Λεγκνίτσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 51°11′N 16°12′E / 51.183°N 16.200°E / 51.183; 16.200

Λεγκνίτσα

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Λεγκνίτσα
51°12′36″N 16°9′43″E
ΧώραΠολωνία[1]
Διοικητική υπαγωγήΒοεβοδάτο Κάτω Σιλεσίας
Ίδρυση1264
Έκταση56,29 km²
Υψόμετρο113 μέτρα
Πληθυσμός94.878 (31  Μαρτίου 2021)[2]
Ταχ. κωδ.59-220
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Λεγκνίτσα (πολωνικά: Legnica, γερμανικά: Liegnitz, σιλεσικά: Lignica, τσεχικά: Lehnice, λατινικά: Lignitium) είναι πόλη στη νοτιοδυτική Πολωνία, στο κεντρικό τμήμα της Κάτω Σιλεσίας, στον ποταμό Κατσάβα (αριστερός παραπόταμος του Όντερ) και στον Τσάρνα Βόντα. Μεταξύ 1ης Ιουνίου 1975 και 31 Δεκεμβρίου 1998, η Λεγκνίτσα ήταν η πρωτεύουσα του Βοεβοδάτου Λεγκνίτσα. Αυτή τη στιγμή είναι μέρος του Βοεβοδάτου Κάτω Σιλεσίας και είναι η έδρα του πόβιατ. Από το 1992 η πόλη είναι έδρα μιας Επισκοπής. Ο πληθυσμός της πόλης είναι 99.350 κάτοικοι (2019).

Η πόλη αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε χρονικά που χρονολογούνται από το έτος 1004, αν και προηγούμενοι οικισμοί μπορούσαν να εντοπιστούν στον 7ο αιώνα. Το όνομα «Legnica» αναφέρθηκε το 1149 υπό τον Ύπατο Δούκα της Πολωνίας Μπολέσλαφ Δ΄ το Σγουρό. Η Λεγκνίτσα ήταν πιθανότατα η έδρα του Μπολέσλαφ και έγινε η κατοικία των Ύπατων Δούκων που κυβέρνησαν το Δουκάτο της Λεγκνίτσα από το 1248 έως το 1675.  Η Λεγκνίτσα είναι μια πόλη στην οποία ο Οίκος των Πιαστ βασίλευσε το μεγαλύτερο διάστημα, για περίπου 700 χρόνια, από την εποχή του κυβερνήτη Μιέσκο Α΄ της Πολωνίας μετά τη δημιουργία του πολωνικού κράτους τον 10ο αιώνα, έως το 1675 και το θάνατο του τελευταίου δούκα, του Γεώργιου Γουλιέλμου της Λεγκνίτσα. Η Λεγκνίτσα είναι ένας από τους ιστορικούς χώρους ταφής των Πολωνών μονάρχων και συζύγων τους.

Η Λεγκνίτσα έγινε ξακουστή για τη σκληρή μάχη που πραγματοποιήθηκε στο Λεγκνίτσκιε Πόλε κοντά στην πόλη στις 9 Απριλίου 1241, κατά τη διάρκεια της πρώτης μογγολικής εισβολής στην Πολωνία. Ο χριστιανικός συνασπισμός υπό την ηγεσία του Πολωνού Δούκα Ερρίκου Β΄ του Ευσεβούς, με την υποστήριξη ευγενών, ιπποτών και μισθοφόρων, ηττήθηκε αποφασιστικά από τους Μογγόλους. Αυτό, ωστόσο, ήταν ένα σημείο καμπής στον πόλεμο, καθώς οι Μογγόλοι, αφού σκότωσαν τον Ερρίκο Β΄, σταμάτησαν την προέλαση τους στην Ευρώπη και υποχώρησαν στην Ουγγαρία μέσω της Μοραβίας

Κατά τη διάρκεια του Υψηλού Μεσαίωνα, η Λεγκνίτσα ήταν μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία μετά την ξαφνική ανακάλυψη χρυσού στον ποταμό Κατσάβα μεταξύ της Λεγκνίτσα και της πόλης Ζουοτορίγια. Το 1675 ενσωματώθηκε στο Βασίλειο της Βοημίας, υπό την διακυβέρνηση του Οίκου των Αψβούργων. Το 1742 η πόλη προσαρτήθηκε από το Βασίλειο της Πρωσίας μετά τη νίκη του Βασιλιά Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας κατά της Αυστρίας στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής. Στη συνέχεια, ήταν μέρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από το 1871, και αργότερα της Δημοκρατία της Βαϊμάρης και της Ναζιστικής Γερμανίας μέχρι το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το μεγαλύτερο μέρος της Κάτω Σιλεσίας ανατολικά του Νάισσε (Νίσα), μεταφέρθηκε στην Πολωνία υπό τις συνοριακές αλλαγές που γνωστοποιήθηκαν στη Διάσκεψη του Πότσδαμ το 1945, όταν χορηγήθηκαν στην Πολωνία οι Ανακτημένες Περιοχές.

Η Λεγκνίτσα είναι ένα οικονομικό, πολιτιστικό και ακαδημαϊκό κέντρο στην Κάτω Σιλεσία, μαζί με το Βρότσουαφ. Η πόλη φημίζεται για την ποικίλη αρχιτεκτονική της, που εκτείνεται από τις αρχές του Μεσαίωνα έως τη σύγχρονη περίοδο και τη διατηρημένη παλιά πόλη με το κάστρο των Πιαστ, ένα από τα μεγαλύτερα στην Πολωνία.[3] Σύμφωνα με την κατάταξη άμεσων ξένων επενδύσεων από το 2016, η Λεγκνίτσα είναι μια από τις πιο προοδευτικές πόλεις υψηλού εισοδήματος στην περιοχή της Σιλεσίας.[4][5]

Πληθυσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 31 Δεκεμβρίου 2012, η Λεγκνίτσα είχε 102.708 κατοίκους και είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη στο βοεβοδάτο (μετά το Βρότσουαφ και το Βάουμπζιχ) και 38η στην Πολωνία. Αποτελεί επίσης το νοτιότερο και το μεγαλύτερο αστικό κέντρο αποθέματος χαλκού (Legnicko-Głogowski Okręg Miedziowy) με συνολικό πληθυσμό 448.617 κατοίκων. Η Λεγκνίτσα είναι η μεγαλύτερη πόλη του αστικού κέντρου και είναι μέλος του Συλλόγου Πολωνικών Πόλεων.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην ανατολική Λεγκνίτσα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, έδειξε την ύπαρξη χυτηρίου χαλκού και τους τάφους τριών μεταλλουργών. Το εύρημα δείχνει ένα χρονικό διάστημα περίπου το 1000 π.Χ.[6]

Ένας οικισμός του λουσάτιου πολιτισμού υπήρχε τον 8ο αιώνα π.Χ.. Μετά από εισβολές των Κελτών πέρα από την άνω λεκάνη του Δούναβη, η περιοχή της Λεγκνίτσα και οι βόρειοι πρόποδες των Σουδητικών Όρεων διεισδύθηκαν από Κέλτες εποίκους και εμπόρους.

Ο Τάκιτος και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος κατέγραψαν το αρχαίο έθνος των Λούγκιων (Lygii) στην περιοχή, και ανέφεραν την πόλη τους του Lugidunum (Λουτζιντούνουμ), η οποία έχει αποδοθεί τόσο στη Λεγκνίτσα[7] όσο και στο Γκουόγκουφ.[8]

Σλαβικός δήμος και πρώιμη Πολωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σλαβικές λεχιτικές φυλές μετακινήθηκαν στην περιοχή τον 8ο αιώνα.

Μάχη της Λεγκνίτσα, μεσαιωνικό διακοσμιμένο χειρόγραφο, συλλογή του Μουσείου Γκέτι στο Λος Άντζελες

Η πόλη αναφέρθηκε αρχικά στα χρονικά από το 1004,[9] αν και ο οικισμός χρονολογείται στον 7ο αιώνα. Η δενδροχρονολογική έρευνα αποδεικνύει ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιέσκο Α΄ της Πολωνίας, ένας νέος οχυρωμένος οικισμός χτίστηκε εδώ σε ένα τυπικό στυλ της πρώιμης δυναστείας των Πιαστ.[10] Αναφέρεται το 1149, όταν ο Ύπατος Δούκας της Πολωνίας, Μπολέσλαφ Δ΄ ο Σγουρός, χρηματοδότησε ένα παρεκκλήσι στο μοναστήρι του Αγίου Βενέδικτου.[11] Η Λεγκνίτσα ήταν ο πιο πιθανός τόπος διαμονής για τον Μπολέσλαφ[12] και έγινε η κατοικία των Υψηλών Δούκων της Πολωνίας το 1163 και ήταν η έδρα ενός δουκάτου που κυβερνούσε από το 1248 έως το 1675.

Η Λεγκνίτσα έγινε διάσημη για τη μάχη που πραγματοποιήθηκε στο Λεγκνίτσκιε Πόλε κοντά στην πόλη στις 9 Απριλίου 1241 κατά τη διάρκεια της πρώτης μογγολικής εισβολής στην Πολωνία. Ο χριστιανικός στρατός του Πολωνού δούκα Ερρίκος Β΄ του Ευσεβούς της Σιλεσίας, υποστηριζόμενος από φεουδαρχική αριστοκρατία, η οποία περιελάμβανε, εκτός από τους Πολωνούς, Βαυαρούς ανθρακωρύχους και στρατιωτικά ταγματα και τσεχικά στρατεύματα, ηττήθηκε αποφασιστικά από τους Μογγόλους. Οι Μογγόλοι σκότωσαν τον Ερρίκο και κατέστρεψαν τις δυνάμεις του, στη συνέχεια γύρισαν νότια για να επανενταχθούν στους υπόλοιπους στρατούς της Μογγολίας, οι οποίοι μαζεύονταν στην Πεδιάδα του Μόχι στην Ουγγαρία μέσω της Μοραβίας ενάντια σε έναν συνασπισμό του Βασιλιά Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας και των στρατών του, και των συμμάχων του Μπέλα.

Πρώην μοναστήρι των Δομινικανών και τόπος ταφής του Μπολέσλαφ Β΄ του Φαλακρού

Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, η πόλη εξελίχθηκε γρήγορα. Το 1258, στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου ιδρύθηκε ένα ενοριακό σχολείο, πιθανώς το πρώτο του είδους του στην Πολωνία.[13] Γύρω στο 1278 ιδρύθηκε ένα μοναστήρι των Δομινικανών από τον Μπολέσλαφ Β΄ το Φαλακρό, οποίος θάφτηκε εκεί ως ο μόνος μονάρχης της Πολωνίας που θάφτηκε στη Λεγκνίτσα. Ήδη από το 1300 υπήρχε δημοτικό συμβούλιο στη Λεγκνίτσα. Ο Δούκας Μπολέσλαφ Γ΄ ο Γενναιόδωρος παραχώρησε νέα εμπορικά προνόμια το 1314 και το 1318 και επέτρεψε την κατασκευή ενός δημαρχείου, και το 1337 κατασκευάστηκαν τα πρώτα υδάτινα έργα. Κατά τα έτη 1327-1380, μια νέα γοτθική εκκλησία του Αγίου Πέτρου (σημερινός καθεδρικός ναός) ανεγέρθηκε στη θέση της παλιάς, η οποία είναι από τα ορόσημα της Λεγκνίτσα από τότε. Επίσης μέχρι τον 14ο αιώνα ανεγέρθηκαν τα τείχη της πόλης. Το 1345, τα πρώτα νομίσματα παρήχθησαν στο τοπικό νομισματοκοπείο. Το 1374 ιδρύθηκε η συντεχνία των αγγειοπλαστών, ως μια από τις παλαιότερες της Σιλεσίας. Η σύζυγος του βασιλιά της Πολωνίας, Χέντβιχ του Ζάγκαν, πέθανε στη Λεγκνίτσα το 1390 και θάφτηκε στην τοπική συλλογική εκκλησία, η οποία δεν υπάρχει σήμερα.[14]

Δουκάτο της Λεγκνίτσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κάστρο των Πιαστ στη Λεγκνίτσα

Ως πρωτεύουσα του Δουκάτου της Λεγκνίτσα στις αρχές του 14ου αιώνα, η Λεγκνίτσα ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης, με πληθυσμό περίπου 16.000 κατοίκων. Η πόλη άρχισε να επεκτείνεται γρήγορα μετά την ανακάλυψη χρυσού στον ποταμό Κατσάβ μεταξύ της Λεγκνίτσα και της Ζουοτορίγια (Γκόλντμπεργκ). Δυστυχώς, ένας τέτοιος ρυθμός ανάπτυξης δεν μπόρεσε να διατηρηθεί για πολύ. Λίγο μετά την επίτευξη της μέγιστης αύξησης του πληθυσμού της πόλης, τα ξύλινα κτίρια που είχαν ανεγερθεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ταχείας ανάπτυξης καταστράφηκαν από μια τεράστια φωτιά. Η πυρκαγιά μείωσε τον αριθμό των κατοίκων στην πόλη και σταμάτησε οποιαδήποτε σημαντική περαιτέρω ανάπτυξη για πολλές δεκαετίες.

Η Λεγκνίτσα, μαζί με άλλα σιλεσικά δουκάτα, έγινε υποτελής του Βασιλείου της Βοημίας κατά τον 14ο αιώνα και συμπεριλήφθηκε στην πολυεθνική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ωστόσο παρέμεινε κυβερνημένη από ντόπιους δούκες της πολωνικού Οίκου των Πιαστ. Το 1454, μια τοπική εξέγερση εμπόδισε τη Λεγκνίτσα να πέσει στα χέρια της άμεσης κυριαρχίας των βασιλέων της Βοημίας.[15] Το 1505, ο Δούκας Φρειδερίκος Β΄ της Λεγκνίτσα συναντήθηκε στη Λεγκνίτσα με τον Δούκα του κοντινού Γκουόγκουφ, Σιγισμούνδο Α΄, του μελλοντικού βασιλιά της Πολωνίας.[13]

Μαυσωλείο των τελευταίων δούκων των Πιαστ στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή
Ένας από τους διατηρημένους δρόμους στην παλιά πόλη της Λεγκνίτσα, με το κάστρο στο βάθος

Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση εισήχθη στο Δουκάτο ήδη από το 1522 και ο πληθυσμός έγινε Λουθηρανός. Το 1526, ένα προτεσταντικό πανεπιστήμιο ιδρύθηκε στη Λεγκνίτσα, το οποίο, ωστόσο, έκλεισε το 1529.[13] Το 1528 ιδρύθηκε το πρώτο τυπογραφείο στη Λεγκνίτσα. Μετά το θάνατο του Βασιλιά Λουδοβίκου Β΄ της Ουγγαρίας και της Βοημίας στη Μάχη του Μόχατς το 1526, η Λεγκνίτσα έγινε φέουδο της Μοναρχίας των Αψβούργων. Ο πρώτος χάρτης της Σιλεσίας δημιουργήθηκε από τον γιο του Μάρτιν Χέλβιγκ. Η πόλη υπέφερε κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο. Το 1633 ξέσπασε μια επιδημία πανώλης, και το 1634 ο αυστριακός στρατός κατέστρεψε τα προάστια.

Το 1668, ο Δούκας της Λεγκνίτσα, Χριστιανός του Μπζεγκ, παρουσίασε την υποψηφιότητά του στον πολωνικό θρόνο, ωστόσο, στις Πολωνικές-Λιθουανικές βασιλικές εκλογές του 1669 δεν επιλέχθηκε ως βασιλιάς. Το 1676, η Λεγκνίτσα πέρασε στην άμεση κυριαρχία του Οίκου των Αψβούργων μετά το θάνατο του τελευταίου δούκα των Πιαστ-Σιλεσίας και του τελευταίου δούκα των Πιαστ, του Γεωργίου Γουλιέλμου της Λεγκνίτσα (γιου του Δούκα Χριστιανού), παρά το προηγούμενο σύμφωνο κληρονομιάς από το Βραδεμβρούργο και τη Σιλεσία, από το οποίο έπρεπε να πάει στο Βραδεμβούργο. Ο τελευταίος δούκας των Πιαστ θάφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στη Λεγκνίτσα το 1676.[13]

18ος και 19ος αιώνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σιλεσική αριστοκρατία εκπαιδεύτηκε στην Liegnitz Ritter-Akademie (Ακαδημία Ιπποτών της Λεγκνίτσα), που ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Μία από τις δύο κύριες διαδρομές που συνέδεαν τη Βαρσοβία και τη Δρέσδη διέσχισε την πόλη τον 18ο αιώνα και οι Βασιλιάδες Αύγουστος Β΄ ο Ισχυρός και Αύγουστος Γ΄ της Πολωνίας ταξίδεψαν σε αυτή τη διαδρομή πολλές φορές.[16] Το ταχυδρομικό ορόσημο του Βασιλιά Αυγούστου Β΄ προέρχεται από αυτήν την περίοδο.[17]

Το 1742, το μεγαλύτερο μέρος της Σιλεσίας, συμπεριλαμβανομένου του Liegnitz (Λίγκνιτς), έγινε μέρος του Βασιλείου της Πρωσίας μετά την ήττα του Βασιλιά Φρειδερίκου Β΄ από την Αυστρία στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής. Το 1760, κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου, το Λίγκνιτς ήταν ο τόπος της Μάχης του Λίγκνιτς, όταν ο στρατός του Φρειδερίκου νίκησε έναν αυστριακό στρατό με επικεφαλής τον Ερνστ Γκίντεον φον Λάουντον.

Εκλεκτικισμικές κατοικίες που βρίσκονται στην οδό Βιτελόνα (Witelona)

Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων και των πολωνικών εθνικών απελευθερωτικών αγώνων, το 1807 Πολωνοί ουλάνοι τοποθετήθηκαν στην πόλη[18] και το 1813, οι Πρώσοι, υπό τον στρατό του Στρατάρχη Γκέμπχαρντ Λέμπερεχτ φον Μπλύχερ, νίκησαν τις γαλλικές δυνάμεις του Ετιέν ΜακΝτονάλντ στη Μάχη του Κάτσμπαχ (Κατσάβα). Μετά τη διοικητική αναδιοργάνωση του πρωσικού κράτους μετά το Συνέδριο της Βιέννης, το Λίγκνιτς και η γύρω περιοχή (Landkreis Liegnitz) ενσωματώθηκαν στο Regierungsbezirk (διοικητική περιφέρεια) του Λίγκνιτς, εντός της Επαρχίας της Σιλεσίας την 1η Μαΐου 1816. Μαζί με την υπόλοιπη Πρωσία, η πόλη έγινε μέρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871 κατά την ενοποίηση της Γερμανίας. Την 1η Ιανουαρίου 1874, το Λίγκνιτς έγινε η τρίτη πόλη στην Κάτω Σιλεσία (μετά το Μπρέσλαου και το Γκέρλιτς) που αναβαθμίστηκε σε αστική περιοχή, παρόλο που ο διοικητής της περιφέρειας του Landkreis του Λίγκνιτς συνέχισε να έχει την έδρα του στην πόλη. Η στρατιωτική φρουρά του ήταν το σπίτι του Königsgrenadier-Regiment Nr. 7, μια στρατιωτική μονάδα που σχηματίστηκε σχεδόν αποκλειστικά από Πολωνούς στρατιώτες.[19]

20ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παλιά άποψη του κάστρου των Πιαστ

Η απογραφή πληθυσμού του 1910 του Λίγκνιτς έδωσε τα εξής απότελέσματα: 95,86% Γερμανοί, 0,15% Γερμανοί και Πολωνοί, 1,27% Πολωνοί, 2,26% Βένεδοι και 0,19% Τσέχοι. Την 1η Απριλίου 1937, τμήματα των κοινοτήτων Landkreis του Λίγκνιτς Alt Beckern (Πιεκάρι), Groß Beckern (Πιεκάρι Βιέλκιε), Hummel, Liegnitzer Vorwerke, Pfaffendorf (Πιατνίτσα) und Prinkendorf (Πσίμπκουφ) ενσωματώθηκαν στα όρια της πόλης. Μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ύστερα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Λίγκνιτς έγινε μέρος της νεοσύστατης Επαρχίας της Κάτω Σιλεσίας από το 1919 έως το 1938, στη συνέχεια της Επαρχίας της Σιλεσίας από το 1938 έως το 1941 και πάλι της Επαρχίας της Κάτω Σιλεσίας από το 1941 έως το 1945. Μετά την άνοδο στην εξουσία του Ναζιστικού Κόμματος στη Γερμανία, ήδη από το 1933, διατάχθηκε μποϊκοτάζ τοπικών εβραϊκών εγκαταστάσεων, κατά τη διάρκεια της Νύχτας των Κρυστάλλων το 1938 η συναγωγή κάηκε[20] και το 1939 ο ντόπιος πολωνικός πληθυσμός τρομοκρατήθηκε και διώχθηκε.[21] Μια ναζιστική δικαστική φυλακή λειτουργούσε στην πόλη με υποστρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας.[22] Κατά τη διάρκεια του Β΄΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί ίδρυσαν δύο στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πόλη, καθώς και δύο υποστρατόπεδα εργασίας αιχμαλώτων πολέμου στο Ζάγκαν (τότε Σάγκαν), και ένα υποστρατόπεδο εργασίας Stalag VIII-A στο Ζγκοζέλετς (τότε Γκέρλιτς).[23]

Παρεκκλήσι νεκροταφείου

Μετά την ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Λίγκνιτς και όλη η Σιλεσία ανατολικά του Νάισσε μεταφέρθηκαν προκαταρκτικά στην Πολωνία μετά τη Διάσκεψη του Πότσδαμ το 1945. Το πολωνικό κομμουνιστικό καθεστώς απέλασε το σύνολο του διαφανούς πληθυσμού από την πόλη μεταξύ του 1945 και του 1947.

Η πόλη κατοικήθηκε ξανά με Πολωνούς, μερικοί από τους οποίους εκδιώχθηκαν από την προπολεμική ανατολική Πολωνία μετά την προσάρτησή της από τη Σοβιετική Ένωση. Επίσης Έλληνες, πρόσφυγες του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, εγκαταστάθηκαν στη Λεγκνίτσα το 1950.[24] Καθώς το μεσαιωνικό πολωνικό όνομα Lignica (Λιγκνίτσα) θεωρήθηκε αρχαϊκό, η πόλη μετονομάστηκε σε Λεγκνίτσα. Η μεταφορά στην Πολωνία που αποφασίστηκε στη Διάσκεψη του Πότσδαμ το 1945 αναγνωρίστηκε επίσημα από την Ανατολική Γερμανία το 1950, από τη Δυτική Γερμανία υπό τον Καγκελάριο Βίλλυ Μπραντ στη Συνθήκη της Βαρσοβίας που υπογράφηκε το 1970, και τελικά από την επανενωμένη Γερμανία με τη Συμφωνία Δύο Συν Τέσσερα το 1990. Μέχρι το 1990, μόνο μερικοί πολωνοποιημένοι Γερμανοί, προπολεμικοί πολίτες του Λίγκνιτς, παρέμειναν από τον γερμανικό πληθυσμό πριν από το 1945. Το 2010, η πόλη γιόρτασε την 65η επέτειο της «επιστροφής της Λεγκνίτσα στην Πολωνία» και την απελευθέρωσή της από τους Ναζί.[25]

Μεταπολεμική άποψη του Κάστρου των Πιαστ (στα αριστερά) και της Πύλης Γκουόγκουφ (στα δεξιά)

Η πόλη καταστράφηκε εν μέρει μόνο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Ιούνιο του 1945, η Λεγκνίτσα ήταν για σύντομο διάστημα η πρωτεύουσα του Βοεβοδάτου Κάτω Σιλεσίου (Βρότσουαφ), αφού μεταφέρθηκε η διοίκηση από την Τσεμπνίτσα και πριν μεταφερθεί τελικά στο Βρότσουαφ.[26] Το 1947, η Δημοτική Βιβλιοθήκη άνοιξε, το 1948 ιδρύθηκε ένα εργοστάσιο πιάνου, και τα έτη 1951-1959 χτίστηκε το πρώτο χυτήριο χαλκού της Πολωνίας στη Λεγκνίτσα. Μετά το 1965, τα περισσότερα μέρη της διατηρημένης παλιάς πόλης με τα αρχοντικά της κατεδαφίστηκαν, η ιστορική διάταξη καταργήθηκε και η πόλη ξαναχτίστηκε σε μοντέρνα μορφή.[27]

Από το 1945 έως το 1990, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η έδρα των σοβιετικών δυνάμεων στην Πολωνία, η λεγόμενη Βόρεια Ομάδα Ενόπλων Δυνάμεων, βρισκόταν στην πόλη. Αυτό το γεγονός επηρέασε σημαντικά τη ζωή της πόλης. Για μεγάλο μέρος της περιόδου, η πόλη χωρίστηκε σε πολωνικές και σοβιετικές περιοχές, με τις τελευταίες να είναι κλειστές προς το κοινό. Αυτές δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1945, όταν οι Σοβιετικοί έβγαλαν βίαια νεοαφιχθέντες Πολωνούς κατοίκους από τα μέρη της πόλης που ήθελαν για δική τους χρήση. Η εκδίωξη θεωρήθηκε από ορισμένους ως μια ιδιαίτερα βίαιη δράση, και κυκλοφόρησαν φήμες που υπερβάλλουν τη σοβαρότητά της, αν και δεν έχει αποδειχθεί κανένα στοιχείο ότι σκοτώθηκε κανένας κατά τη διάρκεια της. Τον Απρίλιο του 1946, αξιωματούχοι της πόλης υπολόγισαν ότι υπήρχαν 16.700 Πολωνοί, 12.800 Γερμανοί και 60.000 Σοβιετικοί στη Λεγκνίτσα.[28] Τον Οκτώβριο του 1956, στη Λεγκνίτσα πραγματοποιήθηκαν οι μεγαλύτερες αντισοβιετικές διαδηλώσεις στην Κάτω Σιλεσία.[26] Οι τελευταίες σοβιετικές μονάδες εγκατέλειψαν την πόλη το 1993.

Το 1992 ιδρύθηκε η Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή της Λεγκνίτσα και ο Ταντέους Ρίμπακ έγινε ο πρώτος επίσκοπος της Λεγκνίτσα.[29] Νέες τοπικές εφημερίδες και ραδιοφωνικός σταθμός ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1990. Το 1997, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ επισκέφθηκε τη Λεγκνίτσα. Η πόλη υπέφερε από την πλημμύρα στην Κεντρική Ευρώπη του 1997.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλατεία της αγοράς γεμάτη μπαρόκ και νεοκλασική αρχιτεκτονική

Η Λεγκνίτσα είναι μια πόλη με πλούσια ιστορική αρχιτεκτονική, που κυμαίνεται από ρομανικά και γοτθικά μέχρι την αναγεννησιακά και μπαρόκ ιστορικά στυλ. Μεταξύ των ορόσημων της Λεγκνίτσα είναι:

  • Κάστρο των Πιαστ, πρώην έδρα των ντόπιων δούκων του Οίκου των Πιαστ
  • Καθεδρικός ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου
  • Πλατεία Αγοράς (Rynek) με:
  • πρώην μοναστήρι των Δομινικανών και αργότερα Βενεδικτίνων, που ιδρύθηκε από τον Μπολέσλαφ Β΄ το Φαλακρό, ο οποίος θάφτηκε εκεί ως ο μοναδικός μονάρχης της Πολωνίας που έχει θαφτεί στη Λεγκνίτσα. Σήμερα στεγάζει το I Liceum Ogólnokształcące im. Tadeusza Kościuszki (λύκειο)
  • Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή με μαυσωλείο των τελευταίων δούκων των Πιαστ
  • Νέο Δημαρχείο (Nowy Ratusz), έδρα των δημοτικών αρχών
  • Εκκλησία της Παναγίας
  • Μουσείο Χαλκού (Muzeum Miedzi)
  • Μεσαιωνικές Πύλες Χόινουφ και Γκουόγκουφ, απομεινάρια των μεσαιωνικών τειχών της πόλης
  • Πρώην Ακαδημία Ιπποτών, τώρα στεγάζει δημοτικά γραφεία και παράρτημα του Μουσείου Χαλκού
  • Δημόσια βιβλιοθήκη και αρχείο
  • Park Miejski («Πάρκο Πόλης»), το παλαιότερο και μεγαλύτερο πάρκο της Λεγκνίτσα

Υπάρχει επίσης ένα μνημείο του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ και ένα ταχυδρομικό ορόσημο του Βασιλιά Αυγούστου Β΄ του Ισχυρού από το 1725 στη Λεγκνίτσα.[17]

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δεκαετία του 1950 και 1960 οι τοπικές βιομηχανίες χαλκού και νικελίου έγιναν σημαντικός παράγοντας στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Η Λεγκνίτσα στεγάζει βιομηχανικά εργοστάσια που ανήκουν στην KGHM Polska Miedź, έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς χαλκού και αργύρου στον κόσμο. Η εταιρεία διαθέτει ένα μεγάλο μύλο χαλκού στα δυτικά προάστια της πόλης. Υπάρχει μια ειδική οικονομική ζώνη στη Λεγκνίτσα, όπου η Lenovo επρόκειτο να ανοίξει ένα εργοστάσιο το καλοκαίρι του 2008.[30][31]

Περιβάλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λεγκνίτσα φημίζεται για τα πάρκα και τους κήπους της, και έχει επτακόσια εκτάρια πρασίνου, κυρίως στις όχθες του Κατσάβα. Η περιοχή Ταρνίνοφ είναι ιδιαίτερα ελκυστική.

Αθλητισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αδελφοποιημένες πόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λεγκνίτσα είναι αδελφοποιημένη με:[32]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 1402. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.
  2. bdl.stat.gov.pl/api/v1/data/localities/by-unit/030210262011-0954047?var-id=1639616&format=jsonapi. Ανακτήθηκε στις 3  Οκτωβρίου 2022.
  3. «*** LEGNICA *** ZAMEK W LEGNICY *** LEGNICA ***». Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2017. 
  4. https://www.um.olawa.pl/attachments/article/601/Polish%20Cities%20of%20the%20Future%202015_16.pdf
  5. «Dolny Śląsk najbogatszy w Polsce, a Wrocław zaraz za Warszawą (RANKING NAJBOGATSZYCH) - Gazetawroclawska.pl». Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2017. 
  6. «Brzytwy sprzed 3 tysięcy lat w grobach kowali». 
  7. Πιερ Ντεσάμπ.
  8. Τζέιμς Κάουλς Πρίτσαρντ.
  9. «Legnica». 
  10. Βάτσουαφ Κόρτα, Historia Śląska do 1763 roku, Βαρσοβία, DiG, 2003, σελ. 63
  11. Naczelna Dyrekcja Archiwów Państwowych, Zakład Naukowo-Badawczy Archiwistyki (1997). Archeion 97: 143. 
  12. Μπαρ, Γιόαχιμ Ρόμαν (1986). «Polscy święci». Akademia Teologii Katolickiej 9–10: 36. 
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 «Od miasta lokacyjnego do końca czasów piastowskich». Legnica.eu (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2019. 
  14. «Królowa z drugiej ligi». Legnica.Gosc.pl (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2020. 
  15. T. Γκουμίνσκι, E. Βισκιέφσκι, Legnica.
  16. «Informacja historyczna». Dresden-Warszawa (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2020. 
  17. 17,0 17,1 «Legnica - Słup milowy». PolskaNiezwykla.pl (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2020. 
  18. «Legnica - Tablica pamiątkowa poświęcona ułanom Legii Nadwiślańskiej». PolskaNiezwykla.pl (στα Πολωνικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2020. 
  19. Sedan 1870 Ryszard Dzieszyńsk, page 52, Bellona 2009
  20. «Okres rządów hitlerowskich». Legnica.eu (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2019. 
  21. Τσιγκάνσκι, Μιρόσουαφ (1984). «Hitlerowskie prześladowania przywódców i aktywu Związków Polaków w Niemczech w latach 1939 - 1945» (στα πολωνικά). Przegląd Zachodni (4): 35-36. 
  22. «Gerichtsgefängnis Lignitz». Bundesarchiv.de (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2020. 
  23. Lusek, Joanna; Goetze, Albrecht (2011). «Stalag VIII A Görlitz. Historia – teraźniejszość – przyszłość» (στα πολωνικά). Łambinowicki rocznik muzealny (Οπόλε) 34: 44. 
  24. Ιζαμπέλα Κουμπασιέβιτς, Emigranci z Grecji w Polsce Ludowej.
  25. Βάλα, Γκζέγκος (9 Φεβρουαρίου 2010). «65. rocznica wyzwolenia Legnicy - foto relacja». Legniczanin.pl (στα Πολωνικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2017. 
  26. 26,0 26,1 «[PRL]». Legnica.eu (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2019. 
  27. Dehio - Handbuch der Kunstdenkmäler in Polen: Schlesien, Herder-Institut Marburg and Krajowy Osrodek Badan i Dokumentacji Zabytkow Warszawa, Deutscher Kunstverlag 2005, (ISBN 3-422-03109-X), σελ. 521
  28. «ARMIA CZERWONA NA DOLNYM ŚLĄSKU» (στα Πολωνικά). Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2005. 
  29. «Okres III Rzeczpospolitej». Legnica.eu (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2019. 
  30. «Lenovo to open big Polish PC factory». The Inquirer. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-12-13. https://web.archive.org/web/20071213160852/http://www.theinquirer.net/gb/inquirer/news/2007/11/27/lenovo-open-big-polish-pc. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2009. 
  31. «Lenovo scraps investment plan in Poland». Evertiq New Media AB. http://www.evertiq.com/news/13864. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2009. 
  32. «Miasta Partnerskie». portal.legnica.eu (στα Πολωνικά). Λεγκνίτσα. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2020. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]