Φρανσουά Ρυντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φρανσουά Ρυντ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
François Rude (Γαλλικά)
Γέννηση4  Ιανουαρίου 1784[1][2][3]
Ντιζόν[4]
Θάνατος3  Νοεμβρίου 1855[1][2][3]
Παρίσι[4]
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο του Μονπαρνάς
ΨευδώνυμοRude, Francois[5]
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία[6]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[7]
ΣπουδέςΣχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού
Beaux-Arts School of Dijon
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταγλύπτης[8]
Αξιοσημείωτο έργοJean-Antoine Houdon
Nicolas Poussin
Statue of Michel Ney
The Departure of the volunteers of 1792
d:Q109039787
Οικογένεια
ΣύζυγοςΣοφί Φρεμιέ
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΙππότης της Λεγεώνας της Τιμής (1  Μαΐου 1833)
βραβείο της Ρώμης (1812)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Φρανσουά Ρυντ (François Rude, Ντιζόν 1784Παρίσι 1855) ήταν Γάλλος γλύπτης, ένας από τους σημαντικότερους ανανεωτές της γαλλικής γλυπτικής του όψιμου 18ου και του πρώιμου 19ου αιώνα.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρυντ γεννήθηκε στην πόλη Ντιζόν (Dijon) της Γαλλίας και ήταν γιος μεταλλοτεχνίτη. Από πολύ νέος εργάστηκε στο εργαστήριο μεταλλοτεχνίας του πατέρα του, πριν εγγραφεί το 1800 στη σχολή σχεδίου της γενέτειράς του Ντιζόν. Μετά το θάνατο του πατέρα του, έφυγε το 1807 για το Παρίσι, αποφασισμένος να σπουδάσει την τέχνη της γλυπτικής. Γράφεται στο εργαστήριο του Πιερ Καρτελιέ (Pierre Cartellier, 1757 – 1831) και το 1812 κέρδισε το Βραβείο της Ρώμης με το έργο του «Ο Αριστεύς θρηνεί για τις μέλισσες του» (Aristee pleurant ses abeilles), αλλά δεν μπόρεσε να πάει στη Ρώμη λόγω των Ναπολεόντειων Πολέμων.

Ο Ρυντ ήταν ενθουσιώδης Βοναπαρτιστής, έχοντας τυφλή λατρεία για το Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη. Το 1815 μάλιστα, αναγκάζεται να αυτοεξοριστεί για πολλά χρόνια στις Βρυξέλλες, λόγω των βοναπαρτικών πεποιθήσεών του.

Καλλιτεχνική δημιουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρυντ απέρριψε το φορμαλισμό της γαλλικής γλυπτικής για χάρη μιας δυναμικής και ανανεωτικής τεχνοτροπίας. Ο νεοκλασικισμός των πρώτων έργων του αντικαταστάθηκε πολύ νωρίς από μια πιο ρομαντική ή και ρεαλιστική προσέγγιση των θεμάτων του. Διακρίθηκε κυρίως στη δημιουργία δημόσιων μνημείων και για διάστημα πενήντα και πλέον χρόνων υπήρξε το πρότυπο των καλλιτεχνών που εργάζονταν σε επίσημες παραγγελίες.

Μετά την αυτοεξορία του στις Βρυξέλλες, επιστρέφει στο Παρίσι το 1827 και εκθέτει στο Σαλόν το έργο του «Ο Ερμής προσδένει τα φτερωτά σανδάλια του» (1828, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι), έργο που προσείλκυσε για πρώτη φορά την προσοχή του κοινού και της κριτικής, ακολουθώντας αυστηρά τους κανόνες της νεοκλασικής γαλλικής σχολής.

Η μεγάλη όμως επιτυχία έρχεται το 1833 με το έργο του «Ο Ναπολιτάνος ψαράς που παίζει με μια χελώνα» (Μουσείο Λούβρου), με το οποίο, με την ασυνήθιστη στάση και το ανοιχτό στόμα του αγοριού, αποσπάται πλέον από τους κανόνες του γαλλικού ακαδημαϊσμού. Στον ανδριάντα του στρατάρχη Νεΰ στην Πλατεία του Αστεροσκοπείου (Place de l’ Observatoire) στο Παρίσι, δίπλα στο ιστορικό καφέ – μπρασερί «Λα Κλοζερί ντε Λιλά», το χέρι με το σπαθί που υψώνεται πάνω από το κεφάλι του στρατάρχη και το ανοιχτό στόμα του παραβίαζαν και πάλι τους καθιερωμένους νεοκλασικούς κανόνες.

Μετά από παραγγελία του Θιέρσου, ο Ρυντ πραγματοποιεί στα 1835 – 1836 την αριστουργηματική γλυπτική δημιουργία του «Η αναχώρηση των εθελοντών του 1792», γνωστή ως «Μασσαλιώτις» (La Marseillaise), ανάγλυφο στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, έργο το οποίο, μολονότι κλασικής έμπνευσης, διαπνέεται από λυρισμό και ρομαντικό επικό αίσθημα. Το έργο του «Ο Ναπολέων αφυπνιζόμενος στην αθανασία» (1847) κοντά στη Ντιζόν διακρίνεται για τον έντονο ρεαλισμό του.

Απαλλαγμένος από τα δεσμά και τους αυστηρούς κανόνες του νεοκλασικισμού, ο Ρυντ δημιουργεί έργα, όπως η προτομή του Γάλλου μαθηματικού Γκασπάρ Μονζ (Gaspard Monge) για την πόλη της Μπων (Beaune), το ταφικό μνημείο του Γάλλου πολιτικού Γκοντφρουά Καβαινιάκ (1847, Godefroy Cavaignac, Κοιμητήριο Μονμάρτρης), «Η Ζαν ντ’ Αρκ ακούει τις ουράνιες φωνές» (1852, Μουσείο Λούβρου), καθώς και τα έργα «Ο Χριστός, η Παναγία και ο Άγιος Ιωάννης» (Εκκλησία Saint-Vincent-de Paul) και «Ο Λουδοβίκος ΙΓ' σε ηλικία δεκαέξι χρόνων» (Dampierre). Περί τα τέλη της ζωής του, ο Ρυντ επανήλθε στην πρώιμη κλασική τεχνοτροπία, δίχως όμως μεγάλη επιτυχία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Georges Belleiche: “Statues de Paris: Les Rues de la Rive Droite”, pp. 116 - 117 & 205, Massin Editeur, Paris, 2006.
  • Georges Belleiche: “Statues de Paris: Les Rues de la Rive Gauche”, pp. 130 - 131, Massin Editeur, Paris, 2006.
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, λήμμα «Ρυντ, Φρανσουά», τόμ. 52, σελ. 327 - 328, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 1996.
  • Χέρμπερτ Ρηντ: «Λεξικό Εικαστικών Τεχνών», λήμμα «Ρυντ, Φρανσουά», σελ. 299, Εκδόσεις ΥΠΟΔΟΜΗ, Αθήνα, 1986.