Τριπλή Συνεννόηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές συμμαχίες προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Τριπλή Συνεννόηση ή Τριπλή Αντάντ (Triple Entente) (από το γαλλικό entente «φιλία, συνεννόηση, συμφωνία») ήταν η συμμαχία, η οποία ένωνε τη Ρωσική Αυτοκρατορία, την Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας, έπειτα από την υπογραφή της Αγγλορωσικής Αντάντ στις 31 Αυγούστου 1907. Η συνεργασία μεταξύ των τριών δυνάμεων, συμπληρωμένη από συμφωνίες με την Ιαπωνία και την Πορτογαλία, αποτέλεσε ένα ισχυρό αντίβαρο στην Τριπλή Συμμαχία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, της Αυστροουγγαρίας και του Βασιλείου της Ιταλίας, αν και η Ιταλία δεν τάχθηκε στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ προτίμησε να ταχθεί με το μέρος των δυνάμεων της Αντάντ (Συνθήκη του Λονδίνου (1915)).

Οι ιστορικοί εξακολουθούν να αμφισβητούν τη σημασία του συστήματος των συμμαχιών στο ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Κατά τις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, και τα τρία μέλη της Τριπλής Αντάντ εισήλθαν σε αυτόν ως Σύμμαχοι ενάντια στις Κεντρικές Δυνάμεις, τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.[1]

Καταβολές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γαλλική απομόνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρωσία είχε, προηγουμένως, υπάρξει μέλος της Συμμαχίας των Τριών Αυτοκρατόρων με την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία, μία συμμαχία η οποία δημιουργήθηκε το 1873 μεταξύ του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄ και του Κάιζερ Γουλιέλμου Α΄. Η συγκεκριμένη συμμαχία ήταν μέρος το σχεδίου του Γερμανού Καγκελαρίου, Ότο φον Μπίσμαρκ, για τη διπλωματική απομόνωση της Γαλλίας, καθώς φοβόταν πως η Γαλλία είχε ρεβανσιστικές επιθυμίες και πως θα επιχειρούσε να ανακτήσει τις απώλειες του 1871,[2] και να καταπολεμήσει τα όποια προοδευτικά αισθήματα, τα οποία οι συντηρητικές κυβερνήσεις εκλάμβαναν ως ανησυχητικά, όπως η Α΄ Διεθνής.[3]

Ωστόσο, η Συμμαχία αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες με την αυξανόμενη ένταση μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας. Οι εντάσεις αυτές περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τα Βαλκάνια όπου, με την άνοδο του εθνικισμού και τη συνεχιζόμενη παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρκετές πρώην οθωμανικές επαρχίες αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους.[4]

Η κατάσταση στην περιοχή των Βαλκανίων (κυρίως κατά τις απαρχές του Σερβοβουλγαρικού Πολέμου) και η Συνθήκη του Βερολίνου του 1878, η οποία άφησε τη Ρωσία να αισθάνεται αδικημένη για εδαφικά της κέρδη μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, οδήγησε τη Συμμαχία στη διάλυσή της το 1887.[5]

Σε μια απόπειρα να σταματήσει τη Ρωσία από τη σύναψη συμμαχίας με τη Γαλλία, ο Μπίσμαρκ υπέγραψε το μυστικό Σύμφωνο Αντασφάλισης με τη Ρωσία το 1887, εξασφαλίζοντας πως και οι δυο πλευρές θα παρέμεναν ουδέτερες η μία προς την άλλη κατά την περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος.[6]

Λόγω της συμμαχίας μεταξύ της Ρωσίας και της Γαλλίας, καθώς και τον αποκλεισμό από τον Μπίσμαρκ της Ρωσίας από τη γερμανική οικονομική αγορά το 1887, η συμφωνία δεν ανανεώθηκε το 1890, θέτοντας ένα τέρμα στη συμμαχία μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας.[7]

Γαλλορωσική Συμμαχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη μη-ανανέωση του Συμφώνου Αντασφάλισης το 1890,[8] οι ηγέτες της Ρωσίας άρχισαν να ανησυχούν για τη διπλωματική απομόνωση της χώρας και προχώρησαν στη σύναψη της Γαλλορωσικής Συμμαχίας το 1894.[7]

Αντάντ Κορντιάλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1904, η Βρετανία και η Γαλλία υπέγραψαν σειρά συμφωνιών οι οποίες έγιναν γνωστές με την ονομασία Αντάντ Κορντιάλ. Οι συγκεκριμένες συμφωνίες αφορούσαν άμεσα τις εκατέρωθεν αποικίες τους.

Η Αντάντ σήμανε το τέλος της βρετανικής ουδετερότητας στην Ευρώπη. Αποτέλεσε, εν μέρει, μια απάντηση στον ολοένα και αυξανόμενο γερμανικό ανταγωνισμό, όπως αυτός εκφράστηκε μέσω της μετατροπής της Kaiserliche Marine (Αυτοκρατορικού Ναυτικού) σε ένα πολεμικό ναυτικό ικανό να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Royal Navy.

Συμμετέχοντα κράτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρετανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, η Βρετανία εξακολούθησε την εφαρμογή της πολιτική της "λαμπρής απομόνωσης", έχοντας ως πρώτο στόχο της την υπεράσπιση της μεγάλης υπερπόντιας αυτοκρατορίας της. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1900, ο γερμανικός κίνδυνος είχε ενισχυθεί σημαντικά. Ορισμένοι εντός της Βρετανίας υποστήριζαν πως η χώρα χρειαζόταν συμμάχους. Συγκεκριμένα, για το μεγαλύτερο διάστημα του 19ου αιώνα, η Βρετανία θεωρούσε τη Γαλλία και τη Ρωσία ως τις δύο πλέον επικίνδυνες αντιπάλους της, ωστόσο λόγω του αυξανόμενου γερμανικού κινδύνου, η βρετανική πολιτική άρχισε να αλλάζει.

Τα τρία κυριότερα αίτια αυτής ήταν:

  1. η Γαλλία και η Βρετανία είχαν υπογράψει πέντε χωριστές συμφωνίες αναφορικά με τις εκατέρωθεν σφαίρες επιρροής τους στη Βόρεια Αφρική το 1904. Αυτές έγιναν γνωστές ως η Αντάντ Κορντιάλ. Η Κρίση της Ταγγέρης, η οποία ακολούθησε, ενεθάρρυνε τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, δεδομένου του κοινού τους φόβου για τον διαφαινόμενο γερμανικό επεκτατισμό.
  2. η Ρωσία ηττήθηκε στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο. Η αδυναμία αυτή όπως φάνηκε, είχε ως αποτέλεσμα λιγότερη ανησυχία για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, ενώ ενεθάρρυνε τη Ρωσία να προσπαθήσει να διατηρήσει υπό τον έλεγχό της τις ήδη υπάρχουσες κτήσεις της. Η Γαλλία ήταν ήδη σύμμαχος της Ρωσίας στα πλαίσια της Διπλής Συμμαχίας.
  3. η Βρετανία ανησυχούσε ιδιαιτέρως σχετικά με τον επερχόμενο κίνδυνο του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ είχε φανερώσει ανοιχτά τις προθέσεις του για τη δημιουργία μίας παγκόσμιας γερμανικής αυτοκρατορίας και την ανάπτυξη ενός ισχυρού ναυτικού. Η Βρετανία — η οποία παραδοσιακά ήταν κυρίαρχος στις θάλασσες — το εξέλαβε ως ισχυρή απειλή για την ίδια της την αυτοκρατορία και το ναυτικό.

Το 1907, συμφωνήθηκε η υπογραφή της Αγγλορωσικής Αντάντ, η οποία επιχείρησε να δώσει λύση σε μία σειρά πολύχρονων διαμαχών αναφορικά με την Περσία, το Αφγανιστάν και το Θιβέτ, καθώς και να βοηθήσει τη Βρετανία αναφορικά με τους φόβους της σχετικά με τον γερμανικό επεκτατισμό στην Εγγύς Ανατολή.

Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου της περιόδου μεταξύ 1870–1871, η Πρωσία νίκησε τη Β΄ Γαλλική Αυτοκρατορία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση της Γ΄ Δημοκρατίας. Στη Συνθήκη της Φρανκφούρτης, η Πρωσία υποχρέωσε τη Γαλλία να παραχωρήσει την Αλσατία-Λωρραίνη στη νεοϊδρυθείσα Γερμανική Αυτοκρατορία. Έκτοτε, οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών ήταν πάντοτε τεταμένες. Η Γαλλία — ανησυχώντας για την αυξανόμενη στρατιωτική ανάπτυξη της Γερμανίας — ξεκίνησε τη δημιουργία δικών της πολεμικών βιομηχανιών και στρατού ως απάντηση στις γερμανικές επιθετικές κινήσεις. Ως άλλο μέτρο, η Γαλλία ανέπτυξε στενή σχέση με τη Ρωσία μέσω της υπογραφής Γαλλορωσικής Συμμαχίας, της οποίας ο στόχος ήταν η δημιουργία ενός ισχυρού αντίβαρου στην Τριπλή Συμμαχία. Κύριο μέλημα της Γαλλίας ήταν η προστασία της απέναντι σε ενδεχόμενη επίθεση της Γερμανίας, καθώς και η ανάκτηση της Αλσατίας-Λωρραίνης.

Ρωσική αφίσα του 1914, στην άνω επιγραφή της οποίας αναγράφεται ο όρος "συμφωνία". Οι αβέβαιες Britannia (δεξιά) και Μαριάν (αριστερά) περιμένουν την αποφασισμένη Μητέρα Ρωσία (κέντρο), προκειμένου να τις οδηγήσει στον επερχόμενο πόλεμο.

Ρωσική Αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρωσία διέθετε, μακράν, το μεγαλύτερο στρατιωτικό δυναμικό εφεδρειών από το σύνολο των έξι ευρωπαϊκών δυνάμεων, ωστόσο ήταν και αυτή με τη χειρότερη οικονομική κατάσταση. Η Ρωσία μοιραζόταν τους φόβους της Γαλλίας σχετικά με τη Γερμανία. Αφότου οι Γερμανοί ξεκίνησαν την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού, η Ρωσία φοβήθηκε πως στόχος τους θα ήταν η κατάληψη των Δαρδανελλίων, μία ζωτικής σημασίας εμπορική αρτηρία, η οποία αντιστοιχούσε στα δύο πέμπτα των εξαγωγών της Ρωσίας.[9]

Αυτό συνδυάστηκε, επίσης, με τη μακροχρόνια αντιπαλότητα της Ρωσίας με την Αυστροουγγαρία. Η Αυστροουγγαρία είχε προσαρτήσει προσφάτως τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, προκαλώντας την αγανάκτηση σε μεγάλο βαθμό της Ρωσίας. Η Ρωσία θεωρούσε τον εαυτό της ως την ηγέτιδα δύναμη του Σλαβικού κόσμου (Πανσλαβισμός) και θεωρούσε την εισβολή αυτή ως ακόμη ένα βήμα προς την προσάρτηση της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Προκειμένου να απαντήσει στις επιθετικές κινήσεις της Αυστροουγγαρίας στα Βαλκάνια, η Ρωσία υποσχέθηκε να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στη Σερβία σε περίπτωση που η τελευταία δεχόταν εισβολή.

Η Ρωσία είχε, επίσης, προσφάτως ηττηθεί στον ντροπιαστικό Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1905, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα επαναστατικού ξεσηκωμού και τη φαινομενική μετατροπή του καθεστώτος σε συνταγματική μοναρχία. Ως απάντηση προς τους αντιπάλους της σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο, η Ρωσία επιχείρησε να αναθερμάνει τη Γαλλορωσική Συμμαχία. Παρά το γεγονός πως θεωρήθηκε ως αχρείαστη κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Ιαπωνία, στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή θεωρείτο ανεκτίμητης αξίας. Η Ρωσία υπέγραψε την Αγγλορωσική Συμφωνία του 1907 με τη Βρετανία, προκειμένου να αποτελέσει αντίβαρο στον κίνδυνο που παρουσίαζε η Τριπλή Συμμαχία.

Η συμμαχία της αυταρχικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας με τις δύο μεγαλύτερες δημοκρατίες της Ευρώπης προκάλεσε αρκετές συζητήσεις και στις δύο πλευρές. Συγκεκριμένα, αρκετοί Ρώσοι συντηρητικοί δεν εμπιστεύονταν την εκκοσμικευμένη Γαλλική Δημοκρατία, ενώ, ταυτόχρονα, υπενθύμιζαν τους διπλωματικούς ελιγμούς των Βρετανών, προκειμένου να περιορίσουν την επιρροή των Ρώσων στην Εγγύς Ανατολή. Στον αντίποδα, σημαντικοί Γάλλοι και Βρετανοί δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, καθώς και βουλευτές θεωρούσαν το αντιδραστικό τσαρικό καθεστώς ως απεχθές. Η απουσία εκατέρωθεν εμπιστοσύνης εξακολουθούσε να υφίσταται ακόμη και κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου, με Βρετανούς και Γάλλους πολιτικούς να εκφράζουν την ανακούφισή τους, έπειτα από την παραίτηση του Τσάρου Νικολάου Β΄ υπέρ μιας Προσωρινής Κυβέρνησης το 1917. Μία αρχική πρόταση πολιτικού ασύλου στους Ρομανόφ, τελικώς αποσύρθηκε από τη Βρετανική Κυβέρνηση, υπό τον φόβο δημόσιας κατακραυγής.[10] Για τον ίδιο λόγο, η Γαλλική Δημοκρατία ουδέποτε έθεσε το θέμα παροχής πολιτικού ασύλου στον έκπτωτο Τσάρο.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Robert Gildea, Barricades and Borders: Europe 1800-1914 (3rd ed. 2003) ch 15
  2. Feuchtwanger 2002, p. 216.
  3. Gildea 2003, p. 237.
  4. Henig 2002, p.3.
  5. Holborn 1982, p. 247.
  6. Holborn 1982, p. 249.
  7. 7,0 7,1 Holborn 1982, pp. 304-305.
  8. Reinsurance Treaty
  9. Fiona K. Tomaszewski, A Great Russia: Russia and the Triple Entente, 1905 to 1914 (2002)
  10. Gareth Russell (2014). The Emperors: How Europe's Rulers Were Destroyed by the First World War. Amberley. σελίδες 164–65. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Albrecht-Carrié, René. (1958) A Diplomatic History of Europe Since the Congress of Vienna
  • Feuchtwanger, E. J. (2002). Bismarck (Routledge. ISBN 0-415-21614-1)
  • Gildea, Robert (2003). Barricades and Borders: Europe 1800-1914 (Oxford University Press. ISBN 0-19-925300-5)
  • Henig, Ruth Beatrice (2002). The origins of the First World War (Routledge. ISBN 0-415-26185-6)
  • Holborn, Hajo (1982). A History of Modern Germany: 1840-1945 (Princeton University Press. ISBN 0-691-00797-7)
  • Schmitt, Bernadotte. Triple Alliance and Triple Entente (1971)
  • Sontag, Raymond. European Diplomatic History: 1871-1932 (1933)
  • Taylor, A.J.P. The Struggle for Mastery in Europe 1848–1918 (1954)
  • Tomaszewski, Fiona K. A Great Russia: Russia and the Triple Entente, 1905 to 1914 (2002)