Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαχμούντ του Γκαζνί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαχμούντ του Γκαζνί
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
ابوالقاسم محمود غزنوی‎ (Dari)
Γέννηση2  Νοεμβρίου 971
Γκαζνί
Θάνατος30  Απριλίου 1030[1]
Γκαζνί
ΘρησκείαΣουνιτισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταβασιλιάς
Οικογένεια
ΤέκναΜασούντ Α΄[2]
Mohammad Ghaznavi
Abd al-Rashid ben Mahmud
ΓονείςΣαμπουκτιγκίν
ΑδέλφιαIsmail of Ghazni
ΟικογένειαΓαζναβίδες
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμασουλτάνος (998–1030)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αμπού αλ-Κασίμ Μαχμούντ ιμπν Σαμπουκτιγκίν, περσικά: ابوالقاسم محمود بن سبکتگین‎‎ (2 Νοεμβρίου 971 – 30 Απριλίου 1030), συνήθως γνωστός ως Μαχμούντ του Γκαζνί ή Mαχμούντ Γκαζναβί (محمود غزنوی), [3] ήταν σουλτάνος της αυτοκρατορίας των Γκαζναβιδών, που κυβέρνησε από το 998 έως το 1030. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του και στις μεσαιωνικές πηγές, είναι συνήθως γνωστός με το τιμητικό όνομα Γιαμίν αλ-Νταουλά (یمین‌ الدوله, "το δεξί χέρι του κράτους"). Τη στιγμή του θανάτου του, το βασίλειό του είχε μετατραπεί σε μια εκτεταμένη στρατιωτική αυτοκρατορία, η οποία εκτεινόταν από το βορειοδυτικό Ιράν μέχρι το Παντζάμπ στην Ινδία, η Χορασμία στην Υπερωξιανή και τη Μακρανία.

Εξαιρετικά εκπερσισμένος [4] ο Μαχμούντ συνέχισε τα γραφειοκρατικά, πολιτικά και πολιτιστικά έθιμα των προκατόχων του, των Σαμανιδών του Αφγανιστάν. Δημιούργησε το έδαφος για ένα μελλοντικό εκπερσισμένο κράτος στο Παντζάμπ, με επίκεντρο ιδιαίτερα τη Λαχόρη, μια πόλη που κατέκτησε. [5] Η πρωτεύουσά του, το Γκαζνί, εξελίχθηκε σε σημαντικό πολιτιστικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο στον ισλαμικό κόσμο, σχεδόν ανταγωνιζόμενο τη σημαντική πόλη της Βαγδάτης. Η πρωτεύουσα ήλκυσε πολλές εξέχουσες προσωπικότητες, όπως τον Αλ-Μπιρουνί και τον Φερντοσί. [5]

Ο Μαχμούντ ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία 27 ετών [6], μετά το τέλος τού πατέρα του, αν και μετά από έναν σύντομο πόλεμο διαδοχής με τον αδελφό του Ισμαήλ. Ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που κατείχε τον τίτλο σουλτάνος ("εξουσία"), υποδηλώνοντας την έκταση της εξουσίας του, ενώ ταυτόχρονα διατήρησε έναν ιδεολογικό δεσμό με την επικυριαρχία των Αββασιδών χαλιφών. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, εισέβαλε και λεηλάτησε τις πιο πλούσιες πόλεις και τις πόλεις ναών, όπως η Μαθούρα και η Σόμναθ στη μεσαιωνική Ινδία δεκαεπτά φορές, και χρησιμοποίησε τα λάφυρα για να κτίσει την πρωτεύουσά του στο Γκαζνί. [7] [8]

Γέννηση και καταγωγή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαχμούντ γεννήθηκε στην πόλη Γκαζνί στην περιοχή Ζαμπουλιστάν (στο σημερινό NA Αφγανιστάν) στις 2 Νοεμβρίου 971. Ο πατέρας του, ο Σαμπουκτιγκίν, ήταν Τούρκος σκλάβος διοικητής, που έθεσε τα θεμέλια στη δυναστεία των Γκαζναβιδών στο Γκαζνί το 977, την οποία κυβέρνησε ως υποχείριο των Σαμανιδών, οι οποίοι κυβερνούσαν το Χορασάν και την Υπερωξιανή. Η μητέρα τού Μαχμούντ ήταν μια Ιρανή από μια πλούσια αριστοκρατική οικογένεια γαιοκτημόνων στην περιοχή του Ζαμπουλιστάν, [9] [10] και ως εκ τούτου είναι γνωστός σε ορισμένες πηγές ως Μαχμούντ-ι Ζαμπουλί ("Μαχμούντ από το Ζαμπουλιστάν"). [10] Δεν είναι γνωστά πολλά για την πρώιμη ζωή του Μαχμούντ, εκτός από το ότι ήταν συμμαθητής και θετός αδελφός του Aχμάντ Μαγιμαντί, Πέρση με καταγωγή από το Zαμπουλιστάν. [11]

Ο Μαχμούντ νυμφεύτηκε την κόρη του Aμπούλ Χαρέτ Αχμάντ [12] και απέκτησαν δίδυμους γιους, τον Mοχαμάντ και τον Μασούντ Α΄, οι οποίοι τον διαδέχτηκαν ο ένας μετά τον άλλο. Ο εγγονός του από τον Mασούντ Α΄, Mαβντούτ Γκαζναβί, έγινε επίσης αργότερα κυβερνήτης της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Καθρέπτη του Μασούντ (Mirat-i-Masudi), μια περσική αγιογραφία που γράφτηκε από τον Aμπντούρ Ραχμάν Κριστί τη δεκαετία του 1620, η αδελφή του Mαχμούντ, Σιτρ-ε-Μουαλά, υποτίθεται ότι ήταν παντρεμένη με τον Νταβούντ μπιν Αταουλάχ Αλαβί, επίσης γνωστός ως Γκαζί Σαϊγιέντ Σαλάρ Σαχού, γιος του οποίου ήταν ο Γκαζί Σαϊγιέντ Σαλάρ ΜΑσούντ. [13]

Ο σύντροφος του Μαχμούντ ήταν ένας Γεωργιανός σκλάβος, ο Mαλίκ Αγιάζ, για τον οποίο έχουν ειπωθεί ποιήματα και ιστορίες. [14]

Πρώιμη σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μάχη μεταξύ του Μαχμούντ του Γκαζνί και του Αμπού Αλί Σιμτζουρί. Τζαμί αλ-Tαβαρίχ, 1314.

Το 994 ο Μαχμούντ ενώθηκε με τον πατέρα του Σαμπουκτιγκίν στην κατάληψη του Χορασάν από τον επαναστάτη Φαΐκ για να βοηθήσει τον εμίρη των Σαμανιδών, Νουχ Β΄. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αυτοκρατορία των Σαμανιδών έγινε εξαιρετικά ασταθής, με μεταβαλλόμενες εσωτερικές πολιτικές παλίρροιες, καθώς διάφορες φατρίες αγωνίζονταν για τον έλεγχο, με κυριότερους μεταξύ αυτών τους Aμπούλ-Κασίμ Σιμτζουρί, Φαΐκ, Aμπού Αλί, στρατηγό Μπεχτουζίν, καθώς και τους γειτονικούς Μπουγίδες και το χανάτο των Καραχανιδών.

Ο Σαμπουκτιγκίν απεβίωσε το 997 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Ισμαήλ ως ηγεμόνας της δυναστείας των Γκαζναβιδών. Ο λόγος πίσω από την επιλογή τού Σαμπουκτιγκίν να διορίσει τον Iσμαΐλ ως κληρονόμο, προσπερνώντας τον πιο έμπειρο και μεγαλύτερο Mαχμούντ είναι αβέβαιος. Μπορεί να οφείλεται στο ότι η μητέρα τού Ισμαήλ ήταν κόρη τού παλαιού κυρίου του Σαμπουκτιγκίν, Αλπτιγκίν. [10] Ο Μαχμούντ εξεγέρθηκε σύντομα και με τη βοήθεια τού άλλου αδελφού του, τού Aμπντούλ-Mουζαφάρ, του κυβερνήτη του Μπουστ, νίκησε τον Iσμαΐλ τον επόμενο χρόνο στη μάχη του Γκαζνί και απέκτησε τον έλεγχο του βασιλείου των Γκαζναβιδών. [15] Εκείνο το έτος, το 998, ο Μαχμούντ ταξίδεψε στη συνέχεια στο Μπαλχ και απέτισε φόρο τιμής στον Αμίρ Αμπούλ-Χαρίθ Μανσούρ μπιν Nουρ Β΄. [16] Στη συνέχεια διόρισε τον Aμπουλ-Χασάν ΙΣφαχανί Γκαζνί για να καταλάβει την περιοχή Kανταχάρ ακολουθούμενη από το Μποστ (Λασκάρ Γκαχ), την οποία μετέτρεψε σε μια στρατιωτικοποιημένη πόλη.

Ο σουλτάνος Μαχμούντ και οι δυνάμεις του επιτίθενται στο φρούριο Ζαράντζ το 1003. Τζαμί αλ-Ταβαρίχ, 1314. [17]

Ο Μαχμούντ ξεκίνησε την πρώτη από τις πολυάριθμες εισβολές στη Βόρεια Ινδία. Στις 28 Νοεμβρίου 1001 ο στρατός του πολέμησε και νίκησε τον στρατό του Ράτζα Τζαγιαπάλα των Kαμπούλ Σαχί στη μάχη του Πεσαβάρ. Το 1002 ο Μαχμούντ εισέβαλε στο Σιστάν και εκθρόνισε τον Χαλάφ ιμπν Αχμάντ, τερματίζοντας τη δυναστεία των Σαφαριδών. [18] Από εκεί αποφάσισε να επικεντρωθεί στο Ινδοστάν στα νοτιοανατολικά, ιδιαίτερα στα πολύ εύφορα εδάφη της περιοχής Πουντζάμπ.

Η πρώτη εκστρατεία του Μαχμούντ προς τα νότια ήταν ενάντια σε ένα κράτος των Ισμαηλίων, που ιδρύθηκε για πρώτη φορά στο Μουλτάν το 965 από έναν ντάι από το Χαλιφάτο των Φατιμιδών, σε μια προσπάθεια να κερδίσει την πολιτική εύνοια και την αναγνώριση από το Χαλιφάτο των Αββασιδών: ασχολήθηκε και αλλού με τους Φατιμίδες. Σε αυτό το σημείο, ο Τζαγιαπάλα προσπάθησε να πάρει εκδίκηση για μια προηγούμενη στρατιωτική ήττα που υπέστη από τον πατέρα τού Mαχμούντ, ο οποίος έλαβε τον έλεγχο τού Γκαζνί στα τέλη της δεκαετίας του 980, και είχε κοστίσει στον Τζαγαπάλα εκτεταμένη περιοχή. Ο γιος του Aνανταπάλα τον διαδέχθηκε, και συνέχισε τον αγώνα για να εκδικηθεί την αυτοκτονία τού πατέρα του. Στη μάχη του Τσατς συγκέντρωσε μια ισχυρή συνομοσπονδία, που υπέστη ήττα, καθώς ο ελέφαντάς του γύρισε από τη μάχη σε μια κρίσιμη στιγμή, στρέφοντας το ρεύμα προς όφελος του Μαχμούτ για άλλη μια φορά στη Λαχόρη το 1008, και φέρνοντας στον Μαχμούτ τον έλεγχο των Σαχίων κυριαρχιών της Ουντμπαντπούρα. [19]

Εκστρατείες των Γκαζναβιδών στην Ινδία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μαχμούντ του Γκαζνί δέχεται ινδικούς ελέφαντες ως φόρο τιμής (Mατζμού αλ-Ταβαρίχ, του Χαφίζ-ι Αμπρού, Χεράτ, 1425). [20] [21]
Ο αιχμάλωτος Ινδός Ράτζα μεταφέρεται στον σουλτάνο Μαχμούντ τού Γκαζνί. Φύλλο από Mατζμού αλ-Ταβαρίχ, από τον Χαφιζ-ί Αμπρού, Χεράτ, 1425.

Μετά την ήττα της Ινδικής Ομοσπονδίας, όταν αποφάσισε να αντεπιτεθεί για τη συνδυασμένη αντίστασή τους, ο Μαχμούντ ξεκίνησε σε τακτικές αποστολές εναντίον τους, αφήνοντας τα κατακτημένα βασίλεια στα χέρια Ινδουιστών υποτελών και προσαρτώντας μόνο την περιοχή του Παντζάμπ. [19] Ορκίστηκε επίσης να κάνει επιδρομές, και να λεηλατεί την πλούσια περιοχή της βορειοδυτικής Ινδίας κάθε χρόνο. [22]

Το 1001 ο Μαχμούντ του Γκαζνί εισέβαλε για πρώτη φορά στο σύγχρονο Πακιστάν και στη συνέχεια σε μέρη της Ινδίας. Ο Μαχμούντ νίκησε, αιχμαλώτισε και αργότερα απελευθέρωσε τον ινδουιστή σάχη ηγεμόνα Τζαγιαπάλα, ο οποίος είχε μεταφέρει την πρωτεύουσά του στην Πεσαβάρ (σημερινό Πακιστάν). Ο Τζαγιαπάλα αυτοκτόνησε, και τον διαδέχθηκε ο γιος του Aνανταπάλα. Το 1005 ο Mαχμούντ του Γκαζνί εισέβαλε στη Μπατία (πιθανώς Μπέρα) και το 1006 εισέβαλε στο Μουλτάν, οπότε ο στρατός του Aνανταπάλα τού επιτέθηκε. Το επόμενο έτος ο Μαχμούντ του Γκαζνί επιτέθηκε και συνέτριψε τον Σουχαπάλα, ηγεμόνα της Μπαθίντα (ο οποίος είχε γίνει ηγεμόνας επαναστατώντας ενάντια στο βασίλειο των Σαχί). Το 1008-1009 ο Μαχμούντ νίκησε τους Ινδουιστές Σαχί στη μάχη του Τσατς. Το 1013, κατά τη διάρκεια της όγδοης αποστολής τού Μαχμούντ στο ανατολικό Αφγανιστάν και το Πακιστάν, το βασίλειο των Σαχί (το οποίο ήταν τότε υπό τον Τριλοτσαναπάλα, γιο του Ανανταπάλα), ανατράπηκε. [23]

Το 1014 ο Μαχμούντ οδήγησε μια αποστολή στο Θανεσάρ. Τον επόμενο χρόνο επιτέθηκε ανεπιτυχώς στο Κασμίρ. Ο ηγεμόνας του Κασμίρ Σανγκραμαράτζα ήταν σύμμαχος των Ινδουιστών Σαχί κατά των Γκαζναβιδών, και ο Μαχμούντ ήθελε να τον τιμωρήσει. [24] [25] Ενοχλημένος από το ότι ο Σανγκραμαράτζα βοήθησε την Tριλοτααναπάλα, ο Mαχμούντ εισέβαλε στο Κασμίρ. Προχώρησε κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Tόχι, σχεδιάζοντας να εισέλθει στο Κασμίρ μέσω του περάσματος Tοσαμαϊντάν. Ωστόσο το πέρασμα ελεγχόταν από το ισχυρό οχυρό Λοχαρκότ. Αφού πολιόρκησε το οχυρό για ένα μήνα, ο Μαχμούντ εγκατέλειψε την πολιορκία και υποχώρησε, χάνοντας πολλά από τα στρατεύματά του στο δρόμο του, και παραλίγο να χάσει και τη ζωή του. Το 1021 ο Μαχμούντ προσπάθησε και πάλι να εισβάλει στο Κασμίρ, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από το οχυρό Λοχαρκότ. Μετά τις δύο αποτυχημένες απόπειρες εισβολής, δεν επιχείρησε να εισβάλει ξανά στο Κασμίρ. [24] [25] [26]

Το 1018 ο Μαχμούντ επιτέθηκε στη Μαθούρα και νίκησε έναν συνασπισμό ηγεμόνων εκεί, ενώ σκότωσε επίσης έναν ηγεμόνα που ονομαζόταν Τσαντραπαλά. Η πόλη Μαθούρα «λεηλατήθηκε ανηλεώς, ερημώθηκε, βεβηλώθηκε και καταστράφηκε». [4] [27] Συγκεκριμένα, ο Aλ-ουτμπί ανέφερε στο έργο του Tαρίχ-ε-γιαμινί, ότι ο Mαχμούντ Γκαζναβί κατέστρεψε έναν «μεγάλο και υπέροχο ναό» στη Μαθούρα. [28] Σύμφωνα με τον Φιρίστα, γράφοντας μια «Ιστορία του Ινδοστάν» τον 16ο-17ο αι., η πόλη Mαθούρα ήταν η πλουσιότερη στην Ινδία, και αφιερωμένη στον Βασουντέβα-Κρίσνα. Όμως όταν η πόλη δέχθηκε επίθεση από τον Μαχμούντ του Γκαζνί, «όλα τα είδωλα» κάηκαν και καταστράφηκαν σε διάστημα είκοσι ημερών, λιώθηκα το χρυσάφι και το ασήμι από τα λάφυρα, και η πόλη κάηκε. [29] Η Τέχνη της Μαθούρα έπεσε σε παρακμή στη συνέχεια. [30]

Το 1021 ο Μαχμούντ υποστήριξε τον βασιλιά Kαναούτζ εναντίον του Τσαντέλα Γκάντα, ο οποίος ηττήθηκε. Την ίδια χρονιά ο Σάχι Τριλοτσαναπάλα σκοτώθηκε στο Ραχίμπ και τον διαδέχθηκε ο γιος του Μπιμαπάλα. Η Λαχόρη (στο σημερινό Πακιστάν) προσαρτήθηκε από τον Μαχμούντ. Ο Μαχμούντ πολιόρκησε το Γκβαλιόρ το 1023, όπου του αποδόθηκαν φόροι. Ο Μαχμούντ επιτέθηκε στο Σομνάθ το 1025, και ο ηγεμόνας του Μπίμα Α΄ τράπηκε σε φυγή. Την επόμενη χρονιά κατέλαβε το Σομνάθ, και βάδισε στο Kαχτς εναντίον του Μπίμα Α΄. Την ίδια χρονιά ο Mαχμούντ επιτέθηκε επίσης στους Τζατ του Τζου και τους νίκησε. [23] Η βεβήλωση του ναού Σομνάθ στο Γκουτζαράτ το 1024 εξήγηρε τον βασιλιά Μπότζα του Ράτζπουτ, ο οποίος βάδισε με τον στρατό του εναντίον του. Όμως μετά την επιδρομή στο Σομνάθ, ο Μαχμούντ Γκαζναβί επέλεξε μία πιο επικίνδυνη διαδρομή μέσω Σιντχ, για να αποφύγει τον ισχυρό στρατό του Μπότζα που εισέβαλε, και πέρασε μέσα από μια έρημο, όπου η έλλειψη τροφής και νερού σκότωσε μεγάλο αριθμό στρατιωτών και ζώων του. Το έργο Kιτάμπ Ζαϊνούλ Ακμπάρ (π. 1048) από τον Αμπντ Αλ-Χαγί Γκαρντιζί, το Tαμπακάτ ι-Ακμπαρί του Nιζαμπουντίν Αχμάντ, και τα γραπτά του Φιριστά αναφέρουν επίσης αυτό το περιστατικό. [31] [32]

Ο Κρίστοφ Μπάουμερ σημειώνει ότι το 1026, οι Τζατ «προκάλεσαν μεγάλες απώλειες» στον στρατό του Μαχμούντ, ενώ βρισκόταν στο δρόμο του από το Σομνάθ στο Μουλτάν. Αργότερα το 1027, εκδικήθηκε την επίθεση των Τζατ, που αντιστέκονταν στον «αναγκαστικό εξισλαμισμό» τα τελευταία 300 χρόνια, λεηλατώντας τον στόλο τους στον Ινδό ποταμό. Παρόλο που οι Τζατ είχαν μεγαλύτερο στόλο από τον Μαχμούντ, λέγεται ότι είχε περίπου 20 τοξότες σε κάθε ένα από τα 1400 σκάφη του, εφοδιασμένα με «ειδικά βλήματα» που μετέφεραν νάφθα, τα οποία χρησιμοποίησε για να κάψει τον στόλο των Τζατ. [33]

Τα ινδικά βασίλεια του Nαγκαρκότ, του Θανεσάρ, του Kαναούτζ και του Γκβαλιόρ κατακτήθηκαν και αφέθηκαν στα χέρια Ινδουιστών, Τζαϊνιστών και Βουδιστών βασιλέων ως υποτελή κράτη, και ήταν αρκετά ρεαλιστής, ώστε να μην αμελήσει να κάνει συμμαχίες και να στρατολογήσει τους τοπικούς λαούς στον στρατό του σε όλες τις τάξεις. Δεδομένου ότι ο Μαχμούντ δεν διατήρησε ποτέ μόνιμη παρουσία στη βορειοδυτική Ινδία, επιδόθηκε σε μια πολιτική καταστροφής ινδουιστικών ναών και μνημείων, για να συντρίψει κάθε κίνηση των Ινδουιστών να επιτεθούν στην αυτοκρατορία. Οι Nαγκαρκότ, Θανεσάρ, Mαθούρα, Kαναούτζ, Kαλιντζάρ (1023) [34] και Σομνάθ υποτάχθηκαν ή δέχθηκαν επιδρομές. Υπολογίζεται ότι οι εισβολές τού Μαχμούντ σκότωσαν πάνω από 2 εκατομμύρια ανθρώπους. [35]

Εκδηλώσεις και προκλήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ερείπια του ναού Σόμναθ τον 19ο αι. Φωτογραφία του Ανρύ Κουσάν.

Το 1025 ο Μαχμούντ επιτέθηκε στο Γκουτζαράτ, λεηλατώντας τον ναό Σόμναθ και σπάζοντας το τζγιοτιρλίνγκα του. Αφαίρεσε λεία 2 εκατομμυρίων δηναρίων. Την κατάκτηση του Σομνάθ ακολούθησε μια τιμωρητική εισβολή στην Aνχιλβάρα . [36] [37] [38] Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν, ότι υπάρχουν αρχεία για προσκυνήματα στο ναό το 1038, που δεν αναφέρουν ζημιές στον ναό. [39] Ωστόσο, ισχυροί θρύλοι με περίπλοκες λεπτομέρειες είχαν αναπτυχθεί σχετικά με την επιδρομή του Μαχμούντ στην Τουρκο-Περσική λογοτεχνία, [38] που «ηλεκτροδότησε» τον μουσουλμανικό κόσμο σύμφωνα με τον μελετητή Mεενακσί Τζαΐν. [40]

Ιστοριογραφία σχετικά με το Σομνάθ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιστορικοί συμπεριλαμβανομένων των Θαπάρ, Eάτον και A. K. Mατζουμντάρ έχουν αμφισβητήσει την εικονοκλαστική ιστοριογραφία αυτού του περιστατικού. Ο Θαπάρ ανέφερε τον Mατζουμπντάρ (1956):

Όμως, ως γνωστόν, οι ινδουιστικές πηγές δεν δίνουν καμία πληροφορία σχετικά με τις επιδρομές του σουλτάνου Μαχμούντ, με αποτέλεσμα τα όσα ακολουθούν να βασίζονται αποκλειστικά σε μαρτυρίες μουσουλμάνων συγγραφέων.[41]

Ο Θαπάρ υποστήριξε επίσης την επικρατούσα αφήγηση:

Ωστόσο, με έναν περίεργα αντιφατικό τρόπο, οι Τουρκο-Περσικές αφηγήσεις έγιναν αποδεκτές ως ιστορικά έγκυρες, και ακόμη και οι εσωτερικές τους αντιφάσεις δεν έλαβαν ιδιαίτερη προσοχή, κυρίως επειδή οι αφηγήσεις προσέγγιζαν περισσότερο την τρέχουσα ευρωπαϊκή αίσθηση της ιστορίας, από ό,τι οι άλλες πηγές.[42]

Πολιτικές προκλήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο κυβερνήτης των Kαραχανιδών "Iλίγκ Χαν" έφιππος, υποταγμένος στον Mαχμούντ του Γκαζνί, ο οποίος είναι επάνω σε έναν ελέφαντα. Τζαμί αλ-Ταβαρίχ, 1314.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του Μαχμούντ πέρασαν ανταγωνιζόμενοι την εισροή Ογκούζων και Σελτζούκων Τούρκων από την Κεντρική Ασία και τη δυναστεία των Μπουγιδών. Αρχικά, αφού απωθήθηκαν από τον Μαχμούντ, οι Σελτζούκοι αποσύρθηκαν στη Χορασμία, αλλά ο Τογκρούλ και ο Τσαγκρί τους οδήγησαν να καταλάβουν το Μερβ και τη Νισαπούρ (1028–1029). Αργότερα, επανειλημμένα έκαναν επιδρομές και αντάλλαξαν εδάφη με τους διαδόχους του στο Χορασάν και το Μπαλχ, και μάλιστα λεηλάτησαν το Γκαζνί το 1037. Το 1040, στη μάχη του Ντανταρακάν, νίκησαν αποφασιστικά τον γιο του Mαχμούντ, Μασούντ Α΄, με αποτέλεσμα ο Mασούντ να εγκαταλείψει τα περισσότερα από τα δυτικά του εδάφη στους Σελτζούκους.

Στις 30 Απριλίου 1030 ο σουλτάνος Μαχμούντ απεβίωσε στο Γκαζνί σε ηλικία 58 ετών. Ο σουλτάνος Μαχμούντ είχε προσβληθεί από ελονοσία κατά την τελευταία του εισβολή. Η ιατρική επιπλοκή από την ελονοσία είχε προκαλέσει θανατηφόρο φυματίωση. Το μαυσωλείο του βρίσκεται στο Γκαζνί του Αφγανιστάν. [43]

Το φρούριο των Γκαζναβιδών Λασκαρί Μπαζάρ στο Λασκαρί, αρχαίο Μποστ, νότιο Αφγανιστάν. Ιδρύθηκε από τον Μαχμούντ του Γκαζνί το 998-1030.
Ο Μαχμούντ του Γκαζνί έκανε επιδρομή στην Ινδία μέχρι το Σομνάθ, τη Μαθούρα και το Κανναούτζ στην επικράτεια Γκουρτζάρα-Πρατιχάρα. [44]
Ασημένια τζιτάλ του Mαχμούντ του Γκαζνί δίγλωσσο: με αραβικά και σανσκριτικά. κόπηκαν στη Λαχόρη το 1028. Εμπρός όψη στα αραβικά: la ilaha illa'llah muhammad rasulullah sal allahu alayhi wa sallam "Δεν υπάρχει Θεός εκτός από τον Αλλάχ, και ο Μωάμεθ είναι ο αγγελιοφόρος του Αλλάχ". Πίσω όψη στα σανσκριτικά: (γραφή Σαράντα): avyaktam eka muhammada avatāra nrpati mahamuda "Υπάρχει ένας Αόρατος. Ο Μωάμεθ είναι το άβαταρ, ο βασιλιάς είναι ο Μαχμούντ". [45] [46] [47] [48]
Αρχείο:Mahmud Coins.jpg
Νομίσματα του Μαχμούντ με την ισλαμική δήλωση πίστης. Εμπρός όψη: το όνομα του χαλίφη αλ-Καντίρ μπι-Ιλάχ (στην πέμπτη γραμμή). Πίσω όψη: Muhammad Rasul / Allah Yamin al-Daw/la wa-Amin al-Milla / Mahmud.
Πορτρέτο του Mαχμούντ του Γκαζνί από τη γενεαλογία Ζυμπντέτ-υτ Τεβαριχ (1598)

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. mahmud-von-ghazni. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. Ανακτήθηκε στις 24  Σεπτεμβρίου 2016.
  3. Sharma, Ramesh Chandra (1994). The Splendour of Mathurā Art and Museum (στα Αγγλικά). D.K. Printworld. σελ. 39. ISBN 978-81-246-0015-3. Ανακτήθηκε στις 30 March 2021.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  4. 4,0 4,1 Grousset 1970, σελ. 146.
  5. 5,0 5,1 Meri 2005, σελ. 294.
  6. «Maḥmūd | king of Ghazni». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 17 Μαΐου 2020. 
  7. Heathcote 1995, σελ. 6.
  8. Anjum 2007, σελ. 234.
  9. Bosworth 1991, σελ. 65.
  10. 10,0 10,1 10,2 Bosworth 2012.
  11. Nazim & Bosworth 1991, σελ. 915.
  12. Bosworth 2012b.
  13. Irwin, H. C. (1880). The Garden of India Or Chapters on Oudh History. London: Asian Educational Services. σελ. 68. ISBN 9788120615427. 
  14. Ritter 2003, σελ. 309-310.
  15. Nazim & Bosworth 1991, σελ. 65.
  16. Bosworth 1963, σελ. 45.
  17. «Medieval Catapult Illustrated in the Jami' al-Tawarikh». IEEE Reach. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2021. Mahmud ibn Sebuktegin attacks the rebel fortress (Arg) of Zarang in Sijistan in 1003 AD 
  18. Bosworth 1963, σελ. 89.
  19. 19,0 19,1 Holt, Lambton & Lewis 1977, σελ. 3-4.
  20. «An Indian Embassy before Sultan Mahmud of Ghanzna, from the "Majmal al-Tawarikh" of Hafiz-e Abru». worcester.emuseum.com (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαΐου 2022. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2022. 
  21. Flood, Finbarr B. (20 March 2018). Objects of Translation: Material Culture and Medieval "Hindu-Muslim" Encounter (στα Αγγλικά). Princeton University Press. σελ. 80. ISBN 978-0-691-18074-8. Ανακτήθηκε στις 20 May 2022.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  22. Saunders 1947, σελ. 162.
  23. 23,0 23,1 Barnett 1999, σελ. 74-78.
  24. 24,0 24,1 Mohibbul Hasan (2005). Kashmīr Under the Sultāns pp31. 31: Aakar Books. σελ. 352. ISBN 9788187879497. 
  25. 25,0 25,1 F.M. Hassnain (1977). Hindu Kashmīr pp74. 74: Light & Life Publishers. σελ. 138. 
  26. (Διδακτορική διατριβή).  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια); Missing or empty |title= (βοήθεια)
  27. Sethi, R. R.· Saran, Parmatma (1951). The March of Indian History (στα Αγγλικά). Ranjit Printers & Publishers. σελ. 269. Ανακτήθηκε στις 30 March 2021.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  28. Sharma, Ramesh Chandra (1994). The Splendour of Mathurā Art and Museum (στα Αγγλικά). D.K. Printworld. σελ. 38. ISBN 978-81-246-0015-3. Ανακτήθηκε στις 30 March 2021.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  29. Firishtah, Muḥammad Qāsim Hindū Shāh Astarābādī (2003). The history of Hindustan. Vol. 1 (στα Αγγλικά). Motilal Banarsidass Publisher. σελ. 60. ISBN 978-81-208-1994-8. Ανακτήθηκε στις 30 March 2021.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  30. The Jain Stupa And Other Antiquities of Mathura. 1901. σελ. 53. 
  31. Pratipal Bhatiya 1970, σελ. 353.
  32. Kavalam Madhava Panikkar 1947, σελ. 144.
  33. Baumer, Christoph (30 May 2016). The History of Central Asia: The Age of Islam and the Mongols. Bloomsbury. σελίδες 207–208. ISBN 978-1838609399. Ανακτήθηκε στις 26 June 2020. In 1026, warriors of the Jats, the indigenous population of Sindh, inflicted heavy losses on Mahmud's army when he retreated from Somnath to Multan. Mahmud returned a year later to take revenge on the Jats, who had been stubbornly resisting forced Islamisation since the eighth century. As the contemporary writer Gardizi reports, Mahmud had 1,400 boats built; each boat was to carry 20 archers and be equipped with special projectiles that could be filled with naphtha. Mahmud's fleet sailed down the Jhelum and then the Indus, until it met the Jat fleet. Although the Jats had far more boats than Mahmud, their fleet was set ablaze and destroyed.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  34. Khan 2007, σελ. 66.
  35. Lal, Kishori Saran (1973). Growth of Muslim Population in Medieval India: A. D. 1000 - 1800 (στα Αγγλικά). Research. σελ. 211-217. ISBN 978-0-88386-298-8. Ανακτήθηκε στις 2 December 2023.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  36. I. H. Qureshi et al., A Short History of Pakistan (Karachi Division (Pakistan): University of Karachi, 2000), (p.246-247)
  37. Yagnik & Sheth 2005.
  38. 38,0 38,1 Thapar 2005.
  39. Thapar 2005, σελ. 75.
  40. Meenakshi Jain (21 March 2004). «Review of Romila Thapar's "Somanatha, The Many Voices of a History"». The Pioneer. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 December 2014. https://web.archive.org/web/20141218044553/http://hindureview.com/2004/04/20/review-romila-thapar%C2%92s-%C2%93somanatha-many-voices-history/. Ανακτήθηκε στις 2014-12-15. 
  41. A. K. Majumdar, Chalukyas of Gujarat (Bombay, 1956), quoted in Thapar 2005, σελ. 16
  42. Thapar 2005, σελ. 14.
  43. Starr, S. Frederick (2 Ιουνίου 2015). Lost Enlightenment: Central Asia's Golden Age from the Arab Conquest to Tamerlane (στα Αγγλικά). Princeton University Press. σελ. 372. ISBN 978-0-691-16585-1. 
  44. Chandra, Satish (2004). Medieval India: From Sultanat to the Mughals-Delhi Sultanat (1206-1526) - Part One (στα Αγγλικά). Har-Anand Publications. σελίδες 19–20. ISBN 978-81-241-1064-5. Ανακτήθηκε στις 9 March 2022.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  45. Flood, Finbarr B. (20 March 2018). Objects of Translation: Material Culture and Medieval "Hindu-Muslim" Encounter (στα Αγγλικά). Princeton University Press. σελ. 41. ISBN 978-0-691-18074-8. Ανακτήθηκε στις 15 December 2021.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)
  46. Pollock, Sheldon (1993). «Ramayana and Political Imagination in India». The Journal of Asian Studies 52 (2): 285. doi:10.2307/2059648. ISSN 0021-9118. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 August 2016. https://web.archive.org/web/20160820001056/http://www.jstor.org/stable/2059648. Ανακτήθηκε στις 15 December 2021. 
  47. Cappelletti, Sara. «"The bilingual coins of Maḥmūd of Ghazna (r. 998-1030) Translating the medieval Indo-Islamic world between Arabic and Sanskrit" (Poster presented at the Workshop "Les Ghaznavides et leurs voisins: nouvelles recherches sur le monde iranien oriental" at CNRS, Ivry sur Seine, February 26th, 2016)». CNRS. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαΐου 2022. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2021. 
  48. Thapar, Romila (2008). Somanatha: The Many Voices of a History (στα Αγγλικά). Penguin Books India. σελ. 43. ISBN 978-0-14-306468-8. Ανακτήθηκε στις 15 December 2021.  More than one of |archivedate= και |archive-date= specified (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |archive-date= (βοήθεια)