Γεωργία στη Βόρεια Μακεδονία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η βορειομακεδονική ύπαιθρος στην Κοιλάδα Πόλογκ

Η γεωργία στη Βόρεια Μακεδονία παρέχει τα προς το ζην στο ένα πέμπτο του πληθυσμού της χώρας, της οποίας ο μισός πληθυσμός ζει σε αγροτικές περιοχές. Η εκβιομηχάνιση της χώρας καθυστέρησε πολύ λόγω της μακρόχρονης οθωμανικής κυριαρχίας και στη συνέχεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Το ηπειρωτικό και υπομεσογειακό κλίμα στη χώρα επιτρέπει μεγάλη ποικιλία προϊόντων, αλλά το έντονο ανάγλυφο δημιουργεί περιοχές που είναι ανεκμετάλλευτες για τους αγρότες. Η παραγωγή της Μακεδονίας κυριαρχείται από την κτηνοτροφία, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές της, την αμπελοκαλλιέργεια και την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών, δημητριακών και καπνών. Η γεωργία στη χώρα χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα οικογενειακά αγροκτήματα μικρής κλίμακας, αλλά και από μεγάλες επιχειρήσεις, που έχουν απομείνει από τη σοσιαλιστική εποχή. Από την ανεξαρτησία της το 1991, η χώρα έχει γίνει οικονομία της αγοράς. Σήμερα, η γεωργία αντιπροσωπεύει το 10% του ΑΕΠ της Βόρειας Μακεδονίας. [1] [2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδοσιακό βορειομακεδονικό αγρόκτημα
Καλλιέργεια καπνού σε χωράφι κοντά στο Κριβογκάστανι

Οι πρώτοι κάτοικοι της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας κατοίκησαν την περιοχή κατά τη νεολιθική περίοδο και ασχολήθηκαν με τη γεωργία. Η ιστορία της γεωργίας στη χώρα, ωστόσο, ήταν ελάχιστα τεκμηριωμένη μέχρι την οθωμανική εισβολή τον 14ο αιώνα.

Οι Οθωμανοί αναμόρφωσαν γρήγορα την τοπική διοίκηση και καθιέρωσαν των τιμαρίων, το οποίο επέτρεπε σε πρώην αξιωματικούς του σουλτάνου, Τούρκους και Αλβανούς να κατέχουν γη, στην οποία εργάζονταν ντόπιοι αγρότες. Αυτοί οι αγρότες όμως, εγκατέλειψαν τις κοιλάδες λόγω των συχνών μετακινήσεων του στρατού και εγκαταστάθηκαν στους λόφους. Για την αντικατάστασή τους, οι αρχές ενθάρρυναν τη μετανάστευση Μικρασιατών και Βλάχων, κυρίως κτηνοτρόφων και εμπόρων ζωεμπόρων. Οι ιδιοκτησίες των τιμαρίων ήταν λιγότερο από 200 στρέμματα σε έκταση και παρήγαγαν μικρές ποσότητες δημητριακών και βαμβακιού. [3]

Από το 1600, η αποδυνάμωση των αυτοκρατορικών τουρκικών αρχών οδήγησε στην επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των χριστιανών. Για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες, ο σουλτάνος ιδιωτικοποίησε μέρος της γης και πρόσφερε ορισμένες περιουσίες (τσιφλίκια) σε πρώην στρατιώτες, οι οποίοι κέρδισαν όλα τα δικαιώματα στην περιουσία τους και στους αγρότες που ζούσαν εκεί. Κατόπιν τούτου, πολλοί χριστιανοί αγρότες εγκατέλειψαν τις γεωργικές εκτάσεις των κοιλάδων για μία ακόμη φορά για να ενωθούν με ομάδες παρανόμων που δημιουργούσαν προβλήματα στους εμπορικούς δρόμους. [4]

Μέχρι τον 19ο αιώνα, ενώ η περιοχή άνοιξε προς την Ανατολή, η τοπική οικονομία κατέρρευσε, κυρίως λόγω του αμερικανικού και ινδικού ανταγωνισμού στις αγορές βαμβακιού και δημητριακών. Η απουσία φόρων για τη μη καλλιεργούμενη γη σήμαινε ότι τα τέσσερα πέμπτα της καλλιεργήσιμης γης παρέμειναν βοσκότοποι. [5]

Όταν η περιοχή προσαρτήθηκε από τη Σερβία το 1912, ήταν πολύ φτωχή, με το 80% του πληθυσμού να ζει από τη γεωργία και το 70% των αγροτών να μην έχει γη αλλά να εργάζεται σε κτήματα που ανήκαν σε Οθωμανούς γαιοκτήμονες. [6] Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, οι Σέρβοι ψήφισαν νόμο για να ενθαρρύνουν τον σερβικό αποικισμό. Οι ντόπιοι δεν είχαν δικαίωμα να κατέχουν ιδιοκτησία εκτός της περιφέρειάς τους και πολλά κτήματα καλλιεργήσιμης γης προσφέρθηκαν σε Σέρβους αξιωματικούς. [7]

Μια αγελάδα στην άκρη της λίμνης Πρίλεπ

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, προωθήθηκεη βιομηχανική γεωργία, ιδιαίτερα στην καλλιέργεια βαμβακιού, καπνού και παπαρούνας. [8] Όμως η πλειοψηφία των αγροτών, που αντιπροσώπευε το 75% του πληθυσμού, [9] δούλευε σε μικρά αγροτεμάχια χρησιμοποιώντας πρωτόγονες μεθόδους. Η τοπική οικονομία υπέφερε λόγω της έλλειψης υποδομών και της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 1929, που έκανε, για παράδειγμα, την τιμή της παπαρούνας να πέσει κατά 77%. [10]

Βιομηχανικό αγρόκτημα στην Κοιλάδα Πόλογκ

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό καθεστώς ξεκίνησε εκτενή επανασχεδιασμό της γεωργίας, ενός τομέα που εξακολουθεί να κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομία της πΓΔΜ. Οι περιουσίες εξόριστων, ξένων, μοναστηριών, πρώην ιδιωτικών εταιρειών και τραπεζών κρατικοποιήθηκαν και το μισό του συνόλου τους διατέθηκε σε αγρότες που είχαν υποστηρίξει τον αγώνα κατά του φασισμού. Το υπόλοιπο αφέθηκε στην βιομηχανική γεωργία και μοιράστηκε μεταξύ πολλών συνεταιρισμών. Όλα τα ιδιωτικά κτήματα αναδιοργανώθηκαν έτσι ώστε μια οικογένεια να έχει από 200 έως 350 στρέμματα γης. [11]

Η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας παρήγαγε κυρίως καπνό και παπαρούνα, που προορίζονταν για τη φαρμακοβιομηχανία. [12]

Η ανάπτυξη της βιομηχανίας μείωσε τον πολύ υψηλό αριθμό των αγροτών, οι οποίοι ωστόσο παρέμειναν πολύ σημαντικοί: αντιπροσώπευαν σχεδόν το 80% του πληθυσμού το 1945, [13] 57% το 1961 και 22% το 1981. [14]

Μετά την ανεξαρτησία της το 1991, η χώρα έγινε οικονομία της αγοράς. Το μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα, καθώς και οι Γιουγκοσλαβικοί Πόλεμοι στέρησαν από τη χώρα την πρόσβαση στο κύριο λιμάνι εξαγωγών της, τη Θεσσαλονίκη, και εμπόδισαν το εμπόριο με τη γειτονική Σερβία. Η χώρα έχασε το 60% της εμπορικής της δραστηριότητας και έφτασε κοντά στη χρεοκοπία. [15] Επιπλέον, το 1999, ο Πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της χώρας, επειδή δεν ήταν πλέον σε θέση να εξάγει αγαθά στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας και έπρεπε να βρει εναλλακτικούς πελάτες, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ελλάδα. [16]

Γεωργική δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χωράφια στην Πελαγονία

Η Βόρεια Μακεδονία διαθέτει 10.140 χλμ² γεωργικής γης, που αποτελεί σχεδόν το 39% της επικράτειάς της. Το μισό αυτής της γης είναι αφιερωμένο στην καλλιέργεια και το άλλο μισό στην κτηνοτροφία. Η χώρα έχει 486,0675 στρέμματα δάση [17] και διακρίνεται για το μικρό μέγεθος των γεωργικών της ιδιοκτησιών: το 80% από αυτές είναι μεταξύ 25 και 28 στρεμμάτων και χωρίζονται σε μικρά αγροτεμάχια. Οι πρώην κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πολύ μεγαλύτερες, αντιμετωπίζουν γενικά οικονομικές δυσκολίες λόγω ημιτελών ιδιωτικοποιήσεων. [2]

Οι καλλιέργειας εντοπίζεται κυρίως στις χαμηλές πεδιάδες της χώρας, όπως η Πελαγονία στα νοτιοδυτικά, η Κοιλάδα Πόλογκ βορειοδυτικά και η κοιλάδα του Αξιού, ενός ποταμού που πηγάζει από το Όρος Σκάρδος στα σύνορα Αλβανίας-Κοσσυφοπεδίου, διασχίζει τη Βόρεια Μακεδονία από βορρά προς νότο και καταλήγει στην Ελλάδα, όπου χύνεται στον Θερμαϊκό Κόλπο. Η περιοχή Στρώμνιτσα, στα νοτιοανατολικά της χώρας, είναι η κύρια περιοχή αγροτικής παραγωγής, με 81.300 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης.

Οι βορειομακεδόνες αγρότες αντιμετωπίζουν δυσκολίες, όπως η έλλειψη σπόρων και ποιοτικών λιπασμάτων, η κακή κατάσταση των συστημάτων άρδευσης και η έλλειψη καλών στρατηγικών στις πωλήσεις. [18]

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κτηνοτροφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια χούφτα ρύζι από την Κότσανη

Στη Βόρεια Μακεδονία, κυριαρχεί η εκτροφή προβάτων, με 794.053 πρόβατα το 2007. Ακολουθούν οι αγελάδες (241.257 ζώα). στη συνέχεια κατσίκες (132.924 ζώα). και τέλος άλογα (32.567 ζώα). Η εκτροφή προβάτων επιτρέπει την παραγωγή μαλλιού, κρέατος και γάλακτος, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή τυριού. Οι αγρότες της Βόρειας Μακεδονίας εκτρέφουν επίσης κοτόπουλα (2.428.828 ζώα) και κουνέλια. Η χώρα διαθέτει επίσης 109.769 μελίσσια. [17]

Καλλιέργειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χώρα παράγει κυρίως δημητριακά, ιδιαίτερα σιτάρι, καλαμπόκι, βρόμη και ρύζι, καθώς και λαχανικά, όπως ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια, φασόλια, πατάτες, κρεμμύδια, λάχανα και πεπόνια. Καλλιεργούνται επίσης καπνός, παπαρούνες και φρούτα όπως μήλα, αχλάδια, δαμάσκηνα, κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα, ξηροί καρποί και σταφύλια — ειδικά για την παραγωγή κρασιού. [17]

Στη Βόρεια Μακεδονία παρήχθηκαν το 2018:

Εκτός από μικρότερες παραγωγές άλλων αγροτικών προϊόντων. [19]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «AGRI-FOOD TRADE STATISTICAL FACTSHEET European Union — North Macedonia» (PDF). Directorate-General for Agriculture and Rural Development. 17 Μαρτίου 2020. Ανακτήθηκε στις 25 Μαΐου 2020. 
  2. 2,0 2,1 «Candidates in EU enlargement — Agriculture». European Commission. Ανακτήθηκε στις 25 Μαΐου 2020. 
  3. Lampe 2000
  4. Rossos 2008
  5. Rossos 2008
  6. Poulton 2000
  7. Georgieva & Konechni 1998
  8. Rossos 2008
  9. Georgieva & Konechni 1998
  10. Rossos 2008
  11. Rossos 2008
  12. Georgieva & Konechni 1998
  13. Rossos 2008
  14. Rossos 2008
  15. Lampe 2000
  16. Rossos 2008
  17. 17,0 17,1 17,2 Census of agriculture 2007, Basic statistical data on individual agricultural holdings and business entities in the Republic of Macedonia : by regions (PDF). Skopje: Republic of Macedonia State Statistical Office. 2007. ISBN 978-9989-197-01-7. 
  18. Gordana S. Veljanovska· Danco Dimkov (2010). «The ABCD of agriculture of Macedonia» (PDF). SNV Netherlands Development Organisation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 22 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2022. 
  19. North Macedonia production in 2018, by FAO

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Lampe, John (2000). Yugoslavia as history : twice there was a country. Cambridge New York: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-77401-7. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]