Κλουασονισμός
Ο όρος κλουασονισμός (γαλλ. cloisonnisme) αναφέρεται σε καλλιτεχνικό ρεύμα της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής, το οποίο άνθισε περί τα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία. Ως είδος συγγενεύει με τον μεταϊμπρεσιονισμό, με κύριο χαρακτηριστικό τη χρήση έντονων χρωμάτων και μορφών, οι οποίες διαχωρίζονται από αδρά, σκουρόχρωμα περιγράμματα. Η χρήση του νεολογισμού πιστώνεται στο Γάλλο κριτικό τέχνης και συγγραφέα Εντουάρ Ντυζαντέν, επί τη ευκαιρία των εγκαινίων της Λέσχης Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών (Salon des Indépendants), τον Μάρτιο του 1888[1]. Ως τεχνοτροπία ανευρίσκεται σε πολλά έργα των Εμίλ Μπερνάρ, Λουί Ανκετέν, Πωλ Γκωγκέν, Πωλ Σερυζιέ και άλλων Γάλλων καλλιτεχνών των τελών του 19ου αιώνα. Η δε ετυμολογία του όρου ανάγεται στην τεχνοτροπία κλουαζονέ (cloisonné), κατά την οποία τα επιμέρους στοιχεία (φιγούρες, αντικείμενα) ενός έργου αποτελούν αυτόνομα τμήματα (cloisons), τα οποία διαχωρίζονται μεταξύ τους με σύρμα· τα κενά που δημιουργούνται επισμαλτώνονται, με το τελικό αποτέλεσμα να θυμίζει την τεχνοτροπία του βιτρώ. Πολλοί καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν τον όρο συνθετισμός, ο οποίος πλέον θεωρείται εφάμιλλο (αλλά ξεχωριστό) καλλιτεχνικό ρεύμα.
Ο κίτρινος Χριστός του Γκωγκέν (1889) θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα κλουασονισμού, μια αφαιρετική κατά βάση τεχνοτροπία: οι λεπτομέρειες εξαφανίζονται κάτω από το «βάρος» μονόχρωμων περιοχών, οι οποίες οριοθετούνται με αδρά περιγράμματα. Η έννοια της προοπτικής και της φωτοσκίασης χάνονται, ενώ η ιδέα της χρωματικής ασυνέχειας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο της εν λόγω τεχνοτροπίας με το ευρύτερο ρεύμα του μοντερνισμού[2].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Dujardin, Édouard: Aux XX et aux Indépendants: le Cloisonismé (sic!), Revue indépendante, Paris, March 1888, pp. 487-492
- ↑ William R. Everdell, The First Moderns, Profiles in the Origin of Twentieth-Century Thought University of Chicago Press, 1997 retrieved March 27, 2010