Λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας ή LDL χοληστερίνη, όπως συχνά αναφέρεται, είναι μία από τις πέντε τάξεις λιποπρωτεϊνών. Οι λιποπρωτεΐνες είναι μόρια τα οποία επιτρέπουν την μεταφορά των λιπιδίων, όπως η χοληστερίνη, τα φωσφολιπίδια και τα τριγλυκερίδια, τα οποία είναι υδρόφοβα μόρια, μέσα στο εξωκυττάριο υγρό, όπως το αίμα. Το πρωτεϊνικό τμήμα της LDL αποτελεί η απολιποπρωτεΐνη Β100, η οποία είναι μια μονομερής πρωτεΐνη που αποτελείται από 4536 αμινοξέα και είναι από τις μεγαλύτερες γνωστές[1], μαζί με ένα μεγάλο αριθμό βοηθητικών πρωτεϊνών. Ο ρόλος της LDL είναι να μεταφέρει λιπίδια στα κύτταρα, στα οποία εισέρχεται όταν προσδεθεί στον υποδοχεα της LDL, ο οποίος στην συνέχεια ενδοκυτταρώνεται.

Η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας συχνά αναφέρεται ανεπισήμως ως «κακή χοληστερίνη», επειδή μπορεί να μεταφέρει λιπίδια στα τοιχώματα των αρτηριών, να οξειδωθεί, να φαγοκυτταρωθεί από τα μακροφάγα της περιοχής τα οποία θα γίνουν αφρώδη κύτταρα και έτσι θα δημιουργήσει αθηρωματικές πλάκες. Από την άλλη, η λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL) αναφέρεται ως «καλή χοληστερίνη», επειδή μπορεί να απομακρύνει λιπίδια από τα μακροφάγα στα αρτηριακά τοιχώματα. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι πολύ απλουστευμένοι και ως εκ τούτου παραπλανητικοί.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]