Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελληνοσερβική συνθήκη (1913)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πρωτόκολλο Αθηνών (1913))

Η Ελληνοσερβική Συνθήκη Ειρήνης, Φιλίας και Αμοιβαίας Συνεργασίας μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και του Βασιλείου της Σερβίας υπογράφηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19 Μάη /1 Ιουνίου 1913.
Τα 11 άρθρα του τελικού κειμένου «προέβλεπαν σύμφωνα και με τους όρους του προκαταρκτικού πρωτοκόλλου, την αμοιβαία εγγύηση των εδαφικών κτήσεων και των δύο χωρών και την αμοιβαία παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση απρόκλητης επιθέσεως εναντίον του ενός, τον καθορισμό της διανομής των εδαφών που θα εκχωρούνταν από την Τουρκία μετά τον τερματισμό του Πολέμου και, ακόμη, την ελληνική υποχρέωση για παροχή κάθε αναγκαίας ευκολίας στο σερβικό εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο μέσω Θεσσαλονίκης». [1]
Η συνθήκη υπογράφηκε εκ μέρους της Ελλάδας, από τον Έλληνα πρόξενο στο Βελιγράδι, Ιωάννη Αλεξανδρόπουλο και εκ μέρους της Σερβίας, από τον πρεσβευτή της στην Αθήνα, Ματιέγα Μπόσκοβιτς.

Οι πρωθυπουργοί Σερβίας, Νικόλα Πάσιτς και Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, σε συνάντησή τους τον Ιανουάριο του 1912

Σημείωση: όλες οι ημερομηνίες δίνονται σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο


Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου οι τρεις από τις τέσσερεις σύμμαχες χώρες - που αποτελούσαν τον Βαλκανικό Συνασπισμό - κατέλαβαν εδάφη της Μακεδονίας χωρίς ωστόσο καμία να καταφέρει να ενσωματώσει στο κράτος της όλα τα εδάφη που επιθυμούσε. Έτσι, μετά το τέλος του πολέμου, η Μακεδονία έγινε το μήλο της έριδας ανάμεσα σε Ελλάδα, Σερβία, και Βουλγαρία.
Η Βουλγαρία επέλεξε να πάρει με τα όπλα το κομμάτι της Μακεδονίας που θεωρούσε ότι της ανήκε, και πριν της απαντήσουν επίσης, με τα όπλα, η Ελλάδα και η Σερβία, ήρθαν σε μεταξύ τους συνεννοήσεις για να ορίσουν και να διασφαλίσουν τη συμμαχία τους.

Αρχές Μαρτίου 1913, ο Έλληνας πρόξενος στο Βελιγράδι, πήρε εντολές από τον Έλληνα υπουργό εξωτερικών, Λάμπρο Κορομηλά, να διερευνήσει τη στάση της σερβικής κυβέρνησης απέναντι στο ενδεχόμενο της συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών.
Η σερβική κυβέρνηση υποδέχτηκε θετικά τις ελληνικές προτάσεις και στις 22 Απριλίου 1913 (ν.ε) υπογράφεται στη Θεσσαλονίκη μεταξύ του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Λάμπρου Κορομηλά και του Σέρβου πρεσβευτή στη Ελλάδα, Ματιέγα Μπόσκοβιτς (Mateja Bošković), πρωτόκολλο στρατιωτικής συνεργασίας, στο οποίο τα δυο κράτη αναλαμβάνουν να σχηματίσουν κοινό στρατιωτικό μέτωπο σε περίπτωση επίθεσης από τη Βουλγαρία. Στην ίδια συνάντηση υπήρξαν συνενοήσεις για το καθορισμό της ελληνοσερβικής μεθορίου, και συμφωνήθηκε η απόδοση από τη Σερβία στην Ελλάδα της Φλώρινας και από την Ελλάδα στη Σερβία τη Γευγελής. [2]
Την 14η Μαΐου του 1913 και πάλι στη Θεσσαλονίκη, συνάπτεται στρατιωτική σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας την οποία υπογράφουν ο τότε λοχαγός του Γενικού Επιτελείου Ιωάννης Μεταξάς και οι Σέρβοι συνταγματάρχες Πέταρ Πέσιτς και Ντούσαν Τούφετζιτς στην οποία δεν προβλεπόταν καμμία ανάμειξη της Ελλάδας σε ενδεχόμενο Σερβοαυστριακό πόλεμο. Ωστόσο, οι Σέρβοι μετανοώντας για αυτή τη προσθήκη αρνήθηκαν να την επικυρώσουν. [2]

Στις 5 Μαΐου (π.η), ο Σέρβος πρόξενος στην Αθήνα, Ματιέγα (Ματία) Μπόσκοβιτς συνυπέγραψε μαζί με τον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, την προκαταρκτική συνθήκη που έμεινε γνωστή ως «Πρωτόκολλο των Αθηνών». [3]

Παρόλα αυτά την 1η Ιουνίου 1913 και λόγω της επίθεσης των Βουλγάρων στο Παγγαίο όρος και με ορατό το κίνδυνο που απειλούσε τη Θεσσαλονίκη, υπογράφεται στην έπαυλη του πρίγκιπα Νικολάου της Ελλάδας συνθήκη συμμαχίας. Τη συνθήκη υπέγραψαν από ελληνικής πλευράς ο Ιωάννης Αλεξανδρόπουλος και από σερβικής ο Ματιέγα Μπόσκοβιτς. Υπογράφηκε επίσης, νέα στρατιωτική σύμβαση στην οποία οι Σέρβοι διόρθωσαν το λάθος τους και έτσι «στα άρθρα 1 και 2 αναφερόταν ότι η Ελλάδα θα παρέτασσε υποχρεωτικά δύναμη 90.000 ανδρών στην περιοχή μεταξύ Παγγαίου και Θεσσαλονίκης και Γουμένισσας σε περίπτωση επίθεσης των Βουλγάρων εναντίον Ελλήνων και Σέρβων. Εάν κάποια από τις δύο σύμμαχες χώρες δεχόταν συντονισμένη επίθεση από τη Βουλγαρία και κάποια εξωβαλκανική χώρα, τότε θα έπρεπε αμέσως η άλλη να προσβάλει τη Βουλγαρία.» [4] Τη σύμβαση υπέγραψαν ο Ξενοφώντας Στρατηγός και οι σέρβοι συνταγματάρχες Πέταρ Πέσιτς και Ντούσαν Τούφετζιτς.


Α' Παγκόσμιος Πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούλιο του 1914 η Σερβία δέχτηκε επίθεση από την Αυστροουγγαρία, αλλά ο βασιλιάς Κωνσταντινος αρνήθηκε την κινητοποίηση του στρατού, αφού η συμφωνία αναφερόταν μόνο στις επιθέσεις από Βαλκανικά κράτη. Αντ΄ αυτού προέκρινε την πολιτική της αποκαλούμενης «ευμενής [προς την Αντάντ] ουδετερότητας» της χώρας.

Το ίδιο επαναλήφθηκε και τον Σεπτέμβριο του 1915 όταν μετά την επιστράτευση της Βουλγαρίας ενάντια στη Σερβία, ο Βενιζέλος πρότεινε την ενεργοποίηση της συνθήκης. Επειδή όμως η Σερβική πλευρά βρισκόταν μέσα στον κλοιό τριών κρατών (Γερμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγαρία και Βασίλειο της Βουλγαρίας) θα αδυνατούσε να παρατάξει τις 150.000 δυνάμεις στρατού στα σερβοβουλγαρικά σύνορα που προέβλεπε η συμφωνία, ο Βενιζέλος πρότεινε αυτές να αντικατασταθούν με 150.000 από τη Στρατιά της Ανατολής που αποχωρούσαν εκείνη την εποχή ηττημένα από την Εκστρατεία της Καλλίπολης.[5]

Η συμφωνία συνέχισε να παίζει κάποιο περιορισμένο ρόλο, εν μέσω του Εθνικού Διχασμού και το φθινόπωρο του 1916, αν και η Σερβία είχε ηττηθεί κατά κράτος, όταν το παλάτι, παρά την επίσημη στάση της "διαρκούς ουδετερότητας", υποχώρησε στην Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) για την με τρένα μεταφορά του εξόριστου Σερβικού στρατού από την Κέρκυρα, όπου είχε καταφύγει μετά την ήττα του, στη Θεσσαλονίκη (τότε υπό την αντίπαλη κυβέρνησης «Εθνικής Αμύνης»), ώστε να επανα-εξοπλιστεί.

Στη συνθήκη συμφωνήθηκε ότι οι δύο κυβερνήσεις οι δύο χώρες να έχουν κοινό σύνορο δυτικά του Αξιού (Βαρδάρη), η δε χάραξη των νέων συνόρων να βασίζεται επί της «αρχής των κατεχομένων εδαφών», (en:Uti possidetis). Έτσι το ανάπτυγμα του κοινού συνόρου θ΄ αρχίζει από τη λίμνη Οχρίδα ακολουθώντας πορεία γύρω από αυτή προς νότια στη λίμνη Πρέσπα, νότια του Μοναστηρίου (που παραμένει στη Σερβία), και ακολουθώντας στη συνέχεια τη γραμμή διαχώρισης του ποταμού μεταξύ Τσέρνας και Μογλενίτσας καταλήγει στον Αξιό, 3 χλμ. νότια από τη Γευγελή.
Επίσης συμφωνείται ότι επί της αυτής αρχής και οι δύο χώρες θα συμφωνήσουν και για την Ελληνοβουλγαρική και Σερβοβουλγαρική οριοθετική γραμμή. Δηλαδή το σερβικό σύνορο από βόρεια της Γευγελής θ΄ ανέρχεται το ρουν του Αξιού μέχρι τη συμβολή του παραπόταμου Μπεγκαλνίτσα και εκ του ρου του δεύτερου μέχρι τα παλαιά τουρκοβουλγαρικά σύνορα, ενώ το ελληνικό θα διέρχεται από νότια του Κιλκίς, βόρεια της Νιγρίτας και από εκεί από τη λίμνη Αχινού (Κερκίνης) και του Αγγίστα ποταμού που κατέρχεται προς τη θάλασσα, ανατολικότερα του λιμένα των Ελευθερών.
Επίσης συμφωνήθηκε επίσης πως σε περίπτωση που δεν θα είναι εφικτή συμφωνία με τη Βουλγαρία με βάση την παραπάνω αρχή καθορισμού συνόρων, θα προτείνουν τη προσφυγή σε διαιτησία. Αν όμως η Βουλγαρία εκδηλώσει επιθετική στάση προς επιβολή των αξιώσεών της δια των όπλων, οι δύο χώρες (Σερβία και Ελλάδα) αναλαμβάνουν την υποχρέωση «...προκειμένου να εξασφαλίσουν την ακεραιότητα των κτήσεών τους να παράσχουν αμοιβαία στρατιωτική βοήθεια και να μην συνάψουν ειρήνη (με τη Βουλγαρία), παρά μόνο από κοινή συμφωνία». Επίσης Σερβία και Ελλάδα αναλαμβάνουν ν΄ ακολουθήσουν την αυτή διπλωματική στάση στις διάφορες διαπραγματεύσεις για τη διανομή των εδαφών που παραχωρήθηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τέλος η Ελλάδα υποσχέθηκε να παράσχει για μια 50ετία κάθε δυνατή διευκόλυνση στο σερβικό εξαγωγικό εμπόριο δια του λιμένα της Θεσσαλονίκης και των σιδηροδρομικών γραμμών προς Σκόπια και Μοναστήρι.

Ο διακανονισμός αυτός των συνόρων πράγματι δεν έγινε δεκτός από τη Βουλγαρία, και παρά την παρέμβαση ρωσικής διαιτησίας σύντομα, στις 16 Ιουνίου 1913, ξέσπασε με την επίθεση της Βουλγαρίας ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος.

  1. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900 - 1945», εκδόσεις "Εστία", σελ. 91.
  2. 2,0 2,1 Χασιώτης 1998, σελ. 29.
  3. Bataković 1998, σελ. 59.
  4. Συλλογικό.
  5. Γιανουλόπουλος (2003), σελ. 233: «Ό αρχηγός των Φιλελευθέρων έπρότεινε τότε την άναπλήρωση αύτής τής δύναμης με στρατεύματα τής Entente καί ό Κωνσταντίνος, αίφνιδιασμένος, φαίνεται πώς άποδέχθηκε την πρόταση σιωπηλά μη έχοντας να προβάλει κανένα πειστικό καί, κυρίως, άμεσο άντεπιχείρημα. "Οταν άλλαξε γνώμη καί είδοποίησε τον πρωθυπουργό του να μην γνωστοποιήσει την πρότασή του στις Δυνάμεις τής Συνεννοήσεως, πληροφορήθηκε πώς αύτές είχαν ήδη ειδοποιηθεί καί είχαν άνταποκριθεΐ θετικά στην πρόσκληση.»