Λάκωνες Κέρκυρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Λάκωνες είναι ένα παραδοσιακό χωριό στην βορειοδυτική Κέρκυρα, χτισμένο στην ορεινή περιοχή πάνω από την τουριστική περιοχή της Παλαιοκαστρίτσας, με ιστορία πολλών χρόνων. Παλαιότερα υπαγόταν στο δήμο Παλαιοκαστρίτσας, ενώ από το 2011 υπάγεται στον δήμο Κέρκυρας. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή, το χωριό αριθμεί περίπου 600 μόνιμους κατοίκους, ενώ απέχει 5 μόλις χιλιόμετρα από την τουριστική περιοχή της Παλαιοκαστρίτσας. Το χωριό είναι αρκετά δημοφιλές για την μαγευτική θέα που διαθέτει, καθώς ορατά από τα περισσότερα μέρη του χωριού είναι η Παλαιοκαστρίτσα, το γειτονικό χωριό των Λιαπάδων και μερικά ακόμη γειτονικά χωριά, ενώ επίσης φαίνεται από μακριά η πόλη της Κέρκυρας.

Λάκωνες Κέρκυρας
Τοποθεσία στον χάρτη
Τοποθεσία στον χάρτη
Λάκωνες Κέρκυρας
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα[1]
ΠεριφέρειαΠεριφέρεια Ιονίων Νήσων
ΔήμοςΚεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων
Γεωγραφία και στατιστική
Νομόςνομός Κέρκυρας
Πληθυσμός384 (2011)

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χωριό χρονολογείται πολύ πίσω στον χρόνο, όταν τρεις οικογένειες με καταγωγή από το Οίτυλο, έναν οικισμό της Μάνης, για άγνωστους έως σήμερα λόγους αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους με προορισμό την Ιταλία, μία θαλασσοταραχή όμως έμελλε να ανατρέψει τα σχέδιά τους. Μόνο μία από τις τρεις οικογένειες έφτασε τελικά στην Νότια Ιταλία, ενώ μία από αυτές χάθηκε στην τρικυμία. Η μία από τις οικογένειες αποπροσανατολίστηκε, φθάνοντας τελικά στην σημερινή Παλαιοκαστρίτσα, ιδρύοντας τελικά έναν μικρό οικισμό στην περιοχή πάνω από το σημερινό Λιμάνι της Παλαιοκαστρίτσας. Λίγο καιρό αργότερα, οι συνεχείς λεηλασίες της περιοχής από τους πειρατές Λιάπηδες ( οι οποίοι σύμφωνα με τους ντόπιους λέγεται ότι είναι οι πρόγονοι των κατοίκων του σημερινού χωριού των Λιαπάδων) ήταν η αιτία που οδήγησε τους κατοίκους να μεταφέρουν τον οικισμό στην ορεινή περιοχή πάνω από την σημερινή Παλαιοκαστρίτσα, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.

Στο χωριό υπάρχουν ελάχιστα ερείπια κτισμάτων που να υποδηλώνουν την παλαιότητα του χωριού, ενώ τα εναπομείναντα ερείπια του παλιού χωριού από το οποίο εκδιώχθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι υπάρχουν ακόμη και σήμερα σε περιοχή πάνω από το λιμάνι της Παλαιοκαστρίτσας, η οποία είναι προσβάσιμη από ένα δύσβατο μονοπάτι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το χωριό είναι ένα από τα παλαιότερα χωριά της Κέρκυρας.

Το χωριό σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα, το χωριό των Λακώνων παραμένει ένα επιβλητικό, παραδοσιακό χωριό το οποίο είναι αρκετά δημοφιλές για την μαγευτική θέα που διαθέτει, καθώς ορατά από αυτό είναι η Παλαιοκαστρίτσα και το γειτονικό χωριό Λιαπάδες, ενώ από ορισμένα σημεία αχνοφαίνεται και η πόλη της Κέρκυρας και διάφορα άλλα γειτονικά χωριά. Το χωριό διαθέτει διάφορες υπηρεσίες, όπως παραδοσιακά καφενεία, καφετέρειες, κομμωτήριο, οπωροπαντοπωλείο, ταβέρνες και μουσείο, το οποίο βρίσκεται στην πλατεία του χωριού.

Η πλατεία του χωριού Λάκωνες
Η πλατεία των Λακώνων

Τα διάσημα μονοπάτια του χωριού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα ακόμη αξιόλογο χαρακτηριστικό του χωριού είναι ότι διαθέτει αρκετά μονοπάτια, δύσβατα και μη, τα περισσότερα εκ των οποίων καταλήγουν στην περιοχή της Παλαιοκαστρίτσας. Αρκετοί περιπατητές επιλέγουν κάθε χρόνο να διασχίσουν τα μονοπάτια αυτά, ενώ η πρόσβαση είναι αρκετά εύκολη ακόμα και για απλή πεζοπορία. Τα περισσότερα μονοπάτια δεν είναι επικίνδυνα, όμως συνιστάται να αποφεύγεται η πεζοπορία σε αυτά τους καλοκαιρινούς μήνες από μη επαγγελματίες, λόγω των εντόμων και των φιδιών που μπορεί να βρίσκονται σε κάποια από αυτά.

Εκκλησίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο χωριό υπάρχουν έξι εκκλησίες βασιλικού ρυθμού, από τις οποίες οι δύο (Ι.Ν Αγίου Νικολάου, Ι.Ν Αγίου Βλασίου) βρίσκονται εντός του χωριού ενώ οι άλλες τέσσερις (Ι.Ν Αγίας Παρασκευής, Ι.Ν Αγίου Συμεών, Ι.Ν Αγίου Γεωργίου, Ι.Ν Αγίου Αναστασίου) βρίσκονται εκτός του χωρίου και κατά την ανάβαση στο χωριό. Η κύρια εκκλησία του χωριού είναι ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, η οποία βρίσκεται κάτω από την πλατεία του χωριού και στην οποία βρίσκεται το κοιμητήριο του χωριού. Η εκκλησία χρονολογείται στα τέλη του 20ου αιώνα.