Αγκαρυώνες Λήμνου
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Συντεταγμένες: 39°53′46″N 25°10′49″E / 39.89611°N 25.18028°E
Αγκαρυώνες | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Βορείου Αιγαίου |
Περιφερειακή Ενότητα | Λήμνου |
Δήμος | Λήμνου |
Δημοτική Ενότητα | Νέας Κούταλης |
Γεωγραφία | |
Νομός | Λέσβου |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 110 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Οι Αγκαρυώνες, παλαιότερα γνωστοί ως Αγγαριώνες, είναι χωριό της Λήμνου. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης).
Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Νέας Κούταλης. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου. Βρίσκεται σε μικρό ύψωμα στο νοτιοκεντρικό τμήμα του νησιού με εξαιρετική θέα προς τον κόλπο του Μούδρου. Έχει 138 κατοίκους (απογραφή του 2001). Η τοπική κοινότητα Αγκαρυώνων είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός πεδινός οικισμός, με έκταση 3,797 χμ² (2011). [1]
Πληθυσμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έτος | Πληθυσμός |
---|---|
1991 | 152 |
2001 | 136 |
2011 | 116 |
Έτος | Πληθυσμός |
---|---|
1961 | 202 |
1971 | 136 |
1981 | 135 |
1991 | 153 |
2001 | 138 |
2011 | 121 |
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το χωριό αναφέρεται το 1396 σε κώδικα της μονής Παντοκράτορος με την μορφή Καριώνες, κάτι που οδήγησε κάποιους να θεωρήσουν ότι οφείλει την ονομασία του στην ύπαρξη καρυών, αν και δεν υπάρχουν καρυδιές στην περιοχή. Επίσης, σε απογραφικό δελτίο αναφέρεται πως το 1355 η Μονή Μεγίστης Λαύρας "είχε εις την Αρειώνην αμπέλιον", οικισμός που έχει ταυτιστεί με τους Αγκαρυώνες.
Ως Agrionis το σημειώνει κι ο Conze στο χάρτη του το 1858. Η θέση του χωριού πάνω σε μικρό ύψωμα που έχει εξαιρετική θέα προς τον κόλπο του Μούδρου, το καθιστούσε εξαιρετικό παρατηρητήριο -βίγλα- για τους βυζαντινούς.
Τοπωνύμιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε μικρό λόφο, στο λεγόμενο Παλιόκαστρο, σώζονται ασήμαντα ερείπια πύργου, όπου υπήρχαν σκοπιές στη διάρκεια των Ορλοφικών (1770), οι λεγόμενες Αγκαρυώνες Βίγλες. Επομένως, η ονομασία ίσως προέρχεται από το "άγγαρον πυρ", την άσβεστη φωτιά που συντηρούσαν οι βιγλάτορες για να στέλνουν τα σχετικά σινιάλα.
Η λέξη είναι αρχαιοελληνική και αναφέρεται στην τραγωδία Αγαμέμνων του Αισχύλου (στίχ. 282-283):
"Ήφαιστος, Ίδης λαμπρόν, εκπέμπων σέλας φρυκτός δε φρυκτόν δεύρ’ απ’ αγγάρου πυρός έπεμπεν".
Στα κοινοτικά έγγραφα του 19ου αιώνα αλλά και μετέπειτα, το χωριό σημειώνεται ως Αγκαρυώνες και μόλις το 1940 «διορθώθηκε» σε Αγκαρυώνες.
Μετόχι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα βόρεια των Αγκαρυώνων βρίσκεται η περιοχή Λακτοβόιδι, που σημειώνεται ως ιδιοκτησία της μονής Φιλοθέου σε χρυσόβουλο του 1355. Αργότερα ο τόπος αποτελούσε τουρκικό τσιφλίκι, το οποίο εξαγοράστηκε από τους εύπορους Αιγυπτιώτες Ευθύμιο Κελλάρη και Αντώνιο Βελισσαρίδη.
Το 1858 το επισκέφθηκε ο Conze, ο οποίος εντόπισε κομμάτια μάρμαρων σε ένα περιβόλι με σκιερά δέντρα, στο οποίο κατέφυγε να δροσιστεί.
Σήμερα υπάρχουν εκεί μόνο τα εξωκλήσια του Αγ. Αθανασίου και της Αγ. Παρασκευής. Το δεύτερο φέρει ενσωματωμένα μαρμάρινα μέλη στην τοιχοποιία του και την επιγραφή:
"ΚΤΗΜΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΒΕΛΙΣΑΡΙΔΗ ΤΗ 20 ΑΒΓΟΥΣΤ... 192..."
Στο εσωτερικό του υπάρχει εικόνα του 1858 του αγιογράφου Ευστρατίου Ιμβρίου.
19ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως τα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπάρχουν πληροφορίες για τους Αγκαρυώνες. Ήταν ένας πολύ μικρός οικισμός, οι κάτοικοι του οποίου απασχολούνταν κυρίως ως καλλιεργητές ή εργάτες στο μετόχι του Αλεξόπυργου και σε διάφορα τσιφλίκια, παλιότερα Τούρκων και, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, Ελλήνων ιδιοκτητών. Αναφέρονται και κάποιοι ναυτικοί.
Σχετικά με την ίδρυση του χωριού και τις ασχολίες των κατοίκων ο δάσκαλος Αγγελής Μιχέλης σημειώνει:
"Το χωρίον τούτο αναπαρήχθη από τους κατά την άλωσιν καταστραφέντας κατοίκους του Παλαιοκάστρου, του ευρισκομένου παρά τα κτήματα Αντωνίου Βελισσαρίδου και υιών Ευθυμίου Κελλάρη και του οποίου ακόμη φαίνονται μερικά ερείπια ή ως μερικοί συμπεραίνουν ότι εκεί πλησίον υπήρχε Μονή της Πάτμου Ιωάννου του Θεολόγου εκ μερικών μαρμάρων ευρεθέντων. Οι κάτοικοι όθεν του καταστραφέντος Παλαιοκάστρου κατοικήσαντες αναγκαστικώς εις τα συγκέντρωμένα και παρά των Τούρκων κατασχεθέντα κτήματα Αγγαριώνων, εκαλλιέργουν αυτά προς όφελος των Τούρκων...
Το χωρίον ήτο ανέκαθεν μικροσκοπικόν, διότι οι κάτοικοί του, επίμορτοι καλλιεργηταί, ειργάζοντο εις τα τουρκικά κτήματα αφ’ ενός και αφ’ ετέρου εις τα μοναστηριακά. Όσοι δε σήμερον κατέχουν κτήματα, ηγόρασαν ταύτα παρά των Τούρκων..."
Εκτός από το Λακτοβόιδι, τουρκικά τσιφλίκια που εξαγοράστηκαν από εύπορους Λήμνιους ομογενείς υπήρχαν στις θέσεις: Κέντρα (αγορά Γ. Δημητριάδη), Παλιόκαστρον (πέρασε στο δημόσιο), Κωλυνάρα (εν μέρει δημόσιο, εν μέρει Αποστόλη Αγγαριωνίτη) και Κούκος (αγορά Εμμ. Κοκκιναρά).
Από τα κοινοτικά αρχεία γνωρίζουμε πως το 1854 οι Αγγαριώνες ήταν συγκροτημένος οικισμός με ιερέα τον Τριαντάφυλλο. Ο ναός του χωριού, ο Άγιος Γεώργιος, σημειώνεται ως «πτωχικόν εκκλησάκι». Το 1856 είχε 40 στρατεύσιμους άνδρες, οι οποίοι πλήρωσαν 575 γρόσια για να αποφύγουν τη στράτευση. Το 1858 που πέρασε ο Conze βρήκε μια σκαλιστή μαρμάρινη σαρκοφάγο στο πηγάδι του χωριού, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα.
Το 1863 στο χωριό κατοικούσαν 25 οικογένειες, που είχαν γίνει 28 το 1874, δείγμα ελάχιστης πληθυσμιακής αύξησης. Το ίδιο έτος υπήρχαν μόλις 31 σπίτια και υπαγόταν στη δημαρχία Κοντιά. Επειδή είχε πολύ μικρό πληθυσμό, δεν έστελνε αντιπρόσωπο στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση.
Νεότερα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για τον ίδιο λόγο το 1918 οι Αγκαρυώνες δεν συγκρότησαν κοινότητα αλλά αποτέλεσαν οικισμό της κοινότητας Τσιμανδρίων και το 1919 της κοινότητας Πορτιανού. Ξεχωριστή κοινότητα συγκροτήθηκε το 1928 με 15 μόλις κατοίκους, οι οποίοι σύντομα αυξήθηκαν με την εγκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων, στους οποίους μοιράστηκαν τα χωράφια της μονής.
Το 1935 είχε 45 οικογένειες. Έγιναν έργα ύδρευσης, φυτεύτηκαν δέντρα κλπ. Το 1924 κατασκευάστηκε μια όμορφη βρύση από κόκκινο πωρόλιθο με δαπάνη των Καρπασινού, Τσεπέλη κ.ά. Σχολείο είχε ιδρυθεί από το 1923 και λειτούργησε ως μονοθέσιο ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Το 1924 κτίστηκε το πρώτο διδακτήριο με εργασία των κατοίκων και δαπάνες της πολιτείας και των ομογενών στις ΗΠΑ Γεωργίου και Χαράλαμπου Βροντά ή Τσακίζου.
Ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60 το χωριό γνώρισε κάποια ανάπτυξη, κυρίως με την βαμβακοκαλλιέργεια. Το 1945 κτίστηκε νέος ναός του Αγ. Γεωργίου με εργασία των κατοίκων και δαπάνη των ομογενών Παν. Κουρνιώτη (ΗΠΑ) και Αγγέλου Γλίτζου (Αυστραλία). Το 1962 ανεγέρθηκε νέο σχολικό κτίριο.
Το 1951 είχε 242 κατοίκους και το 1961 202. Στη συνέχεια λιγόστεψαν λόγω της μετανάστευσης και το 2001 απογράφηκαν 138 άτομα. Σήμερα στο χωριό λειτουργούν ταβερνούλες και υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια. Γίνονται δύο πανήγυρεις: των Ταξιαρχών (8 Νοεμβρίου) και του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 1978, 2006 (ΠΛΜ)
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, 1963 (ΠΛ)
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
- Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
- Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη".
- "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.