Φοινικέλαιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φοινικέλαιο
Φοινικέλαιο από φυτεία παραγωγής στη Γκάνα
Σύσταση
Λιπαρά συστατικά
Κορεσμένα49,3%
Παλμιτικό οξύ:43,5%
Στεατικό οξύ:4,3%
Ολικά ακόρεστα>50%
Μονοακόρεστα37%
Ελαϊκό οξύ: 36,6%
Πολυακόρεστα9,3%
Λινελαϊκό οξύ:9,1%
Ιδιότητες
Ενέργεια ανά 100γρ.884 kcal
Σημείο τήξης36-40 °C
Σημείο καπνού223°C
Πυκνότητα σε 15°C0,921-0,947 kg/l
Ιξώδες σε 20°C54 cP
Δείκτης διάθλασης1,453 - 1,456
Αριθμός Ιωδίου44-58
Αριθμός οξύτητας10
Αριθμός σαπωνοποίησης195-205
Κύβος φοινικέλαιου όπου φαίνεται ο αποχρωματισμός που οφείλεται σε βράσιμο.

Το φοινικέλαιο είναι ένα εδώδιμο φυτικό έλαιο που προέρχεται από το μεσοκάρπιο (κοκκινωπό πολφό) των φρούτων ελαιοφοίνικων, κυρίως του Αφρικάνικου ελαιοφοίνικα Elaeis guineensis,[1] και σε μικρότερο βαθμό από τον Αμερικανικό ελαιοφοίνικα Elaeis oleifera και τον φοίνικα μαρίπα Attalea maripa.

Το φοινικέλαιο είναι φυσικά κοκκινωπό στο χρώμα του από τη μεγάλη περιεκτικότητα σε βήτα-καροτίνη. Δεν πρέπει να συγχέεται με το φοινικοπυρηνέλαιο που εξάγεται από τον πυρήνα των ίδιων φρούτων[2] ή το κοκοφοινικέλαιο που προέρχεται από τον πυρήνα του κοκοφοίνικα (Cocos nucifera). Διαφέρουν στο χρώμα (το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο δεν περιέχει καροτενοειδή και δεν είναι κόκκινο), και στα περιεχόμενα κορεσμένα λιπαρά: το έλαιο μεσοκάρπιου φοίνικα έχει 49% κορεσμένα, ενώ το φοινικοπυρηνέλαιο και το έλαιο καρύδας έχουν 81% και 86% κορεσμένα λίπη, αντίστοιχα. Ωστόσο, από το ακατέργαστο κόκκινο φοινικέλαιο κατόπιν επεξεργασίας, αποχρωματισμού και αφαίρεσης των οσμών λαμβάνεται το RBD φοινικέλαιο και δεν περιέχει καροτενοειδή.

Ο ελαιοφοίνικας παράγει τσαμπιά με πολυάριθμα φρούτα των οποίων το σαρκώδες μεσοκάρπιο περικλείει έναν πυρήνα που καλύπτεται από ένα πολύ σκληρό κέλυφος. Για τον FAO το φοινικέλαιο (που προέρχεται από τον πολτό) και οι πυρήνες του φοίνικα θεωρούνται πρωτογενή προϊόντα. Η ταχύτητα εξαγωγής ελαίου από μία παρτίδα κυμαίνεται από 17 έως και 27% για το φοινικέλαιο, σε 4% έως 10% για τους πυρήνες φοίνικα[3].

Το φοινικέλαιο, όπως και το έλαιο καρύδας, είναι πολύ κορεσμένο σε φυτικά λίπη και ημιστερεό σε θερμοκρασία δωματίου.[4] Είναι κοινό συστατικό μαγειρικής στην τροπική ζώνη της Αφρικής, τη Νοτιοανατολική Ασία και μέρη της Βραζιλίας. Χρησιμοποιείται ευρέως στην εμπορική βιομηχανία τροφίμων παγκόσμια λόγω του χαμηλότερου κόστους [5] και της υψηλής οξειδωτικής σταθερότητας (κορεσμός) του καθαρού προϊόντος, όταν χρησιμοποιείται για το τηγάνισμα.[6][7] Μία πηγή ανέφερε ότι το 2015 οι άνθρωποι κατανάλωναν κατά μέσο όρο 7,7 κιλά φοινικέλαιου ανά άτομο.[8]

Η χρήση του φοινικέλαιου σε προϊόντα τροφίμων έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον περιβαλλοντικών ομάδων ακτιβιστών· η υψηλή απόδοση ελαιοπαραγωγής από τα δέντρα ενθάρρυνε την επέκταση της καλλιέργειας, και πολλά Ινδονησιακά δάση αποψιλώθηκαν για να κάνουν χώρο για μονοκαλλιέργεια ελαιοφοινίκων.[9] Έτσι χάθηκαν περιοχές από τον φυσικό οικότοπο των τριών σωζόμενων ειδών ουραγκοτάγκου, εκ των οποίων το είδος Σουμάτρας έχει χαρακτηριστεί ως απειλούμενο.[10] Το 2004, σχηματίστηκε η βιομηχανική ομάδα Στρογγυλή Τράπεζα για Αειφόρο Φοινικέλαιο για να ασχολήθει με τέτοια θέματα.[11] Το 1992, η Κυβέρνηση της Μαλαισίας, ως απάντηση στις ανησυχίες για την αποψίλωση των δασών, υποσχέθηκε ότι η επέκταση των φυτειών ελαοιφοινίκων θα περιοριστεί, με διατήρηση της μισής εθνικής γης ως δασικές εκτάσεις.[12][13] Το Μάρτιο 2017, ένα ντοκιμαντέρ του Deutsche Welle έδειξε ότι με φοινικέλαιο παρασκευάζονται υποκατάστατα γάλακτος για την εκτροφή μόσχων σε τυροκομεία των γερμανικών Άλπεων. Αυτά περιέχουν 30% γάλα σε σκόνη και κατάλοιπα ακατέργαστων πρωτεϊνών από αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη, ορό γάλακτος σε σκόνη και φυτικά λιπαρά, κυρίως λάδι καρύδας και φοινικέλαιο.[14]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελαιοφοίνικας (Elaeis guineensis)

Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ελαιοφοίνικες τουλάχιστο 5.000 χρόνια. Στα τέλη του 1800, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια ουσία που αναγνώρισαν ως φοινικέλαιο σε έναν τάφο στην Άβυδο που χρονολογείται περί το 3.000 π. Χ.[15] Πιστεύεται ότι το εμπόριο έφερε ελαιοφοίνικες στην Αίγυπτο.[16]

Το φοινικέλαιο του Ε. guineensiss είναι αναγνωρισμένο στην Δύση και τις χώρες της Κεντρικής Αφρικής, και χρησιμοποιείται ευρέως ως μαγειρικό λάδι. Οι ευρωπαίοι έμποροι στις συναλλαγές με τη Δυτική Αφρική περιστασιακά αγόραζαν φοινικέλαιο για χρήση ως μαγειρικό λάδι στην Ευρώπη.

Το φοινικέλαιο έγινε περιζήτητο εμπόρευμα από τους Βρετανούς εμπόρους, για χρήση ως βιομηχανικό λιπαντικό στα μηχανήματα της Βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης.[17]

Το φοινικέλαιο αποτέλεσε τη βάση για προϊόντα σάπωνος, όπως τα Lever Brothers' (τώρα Unilever), σαπούνι "Sunlight" και την Αμερικανική Palmolive.[18]

Περί το 1870, το φοινικέλαιο ήταν το κύριο εξαγόμενο προϊόν ορισμένων χωρών της Δυτικής Αφρικής, όπως η Γκάνα και η Νιγηρία, αλλά ξεπεράστηκε από το κακάο τη δεκαετία του 1880.[19][20]

Σύσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λιπαρά οξέα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φοινικέλαιο, όπως και όλα τα λίπη, αποτελείται από λιπαρά οξέα εστεροποιημένα με γλυκερόλη. Έχει μεγάλη περιεκτικότητα στο ομώνυμο παλμιτικό οξύ, ένα κορεσμένο λιπαρό οξύ 16-ανθράκων, και το μονοακόρεστο ολεϊκό οξύ. Το ακάθαρτο φοινικέλαιο είναι σημαντική πηγή τοκοτριενόλης, μέλος της οικογένειας βιταμινών Ε.[21]

Η κατά προσέγγιση περιεκτικότητα του φοινικέλαιου σε εστεροποιημένα λιπαρά οξέα είναι:[22]

Τα λιπαρά οξέα που βρίσκονται στο φοινικέλαιο
(ως τριγλυκεριδικοί εστέρες)
Λιπαρό οξύ pct
Μυριστικό κορεσμένο C14
  
1.0%
Παλμiτικό κορεσμένο C16
  
43.5%
Στεατικό κορεσμένο C18
  
4.3%
Ελαϊκό μονοακόρεστο C18
  
36.6%
Λινελαϊκό πολυακόρεστο C18
  
9.1%
Άλλα λιπαρά/Άγνωστα
  
5.5%
μαύρο: Κορεσμένο; γκρι:Μονοακόρεστο; μπλε: Πολυακόρεατο

Καροτένια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κόκκινο φοινικέλαιο είναι πλούσιο σε καροτενοειδή, όπως η άλφα-καροτίνη, βήτα-καροτίνη και το λυκοπένιο, στα οποία οφείλεται το σκούρο κόκκινο χρώμα.[23][24] Το "RBD φοινικέλαιο" που λαμβάνεται από το ακατέργαστο με επεξεργασία, λεύκανση και αφαίρεση οσμών δεν περιέχει καροτένια.

Επεξεργασία και χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα περιέχουν φοινικέλαιο ή παράγωγά του.[25]

Καθαρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από την άλεση ακολουθεί διϋλυση. Η Κλασμάτωση περιλαμβάνει διεργασίες κρυστάλλωσης και διαχωρισμού με τις οποίες λαμβάνονται στερεά (στεατίνη) και υγρά (ολεϊνη) κλάσματα.[26] Στη συνέχεια, οι ακαθαρσίες απομακρύνονται με λιώσιμο και αποκομμίωση. Tο έλαιο φιλτράρεται και αποχρωματίζεται. Με φυσικό εξευγενισμό απομακρύνονται τα ανεπιθύμητα πτητικά αρωματικά συστατικό και λαμβάνεται "εξευγενιμένο, αποχρωματισμένο και άοσμο φοινικέλαιο" (RBDPO), και ελεύθερα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή  σαπουνιών, απορρυπαντικών σε σκόνη, κ.α. Το RBDPO είναι το βασικό προϊόν φοινικέλαιου που πωλείται στις παγκόσμιες αγορές βασικών προϊόντων. Με περαιτέρω κλασμάτωση λαμβάνεται φοινικέλαιο για μαγειρικό λάδι, και με άλλες επεξεργασίες δίνει άλλα προϊόντα.

Το κόκκινο φοινικέλαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τη δεκαετία 1990, το κόκκινο φοινικέλαιο εξάγεται με ψυχρή-πίεση από τον καρπό του ελαιοφοίνικα και εμφιαλώνεται για χρήση ως μαγειρικό λάδι, ή ως συστατικό μαγιονέζας και μείγματος φυτικών ελαίων.[27]

Περιέχει 50% κορεσμένα λιπαρά—λιγότερα από το, φοινικοπυρηνέλαιο— 40% ακόρεστα λιπαρά και 10% πολυακόρεστα λιπαρά, και:

Λευκό φοινικέλαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Λευκό φοινικέλαιο λαμβάνεται με επεξεργασία και ραφινάρισμα. Κατόπιν διεργασίας αποχρωματισμού χάνει το βαθύ κόκκινο χρώμα. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή τροφίμων και βρίσκεται σε πληθώρα κατεργασμένων τροφίμων, όπως φυστικοβούτυρο και τσίπς, ψητά και τηγανητά προϊόντα. Υποχρεωτικά αναγράφεται στις ετικέτες των προϊόντων που περιέχεται. 

Υποκατάσταση βουτύρου και τρανς λιπαρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολύ κορεσμένη φύση του φοινικέλαιου το καθιστά στερεό σε θερμοκρασία δωματίου σε περιοχές με εύκρατο κλίμα, κατάλληλο για φτηνό υποκατάστατο του βουτύρου ή τρανς λιπαρών σε συνταγές που απαιτείται στερεό λίπως, όπως για παρασκευή ζύμης ζαχαροπλαστικής ζύμης και αρτοσκευασμάτων. Η υποχρεωτική επισήμανση των συστατικών τροφίμων στις ετικέτες τους οδήγησε σε μείωση της χρήσης τρανς λιπαρών[28] με υποκατάσταση από φοινικέλαιο.[29] Ωστόσο, έρευνα του 2009 έδειξε ότι το φοινικέλαιο δεν είναι καλός υποκατάστατης για τα τρανς λιπαρά σε άτομα με ήδη αυξημένα επίπεδα LDL,[30] και επιβεβαιώθηκε από έρευνες του USDA.[31]

Βιομάζα και βιοενέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χαμηλό του κόστος, οι πολλαπλές του χρήσεις, η υψηλή ανθεκτικότητά του απέναντι στις ακραίες θερμοκρασίες και κατά το τηγάνισμα, έχει ως αποτέλεσμα η βιομηχανία τροφίμων να το χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο προκειμένου να αντικαταστήσει άλλα φυτικά έλαια που είναι πιο ακριβά στην παραγωγή τους. Από το 2007, αυτό το εδώδιμο έλαιο είναι το πρώτο σε κατανάλωση αυτήν τη στιγμή στον κόσμο.

Το φοινικέλαιο χρησιμοποιείται παγκοσμίως ως μαγειρικό λάδι με τη μορφή μαργαρίνης, καθώς επίσης και στα γλυκά και στα αρτοπαρασκευάσματα. φοινικέλαιο χρησιμοποιείται για την παραγωγή  μεθυλικού εστέρα και υδροδεοξυγονομένα βιοντίζελ.[32] Ο μεθυλεστέρας φοινικέλαιου προκύπτει με αντίδραση μετεστεροποίησης. Το φοινικέλαιο βιοντίζελ συχνά αναμειγνύεται με άλλα καύσιμα προς μείγματα βιοντίζελ,[33] και είναι σύμφωνο με το Ευρωπαϊκό πρότυπο EN 14214 για τα βιοντίζελ. Το υδροδεοξυγονομένο βιοντίζελ παράγεται με άμεση υδρογονόλυση των λιπαρών σε αλκάνια και προπάνιο. Η μεγαλύτερη παγκόσμια φυτεία φοινικέλαιου βιοντίζελ είναι η φινλανδική Neste Oil στην Σιγκαπούρη, που άνοιξε το 2011 και παράγει υδροδεοξυγονομένο NEXBTL βιοντίζελ.[34]

Σημαντικές ποσότητες φοινικέλαιου που εξάγονται στην Ευρώπη μετατρέπονται σε βιοντίζελ (το 2018: Ινδονησία: 40%, Μαλαισία 30%).[35]

Τα οργανικά απόβλητα που παράγονται κατά την επεξεργασία του φοινικέλαιου, όπως κέλυφη και τσαμπιά, μπορούν να μετατραπούν σε πελλετ βιοκαύσιμα.[36] Τα κατάλοιπα φοινικέλαιου από τηγάνισμα τροφίμων μπορούν να μετατραπούν σε μεθυλεστέρες για βιοντίζελ.[37]

Στην επούλωση τραυμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μολονότι το φοινικέλαιο εφαρμόζεται σε πληγές για την υποτιθέμενη αντιμικροβιακή δράση του, η αποτελεσματικότητά του δεν έχει επιβεβαιωθεί με επιστημονικές έρευνες.[38]

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2016, η παγκόσμια παραγωγή φοινικέλαιου εκτιμάται σε 62,6 εκατ. τόνους, 2.7 εκατ. τόνους περισσότερο από το 2015. Η αξία παραγωγής εκτιμήθηκε σε $39,3 Δισ. το 2016, με αύξηση $2,4 Δισ. (ή +7%) από το προηγούμενο έτος[39]. Την περίοδο 1962 - 1982 οι παγκόσμιες εξαγωγές φοινικέλαιου αυξήθηκαν από 0,5 εκατ. σε 2,4 εκατ. τόνους ετήσια και το 2008 η παγκόσμια παραγωγή φοινικέλαιου και φοινικοπυρηνέλαιου ανήλθε σε 48 εκατ. τόνους. Σύμφωνα με προβλέψεις του FAO, μέχρι το 2020 η παγκόσμια ζήτηση για φοινικέλαιο θα διπλασιαστεί, και μέχρι το 2050 θα τριπλασιαστεί.[40]

Παγκόσμιος χάρτης παραγωγών φοινικέλαιου το 2013

Ινδονησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ινδονησία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός φοινικέλαιου, που το 2006 ξεπέρασε τη Μαλαισία, παράγοντας πάνω από 20,9 εκατ. τόνους.[41][42] Η Ινδονησιακή παραγωγή αναμένεται να διπλασιάστει έως το 2030. Το 2010, το 60% του εξαγόμενου φοινικέλαιου ήταν σε ακατέργαστη μορφή.[43] Τα δεδομένα του FAO δείχνουν ότι την περίοδο 1994-2004 η παραγωγή αυξήθηκε κατά 400%, σε 8,66 εκατ. μετρικούς τόνους.

Μαλαισία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυτεία ελαιοφοινίκων στη Μαλαισία

Το 2012 η Μαλαισία, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος παγκόσμιος παραγωγός φοινικέλαιου,[44] με παραγωγή 18,79 εκατ. τόνους ακατέργαστου φοινικέλαιου από 5,000,000 εκτάρια γης.[45][46] Μολονότι η Ινδονησιακή παραγωγή είναι μεγαλύτερη, η Μαλαισία είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας φοινικέλαιου με εξαγωγή 18 εκατ. τόνους προϊόντων φοινικέλαιου το 2011. Οι κύριοι εισαγωγείς τους είναι οι Κίνα, Πακιστάν,  Ευρωπαϊκή Ένωση, Ινδία και ΗΠΑ.[47]

Φυτεία ελαιοφοινίκων στην Ινδονησία

Νιγηρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2011 η Νιγηρία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός, με 2,3 εκατομμύρια εκτάρια υπό καλλιέργεια. Μέχρι το 1934, η Νιγηρία ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο. Στη βιομηχανία συμμετείχαν εξίσου μικρής και μεγάλης κλίμακας παραγωγοί.[48][49]

Ταϊλάνδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ταϊλάνδη είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός ακατέργαστου φοινικέλαιου, με παραγωγή δύο εκατ. τόνους ανά έτος, ή 1,2% της παγκόσμιας παραγωγής. Το 95% της Ταϊλανδέζικης παραγωγής καταναλώνεται τοπικά. Το 85% των φυτειών και μονάδων επεξεργασίας βρίσκονται στη νότια Ταϊλάνδη. Το 2016 σε 4,7 έως 5,8 εκατ.  rai  καλλιεργήθηκαν φοίνικες, και απασχολήθηκαν 300.000 αγρότες, σε μικρά κομμάτια γής των 20 rai. To ASEAN ως περιοχή παράγει 52,5 εκατ. τόνους φοινικέλαιου, δηλαδή 85% της παγκόσμιας παραγωγής και 90% των παγκόσμιων εξαγωγών. Η Ινδονησία παράγει το 52,2% των παγκόσμιων εξαγωγών. Η Μαλαισία εξάγει συνολικά το 37.9%. Οι μεγαλύτεροι καταναλωτές φοινικέλαιου είναι οι Ινδία, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κίνα, με τις τρεις να καταναλώνουν το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών. Το Ταϊλανδέζικο Υπουργείο Εσωτερικού Εμπορίου (DIT) καθορίζει τις τιμές του ακατέργαστου και του εξευγενισμένου φοινικέλαιου. Οι Ταϊλανδέζοι καλλιεργητές έχουν μικρότερη απόδοση συγκριτικά προς τους ομόλογους απο Μαλαισία και  Ινδονησία. Οι Ταϊλανδέζικες καλλιέργειες ελαιοφοινίκων δίνουν 4-17% φοινικέλαιο ενώ οι ανταγωνιστικές χώρες φτάνουν το 20%. Επιπλέον, οι Ινδονησιακές και Μαλαισιανές φυτείες είναι 10 φορές μεγαλύτερες από τις Ταϊλανδέζικες.[50]

Κολομβία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δεκαετία του 1960  σε 18.000 εκτάρια καλλιεργήθηκαν ελαιοφοίνικες. Η Κολομβία είναι πλέον ο μεγαλύτερος παραγωγός φοινικέλαιου στην Αμερική, και το 35% του προϊόντος εξάγεται για βιοκαύσιμο. Το 2006 ο Κολομβιανός συνεταιρσμός καλλιεργητών, Φεντεπάλμα, ανέφερε ότι οι φυτείες ελαιοφοινίκων αυξήθηκαν σε 1,000,000 εκτάρια. Η επέκταση αυτή χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από τον Αμερικάνικο Οργανισμό για τη Διεθνή Ανάπτυξη με την πρόθεση να επανεγκατασταθούν απόστρατοι σε αρόσιμη γη, και από την Κολομβιανή κυβέρνηση που πρότεινε αύξηση της καλλιεργήσιμης γης για εξαγόμενα είδη σε από 7.000.000 εκτάρια έως το 2020. Το Φεντεπάλμα δήλωσε ότι τα μέλη του ακολουθούν βατές οδηγίες.[51]

Κάποιοι Αφρο-Κολομβιανοί ισχυρίζονται ότι ορισμένες από αυτές τις νέες φυτείες έχουν απαλλοτριωθεί από αυτούς, όταν αναγκάστηκαν να φύγουν για να γλιτώσουν από τη φτώχεια και τον εμφύλιο πόλεμο, ενώ ένοπλοι φρουροί εκφόβιζαν τον υπόλοιπο λαό για περαιτέρω μειώσεις πληθυσμού, και εμπορεύονταν κόκα και ανθρώπους.[52]

Άλλες χώρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δορυφορική εικόνα που δείχνει την αποψίλωση δασών στο Βόρνεο της Μαλαισίας για να δημιουργηθεί χώρος για την καλλιέργεια ελαιοφοινίκων

Μπενίν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φοίνικας είναι γηγενές είδος στους υγροτόπους της δυτικής Αφρικής και στο νότιο Μπενίν ήδη υπάρχουν πολλές φυτείες. Το "Πρόγραμμα Γεωργικής Αναγέννησης" έχει ταυτοποιήσει πολλές χιλιάδες εκτάρια γης ως κατάλληλα για νέες φυτείες φοινικέλαιου για εξαγωγή. Παρά τα οικονομικά οφέλη, Μη-κυβερνητικές οργανώσεις  όπως η Nature Tropicale, ισχυρίζονται ότι τα βιοκαύσιμα θα ανταγωνιστούν την εγχώρια παραγωγή τροφίμων σε ορισμένες αγροτικές τοποθεσίες. Η αποχέτευση των εκτάσεων τύρφης θα έχει αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Υπάρχουν ανησυχίες τα γενετικά τροποποιημένα φυτά θα εισαχθούν στην περιοχή, θέτοντας σε κίνδυνο την τρέχουσα πριμοδότηση που καταβλήθηκε για τις μη Γ.Τ. καλλιέργειες.[53][54]

Καμερούν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Καμερούν είχε σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα παραγωγής που ξεκίνησε από τα Αγροκτήματα Ηρακλής στις ΗΠΑ,[55] και σταματήσε υπό την πίεση των πολιτικών κοινωνικών οργανώσεων στο Καμερούν. Λίγο νωρίτερα οι Ηρακλής έφυγαν από τη Στρογγυλή Τράπεζα για Αειφόρο Φοινικέλαιο πρώιμα στις διαπραγματεύσεις.[56] Το πρόγραμμα είναι αμφιλεγόμενο, λόγω της αντιπολίτευσης από τους χωρικούς και τη θέση του σε μια ευαίσθητη περιοχή για τη βιοποικιλότητα.

Κένυα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εγχώρια παραγωγή της Κένυαs σε εδώδιμα έλαια καλύπτει περίπου το ένα τρίτο της ετήσιας ζήτησης, περίπου 380,000 μετρικούς τόνους. Το υπόλοιπο εισάγεται με κόστος US$140 εκατ. ετήσια, καθιστώντας το λάδι ως τη δεύτερη πιο σημαντική εισαγωγή μετά το πετρέλαιο. Από το 1993 μια νέα υβριδική ποικιλία ανεκτική στο κρύο και υψηλής απόδοσης σε φοινικέλαιο, έχει προωθηθεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών στη δυτική Κένυα. Ανακούφισε το έλλειμμα της χώρας σε εδώδιμα έλαια και αποτέλεσε εξαιρετική εμπορεύσιμη καλλιέργεια, και μάλιστα με περιβαλλοντικό όφελος για την περιοχή, εφόσον δεν ανταγωνίζεται τις καλλιέργειες φυτών για τρόφιμα ή αυτοφυή βλάστηση και παρέχει σταθεροποίηση για το χώμα.[57]

Γκάνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Γκάνα υπάρχουν πολλά είδη κάρυων φοίνικα, που ίσως συνεισφέρουν σημαντικά στη γεωργία της περιοχής, αλλά περιορίζονται στο τοπικό εμπόριο και στις γειτονικές χώρες. Η παραγωγή επεκτείνεται καθώς μεγάλοι επενδυτές αγοράζουν φυτείες, και η Γκάνα θεωρείται εξαιρετικά αναπτυσσόμενη περιοχή για το φοινικέλαιο.

Κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοινωνικές επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Βόρνεο, το δάσος (F) αντικαθίσταται από φυτείες παραγωγής φοινικελαίου (G). Αυτές οι αλλαγές είναι μη αναστρέψιμες για πρακτικούς λόγους (H).

Η βιομηχανία φοινικέλαιου είχε εξίσου θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στους εργαζόμενους, τους αυτόχθονες λαούς και τους κατοίκους των κοινοτήτων. Η παραγωγή φοινικέλαιου παρήχε ευκαιρίες απασχόλησης, και αποδείχθηκε ότι βελτιώνει την υποδομή, τις κοινωνικές υπηρεσίες και αντιμετωπίζει τη φτώχεια.[58][59][60] Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι φυτείες είναι εκτάσεις γης που καλλιεργήθηκαν χωρίς άδεια ή αποζημίωση των αυτοχθόνων ανθρώπων που διαβιούσαν στη γη, με αποτέλεσμα κοινωνικές συγκρούσεις.[61][62][63] Οι παράνομοι μετανάστες στη Μαλαισία αύξησαν τις ανησυχίες για τις συνθήκες εργασίας μέσα στη βιομηχανία φοινικέλαιου.[64][65][66]

Ορισμένες κοινωνικές πρωτοβουλίες αξιοποιούν τις καλλιέργειες φοινικέλαιου ως μέρος στρατηγικής για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Όπως το πρόγραμμα του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ για υβριδικούς ελαιοφοίνικες στη Δυτική Κένυα, που βελτιώνει τα εισοδήματα και τις δίαιτες των τοπικών πληθυσμών,[67] και στη Μαλαισία η Ομοσπονδιακή Αρχή Χερσαίας Ανάπτυξης και η Ομοσπονδιακή Αρχή Χερσαίας Ενοποίησης και Αποκατάστασης που στηρίζουν την ανάπτυξη της υπαίθρου.[68]

Τρόφιμα ή καύσιμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση του φοινικέλαιου για την παραγωγή βιοντίζελ οδήγησε σε ανησυχίες ότι η ανάγκη για καύσιμα προηγείται της ανάγκης για τροφή, επιφέροντας υποσιτισμό στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πρόκειται για τo ζήτημα: τρόφιμα ή καύσιμα. Σύμφωνα με έκθεση του 2008 που δημοσιεύθηκε στο Ανανεώσιμες και Βιώσιμες πηγές Ενέργειας, το φοινικέλαιο ήταν αποφασιστικά βιώσιμη πηγή εξίσου τροφίμων και βιοκαυσίμων, και η παραγωγή βιοντίζελ δεν απειλεί τις προμήθειες εδώδιμου φοινικέλαιου.[69] Σύμφωνα με μελέτη του 2009 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Περιβαλλοντική Επιστήμη και Πολιτική, το βιοντίζελ φοινικέλαιου ίσως αυξήσει τη ζήτηση για φοινικέλαιο στο μέλλον, με αποτέλεσμα την επέκταση της παραγωγής και προμήθειας τροφίμων.[70]

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καλλιέργεια φοινικέλαιου έχει επικριθεί για τις επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον,[71][72] , όπως την αποψίλωση των δασών, την απώλεια των φυσικών οικοτόπων[73] που έθεσε σε κίνδυνο απειλούμενα είδη, όπως ο ουρακοτάγκος[74][75] και η τίγρη της Σουμάτρας,[76] , καθώς και αυξημένες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.[77] Πολλές φυτείες είναι χτισμένες στην κορυφή υφιστάμενων τυρφώνων, και η εκκαθάριση της γης για καλλιέργεια ελαιοφοινίκων συμβάλλει στην αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.[78]

Οργανισμοί όπως η Στρογγυλή Τράπεζα για Αειφόρο Φοινικέλαιο ασχολούνται με τη βιωσιμότητα της βιομηχανίας,[79] ενώ η κυβέρνηση της Μαλαισίας υποσχέθηκε ότι το 50% των συνολικών εκτάσεων γης θα παραμείνουν δασικές. Σύμφωνα με έρευνα του Ερευνητικού Εργαστήριου Τροπική Τύρφη,[80] οι φυτείες λειτουργούν ως δεξαμενές άνθρακα μετατρέποντας το διοξείδιο του άνθρακα σε οξυγόνο[81]. Επίσης, σύμφωνα με τη Δεύτερη Εθνική Ανακοίνωση της Μαλαισίας στη Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, οι φυτείες πράγματι είναι δεξαμενές άνθρακα[81][82]

Περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως οι Greenpeace και οι Φίλοι της Γης είναι αντίθετοι στη χρήση βιοκαυσίμων φοινικέλαιου, υποστηρίζοντας ότι η αποψίλωση των δασών που συσχετίζεται με τις καλλιέργειες ελαιοφοινίκων βλάπτει το κλίμα περισσότερο από ότι οφελεί η μετάβαση σε βιοκαύσιμα και η αξιοποίηση τους ως δεξαμενές άνθρακα.[83][84]

Από τις παγκόσμιες εκτάσεις για παραγωγή φυτικών ελαίων, το 5% που προορίζεται για φοινικέλαιο αποδίδει το 38% των φυτικών ελαίων.[85] Από άποψη αποδοτικότητας, η καλλιέργεια φοινίκων είναι 10 φορές πιο παραγωγική από τις καλλιέργειες σόγιας και ελαιοκράμβης, επειδή πηγές ελαίου είναι εξίσου τα φρούτα και οι σπόροι.

Στρογγυλή Τράπεζα για Αειφόρο Φοινικέλαιο [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

RT2 (Roundtable No 2) in Zurich in 2005.
Στρογγυλή Τράπεζα Νο. 2 (RT2) στη Ζυρίχη το 2005

Η Στρογγυλή Τράπεζα για Αειφόρο Φοινικέλαιο (Roundtable on Sustainable Palm Oil, RSPO) δημιουργήθηκε το 2004 από τη βιομηχανία ως ομάδα λόμπι, μετά τις ανησυχίες που εξέφρασαν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την παραγωγή φοινικέλαιου. Ο οργανισμός έχει θεσπίσει διεθνή πρότυπα για την αειφόρο παραγωγή φοινικέλαιου. Προϊόντα που περιέχουν Πιστοποιημένο Αειφόρο Φοινικέλαιο είναι επισημασμένα με το εμπορικό σήμα RSPO. Στα μέλη της Στρογγυλής Τράπεζας περιλαμβάνονται οι ελαιοπαραγωγοί, οι περιβαλλοντικές ομάδες και οι κατασκευαστές που χρησιμοποιούν φοινικέλαιο στα προϊόντα τους.

Οι καλλιεργητές που παράγουν Πιστοποιημένα Αειφόρο Φοινικέλαιο δηλώνουν επιφυλακτικότητα για τον οργανισμό επειδή, αν και πληρούν τα πρότυπα και επωμίστηκαν τις δαπάνες πιστοποίησης, η ζήτηση της αγοράς για το πιστοποιημένο φοινικέλαιο παραμένει χαμηλή. Η χαμηλή ζήτηση έχει αποδοθεί στο αυξημένο κόστος του Πιστοποιημένου Αειφόρου φοινικέλαιο, ενώ οι αγοραστές προτιμούν να αγοράσουν το φτηνότερο μη πιστοποιημένο φοινικέλαιο. Το φοινικέλαιο είναι ως επί το πλείστον ανταλλάξιμο. Το 2011 το 12% του παραγόμενου φοινικέλαιου ήταν πιστοποιημένο "αειφόρο" αλλά μόνο η μισή ποσότητα έφερε την επισήμανση RSPO.[86] Ακόμη και με τόσο μικρό ποσοστό πιστοποίησης, η Greenpeace υποστήριξε ότι οι ζαχαροπλάστες αποφεύγουν τις ευθύνες για το αειφόρο φοινικέλαιο, επειδή τα πρότυπα της Στρογγυλής Τράπεζας υπολείπονται για την προστασία των τροπικών δασών και τον περιορισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.[87]

Αγορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2008, η παγκόσμια παραγωγή ελαίων και λιπών ήταν 160 εκατ. τόνοι, εκ των οποίων το φοινικέλαιο και το φοινικοπυρηνέλαιο ήταν οι μεγαλύτερες παραγωγές: 48 εκατομμύρια τόνοι ή 30% της συνολικής παραγωγής. Το σογιέλαιο ήρθε δεύτερος με 37 εκατ. τόνους (23%). Το 38% των ελαίων και των λιπών που παράχθηκαν παγκόσμια ταξίδεψαν υπερωκεάνια. Από τα 60 εκατομμύρια τόνους εξαγόμενων λιπών και ελαίων παγκόσμια, το φοινικέλαιο και το φοινικοπυρηνέλαιο ήταν το 60%. Η Μαλαισία με το 45% του μεριδίου αγοράς κυριάρχησε στο εμπόριο φοινικέλαιου.

Ετικέτες τροφίμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παλαιότερα, το φοινικέλαιο μπορούσε να αναφερθεί ως "φυτικό λίπος" ή "φυτικό έλαιο" στις ετικέτες των τροφίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αλλά από τον Δεκέμβριο 2014 αυτοί οι γενικοί όροι απαγορεύτηκαν. Οι παραγωγοί τροφίμων υποχρεούνται να αναφέρουν το συγκεκριμένο τύπο φυτικού λίπους που χρησιμοποιήθηκε. Τα φυτικά λάδια και λίπη μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στον κατάλογο συστατικών υπό τον όρο "φυτικά έλαια" ή "φυτικά λίπη", αλλά ο όρος πρέπει να ακολουθείται από αναγραφή της φυτικής προέλευσης (π. χ., φοίνικας, ηλιοτρόπιο, ή ελαιοκράμβη) και τη φράση "σε μεταβαλλόμενες αναλογίες".[88]

Αλυσίδες εφοδιασμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Στρογγυλή Τράπεζα εφαρμόζει διάφορα προγράμματα για την προμήθεια φοινικέλαιου στους παραγωγούς.[89]

  • Κράτηση και αξίωση: καμία εγγύηση ότι το τελικό προϊόν περιέχει πιστοποιημένο αειφόρο φοινικέλαιο, ή ότι υποστηρίζει πιστοποιημένους καλλιεργητές και αγρότες
  • Προστατευμένη ταυτότητα: ο τελικός χρήστης θα έχει τη δυνατότητα να ενημερωθεί για την αλυσίδα εφοδιασμού του φοινικέλαιου, έως το συγκεκριμένο μύλο και φυτεία από όπου προέρχεται,
  • Διαχωρισμός: η επιλογή αυτή εγγυάται ότι το τελικό προϊόν περιέχει πιστοποιημένο φοινικέλαιο
  • Ισοζύγιο μάζας: το διυλιστήριο επιτρέπεται να πωλήσει φοινικέλαιο ισοζυγισμένης μάζας ίσης με τη μάζα πιστοποιημένου αειφόρου φοινικέλαιου που αγόρασε.

Το GreenPalm (Πράσινος Φοίνικας) είναι ένας από τους λιανοπωλητές στο εμπορικό πρόγραμμα Κράτηση και Αξίωση. Μέσω του GreenPalm ο παραγωγός μπορεί να πιστοποιήσει μία ορισμένη ποσότητα με το λογότυπο GreenPalm. Ο αγοραστής του φοινικέλαιου μπορεί να χρησιμοποιήσει εξίσου τα σήματα RSPO και GreenPalm στις ετικέτες των προϊόντων.

Διατροφή και υγεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φοινικέλαιο είναι σημαντική πηγή θερμίδων και λίπους, και βασική τροφή σε πολλές κουζίνες.[90][91] Το 2015 κατά μέσο όρο παγκόσμια, η ανθρώπινη κατανάλωση ήταν 7,7 κιλά φοινικέλαιου ανά άτομο. Οι επιπτώσεις του φοινικέλαιου στην υγεία έχουν εκτιμηθεί πρωτύτερα, αλλά η ποιότητα της κλινικής έρευνας θεωρείται ανεπαρκής.[92] Συνεπώς, οι έρευνες ήταν επικεντρωμένες στις δυσμενείς επιπτώσεις της κατανάλωσης φοινικέλαιου και παλμιτικού οξέος, και συμπέραναν ότι πρόκειται κύρια για κορεσμένα λίπη, και ότι στη διατροφή πρέπει να προτιμώνται τα πολυακόρεστα λίπη.[93][94]

Οι υψηλές θερμοκρασίες χρησιμοποιούνται για την αφαίρεση του φυσικού κόκκινου χρώματος που έχει αλλά και για την εξουδετέρωση της έντονης μυρωδιάς του..Αυτή η διαδικασία ωστόσο, απελευθερώνει γλυκιδόλη, μία ένωση που θεωρείται ότι προκαλεί όγκους. Οι υποστηρικτές του φοινικέλαιου ωστόσο στη βιομηχανόα ισχυρίζονται ότι χρησιμοποιούν έλαιο, το οποίο υποβάλλεται σε επεξεργασία κάτω από ελεγχόμενες θερμοκρασίες και αυτό μετά την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ασφάλεια των Τροφίμων.[95]

Παλμιτικό οξύ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπερβολική πρόσληψη παλμιτικού οξέος, που αποτελεί το 44% του φοινικέλαιου, αυξάνει τα επίπεδα των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών και της ολικής χοληστερόλης στο αίμα, και έτσι αυξάνεται ο κίνδυνος καρδιαγγειακών παθήσεων.[96] Επίσης, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος, έχουν ενθαρρύνει τους καταναλωτές να περιορίσουν την κατανάλωση φοινικέλαιου, παλμιτικού οξέος και τροφίμων πλούσιων σε κορεσμένα λίπη.[97][98]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Reeves, James B.· Weihrauch, John L· Consumer and Food Economics Institute (1979). Composition of foods: fats and oils. Agriculture handbook 8-4. Washington, D.C.: U.S. Dept. of Agriculture, Science and Education Administration. σελ. 4. OCLC 5301713. 
  2. Poku, Kwasi (2002). «Origin of oil palm». Small-Scale Palm Oil Processing in Africa. FAO Agricultural Services Bulletin 148. Food and Agriculture Organization. ISBN 92-5-104859-2. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. [Χρειάζεται σελίδα]
  3. «FAO data - dimension-member - Oil, palm fruit». ref.data.fao.org (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 17 Αυγούστου 2018. 
  4. Behrman, E. J.; Gopalan, Venkat (2005). William M. Scovell, επιμ. «Cholesterol and Plants». Journal of Chemical Education 82 (12): 1791. doi:10.1021/ed082p1791. Bibcode2005JChEd..82.1791B. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 October 2012. https://web.archive.org/web/20121021165010/http://chemistry.osu.edu/~gopalan.5/file/7B.PDF. 
  5. United States Department of Agriculture (June 2006). Palm Oil Continues to Dominate Global Consumption in 2006/07. Δελτίο τύπου. Ανακτήθηκε στις 22 September 2009. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2018. CS1 maint: Unfit url (link)
  6. Che Man, YB; Liu, J.L.; Jamilah, B.; Rahman, R. Abdul (1999). «Quality changes of RBD palm olein, soybean oil and their blends during deep-fat frying». Journal of Food Lipids 6 (3): 181–193. doi:10.1111/j.1745-4522.1999.tb00142.x. 
  7. Matthäus, Bertrand (2007). «Use of palm oil for frying in comparison with other high-stability oils». European Journal of Lipid Science and Technology 109 (4): 400–409. doi:10.1002/ejlt.200600294. 
  8. Raghu, Anuradha (2017-05-17). «We Each Consume 17 Pounds of Palm Oil a Year». Bloomberg News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 May 2017. https://web.archive.org/web/20170517225045/https://www.bloomberg.com/news/articles/2017-05-17/soap-to-chocolate-we-consume-17-pounds-of-palm-oil-each-year. Ανακτήθηκε στις 2017-05-22. 
  9. «Deforestation». www.sustainablepalmoil.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2016. 
  10. International Union for Conservation of Nature (IUCN). The IUCN Red List of Threatened Species; Pongo abelii. «Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2012.  . Accessed: 2016-04-22
  11. Natasha Gilbert (4 Ιουλίου 2012). «Palm-oil boom raises conservation concerns: Industry urged towards sustainable farming practices as rising demand drives deforestation». Nature. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2012. 
  12. Morales, Alex (18 November 2010). «Malaysia Has Little Room for Expanding Palm-Oil Production, Minister Says». Bloomberg. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 September 2012. https://web.archive.org/web/20120912033525/http://www.bloomberg.com/news/2010-11-18/malaysia-has-little-room-for-palm-oil-expansion-plantation-minister-says.html. Ανακτήθηκε στις 1 March 2013. 
  13. Scott-Thomas, Caroline (17 September 2012). «French firms urged to back away from 'no palm oil' label claims». Foodnavigator. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 March 2013. https://web.archive.org/web/20130312115810/http://www.foodnavigator.com/Financial-Industry/French-firms-urged-to-back-away-from-no-palm-oil-label-claims. Ανακτήθηκε στις 7 March 2013. 
  14. «Too much milk in Europe (Interview with Sprayfo)». Deutsche Welle. 25 March 2017. 
  15. Kiple, Kenneth F.· Conee Ornelas, Kriemhild, επιμ. (2000). The Cambridge World History of Food. Cambridge University Press. ISBN 0521402166. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2012. 
  16. Obahiagbon, F.I. (2012). «A Review: Aspects of the African Oil Palm (Elaeis guineesis Jacq.)». American Journal of Biochemistry and Molecular Biology 2 (3): 1–14. doi:10.3923/ajbmb.2012.106.119. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 January 2013. https://web.archive.org/web/20130116234451/http://docsdrive.com/pdfs/academicjournals/ajbmb/0000/38799-38799.pdf. Ανακτήθηκε στις 30 August 2012. 
  17. «British Colonial Policies and the Oil Palm Industry in the Niger Delta Region of Nigeria, 1900–1960.». African Study Monographs 21 (1): 19–33. 2000. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 January 2013. https://web.archive.org/web/20130116234451/http://www.africa.kyoto-u.ac.jp/kiroku/asm_normal/abstracts/pdf/21-1/19-33.pdf. 
  18. Bellis, Mary. «The History of Soaps and Detergents». About.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2018. In 1864, Caleb Johnson founded a soap company called B.J. Johnson Soap Co., in Milwaukee. In 1898, this company introduced a soap made of palm and olive oils, called Palmolive. 
  19. antislavery.org
  20. Commercial Agriculture, the Slave Trade and Slavery in Atlantic Africa (ISBN 978-1-847-01075-9) p. 22
  21. «A review of characterization of tocotrienols from plant oils and foods». J Chem Biol 8 (2): 45–59. 2015. doi:10.1007/s12154-014-0127-8. PMID 25870713. 
  22. «Oil, vegetable, palm per 100 g; Fats and fatty acids». Conde Nast for the USDA National Nutrient Database, Release SR-21. 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2016. 
  23. Oi-Ming Lai, Chin-Ping Tan, Casimir C. Akoh (Editors) (2015). Palm Oil: Production, Processing, Characterization, and Uses. Elsevier. σελίδες 471, Chap. 16. ISBN 0128043466. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link) CS1 maint: Extra text: authors list (link) CS1 maint: Multiple names: authors list (link) CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  24. Ng, M. H.; Choo, Y. M. (2016). «Improved Method for the Qualitative Analyses of Palm Oil Carotenes Using UPLC». Journal of Chromatographic Science 54 (4): 633–638. doi:10.1093/chromsci/bmv241. PMID 26941414. 
  25. «Palm oil products and the weekly shop». BBC Panorama. 22 February 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 February 2010. https://web.archive.org/web/20100225174348/http://news.bbc.co.uk/panorama/hi/front_page/newsid_8517000/8517093.stm. Ανακτήθηκε στις 22 February 2010. 
  26. «Investment in Technology». PT. Asianagro Agungjaya. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Δεκεμβρίου 2007. 
  27. Nagendran, B.; Unnithan, U. R.; Choo, Y. M.; Sundram, Kalyana (2000). «Characteristics of red palm oil, a carotene- and vitamin E–rich refined oil for food uses» (PDF). Food and Nutrition Bulletin 21 (2): 77–82. doi:10.1177/156482650002100213. http://journals.sagepub.com/doi/pdf/10.1177/156482650002100213. 
  28. Lian Pin Koh; David S. Wilcove (2007). «Cashing in palm oil for conservation». Nature 448 (7157): 993–994. doi:10.1038/448993a. Bibcode2007Natur.448..993K. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 January 2011. https://web.archive.org/web/20110126010545/http://www.nature.com/nature/journal/v448/n7157/full/448993a.html. 
  29. Heller, Lorraine (16 December 2005). «Palm oil 'reasonable' replacement for trans fats, say experts». Foodnavigator. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 January 2013. https://web.archive.org/web/20130117013443/http://www.foodnavigator-usa.com/Science/Palm-oil-reasonable-replacement-for-trans-fats-say-experts. Ανακτήθηκε στις 1 March 2013. 
  30. «Palm Oil Not A Healthy Substitute For Trans Fats, Study Finds». Science Daily Website: Science News. ScienceDaily LLC. 11 Μαΐου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2010. 
  31. Rosalie Marion Bliss (2009). «Palm Oil Not a Healthy Substitute for Trans Fats». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαΐου 2013. 
  32. Rojas, Mauricio (3 August 2007). «Assessing the Engine Performance of Palm Oil Biodiesel». Biodiesel Magazine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 May 2013. https://web.archive.org/web/20130511051402/http://www.biodieselmagazine.com/articles/1755/assessing-the-engine-performance-of-palm-oil-biodiesel/. Ανακτήθηκε στις 25 February 2013. 
  33. Amir Reza Sadrolhosseini; Muhammad Maarof Moskin; W. Mahmood. Mat. Yunus; Ahmad Mohammadi; Zainal Abidin Talib (24 August 2010). «Optical Characterization of Palm Oil Biodiesel Blend». Journal of Materials Science and Engineering. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 January 2018. https://www.academia.edu/2262074/Optical_Characterization_of_Palm_Oil_Biodiesel_Blend. Ανακτήθηκε στις 25 February 2013. 
  34. Yahya, Yasmine (9 March 2011). «World's Largest Biodiesel Plant Opens in Singapore». The Jakarta Globe. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 June 2012. https://web.archive.org/web/20120626075012/http://www.thejakartaglobe.com/business/worlds-largest-biodiesel-plant-opens-in-singapore/427641. Ανακτήθηκε στις 25 February 2013. 
  35. https://www.straitstimes.com/asia/se-asia/european-ban-on-palm-oil-in-biofuels-upsets-jakarta-kl
  36. Choong, Meng Yew (27 March 2012). «Waste not the palm oil biomass». The Star Online. http://thestar.com.my/lifestyle/story.asp?file=/2012/3/27/lifefocus/9991812&sec=lifefocus. Ανακτήθηκε στις 25 February 2013. 
  37. Loh Soh Kheang; Choo Yuen May; Cheng Sit Food; Ma Ah Ngan (18 June 2006). «Recovery and conversion of palm olein-derived used frying oil to methyl esters for biodiesel». Journal of Palm Oil Research. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 July 2010. http://palmoilis.mpob.gov.my/publications/joprv18june-loh.pdf. Ανακτήθηκε στις 25 February 2013. 
  38. Antimicrobial effects of palm kernel oil and palm oil Αρχειοθετήθηκε 2 October 2008 στο Wayback Machine. Ekwenye, U.N and Ijeomah, King Mongkut's Institute of Technology Ladkrabang Science Journal, Vol. 5, No. 2, Jan–Jun 2005
  39. «Global Palm Oil Market Overview - 2018 - IndexBox». www.indexbox.io. Ανακτήθηκε στις 17 Αυγούστου 2018. 
  40. Prokurat, Sergiusz (2013). «Palm oil - strategic source of renewable energy in Indonesia and Malaysia». Journal of Modern Science: 425–443. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 March 2016. https://web.archive.org/web/20160304030304/http://wsge.edu.pl/files/JOMS/3-18-2013/Sergiusz_Prokurat_JoMS_3-18-2013_joms3.pdf. 
  41. Scientific American Board of Editors (December 2012), «The Other Oil Problem», Scientific American 307 (6): 10, doi:10.1038/scientificamerican1212-10 CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  42. Indonesia: Palm Oil Production Prospects Continue to Grow Αρχειοθετήθηκε 10 May 2009 στο Wayback Machine. December 31, 2007, USDA-FAS, Office of Global Analysis
  43. «P&G may build oleochemical plant to secure future supply». The Jakarta Post. 2011-05-24. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 July 2012. https://web.archive.org/web/20120725093859/http://www.thejakartapost.com/news/2011/05/24/pg-may-build-oleochemical-plant-secure-future-supply.html. Ανακτήθηκε στις 2012-06-15. 
  44. Pakiam, Ranjeetha (3 January 2013). «Palm Oil Advances as Malaysia's Export Tax May Boost Shipments». Bloomberg. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 January 2013. https://web.archive.org/web/20130105085751/http://www.bloomberg.com/news/2013-01-04/palm-oil-advances-as-malaysia-s-export-tax-may-boost-shipments.html. Ανακτήθηκε στις 29 January 2013. 
  45. «MPOB expects CPO production to increase to 19 million tonnes this year». The Star Online. 15 January 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 January 2013. https://web.archive.org/web/20130127140157/http://biz.thestar.com.my/news/story.asp?file=%2F2013%2F1%2F15%2Fbusiness%2F12576771&sec=business. Ανακτήθηκε στις 29 January 2013. 
  46. «MALAYSIA: Stagnating Palm Oil Yields Impede Growth». USDA Foreign Agricultural Service. 11 Δεκεμβρίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2013. 
  47. May, Choo Yuen (Σεπτεμβρίου 2012). «Malaysia: economic transformation advances oil palm industry». American Oil Chemists' Society. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2013. 
  48. Ayodele, Thompson (Αυγούστου 2010). «African Case Study: Palm Oil and Economic Development in Nigeria and Ghana; Recommendations for the World Bank's 2010 Palm Oil Strategy» (PDF). Initiative For Public Policy Analysis. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 22 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2011. 
  49. Ayodele, Thompson (October 15, 2010). «The World Bank's Palm Oil Mistake». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 January 2018. https://web.archive.org/web/20180119150947/http://www.nytimes.com/2010/10/16/opinion/16ayodele.html?_r=1&src=sch&pagewanted=all. Ανακτήθηκε στις December 8, 2011. 
  50. Arunmas, Phusadee; Wipatayotin, Apinya (28 January 2018). «EU move fuelling unease among palm oil producers» (Spectrum). Bangkok Post. https://www.bangkokpost.com/business/news/1403374/eu-move-fuelling-unease-among-palm-oil-producers. Ανακτήθηκε στις 29 January 2018. 
  51. Fedepalma Annual Communication of Progress Αρχειοθετήθηκε 16 January 2013 στο Wayback Machine. Roundtable on Sustainable Palm Oil, 2006
  52. Bacon, David. «Blood on the Palms: Afro-Colombians fight new plantations». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Οκτωβρίου 2012.  See also "Unfulfilled Promises and Persistent Obstacles to the Realization of the Rights of Afro-Colombians," [1] A Report on the Development of Ley 70 of 1993 by the Repoport Center for Human Rights and Justice, Univ. of Texas at Austin, Jul 2007.
  53. Pazos, Flavio (3 Αυγούστου 2007). «Benin: Large scale oil palm plantations for agrofuel». World Rainforest Movement. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2014. 
  54. African Biodiversity Network (2007). Agrofuels in Africa: the impacts on land, food and forests: case studies from Benin, Tanzania, Uganda and Zambia. translated by. African Biodiversity Network. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Απριλίου 2016. 
  55. Report Assails Palm Oil Project in Cameroon Αρχειοθετήθηκε 9 May 2013 στο Wayback Machine. September 5, 2012 New York Times
  56. «Cameroon changes mind on Herakles palm oil project». World Wildlife Fund. 21 Ιουνίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2016. 
  57. «Hybrid oil palms bear fruit in western Kenya». UN FAO. 24 Νοεμβρίου 2003. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2015. 
  58. Budidarsono, Suseno; Dewi, Sonya; Sofiyuddin, Muhammad; Rahmanulloh, Arif. «Socio-Economic Impact Assessment of Palm Oil Production». World Agroforestry Centre. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 January 2014. https://web.archive.org/web/20140111075416/http://www.worldagroforestry.org/downloads/publications/PDFs/TB12053.PDF. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  59. Norwana, Awang Ali Bema Dayang· Kunjappan, Rejani (2011). «The local impacts of oil palm expansion in Malaysia» (PDF). cifor.org. Center for International Forestry Research. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 22 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2013. 
  60. Ismail, Saidi Isham (9 November 2012). «Palm oil transforms economic landscape». Business Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 November 2012. https://web.archive.org/web/20121112182523/http://www.btimes.com.my/Current_News/BTIMES/articles/VISPAM/Article/. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  61. Internal Displacement Monitoring Centre (5 November 2007). Palm oil cultivation for biofuel blocks return of displaced people in Colombia. Δελτίο τύπου. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Νοεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2018. CS1 maint: Unfit url (link)
  62. Colchester, Marcus; Jalong, Thomas; Meng Chuo, Wong (2 October 2012). «Free, Prior and Informed Consent in the Palm Oil Sector – Sarawak: IOI-Pelita and the community of Long Teran Kanan». Forest Peoples Program. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 May 2013. https://web.archive.org/web/20130514104723/http://www.forestpeoples.org/topics/palm-oil-rspo/publication/2012/free-prior-and-informed-consent-palm-oil-sector-sarawak-ioi-pe. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  63. «"Losing Ground" – report on indigenous communities and oil palm development from LifeMosaic, Sawit Watch and Friends of the Earth». Forest Peoples Programme. 28 February 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 May 2013. https://web.archive.org/web/20130514094449/http://www.forestpeoples.org/topics/palm-oil-rspo/publication/2012/losing-ground-report-indigenous-communities-and-oil-palm-devel. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  64. «Indonesian migrant workers: with particular reference in the oil palm plantation industries in Sabah, Malaysia». Biomass Society (Center for Southeast Asian Studies, Kyoto University). 11 December 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 January 2014. http://biomasssociety.org/en/2012/05/indonesian-migrant-workers-with-particular-reference-in-the-oil-palm-plantation-industries-in-sabah-malaysia%E3%80%80dr-riwanto-tirtrosudarmo/. 
  65. «Malaysia Plans High-Tech Card for Foreign Workers». ABC News. 9 January 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 January 2014. https://web.archive.org/web/20140113074248/http://abcnews.go.com/International/wireStory/malaysia-plans-high-tech-card-foreign-workers-21471479. 
  66. «Malaysia rounds up thousands of migrant workers». BBC News. 2 September 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 September 2013. https://web.archive.org/web/20130905100947/http://www.bbc.co.uk/news/world-asia-23931833. 
  67. hybrid oil palm project in Western Kenya Αρχειοθετήθηκε 22 January 2015 στο Wayback Machine. FAO
  68. Ibrahim, Ahmad (31 December 2012). «Felcra a success story in rural transformation». New Straits Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 April 2013. https://archive.today/20130413151936/http://www.nst.com.my/nation/general/felcra-a-success-story-in-rural-transformation-1.193708. Ανακτήθηκε στις 7 February 2013. 
  69. Man Kee Kam; Kok Tat Tan; Keat Teong Lee; Abdul Rahman Mohamed (9 September 2008). «Malaysian Palm oil: Surviving the food versus fuel dispute for a sustainable future». Renewable and Sustainable Energy Review. https://www.academia.edu/876673/Malaysian_palm_oil_Surviving_the_food_versus_fuel_dispute_for_a_sustainable_future. Ανακτήθηκε στις 26 February 2013. 
  70. Corley, R. H. V. (2009). «How much palm oil do we need?». Environmental Science & Policy 12 (2): 134–838. doi:10.1016/j.envsci.2008.10.011. 
  71. Clay, Jason (2004). World Agriculture and the Environment. World Agriculture and the Environment. σελ. 219. ISBN 1-55963-370-0. 
  72. «Palm oil: Cooking the Climate». Greenpeace. 8 November 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 April 2010. https://web.archive.org/web/20100410195818/http://www.greenpeace.org/international/news/palm-oil_cooking-the-climate. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  73. «The bird communities of oil palm and rubber plantations in Thailand» (PDF). The Royal Society for the Protection of Birds (RSPB). Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2016. 
  74. «Palm oil threatening endangered species» (PDF). Center for Science in the Public Interest. Μαΐου 2005. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2012. 
  75. Shears, Richard (30 March 2012). «Hundreds of orangutans killed in north Indonesian forest fires deliberately started by palm oil firms». Daily Mail (London). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 April 2013. https://archive.today/20130420195659/http://www.dailymail.co.uk/news/article-2122544/Hundreds-orangutans-killed-north-Indonesian-forest-fires-deliberately-started-palm-oil-firms.html?ITO=1490. Ανακτήθηκε στις 1 April 2012. 
  76. «Camera catches bulldozer destroying Sumatra tiger forest». World Wildlife Fund. 12 October 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 January 2013. https://web.archive.org/web/20130116234435/http://wwf.panda.org/?195632%2FCamera-catches-bulldozer-destroying-Sumatra-tiger-forest. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  77. Foster, Joanna M. (1 May 2012). «A Grim Portrait of Palm Oil Emissions». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 January 2013. https://web.archive.org/web/20130116051501/http://green.blogs.nytimes.com/2012/05/01/a-grim-portrait-of-palm-oil-emissions/. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  78. Rosenthal, Elisabeth (31 January 2007). «Once a Dream Fuel, Palm Oil May Be an Eco-Nightmare». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 September 2017. https://web.archive.org/web/20170909052053/http://www.nytimes.com/2007/01/31/business/worldbusiness/31biofuel.html?pagewanted=1&ei=5088&en=e653a375e67e8e49&ex=1327899600&partner=rssnyt&emc=rss&_r=0. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  79. Adnan, Hanim (28 March 2011). «A shot in the arm for CSPO». The Star Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 August 2012. https://web.archive.org/web/20120819210909/http://biz.thestar.com.my/news/story.asp?sec=business&file=%2F2011%2F3%2F28%2Fbusiness%2F8360810. Ανακτήθηκε στις 16 October 2012. 
  80. Masilamany, Joseph. «Peatlands are in danger of human encroachment and degradation worldwide». Free Malaysia Today. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-07-03. https://web.archive.org/web/20170703021738/http://www.freemalaysiatoday.com/category/nation/2013/03/01/for-peat%E2%80%99s-sake/. Ανακτήθηκε στις 2018-09-28. 
  81. 81,0 81,1 «The truth about oil palms and carbon sinks». 7 November 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 May 2013. https://web.archive.org/web/20130511104520/http://www.highbeam.com/doc/1P1-186087678.html. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  82. Malaysia: Second National Communication to the UNFCCC (Report). Ministry of Natural Resources and Environment Malaysia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 December 2013. http://unfccc.int/resource/docs/natc/malnc2.pdf. Ανακτήθηκε στις 30 January 2013. 
  83. Andre, Pachter (2007-10-12). «Greenpeace Opposing Neste Palm-Based Biodiesel». Epoch Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 November 2007. https://web.archive.org/web/20071112182434/http://en.epochtimes.com/news/7-10-12/60555.html. Ανακτήθηκε στις 2007-12-02. 
  84. Fargione, Joseph; Hill, Jason; Tilman, David; Polasky, Stephen; Hawthorne, Peter (7 February 2008). «Land Clearing and the Biofuel Carbon Debt». Science 319 (5867): 1235–1238. doi:10.1126/science.1152747. PMID 18258862. Bibcode2008Sci...319.1235F. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 May 2011. https://web.archive.org/web/20110528052911/http://www.sciencemag.org/content/319/5867/1235.abstract. 
  85. Spinks, Rosie J (17 Δεκεμβρίου 2014). «Why does palm oil still dominate the supermarket shelves?». The Guardian. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2016. 
  86. Watson, Elaine (5 October 2012). «WWF: Industry should buy into GreenPalm today, or it will struggle to source fully traceable sustainable palm oil tomorrow». Foodnavigator. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 November 2012. https://web.archive.org/web/20121107133044/http://www.foodnavigator-usa.com/Market/WWF-Industry-should-buy-into-GreenPalm-today-or-it-will-struggle-to-source-fully-traceable-sustainable-palm-oil-tomorrow. Ανακτήθηκε στις 22 February 2013. 
  87. Growing pressure for stricter palm oil standards. Agritrade 19 Jan 2014 Αρχειοθετήθηκε 2014-02-24 στο Wayback Machine. Σφάλμα στο πρότυπο webarchive: Ελέγξτε την τιμή |url=. Empty.
  88. New EU Food Labeling Rules Published (Report). 12 January 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 April 2012. http://gain.fas.usda.gov/Recent%20GAIN%20Publications/NEW%20EU%20FOOD%20LABELING%20RULES%20PUBLISHED_Brussels%20USEU_EU-27_1-12-2012.pdf. Ανακτήθηκε στις 29 January 2013. 
  89. «What is Green Palm?». Green Palm. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2016. 
  90. «The other oil spill». The Economist. 24 June 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 February 2013. https://web.archive.org/web/20130209054414/http://www.economist.com/node/16423833. Ανακτήθηκε στις 12 February 2013. 
  91. Bradsher, Keith (19 January 2008). «A New, Global Oil Quandary: Costly Fuel Means Costly Calories». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 January 2015. https://web.archive.org/web/20150101152051/http://www.nytimes.com/2008/01/19/business/worldbusiness/19palmoil.html?pagewanted=all&_r=0. Ανακτήθηκε στις 12 February 2013. 
  92. Mancini, A; Imperlini, E; Nigro, E; Montagnese, C; Daniele, A; Orrù, S; Buono, P (2015). «Biological and Nutritional Properties of Palm Oil and Palmitic Acid: Effects on Health». Molecules 20 (9): 17339–61. doi:10.3390/molecules200917339. PMID 26393565. http://www.mdpi.com/1420-3049/20/9/17339/htm. 
  93. Sacks FM, Lichtenstein AH, Wu JHY, Appel LJ, Creager MA, Kris-Etherton PM, Miller M, Rimm EB, Rudel LL, Robinson JG, Stone NJ, Van Horn LV (2017). «Dietary Fats and Cardiovascular Disease: A Presidential Advisory from the American Heart Association». Circulation 136 (3): e1-e23. doi:10.1161/CIR.0000000000000510. PMID 28620111. http://circ.ahajournals.org/content/136/3/e1. 
  94. Mozaffarian, D; Clarke, R (2009). «Quantitative effects on cardiovascular risk factors and coronary heart disease risk of replacing partially hydrogenated vegetable oils with other fats and oils». European Journal of Clinical Nutrition 63 Suppl 2: S22–33. doi:10.1038/sj.ejcn.1602976. PMID 19424216. http://www.healthyliving.gr/wp-content/uploads/2017/12/Quantitative-effects-on-cardiovascular-risk-factors-and-coronary-heart-disease-risk-of-replacing-partially-hydrogenated-vegetable-oils-with-other-fats-and-oils.pdf. 
  95. Μαρία-Χριστίνα, Αλεξοπούλου (28 Φεβρουαρίου 2017). «Φοινικέλαιο: Τι είναι και τι πρέπει να γνωρίζουμε για αυτό». iatronet.gr. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2022. 
  96. Brown, Ellie· Jacobson, Michael F. (2005). Cruel Oil: How Palm Oil Harms Health, Rainforest & Wildlife (PDF). Washington, D.C. σελίδες iv, 3–5. 
  97. Diet Nutrition and the Prevention of Chronic Diseases (Report). 2003, p. 82,88. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-09-21. http://www.freezepage.com/1348239076FHWAJDADVT?url=http://whqlibdoc.who.int/trs/who_trs_916.pdf. Ανακτήθηκε στις 13 February 2013. 
  98. Diet, Nutrition and the Prevention of Chronic Diseases, WHO Technical Report Series 916, Report of a Joint WHO/FAO Expert Consultation, World Health Organization, Geneva, 2003, p. 88 (Table 10)