Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ναυτικές δημοκρατίες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Επισείων του Ιταλικού Ναυτικού, με τα εμβλήματα των σημαντικότερων ναυτικών δημοκρατιών :
* Ο Λέοντας του Αγίου Μάρκου της Βενετίας
* Ο Σταυρός του Αγίου Γεωργίου της Γένοβας
* Ο Σταυρός της Μάλτας του Αμάλφι
* Ο Τριφυλλωτός Σταυρός της Πίζας
Οι Ναυτικές Δημοκρατίες του 11ου αιώνα
Ancona = Ανκόνα; Gaeta = Γκαέτα; Genova = Γένοβα; Pisa = Πίζα; Ragusa = Ραγούσα; Venezia = Βενετία

Ο όρος ναυτικές δημοκρατίες (ιταλικά repubbliche marinare) αναφέρεται σε ιταλικές παραθαλάσσιες πόλεις οι οποίες, μεταξύ του 10ου και του 13ου αιώνα, γνώρισαν μεγάλη οικονομική ευμάρεια χάρη στις εμπορικές τους δραστηριότητες και σε ευρεία πολιτική αυτονομία.

Οι πιο γνωστές θαλάσσιες δημοκρατίες ήταν το Αμάλφι, η Πίζα, η Γένοβα και η Βενετία. Υπήρχαν κι άλλες πόλεις με αυτόνομες κυβερνήσεις ολιγαρχικής δημοκρατίας, που έκοβαν δικό τους νόμισμα, συμμετείχαν σε Σταυροφορίες, διέθεταν στόλο, προξένους και εμπορικές αποικίες στα λιμάνια της Μεσογείου. Τέτοιες ήταν η Γκαέτα[1], η Ανκόνα[2], το Νόλι[3] και η Ραγούσα[4].

Άξια αναφοράς είναι αρκετά παραδείγματα πόλεων οι οποίες διέθεταν, στη διάρκεια της Αρχαιότητας, αποικιακές κτήσεις, ενώ ήταν ταυτόχρονα εμπορικές δυνάμεις :

Η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη κατά το έτος 1000, καθώς και η ανασφάλεια των ηπειρωτικών οδών μετακίνησης, οδήγησαν στην ανάπτυξη εμπορικών οδικών αρτηριών στις παραθαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεχώς αυξανόμενη αυτονομία, των επονομαζόμενων ιταλικών θαλάσσιων πόλεων, τις οδήγησε σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.

Στο πολιτικό κενό, το οποίο χαρακτήριζε τον ύστερο Μεσαίωνα, αυτές οι πόλεις, εκτεθειμένες στις επιδρομές των πειρατών, κυρίως των Σαρακηνών, οργάνωσαν με τρόπο αυτόνομο την άμυνά τους, ενισχυόμενες από πολεμικούς ναυτικούς στόλους. Και κατά τη διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα, πέρασαν στην αντεπίθεση εκμεταλλευόμενες τις αντιπαλότητες μεταξύ των ναυτικών υπερδυνάμεων του Βυζαντίου και των Αράβων. Η πρώτη θαλάσσια δημοκρατία που κατάφερε να αποκτήσει σημαντική οικονομική δύναμη ήταν το Αμάλφι.

Για τον έλεγχο του εμπορίου με την Ασία και την Αφρική, οι θαλάσσιες δημοκρατίες μπήκαν σε ανταγωνισμό με τους Άραβες, τους Βυζαντινούς, και στη συνέχεια τους Οθωμανούς.

Συγκριτική ιστορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
ΒενετίαΔημοκρατία της ΡαγούσαςΠίζαΓένοβαΓκαέταΑνκόναΑμάλφι

Πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης των εμπορικών σχέσεων της Βενετίας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Σε θεσμικό επίπεδο, οι Δημοκρατίες αποτελούνταν από από αυτόνομες κυβερνήσεις, οι οποίες προέρχονταν από τις εμπορικές συντεχνίες που αποτελούσαν την ανώτατη κοινωνική τάξη των πόλεων αυτών. Η ιστορία τους ξεκίνησε με την ευρωπαϊκή προέλαση προς την ανατολή, η οποία πραγματοποιήθηκε με την ανάκτηση του ελέγχου των θαλασσίων εμπορικών οδών από τους Μουσουλμάνους. Σε αυτό το πλαίσιο ανιχνεύονται οι καταβολές του καπιταλισμού, με την εμπορική και οικονομική έννοια του όρου: οι έμποροι των ιταλικών θαλάσσιων δημοκρατιών δημιούργησαν τις πρώτες καπιταλιστικές οικονομικές μορφές, κόβοντας χρυσά νομίσματα, των οποίων η χρήση βρισκόταν σε παρακμή για αιώνες, ανακαλύπτοντας νέες μεθόδους ανταλλαγών και ισολογισμού, ενθαρρύνοντας την τεχνολογική πρόοδο στη ναυσιπλοΐα, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του εμπορικού τους πλούτου. Οι θαλάσσιες δημοκρατίες ένωσαν τις δυνάμεις τους και πέτυχαν να καταστήσουν υπό ιταλικό έλεγχο τη Μεσόγειο στη διάρκεια των Σταυροφοριών, οι οποίες τους επέτρεπαν την υλοποίηση των επεκτατικών τους σχεδίων.

Οι θαλάσσιες οδοί και τα εμπορικά λιμάνια της Θαλάσσιας Δημοκρατίας της Ανκόνα.
Οι θαλάσσιες οδοί και τα εμπορικά λιμάνια της Θαλάσσιας Δημοκρατίας της Ραγούσας.

Η Βενετία και το Αμάλφι εμπλέκονταν ήδη στο εμπόριο με τη Ανατολή. Παρ' όλα αυτά, με τις Σταυροφορίες το φαινόμενο αυτό επεκτάθηκε, καθώς χιλιάδες Ιταλοί μετανάστευσαν προς την Ανατολή, ιδρύοντας ναυστάθμους και εμπορικά ταμιευτήρια για λογαριασμό των Θαλάσσιων Δημοκρατιών. Με αυτόν τον τρόπο, οι Ιταλοί έμποροι απέκτησαν πολιτική ισχύ, αποσπώντας από τις κυβερνήσεις νομικές, φορολογικές και τελωνειακές διευκολύνσεις.

Οι αντιπαλότητες μεταξύ αυτών των δημοκρατιών αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο: αρκετές ενεπλάκησαν σε ένοπλες συγκρούσεις στη διάρκεια της ιστορίας τους.

Οι θαλάσσιες δημοκρατίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημοκρατία του Αμάλφι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι επανακτήσεις των ιταλικών εδαφών από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 535 ήταν και πάλι αναποτελεσματικές, καθώς σύντομα ξαναχάθηκαν μπροστά στην προέλαση και τη δημιουργία του Βασιλείου της Λομβαρδίας στη Βόρεια Ιταλία. Οι Λομβαρδοί κατέκτησαν τη Λιγουρία το 640 και κατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα του Εξαρχάτου της Ραβένας το 751, αφήνοντας στους Βυζαντινούς μόνο τον έλεγχο μικρών ζωνών στη Νότια Ιταλία, καθώς και ορισμένες παραθαλάσσιες πόλεις όπως η Βενετία, η Νάπολι και το Αμάλφι.

Η τελευταία ήταν, χωρίς αμφιβολία, η παλαιότερη των θαλάσσιων δημοκρατιών, έχοντας αναπτύξει σημαντικές εμπορικές συναλλαγές με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την Αίγυπτο. Μέσω της δημιουργίας εμπορικών οδών από τη Νότια Ιταλία προς τη Μέση Ανατολή, κατά τον 10ο αιώνα, οι έμποροι του Αμάλφι είχαν την ευκαιρία να ανταγωνιστούν τους Άραβες ομολόγους τους που, μέχρι τότε, είχαν το μονοπώλιο του εμπορίου στη Μεσόγειο. Δείγμα της ισχύος του Αμάλφι, ένα νομοθετικό έργο, με την ονομασία Αμαλφιανοί Νόμοι (Tavole Amalfitane), το οποίο συγκέντρωνε το σύνολο των κανόνων του ναυτικού δικαίου της εποχής, νομοθετήματα που παρέμειναν ενεργά σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αφού υπήρξε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στην Ιταλία, το Αμάλφι λεηλατήθηκε από τους Πιζάνους το 1137, κι ενώ η δημοκρατία βρισκόταν αποδυναμωμένη από τις φυσικές καταστροφές (Πλημμύρες) και, στη συνέχεια, προσαρτήθηκε από το Νορμανδικό Βασίλειο της Σικελίας. Μετά τη νορμανδική κατάκτηση, το Αμάλφι παρείκμασε σε σύντομο χρονικό διάστημα, με τη Νάπολι να το αντικαθιστά ως νέο εμπορικό κέντρο.

Δημοκρατία της Βενετίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: Βενετικά

Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε διαθέσει το μεγαλύτερο τμήμα των στρατευμάτων της για την αναχαίτιση της προόδου των Μουσουλμάνων, της ήταν αδύνατο να αντιταχθεί στη σταδιακή αυτονομία και ανεξαρτητοποίηση της Βενετίας, από τον 13ο αιώνα κιόλας[5], της οποίας η δύναμη βασιζόταν σε ισχυρό εμπορικό στόλο, ο οποίος μπορούσε να μετατραπεί σε πολεμικό. Παρά την αυξανόμενη αυτονομία, η Βενετία παρέμεινε πιστή συμμαχος των Βυζαντινών στην πολεμική τους σύγκρουση με τους Άραβες και τους Νορμανδούς. Κατά το έτος 1000, η Βενετία νίκησε τους πειρατές που λυμαίνονταν στις ακτές της Ιστρίας, αποκτώντας, έτσι, τον έλεγχο της περιοχής.

Γύρω στο 1200, η Βενετία έφτασε στο απόγειο της ισχύος της, κυριαρχώντας στις εμπορικές οδούς της Μεσογείου και της Ανατολής. Στη διάρκεια της Δ' Σταυροφορίας (1202-1204), η Βενετία προσάρτησε τα πλέον σημαντικά, από εμπορικής απόψεως, νησιά και λιμάνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η κατάκτηση των λιμανιών της Κέρκυρας (1207) και της Κρήτης (1209) της εξασφάλισαν τη δυνατότητα εμπορίου με την Ανατολή, κι αυτό, μέχρι τη Συρία και την Αίγυπτο, τερματικούς σταθμούς της ροής εμπορικών αγαθών της εποχής εκείνης. Στα τέλη του 14ου αιώνα, η Βενετία ήταν η κυρίαρχη εμπορική δύναμη της Μεσογείου και προσπαθούσε, ταυτόχρονα, να παραμείνει το πλουσιότερο κράτος της Ευρώπης.

Δημοκρατία της Πίζας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1016, η Πίζα συμμάχησε με τη Γένοβα με στόχο την απώθηση των Σαρακηνών κατακτώντας την Κορσική και τη Σαρδηνία, αποκτώντας, έτσι, τον έλεγχο του συνόλου του Τυρρηνικού Πελάγους. Έναν αιώνα αργότερα, η Πίζα κατέλαβε επίσης της Βαλεαρίδες Νήσους.

Η Πίζα ίδρυσε το λιμάνι της στις εκβολές του Άρνο, στο Πόρτο Πιζάνο. Η δημοκρατία έφτασε στο απόγειο της δύναμής της μεταξύ 12ου και 13ου αιώνα, εποχή κατά την οποία ο στόλος της κυριαρχούσε στη Δυτική Μεσόγειο. Παρόλα αυτά, ο ανταγωνισμός μεταξύ Πίζας και Γένοβας κορυφώθηκε κατά τον 13ο αιώνα, κυρίως μέσω της προσπάθειας ελέγχου της Κορσικής, απόκτησης προνομίων από την Αγία Έδρα και, ακόμα, τον απόλυτο έλεγχο του Τυρρηνικού Πελάγους. Η Ναυμαχία της Μελόρια (1284) τελείωσε με την ήττα των Πίζάνων απέναντι στις γενοβέζικες δυνάμεις, στα ανοιχτά του Λιβόρνο, κοντά στις εκβολές του Άρνο. Αυτό το γεγονός σηματοδότησε την απαρχή της παρακμής της Πίζας, με την παραχώρηση της Κορσικής στη Γένοβα και την παραχώρηση ενός τμήματος της Σαρδηνίας (1299).

Έκτοτε, η Πίζα δεν ήταν παρά μια πόλη-κράτος της Τοσκάνης, σε μόνιμη αντιπαράθεση με τη Φλωρεντία, αλλά με μηδαμινή, πλέον, ισχύ στη θάλασσα.

Δημοκρατία της Γένοβας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ναυτική σημασία της Γένοβας ήταν εμφανής από την προρωμαϊκή Περίοδο. Οι Λιγούριοι είχαν καταστήσει την πόλη εμπορικό σταθμό, ανοιχτό στις συναλλαγές με τις ελληνικές, φοινικικές και ετρούσκικες πόλεις, σε τέτοιο βαθμό που κατέστη έναν από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου.

Σύντομα, η Γένοβα συμμάχησε με τη Ρώμη, τόσο εναντίον των Λιγουρίων της ενδοχώρας, όσο και εναντίον των υπόλοιπων παράκτιων πόλεων της περιοχής. Μετά την καταστροφή της από τους Καρχηδονίους του στρατηγού Μάγωνα, η πόλη έγινε ρωμαϊκή κτήση, χωρίς ωστόσο να υποταχτεί στην τελευταία. Όφειλε αυτή την εύνοια χάρη στον ρόλο φύλακα της Δυτικής Μεσογείου που κατείχε, ρόλο τον οποίο οι Γενουάτες ναύτες κάλυψαν παραπάνω από επαρκώς.

Η πόλη της Γένοβας άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις αρχές του 10ου αιώνα. Μετά τη λεηλάτηση της πόλης από τους Σαρακηνούς, οι κάτοικοί της στράφηκαν και πάλι προς τη θάλασσα. Η δύναμη του στόλου της της απέφερε την αναγνώριση, από τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, των αιτημάτων της για ανεξαρτησία στους τομείς της νομοθεσίας και της οικονομίας.

Η συμμαχία της με την ανταγωνίστριά της, Πίζα, βοήθησε στον εξωραϊσμό του Τυρρηνικού Πελάγους από τους Μουσουλμάνους πειρατές, χάρη στην επανάκτηση της Κορσικής, της Σαρδηνίας, των Βαλεαρίδων Νήσων και της Προβηγκίας.

Η σύσταση της Compagna Communis (Κοινοτική Συντεχνία), ένωσης του συνόλου των συντεχνιών της πόλης (γνωστών ως Compagne), στην οποία εντάχθηκαν οι οι άρχοντες των γειτονικών κοιλάδων, καθώς και αυτοί των παράκτιων περιοχών, σήμανε τη γέννηση της γενουατικής κυβέρνησης.

Τα οικονομικά έσοδα της πόλης αυξήθηκαν σημαντικά χάρη στη συμμετοχή στην Α' Σταυροφορία, Σταυροφορία στην οποία οι Γενουάτες ήταν σημαντικοί πρωταγωνιστές και η οποία προσέφερε το προνόμιο της εγκατάστασης πολών κατοίκων σε περιοχές των Αγίων Τόπων. Η Δημοκρατία της Γένοβας έφτασε στο απόγειο της δύναμής της κατά τον 13ο αιώνα χάρη στη Συνθήκη του Νυμφαίου, η οποία υπεγράφη το 1261 με τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, και απαγόρευε στους Ενετούς τη διέλευση από τα στενά του Βοσπόρου που οδηγούσαν στη Μαύρη Θάλασσα. Επιπλέον, η Μάχη της Μελόρια (1284), στα ανοιχτά του Λιβούρνο, τελείωσε με την οριστική ήττα της Πίζας και τον απόλυτο έλεγχο του Τυρρηνικού Πελάγους από τη Γένοβα.

Τέλος, το 1298, οι Γενουάτες συνέτριψαν τον ενετικό στόλο κοντά στη δαλματική νήσο της Κόρτσουλα. Έτσι, η κυριαρχία των θαλασσών παρέμεινε στη Γένοβα για διάστημα σχεδόν 70 ετών, κι αυτό μέχρι τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο με τη Βενετία, ο οποίος τερματίστηκε με τη μάχη της Κιότζα-Τένεντο το 1372. Στη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των δημοκρατιών της Βενετίας και της Γένοβας, ο Ενετός Μάρκο Πόλο αιχμαλωτίστηκε και στη διάρκεια της κράτησής του στο Παλάτι του Αγίου Γεωργίου, υπαγόρευσε στον συγκρατούμενό του, Ρουστιτσέλο της Πίζας, τη διήγηση των ταξιδιών του.

Μετά τη μαύρη παρένθεση του 15ου αιώνα, ο οποίος σημαδεύτηκε από τις επιδειμίες πανούκλας και την κυριαρχία ξένων δυνάμεων, η πόλη γνώρισε επανάκαμψη διάρκειας, περίπου, ενός αιώνα, μετά την απελευθέρωσή της από τον Αντρέα Ντόρια το 1528. Αν και η παλαιά αριστοκρατία κρατιόταν ακόμη σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, κυρίως στον τομέα της οικονομίας, η Δημοκρατία, η οποία αποτελούσε δέλεαρ για τις συνορεύουσες δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Σαβοΐα, συνεθλίβη από το ναπολεοντιακό "κύμα" το 1805. Το 1815, η Γένοβα προσαρτήθηκε από το Βασίλειο της Σαρδηνίας, κάτι που αποτέλεσε και το τελειωτικό χτύπημα στην οικονομία της και προκάλεσε τη μετανάστευση των καλύτερων μαστόρων της, καθώς και ενός μεγάλου τμήματος του αστικού της πληθυσμού προς την Αμερική.

Δημοκρατία της Ανκόνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δημοκρατία της Ανκόνα, μόνιμη σύμμαχος της Δημοκρατίας της Ραγούσας, κατέστη κυρίαρχη δύναμη στη Μάρκα της Ανκόνα και πλούτισε μέσω του εμπορίου με την Ανατολή, κι αυτό παρά τον έντονο ανταγωνισμό με τη Βενετία. Αντιστάθηκε στην πολιορκία του Λοθάριου Γ' το 1137, και αργότερα του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα το 1167 και της Βενετίας το 1174. Η τελευταία αυτή μεγάλη πολιορκία διήρκεσε από την 1η Απριλίου μέχρι και τα μέσα του Οκτώβρη του ιδίου έτους. Η προστασία, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της αυτονομίας της, της πόλης από την Αγία Έδρα ήταν μία έξυπνη πολιτικά κίνηση, η οποία επέτρεψε στην πόλη να διατηρήσει την ανεξαρτησία της.

Το 1532, ημερομηνία της ολοκλήρωσης μιας μακράς και δαπανηρής παπικής πολιτικής για την επέκταση των Κρατών του, η πόλη προσαρτήθηκε, χωρίς να προβάλει ουδεμία αντίσταση, από τον Πάπα, χάνοντας την ανεξαρτησία της και αποτελώντας, πλέον, τμήμα των Παπικών Κρατών υπό τον Πάπα Κλήμη Ζ΄.

  1. * Touring Club Italiano, Lazio éditeur: Touring Club Italiano, 1981 (page 743);
    • Giovanna Bergamaschi, Arte in Italia: guida ai luoghi ed alle opere dell'Italia artistica, Electa, 1983 (page 243);
    • Salvatore Aurigemma, Angelo de Santis, Gaeta, Formia, Minturno; la ville de Gaeta a lancé un processus de reconnaissance officielle de son ancien rôle en tant que république maritime. Voir la page [1] Αρχειοθετήθηκε 2012-11-14 στο Wayback Machine.
    • Armando Lodolini, Le repubbliche del mare, edizioni Biblioteca di storia patria, dans les soins de Ente per la diffusione e l'educazione storica, Rome 1967;
    • Peris Persi, Conoscere l'Italia, vol. Marche, Istituto Geografico De Agostini, Novara 1982 (page 74);
    • Gabriella Airaldi, B. Z. Ḳedar, I comuni italiani nel regno crociato di Gerusalemme, éditeur: Université de Gênes, Institut d'études médiévales, 1986 (page 525);
    • Divers auteurs, Meravigliosa Italia, Enciclopedia delle regioni édité par Valerio Lugani, éditeur Aristea, Milan;
    • Guido Piovene, en Tuttitalia, Casa Editrice Sansoni, Florence & Istituto Geografico De Agostini, Novara (page 31);
    • Pietro Zampetti, en Itinerari dell'Espresso, vol. Marche, édité par Neri Pozza, éditeur L'Espresso, Roma 1980
    • Société internationale d'étude du Moyen Âge latin (Società internazionale per lo studio del Medioevo latino), Centro italiano di studi sull'alto Medioevo, Medioevo latino, Volume 28 (page 1338);
    • Francesca Bandini, Mauro Darchi, La Repubblica di Noli e l'importanza dei porti minori del Mediterraneo nel Medioevo éditeur All'insegna del giglio, Florence 2004;
    • Michelin / MFPM, Liguria, éditeur Michelin 2010;
    • Anne Conway, Giuliana Manganelli, Liguria: una magica finestra sul Mediterraneo éditeur White Star, Vercelli 1999
    • Divers auteurs, Croazia. Zagabria e le città d'arte. Istria, Dalmazia e le isole. I grandi parchi nazionali éditeur Touring Club Italiano, 2004 (page 129);
    • Sergio Anselmi, Ragusa e il Mediterraneo: ruolo e funzioni di una Repubblica marinara tra Medioevo ed etā Moderna, éditeur Cacucci, 1988
  2. Jean-Claude Cheynet L'Exarchat de Ravenne et l'Italie byzantine:Clio.fr Αρχειοθετήθηκε 2010-12-05 στο Wayback Machine.