Συνθήκη για την τελική ρύθμιση όσον αφορά τη Γερμανία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συνθήκη για την τελική ρύθμιση όσον αφορά τη Γερμανία
Συμμετέχοντες στον πρώτο γύρο των συνομιλιών κατά την διαπραγμάτευση της συνθήκης τον Μάρτιο του 1990
ΤύποςΡυθμιστική συνθήκη
Υπογραφή12 Σεπτεμβρίου 1990
ΤοποθεσίαΜόσχα, Σοβιετική Ένωση Σοβιετική Ένωση
Κατάσταση15 Μαρτίου 1991
ΥπογράφοντεςΔύο
Δυτική Γερμανία
Ανατολική Γερμανία Ανατολική Γερμανία
Συν τέσσερεις
 ΗΠΑ
Ηνωμένο Βασίλειο Ηνωμένο Βασίλειο
Γαλλία (Ε΄ Δημοκρατία)
Σοβιετική Ένωση Σοβιετική Ένωση
ΓλώσσεςΑγγλικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Γερμανικά

Η Συνθήκη για την τελική ρύθμιση όσον αφορά τη Γερμανία (στα αγγλικά, Treaty on the final settlement with respect to Germany[1], στα γερμανικά, Vertrag über die Abschließende Regelung in Bezug auf Deutschland), γνωστή και ως Συνθήκη δύο συν τέσσερις, είναι η συνθήκη μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των τεσσάρων συμμαχικών δυνάμεων που κατέλαβαν τη Γερμανία κατά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασίλειου, της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Με τη συνθήκη αυτή, που υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1990, οι τέσσερις συμμαχικές δυνάμεις παραιτήθηκαν από όλα τα δικαιώματα που διατηρούσαν στη Γερμανία, επιτρέποντας σε μια ενωμένη Γερμανία να γίνει πλήρως κυρίαρχη από το επόμενο έτος.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 2 Αυγούστου 1945 ολοκληρώθηκε η Διάσκεψη του Πότσδαμ. Μεταξύ των άλλων αποφάσεων που ελήφθησαν συμφωνήθηκε ότι τα προσωρινό ανατολικό σύνορο της Γερμανίας θα είναι η γραμμή Όντερ - Νάισσε, όπως το καθορίζουν οι ποταμοί Όντερ και Νάισσε. Τμήματα της Ανατολικής Πρωσίας και η πρώην ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ (Γκντανσκ) ή Πολωνικός διάδρομος θα τεθούν υπό πολωνική διοίκηση. Εν τούτοις, ο τελικός καθορισμός του ανατολικού συνόρου της Γερμανίας θα καθοριστεί με "... μια ειρηνευτική συμφωνία για τη Γερμανία που θα γίνει αποδεκτή από τη γερμανική κυβέρνηση όταν θα δημιουργηθεί μια κατάλληλη κυβέρνηση" (διάσκεψη του Πότσδαμ 1.3.1). Το Γερμανικό ζήτημα έγινε ένα από τα βασικά και κρίσιμα θέματα του ψυχρού πολέμου και μέχρι αυτός να τελειώσει στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) ήθελαν να σχηματίσουν ένα ενιαίο γερμανικό κράτος για να επιτύχουν πλήρη κυριαρχία τους και ήταν έτοιμοι να δεχθούν τις συμφωνίες του Πότσδαμ. Επομένως, τώρα όλα τα μέρη μπορούσαν να διαπραγματευτούν μια οριστική λύση όπως αυτή προβλέπεται από τη διάσκεψη του Πότσδαμ.

Η Συνθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Συνθήκη για την τελική κατάσταση της Γερμανίας υπογράφηκε στη Μόσχα, τότε στη Σοβιετική Ένωση, στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 και προετοίμασε το έδαφος για την επανένωση της Γερμανίας στις 3 Οκτωβρίου 1990.

Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης, οι τέσσερις Συμμαχικές Δυνάμεις παραιτήθηκαν από όλα τα δικαιώματα που ήδη κατείχαν στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την πόλη του Βερολίνου. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ενωμένη πλέον Γερμανία να γίνει πλήρως κυρίαρχο κράτος στις 15 Μαρτίου 1991. Όλα τα σοβιετικά στρατεύματα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Γερμανία μέχρι τα τέλη του 1994. Η Γερμανία συμφώνησε να περιορίσει τις συνολικές ένοπλες δυνάμεις της σε όχι περισσότερους από 370.000 ανθρώπους, από τους οποίους οι 345.000 θα έπρεπε να είναι στον στρατό και την πολεμική αεροπορία (Luftwaffe). Η Γερμανία επανέλαβε επίσης την παραίτησή της από την κατασκευή, την κατοχή και τον έλεγχο των πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων και ειδικότερα ότι η Συνθήκη μη διάδοσης πυρηνικών όπλων εξακολούθησε να εφαρμόζεται πλήρως στη Γερμανία. Επιπλέον, καμία ξένη ένοπλη δύναμη, πυρηνικά όπλα ή φορείς πυρηνικών όπλων δεν θα σταθμεύουν στην πρώην Ανατολική Γερμανία, καθιστώντας τη μόνιμα απαλλαγμένη από πυρηνικά όπλα.

Ένας άλλος από τους πιο σημαντικούς όρους της συνθήκης είναι η επιβεβαίωση από τη Γερμανία της αναγνώρισης των συνόρων με την Πολωνία και άλλων εδαφικών αλλαγών που είχε η Γερμανία μετά το 1945, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν μελλοντικά ζητήματα στα ανατολικά της γραμμής Όντερ - Νάισσε. Επίσης η Γερμανία υπέγραψε στις 14 Νοεμβρίου 1990 με την Πολωνία μια ξεχωριστή συνθήκη επιβεβαίωσης των μεταξύ τους συνόρων. Αν και η συνθήκη υπογράφηκε και από το δυτικό και το ανατολικό γερμανικό κράτος, ως ξεχωριστές οντότητες, επικυρώθηκε και από την ενωμένη Γερμανία (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας - ΟΔΓ) για τους όρους της συνθήκης.


Ρυθμιστική αντί της ειρηνευτικής συνθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνθήκη δύο συν τέσσερις είχε τη θέση μιας ειρηνευτικής συνθήκης, αλλά δεν ονομάστηκε συνθήκη ειρήνης. Αυτό δεν θα μπορούσε να είναι προς το συμφέρον των γερμανών για "οικονομικούς λόγους", δήλωσε τότε ο γερμανός αξιωματούχος Φρίντριχ Βος[2] (Friedrich Voss). Ο λόγος ήταν το ανοιχτό ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων για τις καταστροφές που προξένησαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας. Σήμερα το Βερολίνο υποστηρίζει ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να έχουν υποβάλει τα αιτήματά τους το 1990.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]