Χουσεΐν της Ιορδανίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χουσεΐν
Βασιλιάς της Ιορδανίας
Ο Βασιλιάς Χουσεΐν το 1997
Περίοδος11 Αυγούστου 1952 - 7 Φεβρουαρίου 1999
ΠροκάτοχοςΤαλάλ
ΔιάδοχοςΑμπντάλα Β΄
Γέννηση14 Νοεμβρίου 1935
Αμμάν, Υπεριορδανία
Θάνατος7 Φεβρουαρίου 1999 (63 ετών)
Αμμάν, Ιορδανία
Τόπος ταφήςΠαλάτι Ραγκαντάν Ιορδανία
ΣύζυγοςΝτίνα μπιντ Αμπντούλ Χαμίντ (1955-1957)
Αντουανέτ Γκάρντινερ
(1961-1972)
Άλια Τουκάν
(1972-1977)
Λίζα Χαλαμπάϊ
(1978-1999)
ΕπίγονοιΠριγκίπισσα Άλια
Βασιλιάς Αμπντάλα Β΄
Πρίγκιπας Φαϊζάλ
Πριγκίπισσα Αΐσα
Πριγκίπισσα Ζέιν
Πριγκίπισσα Χάγια
Πρίγκιπας Αλή
Αμπίρ Μουχαϊσέν (υιοθετημένη)
Πρίγκιπας Χαμζάχ
Πρίγκιπας Χασίμ
Πριγκίπισσα Ιμάν
Πριγκίπισσα Ράϊγια
Πλήρες όνομα
   Χουσεΐν μπιν Ταλάλ μπιν Αμπντάλα μπιν Χουσεΐν
ΟίκοςΧασεμιτών
ΠατέραςΤαλάλ της Ιορδανίας
ΜητέραΖέιν Αλ-Σαράφ μπιντ Τζαμίλ
ΘρησκείαΣουνιτικό Ισλάμ
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Χουσεΐν μπιν Ταλάλ (14 Νοεμβρίου 19357 Φεβρουαρίου 1999) ήταν ο Βασιλιάς της Ιορδανίας από τις 11 Αυγούστου 1952 έως τον θάνατό του το 1999.[1] Αποτελούσε μέλος της δυναστείας των Χασεμιτών, του βασιλικού οίκου του Εμιράτου της Υπεριορδανίας (1921-1946), του Βασιλείου της Υπεριορδανίας (1946-1949) και του Βασιλείου της Ιορδανίας (1949-σήμερα). Ο Χουσεΐν ανήκε στην 40η γενιά των απευθείας απογόνων του Προφήτη Μωάμεθ.[2][3][1][4]

Ο Χουσεΐν γεννήθηκε στο Αμμάν και ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Ταλάλ μπιν Αμπντάλα και της Ζέιν Αλ-Σαράφ μπιντ Τζαμίλ. Ο Ταλάλ ήταν τότε ο διάδοχος του πατέρα του, Βασιλιά Αμπντάλα Α΄. Ο Χουσεΐν ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στο Αμμάν, συνεχίζοντας με σπουδές στο εξωτερικό. Όταν ο Ταλάλ έγινε Βασιλιάς το 1951, ο Χουσεΐν ονομάστηκε διάδοχος του θρόνου.[3][4] Το Κοινοβούλιο της Ιορδανίας ανάγκασε τον Ταλάλ να παραιτηθεί ένα χρόνο αργότερα, λόγω της ασθένειάς του και διόρισε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας, το οποίο άσκησε την εξουσία μέχρι την ενηλικίωση του Χουσεΐν.[3][4] Η ενθρόνιση του Χουσεΐν έγινε στις 2 Μαΐου 1953, όταν εκείνος ήταν σε ηλικία 17 ετών.[4] Ο Χουσεΐν παντρεύτηκε τέσσερις φορές και απέκτησε έντεκα παιδιά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Βασιλιάς Αμπντάλα Β΄ της Ιορδανίας και η Πριγκίπισσα Χάγια, που παντρεύτηκε τον ηγεμόνα του Ντουμπάι.

Ο Χουσεΐν ξεκίνησε τη βασιλεία του με το λεγόμενο «φιλελεύθερο πείραμα», το οποίο επέτρεψε να διεξαχθούν οι βουλευτικές εκλογές του 1956, με τις οποίες σχηματίστηκε η πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στην ιστορία της Ιορδανίας.[1][3] Λίγους μήνες μετά, όμως, έπειτα από μία φερόμενη απόπειρα πραξικοπήματος (13 Απριλίου 1957), ο Χουσεΐν ανάγκασε την κυβέρνηση να παραιτηθεί, ενώ απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα και επέβαλε στη χώρα τον στρατιωτικό νόμο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η Ιορδανία συμμετείχε σε τρεις πολεμικές αναμετρήσεις εναντίον του Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένου του Πολέμου των Έξι Ημερών (1967), κατά τον οποίο η Ιορδανία απώλεσε την Δυτική Όχθη.[4] Το 1970 προχώρησε στην απέλαση Παλαιστινίων ανταρτών (Φενταγίν), καθώς απείλησαν την ασφάλεια της χώρας κατά τον λεγόμενο Μαύρο Σεπτέμβριο.[4] Ο Χουσεΐν αποδέχτηκε την απώλεια της Δυτικής Όχθης το 1988, όταν η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης αναγνωρίστηκε διεθνώς ως ο μοναδικός πολιτικός και στρατιωτικός εκπρόσωπος των Παλαιστινίων.[4] Έπειτα από διαδηλώσεις, με αφορμή την αύξηση των τιμών των τροφίμων, τον Απρίλιο και Μάιο του 1989, κατάργησε τον στρατιωτικό νόμο και προκήρυξε βουλευτικές εκλογές. Το 1994 έγινε ο δεύτερος αρχηγός αραβικού κράτους που υπέγραφε μία συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ.[1][4]

Την εποχή της ανόδου του Χουσεΐν στο θρόνο, το 1953, η Ιορδανία ήταν ένα νέο έθνος, που είχε υπό την έλεγχό της τη Δυτική Όχθη. Η χώρα είχε λίγους φυσικούς πόρους και μεγάλο αριθμό Παλαιστινίων προσφύγων εξαιτίας του Αραβο-Ισραηλινού Πολέμου του 1948.[4] Ο Χουσεΐν οδήγησε επιτυχώς τη Ιορδανία μέσα από τις τέσσερις ταραχώδεις δεκαετίες των Αραβο-Ισραηλινών συγκρούσεων και του Ψυχρού Πολέμου, εξισορροπώντας με επιτυχία τις πιέσεις από τους Άραβες εθνικιστές, τους Ισλαμιστές, τη Σοβιετική Ένωση, τις Δυτικές χώρες και το Ισραήλ και παραδίδοντας στον διάδοχό του ένα σταθερό σύγχρονο κράτος.[4] Μετά το 1967 συμμετείχε όλο και περισσότερο στις προσπάθειες επίλυσης του παλαιστινιακού ζητήματος.[4] Ενήργησε ως μεσολαβητικός παράγοντας μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών και χαρακτηρίστηκε διεθνώς ως ο ειρηνοποιός της περιοχής. Ξεχώρισε γιατί απένειμε χάρη σε πολιτικούς αντιφρονούντες και αντιπάλους του και τους παραχώρησε ανώτερες κυβερνητικές θέσεις. Ο Χουσεΐν, ο οποίος επέζησε από δεκάδες απόπειρες δολοφονίας και σχέδια ανατροπής του, υπήρξε ο μακροβιότερος ηγέτης της Μέσης Ανατολής.[4] Πέθανε σε ηλικία 63 ετών από καρκίνο το 1999 και τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Αμπντάλα Β΄.[1][4]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενθρόνιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μεγαλύτερος γιος του Αμπντάλα Α΄, ο Ταλάλ, ανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Ιορδανίας στις 20 Ιουλίου 1951.[5] Ακολούθως, ο Ταλάλ ονόμασε τον γιο του, Χουσεΐν, διάδοχο του θρόνου στις 9 Σεπτεμβρίου 1951.[5] Η βασιλεία του Ταλάλ κράτησε λιγότερο από δεκατρείς μήνες, καθώς το Κοινοβούλιο τον ανάγκασε να παραιτηθεί, λόγω της ψυχικής του πάθησης (οι γιατροί είχαν διαγνώσει ότι έπασχε από σχιζοφρένεια).[5] Κατά τη σύντομη βασιλεία του, ο Ταλάλ είχε εισαγάγει ένα σύγχρονο, κάπως φιλελεύθερο, Σύνταγμα, που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται έως σήμερα.[5] Ο Χουσεΐν ανακηρύχθηκε Βασιλιάς στις 11 Αυγούστου 1952, τρεις μήνες πριν από τα 17α γενέθλιά του.[5] Ο Χουσεΐν βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Λωζάνη της Ελβετίας, όπου έλαβε ένα τηλεγράφημα από την Ιορδανία στο οποίο αναγραφόταν: «Αυτού Μεγαλειότητα Βασιλιάς Χουσεΐν».[5] «Δεν χρειαζόταν να το ανοίξω για να ξέρω ότι οι μέρες μου ως μαθητής είχαν τελειώσει», έγραψε αργότερα ο Χουσεΐν στα απομνημονεύματά του.[5] Επέστρεψε στη χώρα, όπου τον υποδέχτηκε ένας πλήθος που τον επευφημούσε.[5]

Ένα τριμελές συμβούλιο αντιβασιλείας, αποτελούμενο από τον πρωθυπουργό και τους προέδρους της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, ανέλαβε την διακυβέρνηση μέχρι ο Χουσεΐν να γίνει 18 ετών.[6] Εν τω μεταξύ, ο Χουσεΐν συνέχισε τις σπουδές του στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχερστ.[7] Η τελετή ενθρόνισής του διεξήχθη στις 2 Μαΐου 1953, την ίδια ημέρα όπου ο ξάδελφός του Φαϊζάλ Β΄ ανέλαβε τα βασιλικά του καθήκοντα στο Ιράκ.[5]

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασιλιάς Χουσεΐν το 1953.

Όταν ο νεαρός Βασιλιάς κληρονόμησε τον θρόνο της Ιορδανίας, η χώρα του είχε τον έλεγχο της Δυτικής Όχθης, η οποία είχε καταληφθεί κατά τη διάρκεια του Αραβο-Ισραηλινού Πολέμου του 1948 και είχε προσαρτηθεί στην ιορδανική επικράτεια το 1950.[5] Η χώρα ήταν φτωχή σε φυσικούς πόρους και είχε μεγάλο πληθυσμό Παλαιστινίων, καθώς η προσάρτηση της Δυτικής Όχθης είχε φέρει τους Παλαιστίνιους στο σημείο να αποτελούν τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού.[5] Μετά την ανάληψη του θρόνου, διόρισε στην πρωθυπουργία στον Φαουζί Μουλκί.[5] Οι φιλελεύθερες πολιτικές του Μουλκί, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του Τύπου, οδήγησαν σε αναταραχές, καθώς ομάδες της αντιπολίτευσης ξεκίνησαν μια εκστρατεία προπαγάνδας κατά της μοναρχίας.[8] Παλαιστίνιοι αντάρτες (Φενταγίν) χρησιμοποίησαν το έδαφος της Ιορδανίας για να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ, προκαλώντας κάποιες φορές βαριά αντίποινα.[5] Σε μία επιχείρηση αντίποινων από το Ισραήλ, σκοτώθηκαν 66 άμαχοι στο χωριό Κιμπία της Δυτικής Όχθης.[5] Το περιστατικό οδήγησε σε μεγάλες διαδηλώσεις και, το 1954, ο Χουσεΐν απέλυσε τον Μουλκί, εν μέσω αναταραχών, και διόρισε τον φιλομοναρχικό Ταουφίκ Αμπού αλ Χούντα.[5] Τον Οκτώβριο του 1954 πραγματοποιήθηκαν βουλευτικές εκλογές, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα της χώρας δεν ήταν ακόμη πλήρως οργανωμένα.[5] Ο Ταουφίκ Αμπού αλ Χούντα παρέμεινε στην πρωθυπουργία μόλις για έναν χρόνο, ενώ η κυβέρνησή του ανασχηματίστηκε τρεις φορές.[5]

Το 1955 σχηματίστηκε το λεγόμενο Σύμφωνο της Βαγδάτης, που αποτέλεσε μία Δυτική προσπάθεια να σχηματιστεί μία συμμαχία στη Μέση Ανατολή για να αντιμετωπίσει την σοβιετική επιρροή και την επιρροή του Αιγύπτιου Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ.[5] Η Ιορδανία βρέθηκε τότε εν μέσω των ανταγωνισμών των δύο πλευρών του Ψυχρού Πολέμου.[5] Η Βρετανία, η Τουρκία και το Ιράκ ήταν μέλη του Συμφώνου, με αποτέλεσμα η Ιορδανία να δέχεται πιέσεις από τη Βρετανία προκειμένου να ενταχθεί.[5] Ο Νασερισμός από τη μία πλευρά και η πρόταση για ένταξη στο Σύμφωνο από την άλλη, προκάλεσαν μεγάλες διαμάχες στη χώρα.[5] Η απαγόρευση κυκλοφορίας που επιβλήθηκε από την Αραβική Λεγεώνα δεν κατάφερε να μειώσει την ένταση, η οποία συνεχίστηκε καθ΄ όλη τη διάρκεια του 1955.[5] Οι τοπικές αναταραχές, που τροφοδοτούνταν κατά περιόδους από την αιγυπτιακή προπαγάνδα, κατευνάστηκαν μόνο όταν ο Βασιλιάς διόρισε νέο πρωθυπουργό, ο οποίος υποσχέθηκε η Ιορδανία να μην εισέλθει στο Σύμφωνο της Βαγδάτης.[5] Η Σαουδική Αραβία συμμάχησε με την Αίγυπτο εναντίον της δυναστείας των Χασεμιτών, τόσο στην Ιορδανία όσο και στο Ιράκ.[5] Οι Σαουδάραβες συγκέντρωσαν στρατεύματα κοντά στην Άκαμπα, στα νότια σύνορα της Ιορδανίας, τον Ιανουάριο του 1956, και αποχώρησαν μόνο όταν οι Βρετανοί απείλησαν να επέμβουν για λογαριασμό της Ιορδανίας.[5] Την ίδια περίοδο, στις 14 Δεκεμβρίου 1955, η Ιορδανία έγινε πλήρες μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.[9] Ο Χουσεΐν συνειδητοποίησε ότι η αραβική εθνικιστική τάση είχε κυριαρχήσει στην αραβική πολιτική σκηνή και ξεκίνησε να υποβαθμίζει τη σχέση της Ιορδανίας με τους Βρετανούς.[5] Την 1η Μαρτίου 1956 ο Χουσεΐν προχώρησε στην αραβοποίηση της διοίκησης του στρατού. Απέλυσε τον διοικητή της Αραβικής Λεγεώνας Τζον Μπάγκοτ Γκλαμπ και αντικατέστησε όλους τους ανώτατους Βρετανούς αξιωματικούς με Ιορδανούς, οι οποίοι εντάχθηκαν στις Ιορδανικές Ένοπλες Δυνάμεις.[5] Οι τολμηρές αποφάσεις του Χουσεΐν αντιμετωπίστηκαν με θαυμασμό στο εσωτερικό και σταδιακά οι σχέσεις με τα αραβικά κράτη βελτιώθηκαν.[5]

«Φιλελεύθερο πείραμα»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Νάσερ έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στην αραβική κοινή γνώμη, όταν υπέγραψε μία αμυντική συμφωνία με την Τσεχοσλοβακία, τον Σεπτέμβριο του 1955.[10] Η δημοτικότητά του στην Ιορδανία εκτοξεύτηκε στα ύψη, μετά την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, τον Ιούλιο του 1956.[10] Οι ενέργειές του θεωρήθηκαν ως μια θαρραλέα στάση ενάντια στον δυτικό ιμπεριαλισμό, κάτι που υποστήριξε και ο Χουσεΐν.[10] Τα γεγονότα που συνέβαιναν στην Αίγυπτο ώθησαν τα κόμματα της αριστεράς στην Ιορδανία να στραφούν προς το νασερισμό.[10]

Ο Χουσεΐν κατά τη διάρκεια ομιλίας του προς τα στρατεύματά του το 1956.

Σύντομα το κοινοβούλιο, που είχε εκλεγεί τον Οκτώβριο του 1954, διαλύθηκε και ο Χουσεΐν υποσχέθηκε δίκαιες εκλογές.[10] Αυτές διεξήχθησαν στις 21 Οκτωβρίου 1956 και έφεραν ως νικητή το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, που κέρδισε 12 από τις 40 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων.[10] Ο Χουσεΐν ζήτησε στη συνέχεια από τον Σουλεϊμάν Ναμπουλσί, ηγέτη του κόμματος, να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία ήταν η μόνη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στην μέχρι τότε ιστορία της Ιορδανίας.[10] Ο Χουσεΐν ονόμασε το εγχείρημα αυτό ως «φιλελεύθερο πείραμα». Στις 29 Οκτωβρίου 1956 ξέσπασε η Κρίση του Σουέζ, όταν η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ εξαπέλυσαν στρατιωτική επίθεση εναντίον της Αιγύπτου, προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας.[10] Ο Χουσεΐν οργίστηκε με την παρέμβαση αυτή, αλλά ο Ναμπουλσί τον αποθάρρυνε από ενδεχόμενη παρέμβαση υπέρ της Αιγύπτου.[10] Η πολιτική του Ναμπουλσί συχνά ήταν αντίθετη με τις επιδιώξεις του Βασιλιά Χουσεΐν, όπως συνέβη και με τον τρόπο αντιμετώπισης του Δόγματος Αϊζενχάουερ.[10] Ο Βασιλιάς είχε ζητήσει από τον Ναμπουλσί να πατάξει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιορδανίας και τα μέσα ενημέρωσης που ήλεγχε.[10] Οι διαφωνίες μεταξύ μοναρχίας και κυβέρνησης κορυφώθηκαν τον Μάρτιο του 1957 όταν ο Ναμπουλσί έδωσε στον Χουσεΐν έναν κατάλογο ανώτατων αξιωματικών του στρατού που ήθελε να αποστρατεύσει.[11] Ο Χουσεΐν, αμφιταλαντευόμενος αρχικά, αρνήθηκε να υπογράψει τις διαταγές αποστρατείας.[11] Η διαφωνία ανάγκασε την κυβέρνηση του Ναμπουλσί να παραιτηθεί στις 10 Απριλίου 1957.[11]

Ο Χουσεΐν δέχεται θερμή υποδοχή από τα στρατεύματά του (1 Μαρτίου 1957).

Στις 13 Απριλίου ξέσπασαν ταραχές σε μονάδες του στρατού στη Ζάρκα, ανάμεσα σε φιλομοναρχικούς και Άραβες εθνικιστές. Οι τελευταίοι είχαν διαδώσει τη φήμη ότι ο Βασιλιάς είχε δολοφονηθεί, κάτι που ανάγκασε τον 21χρονο Χουσεΐν να μεταβεί στην περιοχή για να τερματιστεί η βία.[12][13] Σχετικά με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την περίοδο, υπάρχουν δύο διαφορετικέ εκδοχές. Σύμφωνα με τη βασιλική εκδοχή, η ένταση στη Ζάρκα ήταν μία απόπειρα πραξικοπήματος του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Αλί Αμπού Νουβάρ εναντίον του Βασιλιά Χουσεΐν. Σύμφωνα με την εκδοχή των αντιφρονούντων, τα γεγονότα ήταν ένα σκηνοθετημένο, υποστηριζόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κίνημα του Χουσεΐν κατά του παναραβιστικού κινήματος της Ιορδανίας.[14] Σε κάθε περίπτωση, ο Αμπού Νουβάρ και άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί παραιτήθηκαν και τους επετράπη να φύγουν από την Ιορδανία για τη Συρία, όπου υποστήριξαν ανοιχτά την ανατροπή της ιορδανικής μοναρχίας.[14] Ο Χουσεΐν αντέδρασε επιβάλλοντας τον στρατιωτικό νόμο.[15] Αν και τελικά χαλάρωσε ορισμένα από τα καταπιεστικά μέτρα που είχε επιβάλει, όπως την απαγόρευση κυκλοφορίας και την αυστηρή λογοκρισία του Τύπου, οι ενέργειές του περιόρισαν σημαντικά τη συνταγματική δημοκρατία.[16] Οι φερόμενοι ως συνωμότες καταδικάστηκαν σε 15 χρόνια φυλάκιση, αλλά αργότερα (το 1964) αμνηστεύτηκαν κατά τις προσπάθειες συμφιλίωσης του Χουσεΐν με την εξόριστη αντιπολίτευση, ενώ κάποιοι διορίστηκαν σε ανώτερες κυβερνητικές θέσεις.[16]

Αραβική Ομοσπονδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεκαετία του 1950 έγινε γνωστή ως Αραβικός Ψυχρός Πόλεμος, λόγω της διαμάχης μεταξύ των κρατών στα οποία ηγούνταν η Νασερική Αίγυπτος από τη μία πλευρά και τα παραδοσιακά βασίλεια υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας από την άλλη.[17] Η Αίγυπτος και η Συρία σχημάτισαν την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (ΗΑΔ) την 1η Φεβρουαρίου 1958, με την προεδρία της Δημοκρατίας να καταλαμβάνεται από τον Νάσερ.[17] Ως αντιστάθμισμα, ο Χουσεΐν και ο ξάδερφός του, Βασιλιάς Φαϊζάλ Β΄ του Ιράκ, ίδρυσαν την Αραβική Ομοσπονδία στις 14 Φεβρουαρίου 1958.[17] Οι δύο αντίπαλες οντότητες εξαπέλυσαν προπαγανδιστικούς πολέμους η μία εναντίον της άλλης μέσω των ραδιοφωνικών μεταδόσεών τους.[17] Ιορδανικές και συριακές στρατιωτικές δυνάμεις συγκρούστηκαν τον Μάρτιο του ίδιου έτους, κατά μήκος των συνόρων των δύο κρατών.[17] Αποκαλύφθηκαν συνωμοσίες, τις οποίες υποκινούσε η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, εναντίον της Ομοσπονδίας.[17] Ένας αξιωματικός στην Ιορδανία συνελήφθη καθώς σχεδίαζε τη δολοφονία του Χουσεΐν, ενώ αποκαλύφθηκε ότι η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία σχεδίαζε να ανατρέψει και τις δύο μοναρχίες των Χασεμιτών.[17] Η Ιορδανία αντέδρασε συλλαμβάνοντας 40 ύποπτους αξιωματικούς του στρατού και ο Χουσεΐν κάλεσε τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του ιρακινού στρατού Ραφίκ Αρέφ για να τον ενημερώσει για την επιχειρούμενη συνωμοσία.[17] Ο Αρέφ απάντησε με τα εξής λόγια στον Χουσεΐν: «Προσέχετε τον εαυτό σας. Το Ιράκ είναι μια πολύ σταθερή χώρα, σε αντίθεση με την Ιορδανία. Εάν υπάρχουν οποιεσδήποτε ανησυχίες, η Ιορδανία είναι εκείνη που θα πρέπει να ανησυχεί».[17] Παρόλο που ο Φαϊζάλ και ο Χουσεΐν απολάμβαναν μια πολύ στενή σχέση, το περιβάλλον του Φαϊζάλ έβλεπε με περιφρόνηση την Ιορδανία. Ο Χουσεΐν απέδωσε αυτή τη στάση στην επιρροή του ιρακινού διάδοχου, Πρίγκιπα Αμπντάλα.[17]

Ο Χουσεΐν με τον ξάδελφό του Βασιλιά Φαϊζάλ Β΄ το 1957.

Κατόπιν αιτήματος του Χουσεΐν, οι Ιρακινοί προχώρησαν στην αποστολή μιας ταξιαρχίας στην Ιορδανία στις 13 Ιουλίου.[18] Η αναχώρηση της ιρακινής ταξιαρχίας έδωσε στους συνωμότες στο Ιράκ, με επικεφαλής τον ταξίαρχο Αμπντ αλ Καρίμ Κασίμ, την ευκαιρία να εκδηλώσουν ένα πραξικόπημα.[18] Στις 14 Ιουλίου μια ιρακινή μονάδα εισέβαλε στο βασιλικό παλάτι της Βαγδάτης και εκτέλεσε όλα τα μέλη της ιρακινής βασιλικής οικογένειας, ενώ την επόμενη ημέρα δολοφόνησε τον πρωθυπουργό της Αραβικής Ομοσπονδίας, Νουρί αλ Σαΐντ.[18] Συντετριμμένος, ο Χουσεΐν διέταξε μια ιορδανική αποστολή με επικεφαλής τον Χουσεΐν ιμπν Νάσερ να κινηθεί εναντίον των συνωμοτών, αλλά την ανακάλεσε ενώ βρισκόταν 240 χιλιόμετρα μέσα στο εσωτερικό του Ιράκ.[18] Ο Χουσεΐν, φοβήθηκε για ένα παρόμοιο πραξικόπημα στην Ιορδανία, επιβάλλοντας αυστηρότερο στρατιωτικό νόμο.[18] Αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν τόσο στον Λίβανο όσο και στην Ιορδανία ως ένδειξη υποστήριξης προς τα φιλοδυτικά καθεστώτα στην περιοχή και ενάντια στο κύμα του νασερισμού.[18] Μέχρι τον Οκτώβριο η ένταση είχε κατευναστεί και τα δυτικά στρατεύματα ανακλήθηκαν.[18]

Ο Χουσεΐν, στις 10 Νοεμβρίου, ξεκίνησε για να μεταβεί στην Ελβετία.[18] Καθώς πετούσε το δικό του αεροπλάνο πάνω από τον εναέριο χώρο της Συρίας, αναχαιτίστηκε από δύο συριακά αεροσκάφη που επιχείρησαν να τον καταρρίψουν.[18] Ο Χουσεΐν αντιμετώπισε τους Σύρους και προσγειώθηκε με ασφάλεια στο Αμμάν, όπου έγινε δεκτός με τιμές ήρωα.[18] Η δημοτικότητά του στην Ιορδανία εκτοξεύτηκε στα ύψη μέσα σε μια νύχτα.[18] Η Γκόλντα Μέιρ, μια Ισραηλινή πολιτικός που αργότερα θα γινόταν πρωθυπουργός, αναφερόμενη στα γεγονότα του 1958 είχε πει: «Όλοι προσευχόμαστε τρεις φορές την ημέρα για την ασφάλεια και την επιτυχία του Βασιλιά Χουσεΐν».[18] Οι Ισραηλινοί προτιμούσαν να παραμείνει ο Χουσεΐν στην εξουσία, σε αντίθεση με ένα νασερικό καθεστώς.[18]

Το 1959 ο Χουσεΐν ξεκίνησε μια περιοδεία σε διάφορες χώρες για να εδραιώσει διμερείς σχέσεις.[19] Η επίσκεψή του στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, καθώς μίλησε στο Κογκρένο ανοιχτά κατά της σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή, ενώ επέστρεψε από την Αμερική με ένα πακέτο βοήθειας 50 εκατομμυρίων δολαρίων.[19] Ενώ βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Χουσεΐν ενημερώθηκε ότι ο Σαντίκ αλ Σαρά, ένας στρατηγός που τον συνόδευε στην περιοδεία του, σχεδίαζε πραξικόπημα κατά της μοναρχίας.[19] Ο Χουσεΐν δεν αποκάλυψε ότι το γνώριζε μέχρι που και οι δύο προσγειώθηκαν στην Ιορδανία.[19] Ο αλ Σαρά δικάστηκε και του επιβλήθηκε η θανατική ποινή, όμως ο Χουσεΐν μείωσε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη.[19] Τέσσερα χρόνια αργότερα, του απένειμε χάρη και τον διόρισε Διευθυντή της Υπηρεσίας Διαβατηρίων της Ιορδανίας.[19]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς Χουσεΐν παντρεύτηκε τέσσερις φορές. Είχε έντεκα βιολογικά παιδιά και ένα υιοθετημένο παιδί.

Το 1955 παντρεύτηκε την Ντίνα μπιντ Αμπντούλ Χαμίντ τρίτη εξαδέλφη του Βασιλιά Ταλάλ. Χώρισαν το 1957 και μαζί απέκτησαν:

Το 1961 παντρεύτηκε την Αντουανέτ Γκάρντινερ, βρετανικής καταγωγής. Χώρισαν το 1972 και μαζί απέκτησαν:

Το 1972 παντρεύτηκε την Άλια Μπαχαουντίν Τουκάν, κόρη του Μπάχα Τουκάν του πρώτου πρεσβευτή της Ιορδανίας στα Ηνωμένα Έθνη. Πέθανε σε συντριβή ελικοπτέρου στο Αμμάν της Ιορδανίας το 1977.

Το 1978 παντρεύτηκε την Λίζα Χαλαμπάϊ, Αραβο-Αμερικανίδα Συριακής καταγωγής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 https://www.calendarz.com/on-this-day/february/7/hussein-of-jordan
  2. Corboz, Elvire (2015). Guardians of Shi'ism: Sacred Authority and Transnational Family Networks (στα Αγγλικά). Edinburgh University Press. σελ. 271. ISBN 978-0-7486-9144-9. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «The Reign of King Talal». 
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 https://www.britannica.com/biography/Hussein
  5. 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 5,11 5,12 5,13 5,14 5,15 5,16 5,17 5,18 5,19 5,20 5,21 5,22 5,23 5,24 5,25 5,26 5,27 «King Hussein of Jordan». The Telegraph. 8 Φεβρουαρίου 1999. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Φεβρουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2017. 
  6. Shlaim 2009, σελ. 56.
  7. «Biography – King Hussein bin Talal». jewishvirtuallibrary.org. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2021. 
  8. Shlaim 2009, σελ. 65.
  9. https://jordan.un.org/en/about/about-the-un
  10. 10,00 10,01 10,02 10,03 10,04 10,05 10,06 10,07 10,08 10,09 10,10 Shlaim 2009, σελ. 106–128.
  11. 11,0 11,1 11,2 Hiro 2003, σελ. 352.
  12. Dann 1989, σελ. 59.
  13. Shlaim 2009, σελ. 135.
  14. 14,0 14,1 Shlaim 2009, σελ. 133.
  15. Yitzhak 2012, σελ. 125.
  16. 16,0 16,1 Pearson 2010, σελ. 110.
  17. 17,00 17,01 17,02 17,03 17,04 17,05 17,06 17,07 17,08 17,09 Shlaim 2009, σελ. 153–159.
  18. 18,00 18,01 18,02 18,03 18,04 18,05 18,06 18,07 18,08 18,09 18,10 18,11 18,12 Shlaim 2009, σελ. 159–196.
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 Shlaim 2009, σελ. 174.