Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ιάκωβος.
Ιάκωβος Βαβανάτσος
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος
Από13 Ιανουαρίου 1962
Έως25 Ιανουαρίου 1962
ΠροκάτοχοςΘεόκλητος Β΄
ΔιάδοχοςΧρυσόστομος Β΄
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση11 Ιουνίου 1895
Γαλαξίδι, Ελλάδα
Θάνατος25 Οκτωβρίου 1984 (89 ετών)
Σαλαμίνα, Αττική, Ελλάδα
ΕθνικότηταΕλληνική
ΔόγμαΟρθόδοξη Εκκλησία
Πρώην τίτλοςΕπίσκοπος Χριστουπόλεως (1935-1936)
Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος (1936-1962)
Πρόεδρος Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος (1962-1968)

Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιάκωβος, κατά κόσμον Γεώργιος Βαβανάτσος (22 Ιουνίου 1895, Γαλαξίδι -, 25 Οκτωβρίου 1984, Σαλαμίνα) υπήρξε ένας από τους πλέον σημαίνοντες και αμφιλεγόμενους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στον 20ό αιώνα. Διετέλεσε πρώτος Μητροπολίτης της νεοσύστατης Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής.

Η προσωπική του πορεία υπήρξε παράλληλη της ιστορίας της Ορθόδοξης Ελλαδικής Εκκλησίας από τη δεκαετία του 1930 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Προοδευτικός και ρηξικέλευθος ιεράρχης, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δύο μεγάλες δικτατορίες της 4ης Αυγούστου 1936 και της 21ης Απριλίου 1967 και διώχθηκε από τα στελέχη τους. Την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε πολυποίκιλη εθνική και ανθρωπιστική δράση, ενώ και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο κατάφερε να επεκτείνει την ποιμαντική του μέριμνα επάνω από τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές.

Η υπόθεση της εκλογής και της πτώσης του από τη θέση του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε μείγμα παρασκηνιακής δράσης πολιτικών, εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών παραγόντων. Παρά την αμφισβήτηση, που δέχθηκε στο σύντομο διάστημα της παραμονής του στον αρχιεπισκοπικό θώκο και την έντονη κριτική και πολεμική, που του ασκήθηκε πριν και μετά την παραίτησή του, παρέμεινε σημείο αναφοράς των εκκλησιαστικών εξελίξεων έως και τη Μεταπολίτευση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος έγραψε για τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο μετά την εκδημία του :

"ὁ μακαριστὸς ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργὸς ἡμῶν Πρωθιεράρχης ὑπῆρξε διακεκριμένη ἡγετικὴ φυσιογνωμία, διακριθεῖσα διὰ τὴν εὐρύτητα τῶν ἀντιλήψεων αὐτῆς, διὰ τὸν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ζῆλον, διὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸν φρόνημα, διὰ τὴν λιπαρὰν πεῖραν."

Πρώιμη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, στο Γαλαξίδι.

Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι Παρνασσίδας στις 22 Ιουνίου 1895 και ήταν ο τρίτος γιος του ναυτικού Κωνσταντίνου Βαβανάτσου και της Παρασκευής Ανατσίτου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο Γαλαξειδίου και από μικρή ηλικία συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή της τοπικής εκκλησίας, προσκολλώμενος στο θείο του ιερέα Νικόλαο Σκουτεράκο.

Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο του Πειραιά, εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Νομική. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1918 από το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Παπαϊωάννου. Μετά την εκλογή ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου στα 1923, προσελήφθη ως διάκονός του με το οφίκιο του Μεγάλου Αρχιδιακόνου. Τρία χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίστηκε Αρχιμανδρίτης από το Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα καθήκοντα Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Το 1931 διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Ι. Αρχιεπισκοπής.

Στις 11 Ιανουαρίου 1935 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χριστουπόλεως[1], (τιτουλάριος) Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του Πρωτοσυγκέλου, ως "Μέγας Πρωτοσύγκελος". Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δωδεκαετίας 1923 – 1935 είχε επωμισθεί τη διοικητική σπουδή και οργάνωση της Αρχιεπισκοπής, έργο στο οποίο διακρίθηκε, μεριμνώντας για την τελετουργική ομοιομορφία, την ευταξία και τη μόρφωση των κληρικών και την εύρυθμη λειτουργία των ενοριών. Για αυτούς τους σκοπούς οργάνωσε το 1932 το πρώτο Εφημεριακό Συνέδριο στις αίθουσες του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, συνέστησε Πειθαρχικό Συμβούλιο από πρεσβυτέρους και ενίσχυσε τον θεσμό των ιερατικών συνάξεων.

Η ποιμαντική δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1936 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της νεοπαγούς Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, η οποία δημιουργήθηκε σε αποσπασθέν έδαφος της υπερμεγέθους τότε αρχιεπισκοπικής περιφέρειας. Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Οκτωβρίου 1938, στήριξε την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κορίνθου Δαμασκηνού Παπανδρέου, έναντι αυτής του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδη. Η εκλογή Δαμασκηνού ακυρώθηκε με πολιτικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης Μεταξά και με αριστίνδην Σύνοδο επιτεύχθηκε η ανάδειξη του Χρυσάνθου ως προκαθημένου. Ο Ιάκωβος θεωρήθηκε από το καθεστώς και τη νέα εκκλησιαστική ηγεσία ανεπιθύμητος και τα όρια της Μητρόπολής του συρρικνώθηκαν στην περιοχή των Μεγάρων.[2] Η επαναφορά των κανονικών ορίων έγινε μετά την παύση του Χρυσάνθου και την ανάληψη της αρχιεπισκοπίας από το Δαμασκηνό το 1941.

Η ποιμαντική δράση του Ιακώβου ως Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος έκανε την επαρχία του πρότυπο διοικητικής, οργανωτικής και πνευματικής δράσης για όλες τις άλλες μητροπολιτικές επαρχίες του ελλαδικού χώρου. Ο ίδιος έδωσε απ’ αρχής βάρος στην επιμόρφωση του εφημεριακού κλήρου, με σκοπό την άσκηση της διακονίας του με όσο το δυνατό αρτιότερο τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό ίδρυσε προπαρασκευαστική σχολή για μετεκπαίδευση των εφημερίων και προήγαγε το θεσμό των ανά έτος ιερατικών συνάξεων. Το 1953 εξέδωσε και το έργο του "Ποιμαντικαί Υποδείξεις", ένα οδηγό ποιμαντικής πρακτικής.

Στον τομέα της πνευματικής καθοδήγησης και στήριξης της νεολαίας προέβη, ιδιαίτερα μετά την Απελευθέρωση, σε σειρά καινοτόμων ενεργειών. Ίδρυσε ομίλους νέων με την επωνυμία "Οδοιπόροι της ζωής", οι οποίοι μέσω της διδασκαλίας και του διαλόγου προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους νέους, που συμμετείχαν στη διευκρίνιση μίας σαφούς εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Σε αυτό το εγχείρημα συνέπραξαν εκατοντάδες νέοι από όλες τις περιοχές της Αττικής. Επιπλέον ίδρυσε τις πρότυπες εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις της Ελευσίνας, που λόγω της άρτιας οργάνωσής τους χρησιμοποιήθηκαν και από την πολιτεία. Με αυτή του την προσπάθεια περιέθαλψε ικανό αριθμό παιδιών της δοκιμαζόμενης γενιάς της Κατοχής. Το 1947 η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος έθεσε υπό την αιγίδα της το όλο νεανικό έργο της Μητρόπολης Αττικής, προβάλλοντάς το σαν πρότυπο.

Πεδία ενεργειών του Ιακώβου υπήρξαν, ακόμη, η ίδρυση και η οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων. Κατά την ποιμαντορία του δημιουργήθηκαν, αναπαλαιώθηκαν ή ενισχύθηκαν πολλές μονές, ενώ συνάμα βοηθήθηκε και η στελέχωσή τους. Ιδιαίτερα στον τομέα του γυναικείου μοναχισμού παρατηρήθηκε ακμή, όχι μόνο σχετική με την προσέλευση μοναζουσών και την πληθυσμιακή αύξηση των μονών, αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.

Η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ιάκωβος κινητοποίησε το δυναμικό της Μητρόπολης Αττικής, με σκοπό την προσφορά βοήθειας προς τους Έλληνες στρατιώτες του μετώπου και τα άπορα παιδιά. Οι καλόγριες των γυναικείων μοναστηριών ανέλαβαν την κατασκευή πλεκτών, που αποστέλλονταν στους στρατιώτες για την αντιμετώπιση των δύσκολων καιρικών συνθηκών και ταυτόχρονα γυναικείες και ανδρικές μονές φιλοξενούσαν παιδιά με πρόβλημα επισιτισμού και διαβίωσης.

Στην ίδια γραμμή συνέχισε και την περίοδο της Κατοχής, κινούμενος όμως πλέον πιο δυναμικά και δρώντας εντονότερα ως κορυφαίος θρησκευτικός λειτουργός του καταπιεζόμενου και αγωνιζόμενου λαού. Οι πράξεις του ευρύνονταν από την οργάνωση φιλόπτωχων ταμείων και της "Κοινωνικής Αλληλεγγύης", μέχρι τη συνεχή προσωπική παράσταση προς τους κατακτητές για την απόλυση κρατουμένων ή τη διάσωση μελλοθανάτων. Ακόμη βοήθησε τη φυγάδευση και την απόκρυψη αντιστασιακών, παρενέβη δραστικά στην αποτροπή της πυρπόλησης των πόλεων Βίλλια, Μέγαρα, Μαρκόπουλο και Μαραθώνα και της εκτέλεσης κατοίκων τους.

Ο ίδιος διηγείτο αργότερα:

"Ἡ Μητρόπολίς μας παρέμενεν ἀνοικτὴ ἡμέραν καὶ νύκτα παντὶ τῷ αἰτοῦντι. Τὸ τηλέφωνον τοῦ «ἐπισκόπου» ἦτο εἰς τὴν διάθεσιν τῶν πάντων. Ὅλη ἡ Κηφισιά, ὅλη ἡ Ἀττικὴ καὶ πλεῖστοι ἐκ τῶν ἐν Ἀθήναις εὐρισκομένων, βέβαιοι ὄντες ὅτι θὰ εὕρουν λόγον παρηγορῖας καὶ συμπαράστασιν καὶ παράστασιν ἡμῶν ἐνώπιον τῶν κατακτητικῶν ἀρχῶν, κατέφευγον εἰς τὴν Μητρόπολιν. Χῶροι τοῦ Μητροπολιτικοῦ Οἴκου ἐχρησίμευον ὡς καταφύγια τῶν διωκομένων ὑπὸ τῶν κατακτητῶν... Ἡ Μητρόπολις τῆς Κηφισιᾶς οὐδέποτε ἐγνώρισε «κλειδαριάν» καὶ σιωπήν. Συνοδοιπορεῖ μετὰ τῶν θρηνούντων. Ὁ «Δεσπότης» εἶναι ἱεράρχης διὰ τὸν λαόν του."

Στο διάστημα του Εμφυλίου Πολέμου βρέθηκε συχνά σε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο πλευρών. Προσπάθησε να μη χρωματιστεί πολιτικά, τηρώντας ίσες αποστάσεις και συνεπή στάση εκκλησιαστικού ταγού, θεωρώντας τους αντιμαχόμενους πνευματικά παιδιά του. Και σε αυτή τη φάση προέταξε το κύρος του υπουργήματος και της προσωπικότητάς του, ώστε στο μέτρο των δυνατοτήτων του να βοηθήσει να αποφευχθούν εκτελέσεις και συρράξεις.

Σημειώνει για την προσωπική του στάση στον Εμφύλιο:

"Καὶ πάλιν οἱ συλλήψεις καὶ οἱ ἐκτελέσεις τῶν ἀντιπάλων. Ἡ ἀντιπαλία, ἡ διαμάχη, διὰ τὸν Ἱεράρχην ἀλλάσσει πρόσωπον. Ἡ οὐσία παραμένει ἡ ἰδία. Καὶ πάλιν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ συλλαμβάνονται καὶ πάλιν ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ ἀτιμάζεται τόσον εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ διώκτου, ὅσον καὶ τοῦ διωκομένου. Διὰ τὸν Ἱεράρχην ὅλοι, ἐν προκειμένῳ, οἱ Ἕλληνες εἶναι τέκνα του."

Η περιπέτεια της εκλογής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διοικητική πείρα και η υψηλή θεολογική κατάρτιση, οι οποίες χαρακτήριζαν τον Ιάκωβο, ήταν τα στοιχεία, που συνέβαλαν, ώστε μεταπολεμικά να αναλάβει εναργέστερη συμμετοχή στην επίλυση προβλημάτων της ευρύτερης ελλαδικής εκκλησιαστικής διοίκησης και να αναχθεί σε έναν από τους βασικότερους παράγοντες της Ιεραρχίας. Υπό την πνευματική του καθοδήγηση βρέθηκε μία αρκετά μεγάλη ομάδα νεότερων αρχιερέων και ιερέων με βασικά γνωρίσματα την προοδευτική σκέψη σχετικά με την εκκλησιαστική διοίκηση και οργάνωση και την αντίθεση προς τη δράση των ισχυρών, τότε, παρεκκλησιαστικών σωματείων. Ο Ιάκωβος αποκαλούσε αυτού του είδους τα σωματεία "προτεσταντισμό ελληνικής εμπνεύσεως".

Στις 8 Ιανουαρίου 1962 απεβίωσε σε ηλικία 72 ετών ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β΄ (Παναγιωτόπουλος) και ξέσπασε κρίση στην ορθόδοξη ιεραρχία, η οποία ταλάνισε την Ελλάδα επί 38 ημέρες. Η κηδεία του Θεόκλητου στις 11 Ιανουαρίου ήταν μεγαλοπρεπής, αλλά η τελετή σκιάστηκε ήδη από δημοσιεύματα εφημερίδων με υπαινιγμούς κατά του φερόμενου ως υποψήφιου για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο Ιακώβου. Το κύρος της προσωπικότητας του Ιακώβου και οι καλές σχέσεις του με τα Ανάκτορα (τιμήθηκε και με το Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου) τον έκαναν να προβάλλει ως ο επικρατέστερος των υποψηφίων. Στα δημοσιεύματα τονιζόταν, ότι ο προκαθήμενος που θα εκλεγεί, πρέπει όχι μόνο να είναι ικανός και μορφωμένος, αλλά και "μεγάλου ηθικού αναστήματος". Παράλληλα άρχισαν να κυκλοφορούν προκηρύξεις, εκδιδόμενες από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, με περιεχόμενο υβριστικό[3] και στόχο την υποσκέλιση της υποψηφιότητάς του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ιάκωβος ποτέ δεν είχε κατηγορηθεί για μεμπτό ηθικό φρόνημα, ούτε η ιδιωτική του ζωή απασχόλησε τον Τύπο ή τα όργανα της Εκκλησίας σε όλη την περίοδο της ιερατικής και αρχιερατικής του σταδιοδρομίας.

Η τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, πιεζόμενη ίσως από τα παρεκκλησιαστικά κέντρα και παρατηρώντας τις γενικότερες αντιδράσεις, αντίθετα με τον αφειδή χρόνο, που διδόταν μέχρι τότε σε παρόμοιες περιπτώσεις για την προετοιμασία των υποψηφίων, έσπευσε και καθόρισε, για πρώτη φορά, ημερομηνία εκλογής αρχιεπισκόπου, δια του αρμόδιου Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γρηγόρη Κασσιμάτη, μόλις δύο ημέρες μετά την κηδεία του αποθανόντος επισκόπου, προκαλώντας έτσι τη γενική αγανάκτηση των ιεραρχών, αφού ουσιαστικά η προετοιμασία εκλογής γινόταν επάνω από το σκήνωμα του αποθανόντος αρχιεπισκόπου. Έτσι η εκλογή ορίστηκε για τις 13 Ιανουαρίου του 1962. Η δε πρόταση αναβολής της εκλογής δεν έγινε από την κυβέρνηση δεκτή. Η πλέον ουσιαστική παράμετρος της αντίθεσης της κυβέρνησης προς την υποψηφιότητα Ιακώβου ήταν η πρόθεσή του για δημιουργία ενός είδους εκκλησιαστικής τράπεζας, που θα διαχειριζόταν την περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος.[4] Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία μέχρι και σήμερα καταθέτονται τα εκκλησιαστικά κεφάλαια.

Ανήμερα της κηδείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου μία ομάδα 23 Επισκόπων έδωσε στη δημοσιότητα την ακόλουθη ανακοίνωση σε απάντηση των διαφόρων επιθετικών δημοσιευμάτων:

«Φέρομεν εις γνώσιν των ευσεβών Χριστιανών, ότι πρόσωπόν τι καλυπτόμενον υπό την προσωνυμία Χριστιανικών Οργανώσεων και άγνωστον εις τι αποβλέπον, έθεσεν εις κυκλοφορίαν λιβελλογράφημα κατά της Ιεραρχίας, παράγραφον του οποίου ανέγραψεν ο ημερήσιος Τύπος.
Ημείς οι Ιεράρχαι της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμαρτυρόμεθα και αποκρούομεν τα εν τω λιβελλογραφήματι αναφερόμενα και δηλούμεν προς τον ευσεβή ελληνικόν λαόν, ότι άπαντα τα μέλη της Ιεραρχίας είναι άξια πάσης τιμής και ευλαβείας και ότι έχοντα βαθείαν συναίσθησιν της υψηλής αυτών αποστολής, δια της τιμίας ψήφου των θα αναδείξωσι τον άξιον οιακοστρόφον ίνα οδηγήση το σκάφος της Ελληνικής Εκκλησίας εις τον θείον αυτού προορισμόν.
Καλείται όθεν ο ευσεβής χριστιανικός λαός, ίνα μετ΄ αποτροπιασμού παρέλθη το ειρημένον λιβελλογράφημα και μετ΄ εμπιστοσύνης προσβλέπη πάντοτε προς εκείνους, τους οποίους η χάρις του Θεού έταξε ποιμένας αυτού και φρουρούς της αμώμου πίστεώς του."»

Την ανακοίνωση αυτή των 23 επί συνόλου 66 τότε μητροπολιτών υπέγραφαν: ο Ύδρας Προκόπιος, ο Φλωρίνης Βασίλειος, ο Κορινθίας Προκόπιος, ο Ηλείας Γερμανός, ο Θεσσαλιώτιδος Κύριλλος, ο Κιλκισίου Ιωακείμ, ο Ιωαννίνων Σεραφείμ, ο Δημητριάδος Δαμασκηνός, ο Μαρωνείας Τιμόθεος, ο Δράμας Φίλιππος, ο Πρεβέζης Στυλιανός, ο Σιατίστης Πολύκαρπος, ο Ξάνθης Αντώνιος, ο Ελασσώνος Ιάκωβος, ο Θήρας Γαβριήλ, ο Παραμυθίας Τίτος, ο Άρτης Ιγνάτιος, ο Καστοριάς Δωρόθεος, ο Φθιώτιδος Δαμασκηνός, ο Λαρίσης Ιάκωβος, ο Τριφυλίας Στέφανος, ο Γρεβενών Χρυσόστομος και ο Παροναξίας Επιφάνιος.

Ο δημοσιογραφικός θόρυβος σχετικά με το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου αυξήθηκε και τα μέλη των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων άρχισαν να προβαίνουν σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Παράλληλα κατατέθηκε μήνυση (εκκλησιαστικού Δικαίου) σε βάρος του στην Ιερά Σύνοδο, η οποία προερχόταν από τον Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Γεωργακόπουλο, που υπηρετούσε στο Ναό του Αγίου Δημητρίου Αμπελοκήπων και που αργότερα αυτοαποσχηματίστηκε, όταν καταγγέλθηκε σε δικαστήριο, ότι είχε χρηματιστεί για να διατυπώσει κατηγορίες σε βάρος του Ιακώβου. Η Ιερά Σύνοδος διέταξε την έναρξη ανακρίσεων με υπεύθυνο αρχικά το Μητροπολίτη Ξάνθης Αντώνιο και μετέπειτα το Μητροπολίτη Σιατίστης Διονύσιο. Τη μήνυση του Δαμασκηνού Γεωργακόπουλου ακολούθησε ακόμη μία από τον υποστράτηγο εν αποστρατεία Μπενή-Ψάλτη, στην οποία επικαλούνταν εθνικούς κινδύνους εξ αιτίας της αρχαιρεσίας Ιακώβου.

Εκλογή - Ενθρόνιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος την 13η Ιανουαρίου 1962, ημέρα της εκλογής του, συνοδευόμενος από Ιεράρχες.

Η Εκλογή του Αρχιεπισκόπου έγινε με μυστική ψηφοφορία εντός του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών, παρουσία του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία και ξεκίνησε στις 09.00 ώρα της 13ης Ιανουαρίου του 1962. Πραγματοποιήθηκαν δύο ψηφοφορίες, η πρώτη για τον καταρτισμό του τριπρόσωπου ψηφοδελτίου και η δεύτερη της εκλογής. Έξω δε από τον Ναό, που είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος, είχαν αναπτυχθεί δρακόντεια αστυνομικά μέτρα υπό την επίβλεψη του τότε αστυνομικού διευθυντή Θ. Ρακιτζή.
Με την έναρξη της ψηφοφορίας ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος υπέβαλε ένσταση για αναβολή λόγω αφενός του μικρού μεσολαβούντος χρόνου από το θάνατο του μακαριστού Θεόκλητου, αφετέρου για τις πρωτοφανείς κατηγορίες που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Στην απόρριψη της ένστασης εκ μέρους του υπουργού ως "νόμω αβάσιμη", ακολούθησε και δεύτερη από τον ίδιο μητροπολίτη, όπως "πρυτανεύσουν οι ιεροί κανόνες και όχι οι νόμοι", όπου και αυτή απορρίφθηκε.

Δημοσίευμα από τον τύπο της εποχής για την εκλογή του Ιακώβου ως Αρχιεπισκόπου.

Από τη πρώτη ψηφοφορία αναδείχθηκαν υποψήφιοι για την πλήρωση της αρχιεπισκοπικής έδρας οι Μητροπολίτες: Αττικής Ιάκωβος, που έλαβε 32 ψήφους, Καβάλας Χρυσόστομος, (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) που έλαβε 23 ψήφους, και Μαντινείας Γερμανός, που έλαβε 16 ψήφους, ενώ πρώτος επιλαχών ήταν ο Θεσσαλονίκης Παντελεήμων με 14 ψήφους.
Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο τον Ιάκωβο με 33 ψήφους έναντι 20 του Χρυσοστόμου και 4 του Γερμανού σε σύνολο 57 ψηφισάντων αρχιερέων.
Το αποτέλεσμα της εκλογής ανακοινώθηκε στις 14:30 ώρα με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες αρχικά του Καθεδρικού Ναού Αθηνών και στη συνέχεια ομοίως των καθεδρικών ναών της επικράτειας.

Το μήνυμα του νέου Αρχιεπισκόπου δόθηκε με την παρουσία 32 αρχιερέων και την αποχή 25, χαρακτηριστικό της διχοστασίας, που είχε δημιουργηθεί και στους κόλπους της Ιεραρχίας.

Η τελετή διαβεβαίωσης και η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου πραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιανουαρίου υπό ισχυρή αστυνομική φύλαξη. Η αντίθεση κυβέρνησης και Ανακτόρων πάνω στην αρχιεπισκοπική υπόθεση γινόταν εντονότερη με τη συμμετοχή πλέον και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κατηγορούσε την κυβέρνηση, ότι με πράξεις και παραλείψεις της υποβοήθησε την εκλογή Ιακώβου. Εν τω μεταξύ κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια, που ήθελαν την κυβέρνηση να προβαίνει σε σύσταση αριστίνδην δωδεκαμελούς Συνόδου, η οποία θα εξέλεγε Αρχιεπίσκοπο τον πρωθιερέα των Ανακτόρων Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτός του συγχαρητήριου τηλεγραφήματος[5] με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Αθηναγόρα απέστειλε αντιπροσωπεία ιεραρχών για συνάντηση με το νέο προκαθήμενο, θέλοντας να δείξει τη στήριξή του.

Ωστόσο, επί ένα δεκαήμερο εφημερίδες και άλλα έντυπα καταχωρούσαν δημοσιεύματα, τα οποία ευθέως ή εμμέσως αναφέρονταν στην υποτιθέμενη ερωτική ζωή του Ιακώβου και "σκανδαλίζουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα". Κυβερνητικοί παράγοντες και μητροπολίτες άρχισαν τις πιέσεις στον Ιάκωβο να παραιτηθεί. Κάθε ημέρα που περνούσε οι πιέσεις ήταν ισχυρότερες. Δεν έλειψαν και οι υποστηρικτές του Ιακώβου, οι οποίοι δημόσια τον εγκωμίαζαν. Μεταξύ αυτών και εκλεγμένοι δημοτικοί άρχοντες της Αττικής. Ο Ιάκωβος αρνιόταν να παραιτηθεί.

Η κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος πέρασε σε νέα, τελική φάση στις 24 Ιανουαρίου. Η άρνηση του Ιάκωβου να παραιτηθεί -παρά τις πιέσεις που του ασκούνταν- οδήγησε σε κυβερνητική παρέμβαση. Συγκροτήθηκε σύσκεψη υπουργών υπό τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και ακολούθησε ανακοίνωση, με την οποία η κυβέρνηση δήλωνε έτοιμη να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο, το οποίο προέβλεπε, ότι ο προκαθήμενος της Εκκλησίας θα εκλέγεται από μικτό σώμα κληρικών και λαϊκών και σε περίπτωση διχοστασίας για το πρόσωπο του εκλεγμένου αρχιεπισκόπου, το σώμα αυτό θα μπορεί να κηρύξει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο σε χηρεία. Η κίνηση αυτή εξανάγκασε τον Ιάκωβο σε υποχώρηση. Συγκάλεσε για την επομένη, στις 25 Ιανουαρίου, την Ιερά Σύνοδο και υπέβαλε την παραίτησή του στο κείμενο της οποίας διατυπώθηκαν αιχμές κατά της κυβέρνησης:

Ἐκλεγεὶς ὑπὸ θεόθεν ὁδηγηθέντων ἱεραρχῶν τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προκαθήμενος αὐτῆς καὶ κανονικῶς καὶ νομίμως ἀναλαβὼν ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐνθρονίσεώς μου τὴν διακυβέρνησιν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἄγομαι εἰς τὴν ἀπόφασιν καὶ ἤδη προβαίνω εἰς πραγματοποίησιν τῆς ὑποβολῆς τῆς παραιτήσεώς μου ἀπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοὺ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, οὐ μέντοι γε τῆς Ἀρχιερωσύνης μου, οὐχὶ οἰκεία βουλήσει, ἀλλὰ πολλῇ καὶ καταθλιπτικῇ τῇ Κυβερνητικῇ πιέσει καὶ πρὸς ἀποτροπὴν ἀναμίξεως τῆς Πολιτείας εἰς τὴν ἐσωτερικὴν σύστασιν καὶ διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἀνάμιξιν, ὣς ἐκτὸς τοῦ κανονικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένην, θεωρῶ καταστρεπτικὴν καὶ ὀλέθριον διὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν κανονικὴν αὐτοτέλειαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἠγάπησα μέχρι λατρείας καὶ ὑπηρέτησα πιστῶς καὶ ἀφοσιωμένως ἐπὶ 44 συναπτὰ ἔτη. Θυσιάζω καὶ σφαγιάζω ἐμαυτὸν καὶ ῥίπτομαι ὣς ὁ Ἰωνᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, χάριν τῆς κανονικῆς διοικήσεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶμαι βέβαιος, ὅτι ἡ Ἱστορία θὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας αὐτοθυσίαν μου καὶ ὁλοκληρωτικὴν προσφοράν μου, μὲ τὴν διάπυρον εὐχὴν ὅπως ἡ Πολιτεία μὴ τολμήσῃ να ἐπέμβῃ στα ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ τὴν περὶ ἐμοῦ ἀνεξιχνίαστον αὐτοῦ οἰκονομίαν καὶ δέομαι αὐτοῦ ὅπως τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ καὶ δὴ καὶ τὴν τῆς Ἑλλάδος τοιαύτην διατηρεῖ ἀνωτέραν πάσης ἔσωθεν ἢ ἔξωθεν ἐπερχομένης ἐπιβουλῆς.

Ἀθῆναι 25 – 1 -1962

Ὁ Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἰάκωβος

Όπως αναφέρεται στην επιστολή του αυτή, ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος πίστευε σθεναρά, ότι η ανάμιξη της Πολιτείας στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας θα ήταν καταστροφική και ότι η πιθανότητα μίας τέτοιας ανάμιξης τον οδήγησε στην υποβολή της παραίτησής του. Μετά την παραίτησή του, ο Ιάκωβος αναχώρησε από το παλαιό συνοδικό μέγαρο της οδού Αγίας Φιλοθέης για την Κηφισιά. Το πρωί της ίδιας ημέρας, 300 ιερείς της Αττικής εξέφρασαν την συμπαράστασή τους στον Ιάκωβο. Η κρίση λύθηκε στις 14 Φεβρουαρίου με την εκλογή του Καβάλας Χρυσοστόμου ως αρχιεπισκόπου, ο οποίος ενθρονίστηκε στις 17 Φεβρουαρίου και συγκάλεσε σε πανηγυρική συνεδρίαση την Ιερά Σύνοδο στις 22 Φεβρουαρίου. Πάντως το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο, στις 4 Απριλίου, αθώωσε παμψηφεί τον παραιτηθέντα Ιάκωβο[6].

Αρχιεπίσκοπος πρ. Αθηνών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας "Ελευθερία" την επομένη της παραίτησης του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου.

Μετά την παραίτησή του έλαβε από τη Σύνοδο τον τίτλο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και καταστάθηκε Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, επιστρέφοντας στο εκεί ποιμαντικό του έργο.[7] Το Συνοδικό Δικαστήριο, ασχολούμενο με τις εναντίον του καταγγελίες και εξετάζοντας 70 μάρτυρες, εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, συνοδευόμενη από πόρισμα 135 σελίδων, με την οποία αθώωνε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.

Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 και τη σύσταση αριστίνδην Συνόδου διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζήτησε να συναντηθεί [8] με τον Ιάκωβο ο πραξικοπηματίας στρατηγός Σπαντιδάκης, που του δήλωσε, πως έπρεπε να παραιτηθεί από το θρόνο της Μητρόπολης Αττικής, διότι οι θέσεις του για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν αντίθετες με αυτές της "επαναστάσεως". Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε την παραίτηση, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου προς τον έπαρχο Μόδεστο. Από εκείνη τη στιγμή τέθηκε σε παρακολούθηση μέχρι και τη δημοσίευση του νόμου 214/67,[9] με τον οποίο μπόρεσε η δικτατορία να τον καταδικάσει, αφαιρώντας του και τη διαποίμανση της επαρχίας του. Ακόμη θεσπίστηκε ειδική διάταξη στη ΛΣΤ’/968 Συντακτική Πράξη[εκκρεμεί παραπομπή], που προέβλεπε φυλάκισή του σε Ι. Μονή εντός της χώρας, οριζόμενης από απόφαση του "υπουργικού συμβουλίου".

Παρά τις προσωπικές διώξεις του ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συμπαραστάθηκε ενεργά στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους από τη Χούντα και σε προσωπικότητες της αντίστασης. Συνάμα στήριξε και τους νέους της οργάνωσης "ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος", που οδηγήθηκαν σε δίκη το 1971.[10]

Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) το 1973, επισκέφθηκε τον Ιάκωβο ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκκας) και του ζήτησε τη στήριξή του, προκειμένου να προωθηθεί στην ηγεσία της Εκκλησίας. Οι δύο τους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και ο Ιάκωβος τον είχε βοηθήσει να εκλεγεί Μητροπολίτης Άρτης και αργότερα Ιωαννίνων. Ανταποκρινόμενος στην παράκλησή του, δέχτηκε να κάνει, ότι ήταν δυνατό από μέρους του και του έδωσε κατευθύνσεις για την έξοδο από την εκκλησιαστική κρίση.

Η άνοδος Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο δημιούργησε στον Ιάκωβο την προσδοκία αποκατάστασής του στη Μητρόπολη Αττικής. Όμως η νέα διοίκηση δεν τον αποκατέστησε εξ αιτίας των αντιδράσεων των στρατιωτικών, οι οποίοι διατηρούσαν ακόμη την πολιτική εξουσία. Μεταπολιτευτικά προσπάθησε να δικαιωθεί προσφεύγοντας στην Ιερά Σύνοδο, αλλά παρ’ ότι αναγνωρίστηκε η ηθική ακεραιότητά του και η παράνομη καταδίκη του (βάσει του Α.Ν. 214/67), δεν επιτράπηκε η επιστροφή του στη Μητρόπολη Αττικής.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας. Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1984 στην Μονή Παναγίας Φανερωμένης, όπου και ετάφη. Η κηδεία του τελέστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μπουγας, Ιωαννης Π (18 Αυγούστου 2021). «ENOTHTA: Διακοπές Μητροπολιτών. Εκκλησιαστικές φωτογραφίες του 20ου αιώνος. Ανάρτηση 234η». ENOTHTA. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2021. 
  2. Η πράξη αυτή αποσκοπούσε και στην επιθυμία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου να βρίσκεται εντός της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας η Σαλαμίνα, σε Ι. Μονή της οποίας βρισκόταν υπό περιορισμό ο αντίπαλός του Δαμασκηνός.
  3. Οι παρεκκλησιαστικοί κύκλοι διέδιδαν φήμες για ανορθόδοξη σεξουαλική συμπεριφορά του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου με σαφείς υπαινιγμούς για ομοφυλοφιλικές πράξεις, οι οποίες καταδικάζονται συμφώνως προς το κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
  4. Σε άρθρο του Γρηγόρη Καλοκαιρινού στην αγγλική έκδοση της "Καθημερινής" αναφέρεται: He had actually been discredited by fringe church groups by order of the then-prime minister, Constantine Karamanlis, because he had wanted to found a Church bank, something that would have been disastrous for the National Bank of Greece, where all the Church’s money was deposited at that time. Στο φύλλο της ίδιας μέρας σε άρθρο με τον τίτλο "Archbishop blackmailed" αναφέρεται: On January 14, 1962, the new Archbishop Iakovos Vavanatsos had just been enthroned and was heading a parade down Aghias Filotheis Street toward the archbishop’s mansion. However, in his enthronement speech he had made the mistake of announcing his plans for the Church which, if carried out, would have been disastrous for the National Bank of Greece.
  5. Το τηλεγράφημα του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα ανέφερε: "Ευδοκία Θεού γενομένη εκλογή και ανάρρησις υμετέρας πεφιλημένης Μακαριότητος εις τον Αρχιεπισκοπικόν Θρόνον, ενέπλησε βαθείας χαράς Μητέρα Εκκλησίαν, ημάς δε προσωπικώς. Αδελφικώς συγχαίροντες αυτή, επευχόμεθα ολοψύχως ευλογημένην και αγλαόκαρπον πρωθιεραρχικήν διακονίαν."
  6. Κρίση στην Εκκλησία της Ελλάδος, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 76-79, Καθημερινή (1997)
  7. Η κύρωση της απόφασης της Ι. Συνόδου από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων έγινε το 1966.
  8. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο κτίριο του Πενταγώνου.
  9. Νόμος, που αφορούσε την απώλεια της "έξωθεν καλής μαρτυρίας" και χρησίμευσε για την αποβολή από το σώμα της Ιεραρχίας Αρχιερέων ανεπιθύμητων στο δικτατορικό καθεστώς.
  10. Ο Γιάννης Ρέγκας, αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα, σε συνέντευξή του Αρχειοθετήθηκε 2008-10-28 στο Wayback Machine. στην εκπομπή του Στέλιου Κούλογλου Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα Αρχειοθετήθηκε 2008-07-30 στο Wayback Machine. (Ημερομηνία προβολής 14/11/2005) ανέφερε σχετικά με τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο: «Μας ζήτησε να μας γνωρίσει ο τέως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιάκωβος ο Βαβανάτσος, γύρω από τον οποίο είχαν υπάρξει προδικτατορικά σοβαρά προβλήματα και ο οποίος ήταν και μια εξέχουσα προσωπικότητα της αντίστασης. Την επαφή με τον Ιάκωβο είχα την τιμή να την κάνω εγώ. Ζήτησε εμένα ο Ιάκωβος. Κρατούσε επαφή μαζί μας, ζήτησε την γυναίκα του Λεωνίδα και ζήτησε ο Ιάκωβος να συναντηθεί με τα παιδιά της δίκης. Ο Κώστας, ο Φώτης, ο Σπηλιώτης είχαν πάει στην φυλακή και τη συνάντηση την έκανα εγώ μαζί του. Και διατήρησα αυτές τις σχέσεις μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο οποίος ήταν ένα πρόσωπο, αυτό το κομμάτι της ζωής του δεν έχει αναδειχθεί, όλος ο παράνομος μηχανισμός του ΕΛΑΣ των υπολοίπων, Μεγαρίδος και των υπολοίπων της Αττικής ήταν σε εκκλησίες, τις οποίες τις κάλυπτε ο Ιάκωβος ο Βαβανάτσος. Ήταν ένα πρόσωπο εξαιρετικών δυνατοτήτων και πολύ μεγάλου κύρους και είναι και ο μοναδικός Μητροπολίτης, γιατί είχε πια παραιτηθεί από Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος δεν δέχτηκε να παραιτηθεί στη χούντα. Ο Σπαντιδάκης τον επισκέφθηκε και ζήτησε την παραίτησή του. Ο μοναδικός μητροπολίτης που δεν παραιτήθηκε και τον έδιωξε, λέγοντάς του "πηγαίνετε κύριοι, εγώ έχω Ιερά Σύνοδο, εσείς να πάτε στον στρατό σας"· όλοι οι άλλοι Μητροπολίτες παραιτηθήκανε.»

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αθανασίου Αγγελοπούλου, "Ιάκωβος Αρχιεπίσκοπος πρ.Αθηνών - Βιογραφική σκιαγράφηση", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991
  • Αναστασίου Σκιαδά, "Γαλαξείδι, Ο γενέθλιος τόπος", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991
  • Μητροπολίτου Μεγάρων και Σαλαμίνος Βαρθολομαίου (Κατσούρη), "Επικήδειος Λόγος", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991
  • Γεωργίου Λιλαίου, "Έλεγχος των πράξεων των διοικητικών και δικαστικών οργάνων της Εκκλησίας παρά της Δ.Ι.Σ.", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991
  • Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), "Ειπέ τη Εκκλησία...", Αθήναι 1994
  • Σειρά άρθρων της Μαρίας Αντωνιάδου στην εφημερίδα "Το Βήμα"
  • Κούκουνας Δημοσθένης, Η Εκκλησία της Ελλάδος από τον Δαμασκηνό στον Χριστόδουλο, 1941-2007, Εκδόσεις Μέτρον, 2007, Αθήνα
  • Άρθρα του Γρηγόρη Καλοκαιρινού στην εφημερίδα "Καθημερινή"
  • Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος έτος 1985
  • Αρχείο φύλλων της εφημερίδας Ελευθερία:
  • Αρχιεπισκόπου πρ. Αθηνών Ιακώβου (Βαβανάτσου), "Το Νόημα της Ηγεσίας", Αθήναι 1971
  • Εφημερίδα Το Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2005, σελ. Α32, από τη σειρά άρθρων της Μαρίας Αντωνιάδου


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Ίδρυση
Μητροπολίτης Αττικής
1936-1962
Διάδοχος
Νικόδημος
Προκάτοχος
Θεόκλητος Β΄
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος
1962
Διάδοχος
Χρυσόστομος Β΄