Συγκυριαρχία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κύριο λήμμα: Αυστροουγγαρία
Χάρτης των οθωμανικών εδαφών (Βοσνία και Ερζεγοβίνη και Σαντζάκι του Νόβι Πάζαρ), τα οποία κατελήφθησαν από τη Δυαδική Μοναρχία το 1904.

Η αυστροουγγρική διοίκηση στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, οριζόμενη ως Συγκυριαρχία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, είναι το καθεστώς υπό το οποίο ετέθησαν τα βιλαέτια της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης υπό αυστροουγγρική κατοχή, έπειτα από τη σύντομης διάρκειας κατάληψή τους κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον Κοινό Στρατό το 1879. Καταληφθέντα βάσει των μέτρων του Άρθρου 25 της Συνθήκης του Βερολίνου του 1878, τα βιλαέτια τέθηκαν υπό τη διοικητική αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών της Δυαδικής Μοναρχίας. Το 1908, τα βιλαέτια προσαρτήθηκαν από την Αυστροουγγαρία, ωστόσο δεν ενσωματώθηκαν ούτε στην ΚισλεϊθανίαΑυστρία μαζί με τις απευθείας εξαρτώμενες από τη Βιέννη επαρχίες), ούτε στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Η άνοδος των εθνικισμών αποδυνάμωσε το συγκεκριμένο σύστημα, ενώ, με το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 29 Οκτωβρίου 1918, τα εδάφη της συγκυριαρχίας ενσωματώθηκαν εντός του Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων, το οποίο, στις 1 Δεκεμβρίου 1918, ενσωματώθηκε εντός του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.

Εγκαθίδρυση της αυστροουγγρικής κυριαρχίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυστροουγγρικές φιλοδοξίες στα Βαλκάνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αυστροούγγροι διπλωμάτες επιθυμούσαν να εκμεταλλευτούν την εχθρότητα μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με απώτερο σκοπό την κατάληψη της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, ενδοχώρας της Κροατίας και της Δαλματίας, περιοχή η οποία, από καιρό, αποτελούσε το αντικείμενο ενδιαφέροντος της Δυαδικής Μοναρχίας[1]. Το 1876, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ πρότεινε στον τσάρο Νικόλαο Β΄ εκατέρωθεν παραχωρήσεις: οι Ρώσοι θα έθεταν, εκ νέου, υπό τον έλεγχό τους το νότιο τμήμα της Βεσσαραβίας, το οποίο είχε τεθεί υπό την κυριαρχία των Οθωμανών μετά το πέρας του Κριμαϊκού Πολέμου, καθώς, επίσης, θα έθεταν υπό την προστασία τους τη Βουλγαρία (Ανατολική Ρωμυλία), ενώ η Αυστροουγγαρία θα έθετε υπό τον έλεγχό της τα βιλαέτια της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, τα οποία, εκείνη την περίοδο, βρίσκονταν εν μέσω εξεγέρσεως ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία[2].

Κατά τις πρώτες ημέρες της κρίσεως της Ανατολής, τον Ιανουάριο του 1875, ο Αλβέρτος του Τέσεν, γενικός επιθεωρητής του αυστροουγγρικού στρατού, εξέθεσε τις αυστροουγγρικές φιλοδοξίες στα Βαλκάνια. Ωστόσο, οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο ώθησαν τον αρχιδούκα να χαμηλώσει τους τόνους, το Φθινόπωρο του 1876, καθώς και να υιοθετήσει μία επιχειρηματολογία επικεντρωμένη στα εμπόδια τα οποία, πιθανώς, να συναντούσε ο στρατός κατά την περίπτωση μίας βαλκανικής εκστρατείας[3].

Νομικές βάσεις της αυστροουγγρικής κατοχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου-Ιουλίου του 1878, το Συνέδριο του Βερολίνου, υπό την προεδρία του Γερμανού καγκελαρίου Μπίσμαρκ, παραχώρησε άδεια στην Αυστροουγγαρία για την κατάληψη της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, προκειμένου να επιβάλει, εκ νέου, την τάξη, παρά τις διαμαρτυρίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία, μέσω της συγκεκριμένης απόφασης, έβλεπε έναν ακρωτηριασμό των εδαφών της, καθώς και του Πριγκιπάτου της Σερβίας, το οποίο διεκδικούσε τις συγκεκριμένες επαρχίες λόγω του σημαντικού σερβικού πληθυσμού τους. Ωστόσο, το συνέδριο παραχώρησε άδεια μόνον για στρατιωτική κατοχή, προσθέτοντας, επίσης, το Σαντζάκι του Νόβι Πάζαρ υπό ειδικό καθεστώς, καθώς τα συγκεκριμένα εδάφη παρέμεναν, τύποις, υπό την κυριαρχία του σουλτάνου[4] · [5].

Ο Γκιούλα Αντράσι, τότε Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Βιέννης, επιθυμώντας να αποφύγει την περαιτέρω ενίσχυση των Σλάβων εντός της Δυαδικής Μοναρχίας, δεν επιθυμούσε την πλήρη προσάρτηση των βιλαετιών[5]. Επιπλέον, οι Κροάτες, λόγω της ιστορικής και πολιτισμικής μεταξύ τους σχέσεως, απαιτούσαν την προσάρτηση των βιλαετιών εντός του Βασιλείου της Κροατίας, γεγονός το οποίο δεν ήταν αποδεκτό για τους Ούγγρους[6].

Διάβαση του Σάβου από το 17ο Σύνταγμα Πεζικού, πίνακας του Καρλ Πίππιχ, 1905

Κατάληψη των βιλαετιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αυστροουγγρική εκστρατεία στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη απεδείχθη δυσκολότερη του αναμενόμενου: ο αυτοκρατορικός και βασιλικός στρατός, εκπροσωπούμενος από το 13ο Κροατικών Σώμα του στρατηγού Γιόσιπ Φιλίποβιτς, συνάντησε ισχυρή αντίσταση εκ μέρους των μουσουλμανικών πληθυσμών στο Ντόμποϊ, το Γιάιτσε και το Μάγκλαϊ. Η κατάληψη είχε, σχεδόν, ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο του 1878[6]. Ωστόσο, ορισμένες εξεγέρσεις ξέσπασαν, εκ νέου, κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της στρατολόγησης, στις αρχές της δεκαετίας του 1880[7].

Άποψη του Τζαμιού του Βοϊβόδα Τσομπάν Χασάν και της σιδηροδρομικής γέφυρας στο Σαράγιεβο, καρτ ποστάλ του 1907.

Αυστροουγγρική διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημιουργία ενός αυστροουγγρικού διοικητικού πλαισίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διοικητικές διαιρέσεις της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, το 1895.
Άποψη του Φρουρίου του Βράτνικ και σιδηροδρομικής γραμμής πλησίον του Σαράγιεβο, καρτ ποστάλ του 1905.
Ο Γκουστάβ Κάλνοκι, Αυστροούγγρος Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων, και ο Μπένι Κάλοϊ, Υπουργός επί της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Σχέδιο του Κάρολι Τσέρνο, 1892.

Έπειτα από την κατάληψή τους, τα βιλαέτια, σύντομα, αποφασίστηκε να αποτελέσουν πρότυπα της κυριαρχίας της Μοναρχίας των Αψβούργων[8]. Η εξουσία ήταν μοιρασμένη μεταξύ ενός στρατιωτικού κυβερνήτη, άμεσου εκπροσώπου του αυτοκράτορα, και ενός ηγέτη πολιτικής κυβερνήσεως. Ο τελευταίος, ο Ούγγρος υπουργός Μπένι Κάλοϊ (Μπένιαμιν φον Κάλοϊ), ευρισκόμενος στο συγκεκριμένο αξίωμα από τον Ιούνιο του 1882 έως τον θάνατό του, τον Ιούλιο του 1903, εφάρμοσε μία πολιτική εκσυγχρονισμού και διοικητικού εξορθολογισμού[6].

Το οθωμανικό εδαφικό πλαίσιο των σαντζακιών και των ναχιγέδων διατηρήθηκε υπό τις γερμανικές ονομασίες Κράιζε και Μπέζιρκε[6]. Η επαρχία διαιρέθηκε εντός των 6 κάτωθι διαμερισμάτων (Κράιζε):

Έχοντας λάβει πλήρη ελευθερία κινήσεων εντός των συγκεκριμένων επαρχιών και επιθυμώντας την πλήρη ενσωμάτωσή τους, οι Αυστροούγγροι ηγέτες δημιούργησαν τις νομικές προϋποθέσεις μίας ενσωμάτωσης εντός της Δυαδικής Μοναρχίας.

Σύντομα, οι νομικές διακρίσεις, μεταξύ άλλων η δουλοπαροικία, καταργήθηκαν, ενώ το ισχύον δίκαιο εντός των υπό κατοχή βιλαετιών, σταδιακά, ενσωμάτωσε τις αυστροουγγρικές νομικές διατάξεις[9].

Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε ραγδαία, περνώντας από, συνολικά, 120 υπό τους Οθωμανούς σε 9.500 το 1908. Μόνον το ένα τέταρτο εξ'αυτών ήσαν γηγενείς, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από την Κροατία, καθώς και τις υπόλοιπες σλαβικές επαρχίες της Αυστροουγγαρίας. Το ύψος της φορολόγησης πενταπλασιάστηκε υπό τη διοίκηση του Κάλοϊ. Οι Σέρβοι εθνικιστές σχολίαζαν, επί του συγκεκριμένου ζητήματος, πως το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων διοχετευόταν προς την κατασκευή στρατώνων, στρατηγικών δρόμων, καθώς και έξοδα γοήτρου, παρά προς την ευημερία των πληθυσμών[10].

Πολιτική οικονομικής ανάπτυξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαλυβουργείο και σιδηρόδρομος στη Ζένιτσα, καρτ ποστάλ με λεζάντα στα κροατικά και σερβικά, π. 1900.

Αμέσως μετά την κατάληψη των βιλαετιών, η αυστροουγγρική διοίκηση ακολούθησε μία πολιτική εκσυγχρονισμού, η οποία στόχευε στην ισχυρή αφομοίωσή τους με τα υπόλοιπα εδάφη της αυτοκρατορίας, καθώς και να τα καταστήσει ως μία ανεπτυγμένη περιοχή[8]. Οι αυτοκρατορικοί δημόσιοι υπάλληλοι επιχείρησαν να δημιουργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες προκειμένου να επιτευχθεί η οικονομική ανάπτυξη των καταληφθέντων εδαφών[11]. Το 1881, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη εντάχθηκε εντός του αυστροουγγρικού τελωνειακού συνόλου[12].

Άποψη του σιδηροδρομικού σταθμού της Ζένιτσα, προς το 1900.

Οι σιδηροδρομικές μεταφορές στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, ανύπαρκτες έως το 1878, γνώρισαν ταχεία ανάπτυξη: οι γραμμές, συχνά στενού πλάτους, συνέδεαν μεταξύ τους τα κύρια κέντρα. Η επαρχία εξήγαγε μέταλλα, σίδηρο, βωξίτη, χρώμιο, μαγγάνιο, μόλυβδο, ενώ, αντιθέτως, εισήγαγε σιτάρι από την Ουγγαρία, καθώς και βιομηχανικά προϊόντα από την Κισλεϊθανία[12].

Σύντομα, η περιοχή του Σαράγιεβο γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, με τον πληθυσμό της ίδιας της πόλης να τριπλασιάζεται μεταξύ του 1880 και του 1910, ενώ η περιοχή της Ζένιτσα, στο κεντρικό τμήμα της Βοσνίας, κατέστη σημαντικό βιομηχανικό κέντρο[13].

Κοινωνικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του παλαιού παζαριού του Σαράγιεβο, το 1903.

Το 1880, 6.000 έως 7.000 Μουσουλμάνοι μεγαλογαιοκτήμονες απασχολούσαν 85.000 εξαρτώμενους αγρότες, εκ των οποίων τα τρία τέταρτα ήσαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ένα τέταρτο Καθολικοί, καθώς και ένας μικρός αριθμός Μουσουλμάνων. Η αυστροουγγρική διοίκηση ευνόησε την εξαγορά γαιών από τους αγρότες, ωστόσο, λόγω της δημογραφικής ανάπτυξής τους, οι τελευταίοι, ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, δεν επωφελήθηκαν από την οικονομική ανάπτυξη[10].

Το κοινωνικό πλαίσιο, όπως αυτό θεσμοθετήθηκε μέσω του οθωμανικού τανζιμάτ του 1859, το οποίο μετέτρεπε τους μπέηδες σε μεγαλογαιοκτήμονες, διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό, καθώς η Αυστροουγγαρία επιθυμούσε να αποφύγει την εχθρότητα των μουσουλμανικών ελίτ της Βοσνίας[14]. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε σημαντική απογοήτευση μεταξύ των Σέρβων αγροτών, οι οποίοι ήλπιζαν σε μία βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, οι οποίες ήσαν ιδιαιτέρως δύσκολες[14].

Το ζήτημα των εθνοτήτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπένι Κάλοϊ, πρώην γενικός πρόξενος στο Βελιγράδι, καλός γνώστης των Βαλκανίων, καθώς και συγγραφέας έργου υπό τον τίτλο Ιστορία των Σέρβων, υποχρεώθηκε να διευθετήσει τις αντιπαλότητες μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων. Οι Καθολικοί (ποσοστό της τάξεως του 18% επί του συνόλου του πληθυσμού), κυρίως Κροάτες, ήσαν ευνοημένοι από την αυστροουγγρική διοίκηση, η οποία προχώρησε στην ανέγερση του καθολικού καθεδρικού ναού του Σαράγιεβο το 1889, ενώ, επίσης, προχώρησε στην ανέγερση αριθμού θρησκευτικών σχολείων. Η Καθολική ιεραρχία, της οποίας ηγείτο, από το 1882, ο Γιόζιπ Στάντλερ, Αρχιεπίσκοπος του Σαράγιεβο, ήταν θετικά διακείμενη υπέρ της ιδρύσεως μίας «Μεγάλης Κροατίας». Προκειμένου να ενισχυθεί ο καθολικός πληθυσμός, ο Σεβασμιώτατος Στάντλερ πρότεινε ένα σχέδιο καθολικού αποικισμού της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης[15]. Ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880, η αυστροουγγρική διοίκηση ενθάρρυνε την εγκατάσταση αποίκων προερχόμενων από άλλες επαρχίες, όπως Κροάτες, Γερμανούς, Πολωνούς ή Τσέχους, γεγονός το οποίο οδήγησε σε ενίσχυση του καθολικού στοιχείου[12]. Επιπλέον, καθότι ο ίδιος ήταν ένθερμος αντισέρβος, ο Στάντλερ ενθάρρυνε την αυστροουγγρική διοίκηση προκειμένου να προχωρήσει σε μία στρατηγική κροατομουσουλμανικής συμμαχίας εναντίον των Σέρβων[16].

Οι διαχωρισμοί μεταξύ Κροατών Καθολικών, Σέρβων Ορθοδόξων και Βόσνιων Μουσουλμάνων καταστάθηκαν ως ένας παράγοντας έντασης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο[17]. Οι Σέρβοι, κάτοικοι αγροτικών περιοχών σε ποσοστό της τάξεως του 90%, καθώς και, στην πλειοψηφία τους, δουλοπάροικοι κατά την αυστροουγγρική κατάληψη της περιοχής, διέθεταν, μόνον, 309 σχολεία υπό τον έλεγχο του ορθόδοξου κλήρου. Η διοίκηση του Μπένι Κάλοϊ, η οποία επιθυμούσε την παρεμπόδιση της ανάπτυξης εθνικιστικών φρονημάτων εντός της περιοχής, επέβαλε έναν αυστηρό έλεγχο των δραστηριοτήτων της κάθε κοινότητας[18]. Ως αποτέλεσμα, η τελευταία επέβαλε κοινά σχολεία, ενώ, επίσης, απαγόρευσε τη χρήση, εντός των σχολείων, της κυριλλικής γραφής, καθώς και εγχειριδίων και καθηγητών προερχόμενων από τη Σερβία. Η σχολική φοίτηση παρέμεινε στάσιμη ή υποχώρησε: το 1908, ποσοστό της τάξεως, μόνον, του 14% επί του συνόλου των Σέρβων παιδιών φοιτούσαν σε σχολείο, ήτοι τρεις φορές λιγότερα συγκριτικά με το αντίστοιχο ποσοστό στη Σερβία[19].

Μετά τη δεκαετία του 1890, ο Κάλοϊ, προκειμένου να παύσει την ανάπτυξη του σερβικού και κροατικού εθνικισμού, αποπολιτικοποιώντας, ταυτόχρονα, γενικώς τον πληθυσμό, επιχείρησε τη δημιουργία ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας για λογαριασμό της Βοσνίας, η οποία θα αντικαθιστούσε τους ιδιαίτερους εθνικισμούς των διαφόρων κοινοτήτων[20] · [21].

Ως αποτέλεσμα, προήλθε μία προσπάθεια δημιουργίας ενός «βοσνιακού έθνους», καθώς και μίας «βοσνιακής γλώσσας», η οποία θα ήταν κοινή μεταξύ των Σέρβων, των Κροατών και των Μουσουλμάνων[20]. Η συγκεκριμένη προσπάθεια δημιουργίας μίας εθνικής ταυτότητας υλοποιήθηκε μέσω μίας πολιτικής πολιτισμικής και σχολικής προπαγάνδας[22]. Η ιδέα του Κάλοϊ απεδείχθη αποτυχημένη[22]. Πράγματι, οι Κροάτες και οι Σέρβοι δεν φάνηκαν δεκτικοί προς τη «βοσνιακή ταυτότητα», ενώ η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων εξακολουθούσαν, από την πλευρά τους, να θεωρούν τους εαυτούς τους ως υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[20].

Ο Στέφαν Μπουριάν φον Ράγιετς, ο οποίος διαδέχθηκε τον Μπένι Κάλοϊ ως Υπουργός Οικονομικών, υπεύθυνος επί της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (από το 1903 έως το 1912), εφάρμοσε μία περισσότερο ήπια πολιτική: εγκατέλειψε την πολιτική του Κάλοϊ σχετικά με τη δημιουργία μίας νέας βοσνιακής ταυτότητας[22], καθώς και παραχώρησε άδεια για τη λειτουργία σερβικών θρησκευτικών σχολείων, το 1905, και μουσουλμανικών θρησκευτικών σχολείων, το 1909[19]. Το ποσοστό σχολικής φοίτησης των Μουσουλμάνων ήταν καλύτερο εκείνου των Σέρβων, καθώς αριθμούσαν, συνολικά, 917 μεκτέμπ (δημοτικά σχολεία) και 43 μεντρεσέδες (δευτεροβάθμια σχολεία) στα τέλη της συγκεκριμένης περιόδου[23].

Η στάση των Μουσουλμάνων απέναντι στο αυστροουγγρικό καθεστώς ποίκιλλε. Ο Αλί-μπεγ Φιρντούς (1862-1910) προχώρησε στην ίδρυση, το 1899, της Μουσουλμανικής Λαϊκής Οργανώσεως, η οποία, σύντομα, κατέστη ως το σημαντικότερο κίνημα εντός της συγκεκριμένης κοινότητας. Τον Οκτώβριο του 1908, έθεσε προς υπογραφή έκκληση απευθυνόμενη προς τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, ο οποίος, τύποις, εξακολουθούσε να βρίσκεται στην εξουσία, παρά την Επανάσταση των Νεοτούρκων, η οποία του είχε αφαιρέσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας του, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην προσάρτηση και να αιτηθεί την επιστροφή της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντιθέτως, ο Εσάντ Κούλοβιτς, ο οποίος είχε οριστεί ως Δήμαρχος του Σαράγιεβο το 1905 και ηγέτης του Μουσουλμανικού Προοδευτικού Κόμματος, προχώρησε στη φωταγώγηση των οδών για τον εορτασμό της προσαρτήσεως. Στις 9 Νοεμβρίου 1908, ηγήθηκε αντιπροσωπείας στον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, προκειμένου να τον συγχαρεί και να του ζητήσει την επικύρωση των προνομίων των Μουσουλμάνων μεγαλογαιοκτημόνων. Ο Αντέμαγκα Μέσιτς, επίσης φιλοαυστριακός, καθώς και μετέπειτα αρχηγός των Schutzkorps (βοσνιακή μουσουλμανική πολιτοφυλακή), ήταν υποστηρικτής μίας ενώσεως με τους Κροάτες, η οποία θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός «τριαδισμού», ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον αυστροουγγρικό δυαδισμό[24]. Οι κροατικές χορωδιακές και αθλητικές εταιρείες πραγματοποίησαν, επίσης, εκστρατεία υπέρ της ενσωμάτωσης στην Κροατία[25]. Από το 1908 έως το 1910, η από κοινού άρνηση της προσαρτήσεως είχε ως αποτέλεσμα μία συμμαχία συνθηκών μεταξύ Μουσουλμάνων και Σέρβων αντιπολιτευόμενων, ωστόσο, η αγροτική εξέγερση του 1910, η οποία έφερε αντιμέτωπους Μουσουλμάνους μεγαλογαιοκτήμονες και Σέρβους αγρότες, οδήγησε σε μία σύγκλιση μεταξύ Μουσουλμάνων και Κροατών σε βάρος των Σέρβων[26]. Τέλος, η ιδέα μίας ενότητας των Νότιων Σλάβων με επίκεντρο τη Σερβία διαδιδόταν μέσω μυστικών οργανώσεων με έδρα το Βελιγράδι, όπως η Άμυνα του Λαού (Narodna Odbrana), ιδρυθείσα το 1908, ή η Μαύρη Χείρα (Crna Ruka), ιδρυθείσα το 1911[27].

Οι εκλογές της 17ης Φεβρουαρίου 1910, οι πρώτες οι οποίες λάμβαναν χώρα υπό το καθεστώς του συντάγματος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης του 1908, είχαν ως αποτέλεσμα μία τοπική συνέλευση αποτελούμενη από 72 μέλη, εκ των οποίων 31 ήσαν Σέρβοι, 24 ήσαν Μουσουλμάνοι, 16 ήσαν Κροάτες και ένας ήταν Εβραίος[28].

Εντός ενός πλαισίου εσωτερικής και διεθνούς εντάσεως, ο στρατηγός Όσκαρ Πότιορεκ, κυβερνήτης της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από τις 10 Μαΐου 1911 έως τις 22 Δεκεμβρίου 1914, εφάρμοσε μία αυταρχική πολιτική, προχωρώντας, ταυτόχρονα, στην απαγόρευση της πλειοψηφίας των, συνολικά, 710 σερβικών ή σερβοκροατικών σωματείων της επαρχίας[29].

Ένα αμφισβητούμενο διεθνές καθεστώς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναγνώριση της αυστροουγγρικής κηδεμονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρεμβαλλόμενη μεταξύ του σουλτάνου και των πληθυσμών, η αυστροουγγρική διοίκηση θεωρείτο υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη την οθωμανική κυριαρχία επί των δύο συγκεκριμένων βιλαετιών. Ωστόσο, το 1881, κατά την υπογραφή της συνθήκης των τριών αυτοκρατόρων μεταξύ του Ράιχ, της Δυαδικής Μοναρχίας και της Ρωσίας, οι Αυστροούγγροι διπλωμάτες πέτυχαν να λάβουν, εκ μέρους των Ρώσων ομόλόγων τους, μία μεγάλη ελευθερία δράσης στην περιοχή, η οποία θα αποτελούσε εγγύηση για μία μεγαλύτερη χρονική παρουσία συγκριτικά με εκείνη η οποία είχε, αρχικώς, προβλεφθεί κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Βερολίνου[30].

Το 1884, η συγκεκριμένη ελευθερία επιβεβαιώθηκε, εκ νέου, κατά την ανανέωση της συνθήκης του 1881[5]. Η συγκεκριμένη ελευθερία δράσης έδωσε τη δυνατότητα στους ηγέτες της Βιέννης να διατηρήσουν ανοιχτό το ζήτημα των υπό κατοχή βιλαετιών[5]. Πράγματι, το Πριγκιπάτο της Σερβίας, το οποίο είχε διακηρύξει την ανεξαρτησία του, το 1878, καθώς και αναβαθμιστεί σε Βασίλειο της Σερβίας, το 1882, αποτελούσε το κύριο εμπόδιο προς μία βαλκανική επέκταση της Μοναρχίας των Αψβούργων, καθώς και έναν παράγοντα εσωτερικής αποσταθεροποίησης[31]. Ωστόσο, τα είκοσι πρώτα χρόνια ανεξαρτησίας της Σερβίας σημαδεύτηκαν από την υποταγή των διαδοχικών μοναρχών της Σερβίας στα αυστροουγγρικά συμφέροντα[32].

Τυπική προσάρτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Βοσνιακή κρίση
Χάρτης της αυστροουγγρικής Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, το 1911.

Το 1903, η αιματηρή δυναστική αλλαγή στη Σερβία, ως συνέπεια Πραξικοπήματος του Μαΐου, είχε, επίσης, ως συνέπεια έναν επαναπροσανατολισμό της πολιτικής του βασιλείου, έκτοτε περισσότερο αδιάφορο προς τα αυστροουγγρικά συμφέροντα[Σ 1] · [32].

Απέναντι στη συγκεκριμένη νέα απειλή την οποία αποτελούσε ο νέος Βασιλέας της Σερβίας, Πέτρος Α΄, ο Αυστροούγγρος Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων, Άλοϊς Λέξα φον Έρενταλ, αποφάσισε να ακολουθήσει μία δραστήρια πολιτική στα Βαλκάνια[33]. Δυνάμει των παλαιότερων συμφωνιών, οι Αυστροούγγροι πέτυχαν να λάβουν, εκ μέρους των Ρώσων, μία πλήρη αμφισβήτηση των συμφωνιών του 1878, οι οποίες σχετίζονταν με τα διοικούμενα από τη Δυαδική Μοναρχία εδάφη[34].

Επιπλέον, το 1908, έπειτα από την Επανάσταση των Νεοτούρκων, η οποία έθεσε τέλος στον δεσποτισμό του Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, φήμες για τη διεξαγωγή εκλογών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισαν να διαδίδονται εντός των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, όπου η διεξαγωγή παρομοίων εκλογών στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη θα ήταν δυνατό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αυστροουγγρική πολιτική προσαρτήσεως[35].

Η συγκεκριμένη κρίση έθεσε υπό αμφισβήτηση την τυπική πλευρά της αυστροουγγρικής πολιτικής εντός της συγκυριαρχίας. Πράγματι, το 1878, ο Γκιούλα Αντράσι, τότε Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Αυστροουγγαρίας, επιθυμούσε μία λύση η οποία δεν θα ενίσχυε τη δημογραφική εκπροσώπηση των Σλάβων εντός των αυστριακών και ουγγρικών πληθυσμών[5].

Τέλος της αυστροουγγρικής κυριαρχίας στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσάρτηση στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πληθυσμός των βιλαετιών υπό στρατιωτική διοίκηση και, στη συνέχεια, υπό το καθεστώς της συγκυριαρχίας είναι γνωστός με ακρίβεια. Πράγματι, αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή της, η αυστροουγγρική διοίκηση προχώρησε στη θεσμοθέτηση ανά πενταετία απογραφής, ερχόμενη, ως αποτέλεσμα, σε ευθεία αντίθεση με την προηγούμενη οθωμανική πρακτική της καταμέτρησης των πληθυσμών. Ως εκ τούτου, το 1879 και το 1885, δύο απογραφές διατάχθηκαν, ωστόσο τα αποτελέσματά τους θεωρήθηκαν ως μη ικανοποιητικά από τους ηγέτες της τοπικής αυστροουγγρικής διοικήσεως[36], ωθώντας τους διοικητές στην πραγματοποίηση συχνότερων απογραφών[36]. Ένα ινστιτούτο διοικητικής στατιστικής δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1890.

Πληθυσμός της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης ανά θρησκεία, 1879–1910
Έτος Μουσουλμάνοι Ορθόδοξοι Καθολικοί Εβραίοι Σύνολο
Πλ. % Πλ. % Πλ. % Πλ. %
1879 448.613 38,7 % 496.485 42,9 % 209.391 18,1 % 3.675 0,3 % 1.158.440
1885 492.710 36,9 % 571.250 42,8 % 265.788 19,9 % 5.805 0,4 % 1.336.091
1895 548.632 35,0 % 673.246 42,9 % 334.142 21,3 % 8.213 0,5 % 1.568.092
1910 612.137 32,2 % 825.418 43,5 % 434.061 22,9 % 11.868 0,6 % 1.898.044

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η επιλογή εξοπλισμού του στρατού με κανόνια Schneider, τα οποία προτιμήθηκαν αντί των κανονιών Škoda, ενσαρκώνει τη συγκεκριμένη αλλαγή πολιτικής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Dioszegi 1980, σελ. 87.
  2. Castellan 1991, σελ. 315-319.
  3. Dioszegi 1980, σελ. 89.
  4. Castellan 1991, σελ. 347-348.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Bled 2014, σελ. 18.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Castellan 1991, σελ. 348.
  7. Clark 2013, σελ. 89.
  8. 8,0 8,1 Clark 2013, σελ. 91.
  9. Clark 2013, σελ. 90.
  10. 10,0 10,1 Castellan 1991, σελ. 348-349.
  11. Jacolin 2006, σελ. 16.
  12. 12,0 12,1 12,2 Castellan 1991, σελ. 349.
  13. Becker 2001, σελ. 12.
  14. 14,0 14,1 (Γαλλικά) Slobodan Soja (2016). «L'Autriche-Hongrie et la Bosnie-Herzegovine 1878-1918: un malentendu fatal». σελ. 577. [νεκρός σύνδεσμος]
  15. (Γαλλικά) Annie Lacroix-Riz (Ιούνιος 2004). «L'Eglise Autrichienne, la Duplice et le Vatican». Etudes réunies par Paul Pasteur. L'Eglise Catholique en Autriche (Université de Rouen) (58): 72. 
  16. (Γαλλικά) Annie Lacroix-Riz (Ιούνιος 2004). «L'Eglise Autrichienne, la Duplice et le Vatican». Etudes réunies par Paul Pasteur. L'Eglise Catholique en Autriche (Université de Rouen) (58): 73. 
  17. Castellan 1991, σελ. 349-350.
  18. (Γαλλικά) Slobodan Soja (2016). «L'Autriche-Hongrie et la Bosnie-Herzegovine 1878-1918: un malentendu fatal». σελ. 579. [νεκρός σύνδεσμος]
  19. 19,0 19,1 Horel 2008, σελ. 179.
  20. 20,0 20,1 20,2 (Γαλλικά) Alexandre Popovic (2005). «Syncrétisme et l'hérésie en Bosnie-Herzégovine». Στο: Gilles Veinstein. Syncrétisme et hérésies dans l'Orient seldjoukide et ottoman (XIVe-XVIIIe siècle). Peeters Publishers. σελ. 326. 
  21. (Γαλλικά) Slobodan Soja (2016). «L'Autriche-Hongrie et la Bosnie-Herzegovine 1878-1918: un malentendu fatal». σελ. 580. [νεκρός σύνδεσμος]
  22. 22,0 22,1 22,2 (Γαλλικά) Dusan T. Batakovic (2005). Histoire du peuple serbe. Editions l'Age d'Homme. σελ. 230. ISBN 978-2825119587. 
  23. Mudry 1999, σελ. 133.
  24. Horel 2008, σελ. 165-176.
  25. Horel 2008, σελ. 185.
  26. Horel 2008, σελ. 135-136.
  27. Castellan 1991, σελ. 380-381.
  28. Mudry 1999, σελ. 111.
  29. Mudry 1999, σελ. 196-197.
  30. Clark 2013, σελ. 94.
  31. Lacroix-Riz 2010, σελ. 7.
  32. 32,0 32,1 Bled 2014, σελ. 19.
  33. Bled 2014, σελ. 21.
  34. Bled 2014, σελ. 17.
  35. Clark 2013, σελ. 99.
  36. 36,0 36,1 Gelez 2010, σελ. 6.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικός Σύνδεσμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]