Αναπαραγωγικό σύστημα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το αναπαραγωγικό σύστημα είναι ένα σύστημα οργάνων με σκοπό την αναπαραγωγή των έμβιων όντων. Σημαντικό ρόλο σ' αυτή την λειτουργία παίζουν και ουσίες που εκκρίνονται από τον οργανισμό όπως ορμόνες και φερομόνες. Στις περιπτώσεις αμφιγονικής αναπαραγωγής το αναπαραγωγικό σύστημα παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα.

Τα όργανα του αναπαραγωγικού συστήματος διακρίνονται σε εσωτερικά και εξωτερικά. Παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα είδη. Στα σπερματόφυτα για παράδειγμα το θηλυκό εξωτερικό όργανο είναι ο ύπερος και το αρσενικό οι στήμονες, ενώ στον άνθρωπο αντίστοιχα είναι το αιδοίο για τις γυναίκες και το πέος για τους άνδρες.

Αναπαραγωγικό σύστημα του ανθρώπου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννητικό σύστημα του άνδρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποτελείται από δύο όρχεις με το όσχεο τους,τις επιδιδυμίδες,τους σπερματικούς πόρους (σπερματαγωγούς), τις σπερματοδόχους κύστεις, τον προστάτη αδένα και το πέος με την ουρήθρα εσωτερικά.

Οι όρχεις αρχίζουν την ανάπτυξή τους μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα, κατά την εμβρυϊκή ζωή. Τους δύο τελευταίους μήνες πριν από τον τοκετό κατεβαίνουν και εγκαθίστανται στο όσχεο. Η θερμοκρασία (34°C) στην περιοχή αυτή είναι η ιδανική για τη σπερματογένεση, δηλαδή την παραγωγή σπερματοζωαρίων, που θα αρχίσει κατά την εφηβεία. Κάθε όρχις εσωτερικά χωρίζεται σε λοβούς, ο καθένας από τους οποίους περιέχει 1-3 περιελιγμένα σπερματικά σωληνάρια. Από την εφηβεία και μετά, από τα κύτταρα των τοιχωμάτων των σπερματικών σωληναρίων αρχίζουν να παράγονται σπερματοζωάρια, τα οποία ωριμάζουν και αποθηκεύονται στην επιδιδυμίδα. Κάθε επιδιδυμίδα ενώνεται με το σπερματικό πόρο, ο οποίος ανεβαίνει προς την κοιλιακή κοιλότητα και ενώνεται με την ουρήθρα. Η ουρήθρα περνάει μέσα από τον προστάτη και καταλήγει στο άκρο του πέους, τη βάλανο. Ο προστάτης, οι δύο βολβουρηθραίοι αδένες και η σπερματοδόχος κύστη εκκρίνουν ουσίες, που μαζί με τα σπερματοζωάρια αποτελούν το σπέρμα.

Το πέος αποτελείται από τρία σηραγγώδη σώματα, τα οποία κατά την ερωτική διέγερση γεμίζουν με αίμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το πέος να γίνεται μεγαλύτερο, σκληρό και ανορθωμένο (στύση). Τα τρία σηραγγώδη σώματα περιβάλλονται από δέρμα, την πόσθη. Το τμήμα της πόσθης που καλύπτει τη βάλανο (ακροποσθία) κατά την ούρηση και κυρίως κατά τη στύση τραβιέται προς τα πίσω. Όταν η ακροποσθία έχει πολύ στενό άνοιγμα, δεν μπορεί να τραβηχτεί προς τα πίσω και προκαλείται πόνος. Σ' αυτή την περίπτωση αφαιρείται χειρουργικά με περιτομή.

Οι όρχεις είναι μεικτοί αδένες. Η εξωκρινής μοίρα τους παράγει τα σπερματοζωάρια, και η ενδοκρινής τις αντρικές ορμόνες. Σημαντικότερη από τις ορμόνες αυτές είναι η τεστοστερόνη, η οποία είναι υπεύθυνη για τη φυσιολογική ανάπτυξη και λειτουργία των γεννητικών οργάνων. Η έκκριση τεστοστερόνης αυξάνεται σημαντικά κατά την εφηβεία (13ο με 15ο έτος της ηλικίας) και συμβάλλει στην τελική διαμόρφωση του πέους, στην ωρίμανση των όρχεων και στην παραγωγή σπέρματος. Η τεστοστερόνη είναι υπεύθυνη και για τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου που εμφανίζονται επίσης κατά την εφηβεία: γενειάδα, τριχοφυΐα στις μασχάλες και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, μεγαλύτερη ανάπτυξη των μυών και επιμήκυνση των φωνητικών χορδών, που προκαλεί αλλαγή στη φωνή. [1]

Γεννητικό σύστημα της γυναίκας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γεννητικό σύστημα της γυναίκας αποτελείται από τις 2 ωοθήκες,τους 2 ωαγωγούς(σάλπιγγες),τη μήτρα και τον τράχηλο,τον κόλπο,το αιδοίο που αποτελεί το εξωτερικό γεννητικό όργανο.

Οι δύο ωοθήκες αποτελούν τους γεννητικούς αδένες της γυναίκας.Σε κάθε ωοθήκη υπάρχουν από την γέννηση του θηλυκού ατόμου πάρα πολλά ειδικά κύτταρα που στην εφηβεία θα εξελιχθούν σε ωάρια,τα οποία ωριμάζουν κάθε 28 μέρες (καταμήνιος κύκλος).Οι ωοθήκες παράγουν επίσης και τις γυναικείες ορμόνες,την οιστραδιόλη και την προγεστερόνη.Αν το ωάριο δεν γονιμοποιηθεί το εκφυλίζεται με αποτέλεσμα να μειωθεί απότομα η παράγωγη προγεστερονης το γεγονός αυτό προκαλεί το φαινόμενο της περιόδου (έμμηνος ρύση) κατά την οποία αποβάλλονται βλέννα,αίμα και κυτταρικά υπολειμματα. Η έναρξη της έμμηνης ρύσης υποδηλώνει συμβατικά και την πρώτη μέρα του εμμηνορρυσιακού κύκλου. Ο κύκλος αυτός επαναλαμβανεται κάθε 28 μέρες περίπου,απο την εφηβεία έως την εμμηνόπαυση (45-50 ετών).

Νοσήματα που έχουν σχέση με το γεννητικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γονιμοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να γίνει η γονιμοποίηση (η ένωση αρσενικού και θηλυκού κυττάρου) η εκσπερμάτωση γίνεται στο βάθος του κόλπου κατά το σεξ, αφού το πέος υποστεί το φαινόμενο της στύσης.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ (1999). Βιολογία Α' Γενικού Λυκείου. Αθήνα: ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΑΘΗΝΑ. σελ. 221-2. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]