Μεταμοντερνισμός
Μεταμοντερνισμός κυριολεκτικά σημαίνει «το κίνημα που ακολούθησε του μοντερνισμού». Παρά το ότι ως «μοντέρνο» αυτό καθαυτό ορίζεται το «σύγχρονο», το κίνημα του μοντερνισμού καθώς και η μετέπειτα αντίδραση του μεταμοντερνισμού καθορίζονται μέσα από ένα συγκεκριμένο πλέγμα αντιλήψεων. Στην Κριτική Θεωρία χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για λογοτεχνικά, θεατρικά, αρχιτεκτονικά και σχεδιαστικά έργα, καθώς επίσης στο πλαίσιο του μάρκετινγκ και των επιχειρήσεων ως ερμηνευτική της ιστορίας, του δικαίου και της κουλτούρας του τελευταίου μέρους του 20ού αιώνα.Ο μεταμοντερνισμός αποτελεί αισθητική, λογοτεχνική, πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, ως προσεγγιστική απόπειρα να περιγραφεί μία κατάσταση, status quo ή απλώς οι αλλαγές που υφίστανται οι θεσμοί και τα συστήματα (Giddens, 1990) κατά τη μετανεωτερικότητα. Δηλαδή, ο μεταμοντερνισμός είναι το πολιτισμικό και πνευματικό φαινόμενο, το οποίο χρονολογείται κυρίως από τα νέα κινήματα στην τέχνη της δεκαετίας του 1920, ενώ η μετανεωτερικότητα επικεντρώνεται στα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα του δυτικού κόσμου, καθώς και τις καινοτομίες σε διεθνές επίπεδο από το 1960 και μετά.
Ο όρος «μεταμοντέρνος» ορίζεται από το Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη) ως «αυτός που σχετίζεται με το σύγχρονο ρεύμα της τέχνης (αρχικώς της αρχιτεκτονικής) που αντιδρά στις φόρμες του μοντερνισμού και χρησιμοποιεί ποικιλία παραδοσιακών στοιχείων σε πρωτότυπες συνθέσεις», καθώς επίσης αυτός που «ακολουθεί αδιάκοπα τις εκάστοτε τάσεις χωρίς αρχές και σταθερά σημεία αναφοράς» και επίσης «(κατ' επέκταση στις κοινωνικές επιστήμες) ο ακραίος σχετικισμός στις αξίες και στην επιστημονική μέθοδο και η απόρριψη της αντικειμενικότητας».
Ιστορία του κινήματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχικά, ο μεταμοντερνισμός αποτέλεσε αντίδραση ενάντια στον μοντερνισμό. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά γύρω στη δεκαετία του 1870 και το 1914 ο Τζ. Μ. Τόμσον χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει τις αλλαγές στη διάθεση και τις απόψεις επάνω στην κριτική της θρησκείας.[1]
Το 1921 και το 1925, ο μεταμοντερνισμός χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει νέες μορφές τέχνης και μουσικής. Το 1942 ο Χ. Ρ. Χέιζ τον περιέγραψε ως ένα νέο λογοτεχνικό είδος. Ωστόσο, ως ιστορικό κίνημα πρωτοεμφανίστηκε το 1939 από τον Άρνολντ Τόινμπι.[2]
Με κύρια επιρροή την απογοήτευση που επακολούθησε του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο μεταμοντερνισμός τείνει να αναφέρεται σε μία πολιτισμική, πνευματική ή δημιουργική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη ιεραρχίας και οργανωμένης δομής, η έκφανση της οποίας συνίσταται σε εξαιρετική περιπλοκότητα, αντίφαση, ασάφεια, ποικιλομορφία, διασυνδετικότητα ή διαναφορικότητα [3], συχνά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατός ο διαχωρισμός μεταξύ της ίδιας και της παρωδίας της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει αποτελέσει αιτία για μηνύσεις προς εξαπάτηση.[4]
Η μετανεωτερικότητα, ως παράγωγο του μεταμοντερνισμού, αναφέρεται στις μη καλλιτεχνικές ιστορικές εξελίξεις οι οποίες επηρεάστηκαν από το μεταμοντέρνο κίνημα, σε τομείς όπως ο κοινωνικός, ο οικονομικός και ο κουλτουραλικός από το 1960 και μετά.[5] Από τη στιγμή που η ιδέα της αντίστασης ή αντίδρασης προς τον μοντερνισμό εξαπλώθηκε, μετατράπηκε σε συνώνυμο της μετανεωτερικότητας. Ο όρος αυτός συνδέεται στενά με τον μεταστρουκτουραλισμό (βλ. Ζακ Ντεριντά) και τον μοντερνισμό, σε ό,τι αφορά την απόρριψη της αστικής, ελιτιστικής κουλτούρας.[6]
Ο Πίτερ Ντράκερ θεώρησε ότι η μεταστροφή σε έναν μεταμοντερνιστικό κόσμο συνέβη μεταξύ του 1937 και του 1957. Πιο πρόσφατα, ο Γουόλτερ Τρουέτ Άντερσον θεώρησε ότι ο μεταμοντερνισμός ανήκε σε μία από τις τέσσερις τυπολογικές θεάσεις του κόσμου, τις οποίες αναγνωρίζει ως (α) Μεταμοντερνιστικός - είρωνας, όπου η αλήθεια θεωρείται κοινωνικά κατασκευασμένη (β) Επιστημονικός-λογικός, στον οποίο η αλήθεια ανακαλύπτεται μέσα από μεθοδολογική, πειθαρχημένη έρευνα (γ) Κοινωνικός-παραδοσιακός, στον οποίο η αλήθεια βρίσκεται στην κληρονομιά του αμερικανικού και δυτικού πολιτισμού ή (δ) Νεορομαντικός, στον οποίο η αλήθεια βρίσκεται μέσα από την επίτευξη της αρμονίας με τη φύση και/η την πνευματική εξερεύνηση του εσωτερικού μας εαυτού.[7]
Οι μεταμοντερνιστικές ιδέες στη φιλοσοφία και η ανάλυση του πολιτισμού και της κοινωνίας διεύρυναν τη σημασία της κριτικής θεωρίας και σηματοδότησαν την αρχή για νέα έργα στη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική και το σχέδιο, ενώ είναι ορατές και στο μάρκετινγκ, αλλά και στην ερμηνεία της ιστορίας, του νόμου και του πολιτισμού, ξεκινώντας από τα τέλη του 20ού αιώνα.
Ο μεταμοντερνισμός έχει επίσης χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά με τον όρο μεταστρουκτουραλισμός, μέσα από τον οποίο ο μεταμοντερνισμός αναπτύχθηκε.
Ιστορία του όρου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870 σε διάφορα συγκείμενα. Για παράδειγμα, ο Τζον Γουότκινς Τσάπμαν διατυμπάνισε «το μεταμοντέρνο ύφος στη ζωγραφική», το οποίο είχε ξεπεράσει τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό.[8] Αργότερα, ο Τζ. Μ. Τόμσον, σε ένα άρθρο του στο The Hibbert Journal (ένα τριμηνιαίο φιλοσοφικό περιοδικό) το 1914, χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει τις αλλαγές σε στάσεις και απόψεις αναφορικά με την κριτική της θρησκείας: «Ο λόγος ύπαρξης του Μεταμοντερνισμού είναι η απόδραση από το δίπολο τρόπο σκέψης του Μοντερνισμού μέσω της επέκτασης της κριτικής του στη θρησκεία καθώς και στη θεολογία, το καθολικό αίσθημα και την καθολική παράδοση» ('Post-Modernism, J.M.Thompson, The Hibbert Journal Vol XII No.4 Ιουλίου 1914 p. 733).
Το 1917, ο Ρούντολφ Πάνγουιτς χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο για να περιγράψει έναν φιλοσοφοστραφή πολιτισμό. Οι ιδέες του Πάνγουιτς περί μεταμοντερνισμού προήλθαν από την ανάλυση του Νίτσε για τη νεωτερικότητα και την απαθλιωτική και μηδενιστική τελεολογία της. Ο μεταάνθρωπος θα ξεπερνούσε τον σύγχρονο άνθρωπο. Ανόμοια με τον Νίτσε, ωστόσο, ο Πάνγουιτς συμπεριέλαβε στις ιδέες του εθνικιστικά και μυθικά στοιχεία.[9]
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε και πάλι το 1926 στο έργο «Μεταμοντερνισμός και άλλα δοκίμια» του B. I. Bell. Το 1925 και το 1921 είχε χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει νέες μορφές τέχνης και μουσικής. Το 1942, ο H. R. Hays τον χρησιμοποίησε για να περιγράψει μια νέα μορφή λογοτεχνίας, ενώ ο ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1939 ως γενική θεωρία ενός ιστορικού κινήματος: «Τη δική μας μεταμοντέρνα εποχή εισήγαγε η γενική σύρραξη των ετών 1914-1918».[10]
Το 1949, ο όρος έτυχε αναφοράς προκειμένου να περιγραφεί το πώς η δυσαρέσκεια με τη μοντέρνα αρχιτεκτονική οδήγησε στο κίνημα της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής.[11] Ο Μεταμοντερνισμός στην αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από την επαναφορά του διάκοσμου, την αναφορά σε περιβάλλοντα κτίρια στα πλαίσια της αστικής αρχιτεκτονικής, την ιστορική αναφορά σε διακοσμητικές μορφές και τις μη ορθές γωνίες. Ίσως αποτέλεσε αντίδραση στο μοντέρνο αρχιτεκτονικό κίνημα, γνωστό ως «Διεθνές Ύφος Αρχιτεκτονικής».
Ο όρος βρήκε εφαρμογή σε πληθώρα κινημάτων αντιδραστικών προς τον μοντερνισμό, στην τέχνη, τη μουσική και τη λογοτεχνία, τα οποία σε γενικές γραμμές επανέφεραν πολλά παραδοσιακά στοιχεία και τεχνικές.[12] Ο Γουόλτερ Τρουέτ Άντερσον προσδιορίζει τον μεταμοντερνισμό ως μία εκ των τεσσάρων κοσμικών αντιλήψεων: τη μεταμοντέρνα-ειρωνική, η οποία θεωρεί την αλήθεια ως κοινωνικό κατασκεύασμα, την επιστημονική-ορθολογική, σύμφωνα με την οποία, η αλήθεια μπορεί να βρεθεί κατόπιν μεθοδικής αναζήτησης, την κοινωνική-παραδοσιακή, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια αποτελεί την κληρονομιά του αμερικανικού και εν γένει δυτικού πολιτισμού και τη νεορομαντική, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια βρίσκεται είτε στην απόκτηση αρμονίας με τη φύση, είτε στην πνευματική αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού.[7]
Κατά τον Φρέντερικ Τζέιμσον, ο μεταμοντερνισμός είναι ένα κίνημα τέχνης και πολιτισμού που αντιστοιχεί στις νέες μορφές της πολιτικής και της οικονομίας, τον "ύστερο καπιταλισμό". Δηλαδή σε υπερεθνικές οικονομίες της κατανάλωσης που βασίζονται στην ιδέα της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού.[13]
Επιρροές στις τέχνες και διαφοροποίηση από την μετανεωτερικότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι μεταμοντέρνες ιδέες στη φιλοσοφία και στην πολιτιστική και κοινωνική ανάλυση αύξησαν τη βαρύτητα της κριτικής θεωρίας και αποτέλεσαν την αφετηρία για λογοτεχνικά, αρχιτεκτονικά και σχεδιαστικά έργα, ενώ ταυτόχρονα δήλωσαν την παρουσία τους στον χώρο των επιχειρήσεων και του μάρκετιγκ, καθώς και στην ερμηνεία της ιστορίας, του δικαίου και της κουλτούρας στα τέλη του 20ού αιώνα. Αυτές οι εξελίξεις, οι οποίες ανάγονταν στην επανεκτίμηση ολόκληρου του δυτικού συστήματος αξιών (βλέπε έρωτας, γάμος, λαϊκή κουλτούρα [Ζακ Ντεριντά], μετατόπιση από την οικονομία της βιομηχανίας στην οικονομία των υπηρεσιών) που διαδραματίστηκε στις δεκαετίες 1950 και 1960 και έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με την κοινωνική επανάσταση του Μάη του '68, περιγράφονται με τον όρο μετανεωτερικότητα[14]. Απεναντίας, ο όρος «Μεταμοντερνισμός» αναφέρεται σε απόψεις ή κινήματα. Το επίθετο «μεταμοντέρνος», λοιπόν, αναφέρεται στο αντίστοιχο κίνημα, ενώ το «μετανεωτερικός» αναφέρεται στην περίοδο χρόνου που ξεκινά στα 1950 και αποτελεί σύγχρονη ιστορία.
Αρχιτεκτονική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μεταμοντερνισμός στην αρχιτεκτονική ξεκίνησε ως απάντηση στην αντιληπτή πραότητα και στον αποτυχημένο ουτοπισμό του μοντερνιστικού κινήματος. Η Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, όπως εδραιώθηκε και εξελίχθηκε από τους Βάλτερ Γκρόπιους και Λε Κορμπιζιέ, εστίαζε στην επιδίωξη της αντιληπτής τελειότητας και στόχευε στην αρμονία της δομής και της λειτουργίας.[15] Κριτικοί του μοντερνισμού συμφώνησαν ότι η απόδοση της τελειότητας και του μινιμαλισμού είναι υποκειμενική, επεσήμαναν τους αναχρονισμούς στη σύγχρονη σκέψη, και εξέτασαν τα οφέλη της φιλοσοφίας της.[16] Η οριστικά μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική, όπως το έργο του Μάικλ Γκρέιβς και του Ρόμπερτ Βεντούρι απορρίπτει την ιδέα μιας «καθαρής» μορφής ή μιας «τέλειας» αρχιτεκτονικής λεπτομέρεια.
Η μεταμοντερνιστική αρχιτεκτονική ήταν ένα από τα πρώτα αισθητικά κινήματα που προκάλεσε ανοιχτά τον Μοντερνισμό ως απαρχαιωμένο και «ολοκληρωτικό». Αντιδρώντας, οι υπερασπιστές του Μοντερνισμού πρότειναν εναλλακτικές προσεγγίσεις στην αρχιτεκτονική όπως ο κριτικός τοπικισμός.[17]
Αστικός σχεδιασμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μεταμοντερνισμός αποτελεί την άρνηση της «ολοκληρωτικότητας». Με τη λογική αυτή, ο Μεταμοντερνισμός είναι η άρνηση του προκατόχου του, του Μοντερνισμού. Από τη δεκαετία του 1920 και έπειτα, ο Μοντερνισμός επεδίωξε να σχεδιάσει και να οργανώσει πόλεις, που ακολουθούσαν τη λογικού του νέου μοντέλου της βιομηχανικής μαζικής παραγωγής.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα με τον Μοντερνισμό ήταν ότι η μέθοδός του περιφρονούσε τους κατοίκους και γενικότερα την κοινή γνώμη, που είχε ως αποτέλεσμα ο σχεδιασμός να επιβάλλεται από μία μειονότητα ειδικών έναντι της πλειονότητας με μικρή ή και καθόλου γνώση επί των πραγματικών ''αστικών'' προβλημάτων.
Η μετάβαση από τον Μοντερνισμό στον Μεταμοντερνισμό λέγεται ότι έγινε στις 15 Ιουλίου του 1972 στις 3:32 μ.μ, όταν το Pruitt Igoe, ένας οικιστικός χώρος για άτομα χαμηλού εισοδήματος στο Σαιντ Λούις, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Μινόρου Γιαμασάκι, κατεδαφίστηκε. Από τότε, ο Μεταμοντερνισμός ανέπτυξε θεωρίες που στοχεύουν στη δημιουργία ποικιλίας. Ο Μεταμοντερνισμός αποδέχεται τον πλουραλισμό. Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι ο αστικός σχεδιασμός έχει αναπτυχθεί σε διαφορετικά συγκείμενα στον Μοντερνισμό και στον Μεταμοντερνισμό, αν και αμφότερα τα δύο κινήματα αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον.
Λογοτεχνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λογοτεχνικός Μεταμοντερνισμός εγκαινιάστηκε επίσημα στις Ηνωμένες Πολιτείας της Αμερικής με πρώτο ζήτημα το boundary 2, το έτος 1972, του οποίου ο υπότιτλος αναγράφει "Journal of Postmodern Literature and Culture'' (ελληνικά: Εφημερίδα της μεταμοντέρνας Λογοτεχνίας και Πολιτισμού). Ο Ντέιβιντ Άντιν, ο Τσαρλς Όλσον, ο Τζον Κέιτζ και το Black Mountain College ήταν αναπόσπαστο στοιχεία στην πνευματική και καλλιτεχνική έκθεση του μεταμοντερνισμού κατά την περίοδο εκείνη.[18] Το boundary 2 παραμένει μία εφημερίδα με μεγάλη επιρροή στους μεταμοντερνιστικούς κύκλους ακόμα και στις μέρες μας.[19]
Στη σύντομη ιστορία του Pierre Menard, Author of the Quixote το 1939, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες θεωρείται ότι προέβλεψε τον Μεταμοντερνισμό.[20] Πεζογράφοι που συνδέονται με τη μεταμοντερνιστική λογοτεχνία είναι οι Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Γουίλιαμ Γκάντις, Ουμπέρτο Έκο, Τζον Χοκς, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Τζανίνα Μπράσι, Κουρτ Βόνεγκατ, Τζον Μπαρθ, Τζιν Ρις, Ντόναλντ Μπάρθελμ, Ι. Λ. Ντόκτοροου, Ρίτσαρντ Κάλις, Γέρζι Κοζίνσκι, Ντον Ντελίλο, Ίσμαελ Ριντ, Κάθι Άκερ, Άννα Λίντια Βέγκα, Τζάκιμ Τόπολ και Πολ Όστερ.
Μουσική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μεταμοντερνιστική μουσική είναι είτε η μουσική της μεταμοντερνιστικής περιόδου, είτε η μουσική, η οποία εκφράζει τα αισθητικά και φιλοσοφικά χαρακτηριστικά του Μεταμοντερνισμού. Όπως προδίδει και το όνομα, το μεταμοντερνιστικό κίνημα δημιουργήθηκε εν μέρει ως αντίδραση στον Μοντερνισμό. Εξαιτίας αυτού, η μεταμοντερνιστική μουσική έρχεται σε αντίθεση με τη μοντερνιστική μουσική και έτσι ένα έργο μπορεί να είναι είτε μοντερνιστικό, είτε μεταμοντερνιστικό, αλλά ποτέ και τα δύο μαζί.
Η μεταμοντέρνα ώθηση στην κλασική μουσική εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1960 με τον ερχομό του μουσικού μινιμαλισμού. Συνθέτες όπως οι Τέρι Ράιλι, Χένρικ Γκορέκι, Μπράντλεϊ Τζόζεφ, Τζον Άνταμς, Στιβ Ράιχ, Φίλιπ Γκλας, Μάικλ Νάιμαν και Λου Χάρισον αντέδρασαν στον αντιληπτό ελιτισμό και τον παράφωνο ήχο του ατονικού ακαδημαϊκού μοντερνισμού, που παρήγαγε μουσική με απλές πλοκές και σχετικά σύμφωνη αρμονία, ενώ άλλοι, κυρίως ο Τζον Κέιτζ, αμφισβήτησε τις κυρίαρχες αφηγήσεις της ομορφιάς και της αντικειμενικότητας, που είναι συχνές στον Μοντερνισμό.
Σημαντικοί μεταμοντερνιστές φιλόσοφοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889–1976)
- Απέρριψε τη φιλοσοφική βάση των εννοιών της «υποκειμενικότητας» και της «αντικειμενικότητα». Τόνισε την ιστορικότητα και την πολιτιστική κατασκευή των εννοιών, ενώ ταυτόχρονα υποστήριξε την αναγκαιότητα ενός άχρονου και έμφυτου φόβος τους.
- Ζακ Ντεριντά (1930–2004)
- Επανεξέτασε τις βασικές αρχές της γραφής και των συνεπειών της για τη φιλοσοφία. Ο Ντεριντά χρησιμοποίησε, όπως ο Heidegger, αναφορές στις ελληνικές φιλοσοφικές έννοιες που σχετίζονται με τους Σκεπτικιστές και τους Προσωκρατικούς.
- Μισέλ Φουκό (1926–1984)
- Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ (1924–1998)
- Ρίτσαρντ Ρόρτι (1931–2007)
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Thompson, J. M. "Post-Modernism," The Hibbert Journal. Vol XII No. 4, July 1914. p. 733
- ↑ Arnold J. Toynbee, A study of History, Volume 5, Oxford University Press, 1961 [1939], p. 43.
- ↑ «Postmodernism. Georgetown university». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ The Sleep of Reason
- ↑ Encyclopædia Britannica, 2004
- ↑ Wagner, British, Irish and American Literature, Trier 2002, p. 210-2
- ↑ 7,0 7,1 Walter Truett Anderson (1996). The Fontana Postmodernism Reader.
- ↑ The Postmodern Turn, Essays in Postmodern Theory and Culture, Ohio University Press, 1987. p12ff
- ↑ Pannwitz: Die Krisis der europäischen Kultur, Nürnberg 1917
- ↑ OED long edition
- ↑ Encyclopaedia Britannica, 2004
- ↑ Merriam Webster's Collegiate Dictionary 2004
- ↑ Jameson Frederic (1984) Postmodernism, or The Cultural Logic of Late Capitalism. New Left Review I/146, July–August 1984 Αρχειοθετήθηκε 2011-12-16 στο Wayback Machine.. Ο F. Jameson είναι αμερικανός κριτικός της λογοτεχνίας και μαρξιστής θεωρητικός της πολιτικής.
- ↑ «TRANS Nr. 11: Paul Michael Lützeler (St. Louis): From Postmodernism to Postcolonialism». www.inst.at. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2024.
- ↑ Sullivan, Louis. "The Tall Office Building Artistically Considered," published Lippincott's Magazine (March 1896).
- ↑ Venturi, et al.
- ↑ Giamarelos, S. (2022). Resisting Postmodern Architecture: Critical Regionalism before Globalisation, London: UCL Press. DOI: https://doi.org/10.14324/111.9781800081338
- ↑ Anderson, The origins of postmodernity, London: Verso, 1998, Ch.2: "Crystallization".
- ↑ boundary 2, Duke University Press, Boundary2.dukejournals.org
- ↑ Elizabeth Bellalouna, Michael L. LaBlanc, Ira Mark Milne (2000) Literature of Developing Nations for Students: L-Z p.50
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Giamarelos, Stylianos, Resisting Postmodern Architecture: Critical Regionalism before Globalisation, London, UCL Press (2022). DOI: https://doi.org/10.14324/111.9781800081338
- Heller, Agnes, «Ὑπαρξισμός, ἀλλοτρίωση, μεταμοντερνισμός. Τρία πολιτισμικὰ κινήματα ποὺ ἄλλαξαν τὴν καθημερινὴ ζωή», Λεβιάθαν, 3 (1989), σσ. 109-118
- Jameson, Frederic, «Καπιταλισμός, νεωτερικότητα καὶ μεταμοντέρνο », Οὐτοπία, 21 (1996), σσ. 145-161
- Γιαμαρέλος, Στέλιος & Κωτσιόπουλος, Αναστάσιος, Για το μεταμοντέρνο στην αρχιτεκτονική, Αθήνα, Νεφέλη (2018).