Βασιλείου.[7]
δημόσια εκπαίδευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Μάρτιο του 1833 επίσης, συστάθηκε υπό την καθοδήγηση και πάλι του Γκέοργκ Μάουρερ, μια επιτροπή που την αποτελούσαν οι Ιωάννης Κοκκώνης, Ιωάννης Βενθύλος, Αλέξανδρος Σούτσος, Αναστάσιος Πολυζωίδης, και Κωνσταντίνος Σχινάς υπό την προεδρία του τότε αρμόδιου Γραμματέα (σημ. Υπουργού) Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού. Η επιτροπή τελειώνοντας την εργασία της, τον Ιούλιο του 1833 κατέθεσε στην Αντιβασιλεία ένα σχέδιο νόμου το οποίο όμως απορρίφθηκε. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1834 κατατέθηκε και εγκρίθηκε ένα σχέδιο νόμου που ήταν βασισμένο πάνω στον αντίστοιχο γαλλικό νόμο.
Γενικά, η εκπαίδευση βασίστηκε πάνω σε γαλλικά και βαυαρικά πρότυπα. Συγκεκριμένα η στοιχειώδη εκπαίδευση οργανώθηκε με το διάταγμα της 21ης Νοεμβρίου 1833, όπως συμπληρώθηκε με τον νόμο της 6ης Φεβρουαρίου 1834 που ορίζει την εκπαίδευση υποχρεωτική και δεν κάνει διάκριση φύλου ως προς τα βασικά μαθήματα. Η μέση εκπαίδευση πάλι οργανώθηκε με τα διατάγματα της 31ης Δεκεμβρίου 1836: α) «Περί τοῦ κανονισμοῦ τῶν ἑλληνικῶν σχολείων καί γυμνασίων» και β) «Περὶ τοῦ διοργανισμοῦ καὶ τῆς τάξεως τῶν μαθημάτων τῶν ἑλληνικῶν σχολείων καὶ γυμνασίων», και αναφερόταν μόνο σε άρρενες μαθητές , («παῖδας»).
Υπήρξε μέριμνα και για την δημιουργία ανώτερων και ανώτατων σχολών, όπως το «Πολυτεχνικό Σχολείο» του 1836 από το οποίο προέκυψαν συν τω χρόνω το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και η Σχολή Καλών Τεχνών, το «Διδασκαλείο», το οποίο ιδρύθηκε στο Ναύπλιο το 1834, το οποίο ήταν η ανώτερη κρατική σχολή, στην οποία σπούδαζαν οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων και το Πανεπιστήμιο το οποίο ιδρύθηκε με διάταγμα του Απριλίου του 1837, επί πρωθυπουργίας του Ιγνάτιου Ρούντχαρτ.[8]
Επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματείς της Επικράτειας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γιαννοπούλου Σταυρούλα : «Η οργάνωση της Παιδείας και της Εκκλησίας κατά την οθωνική περίοδο (1833-1862)»[4]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ ΦΕΚ Α 14 / 1833 [1]
- ↑ «Εφετηρίς του Βασιλείου της Ελλάδος δια το έτος 1837», παρά του ιατρού Α. Ι. Κλάδου, [2] σελ. 118
- ↑ https://www.elculture.gr/blog/article/%ce%bf%ce%b8%cf%8e%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%bf-%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%ae%ce%bc%ce%b9%ce%bf/
- ↑ http://arxeiomnimon.gak.gr/browse/resource.html?tab=01&id=9258
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ «Σύνοδος στη Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται «το άθροισμα των αρχιερέων, γινόμενον ή δια να εκδοθή απόφασις δια την ευσέβειαν και ευταξίαν της Εκκλησίας ή δια να αναιρεθή με τα όπλα της ευσεβείας καμία ζημία προλαβούσα, ή μέλλουσα της ευσεβείας». Έτσι η Εκκλησιαστική σύνοδος αποτελεί την «ανωτέρα αρχή εν πάση κατά τόπους εκκλησία», η οποία αποτελείται «υπό του συνόλου των επισκόπων» της εκάστοτε εκκλησιαστικής διοικητικής επαρχίας» [3]
- ↑ Γιαννοπούλου Σταυρούλα, σελ. 84
- ↑ http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/society/institutions/04.html