Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μέσο βασίλειο (αρχαία Αίγυπτος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δυναστείες της Αρχαίας Αιγύπτου

π  σ  ε

Το Μέσο βασίλειο της Αιγύπτου είναι η περίοδος της ιστορίας της Αρχαίας Αιγύπτου που εκτίνεται από την εγκαθίδρυση της 11ης δυναστείας μέχρι το τέλος της 13ης Δυναστείας, από το 2055 π.Χ. ως το 1650 π.Χ., αν και κάποιοι μελετητές περιλαμβάνουν την 13η και 14η Δυναστεία στην Δεύτερη Μεταβατική Περίοδο. Κατά την περίοδο του Μέσου βασιλείου στην θρησκευτική ζωή κυριάρχησε η νεκρική λατρεία του Όσιρι.

Η περίοδος αποτελείται από δύο φάσεις, την 11η Δυναστεία που κυβέρνησε από τις Θήβες, και την 12η Δυναστεία και μετά, το κέντρο της οποίας ήταν η περιοχή γύρω από το Λιστ. Οι δύο αυτές δυναστείες θεωρούνταν ότι κάλυπταν όλη αυτή την περίοδο του ενοποιημένου βασιλείου, αλλά σήμερα οι ιστορικοί θεωρούν ότι τουλάχιστον ένα μέρος της 13ης Δυναστείας ανήκει στην περίοδο του Μέσου βασιλείου.

Επανένωση υπό την 11η Δυναστεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δείτε επίσης: Ενδέκατη δυναστεία Φαραώ
Άγαλμα του Μεντουχοτέπ Β', πρώτου Φαραώ του Μέσου βασιλείου, ως Όσιρι.

Μετά την κατάρρευση του Αρχαίου βασιλείου, η Αίγυπτος εισήρθε σε μια περίοδο όπου η εξουσία του Φαραώ ήταν αποδυναμωμένη και υπήρξε αποκέντρωσή της, που ονομάζεται Πρώτη μεταβατική περίοδος [1]. Προς το τέλος αυτής της περιόδου, δύο αντίπαλες δυναστείες, γνωστές στην Αιγυπτιολογία ως η δέκατη και η ενδέκατη, συγκρούστηκαν για τον έλεγχο της εξουσίας όλης της χώρας. Η 11η Δυναστεία με βάση τις Θήβες είχε τον έλεγχο μόνο του νότιου τμήματος της χώρας, από τον Πρώτο Καταρράκτη μέχρι τον 10ο νομό της Άνω Αιγύπτου[2]. Στα βόρεια, την Κάτω Αίγυπτο εξουσίαζε η αντίπαλη 10η Δυναστεία από την Ηρακλεόπολη[2] . Η διαμάχη θα τελείωνε με τον Μεντουχοτέπ Β', ο οποίος ανήρθε στον θρόνο στις Θήβες το 2055 π.Χ.[3]. Κατά το 14ο έτος της βασιλείας του, εκμεταλλεύτηκε μια εξέγερση στον Θανιτικό νομό για να επιτεθεί στην Ηρακλεόπολις, η οποία επίθεση συνάντησε μικρή αντίσταση [2] . Αφού ανέτρεψε και τους τελευταίους τοπικούς ηγεμόνες της 10ης Δυναστείας, ο Μεντουχοτέπ άρχισε να εδραιώνει την εξουσία του σε όλη την Αίγυπτο, διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατά το 39ο έτος της βασιλείας του [1]. Γι’ αυτό το λόγο, ο Μεντουχοτέπ Β' θεωρείται ο ιδρυτής του Μέσου βασιλείου [4].

Ο Μεντουχοτέπ Β' ηγήθηκε εκστρατειών νότια μέχρι και τον Δεύτερο Καταρράκτη στην Νουβία, η οποία είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της κατά τη Πρώτη μεταβατική περίοδο. Επίσης, αποκατέστησε την ηγεμονία της Αιγύπτου στην χερσόνησο του Σινά, η οποία είχε χαθεί από το τέλος του Αρχαίου βασιλείου [5]. Για να εδραιώσει την εξουσία του, επανέφερε τη λατρεία προς τον Φαραώ, αναπαριστώντας τον εαυτό του ως θεό εν ζωή, φορώντας το στέμμα του Ατούμ και του Μιν[6]. Πέθανε αφού είχε βασιλέψει για 51 χρόνια, περνώντας το θρόνο στο γιο του Μεντουχοτέπ Γ'[5].

Ο Μεντουχοτέπ Γ' βασίλεψε μόνο για δώδεκα χρόνια, κατά τα οποία συνέχισε να εδραιώνει την Θηβαϊκή εξουσία σε όλη την Αίγυπτο, χτίζοντας μια σειρά από οχυρά στην ανατολική περιοχή του Δέλτα, για να διασφαλίσει την Αίγυπτο από απειλές από την Ασία[5]. Διεξήγαγε επίσης την πρώτη κατά την περίοδο του Μέσου βασιλείου αποστολή στη Γη της Πουντ, με πλοία κατασκευασμένα στο άκρο της περιοχής του Ουάντι Χαμαμάτ, στην Ερυθρά Θάλασσα[7]. Τον Μεντουχοτέπ Γ' διαδέχτηκε ο Μεντουχοτέπ Δ', του οποίου το όνομα παραδόξως παραλείπεται από όλους τους Αιγυπτιακούς καταλόγους των βασιλέων[8] . Ο Κανόνας του Τορίνο αναφέρει ότι μετά τον Μεντουχοτέπ Γ' ακολούθησαν "εφτά χρόνια χωρίς βασιλεία"[9]. Παρά αυτήν την παράλειψη, η βασιλεία του μαρτυρείται από επιγραφές στο Ουάντι Χαμαμάτ που καταγράφουν αποστολές στην Ερυθρά Θάλασσα για την εξόρυξη πέτρας για τα βασιλικά μνημεία [8] . Ο αρχηγός της αποστολής ήταν ο βεζίρης (tjati) Αμενεμχάτ, ο οποίος ορθώς θεωρείται ότι είναι ο Αμενεμχέτ Α' , ο πρώτος Φαραώ της 12ης Δυναστείας[10][11].

Η απουσία του Μεντουχοτέπ Δ' από τους καταλόγους των βασιλέων έδωσε βάση στη θεωρία ότι ο Αμενεμχέτ Α' σφετερίστηκε το θρόνο[11] . Ενώ δεν υπάρχουν σύγχρονες των γεγονότων μαρτυρίες, υπάρχουν ενδείξεις ότι στο τέλος της 11ης Δυναστείας μπορεί να έγινε εμφύλιος πόλεμος[8]. Επιγραφές που άφησε κάποιος με το όνομα Nehry, αξιωματούχος στην Ερμούπολη, υποδηλώνουν ότι δέχτηκε επίθεση από τις δυνάμεις του βασιλιά που ήταν στην εξουσία σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Shedyet-sha, αλλά οι δικές του δυνάμεις υπερίσχυσαν. Ο Κνουμχοτέπ, αξιωματούχος υπό τον Αμενεμχέτ Α', ισχυρίζεται ότι συμμετείχε σε μια αποστολή ενός στολίσκου 20 πλοίων για την ειρήνευση την Άνω Αίγυπτο. Ο Donald Redford έχει προτείνει ότι αυτά τα γεγονότα πρέπει να ερμηνευτούν στο πλαίσιο ανοιχτού πολέμου μεταξύ δύο αντίπαλων δυναστειών διεκδικητών τους στέμματος[12]. Το βέβαιο είναι πως ο Αμενεμχέτ Α', με όποιο τρόπο κι αν ανήρθε στο θρόνο, δεν είχε βασιλική καταγωγή[11].

Αρχή της Δωδέκατης Δυναστείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κεφάλι αγάλματος του Σέσωστρι Α'.

Από τη 12η Δυναστεία και μετά, οι Φαραώ διατηρούσαν καλά εκπαιδευμένο μόνιμο στρατό, που συχνά περιελάμβανε και βοηθητικά σώματα από τη Νουβία. Τα παραπάνω αποτελούσαν την κύρια βάση μεγαλύτερων δυνάμεων που επιστρατευόταν σε περίπτωση εισβολής, ή για εκστρατείες στο βόρειο μέρος της χώρας στο Δέλτα, και πέρα ως την χερσόνησο του Σινά. Η στρατιωτική στρατηγική στο Μέσο βασίλειο ήταν κυρίως αμυντική, με χτίσιμο οχυρώσεων στον Πρώτο Καταρράκτη, στο Δέλτα, και στον Ισθμό του Σινά [13].

Νωρίς στην βασιλεία του, ο Αμενεμχέτ Α' αναγκάστηκε να εκστρατεύσει στην περιοχή του Δέλτα, μια περιοχή που δεν είχε τύχει τόσο προσοχής όσο η περιοχή της Άνω Αιγύπτου κατά την διάρκεια της 11ης Δυναστείας[14]. Επιπλέον, ενίσχυσε τα αμυντικά έργα μεταξύ της Αιγύπτου και της Ασίας, χτίζοντας τα Τείχη του Ηγεμόνα στην ανατολική περιοχή του Δέλτα[15]. Ίσως σε ανταπόκριση σε αυτή τη συνεχή αναταραχή, ο Αμενεμχέτ Α' έχτισε μια νέα πρωτεύουσα στα βόρεια για την Αίγυπτο, γνωστή ως Αμενεμχέτ Ιτζταουΐ (ή Ίτι-Τάουι , Amenemhet Itj Tawy), Αμενεμχέτ Κατακτητής (ή Κύριος) των Δύο Χωρών (Άνω και κάτω Αιγύπτου)[16]. Η τοποθεσία της πρωτεύουσας αυτής είναι άγνωστη, αλλά πιθανόν βρισκόταν κοντά στη νεκρόπολη της πόλης, στο σύγχρονο Λιστ.[15] . Όπως ο Μεντουχοτέπ Β', έτσι και ο Αμενεμχέτ ενίσχυσε το έρεισμά του στην εξουσία με προπαγάνδα[17]. Συγκεκριμένα, η Προφητεία του Νεφερτί που χρονολογείται περίπου σε αυτήν την περίοδο, και παρουσιάζεται ότι είναι μια προφητεία ενός ιερέα του Αρχαίου βασιλείου, προβλέπει ότι ένας βασιλιάς, ο Αμενεμχέτ Α', θα ανέρθει από τον μακρινό νότο της Αιγύπτου για να αποκαταστήσει το βασίλειο μετά από αιώνες αναταραχών [15].

Παρά την προπαγάνδα, ο Αμενεμχέτ Α' ποτέ δεν κατείχε την απόλυτη εξουσία που ασκούσαν θεωρητικά οι Φαραώ του Αρχαίου βασιλείου. Κατά τη διάρκεια της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου, οι κυβερνήτες των νομών, οι "νομάρχες", απόκτησαν σημαντική δύναμη[18]. Η τοποθέτηση τους έγινε κληρονομική, και κάποιοι από αυτούς έκαναν διπλωματικούς γάμους με νομάρχες γειτονικών νομών [18] . Για να ενισχύσει τη θέση του, ο Αμενεμχέτ απαίτησε καταγραφή των γαιών, μορφοποίηση των ορίων των νομών, και διόριζε αυτός το νομάρχη αμέσως μόλις κάποια θέση χήρευε, αλλά με συναινετικό τρόπο, προφανώς για να εξευμενίζει τους νομάρχες που υποστήριζαν το καθεστώς του[19]. Τα παραπάνω δώσανε στο Μέσο βασίλειο ένα χαρακτήρα περισσότερο φεουδαρχικής οργάνωσης, τέτοιας που η Αίγυπτος δεν είχε και δεν θα είχε σε επόμενες περιόδους [20].

Κατά το 20ο έτος της βασιλείας του, ο Αμενεμχέτ τοποθέτησε το γιο του Σέσωστρι Α' (Senusret) ως συμβασιλέα του[20] , εγκαινιάζοντας μια πρακτική που θα επαναλαμβανόταν κατά την περίοδο του Μέσου βασιλείου, και πάλι κατόπιν στο Νέο βασίλειο. Ο Αμενεμχέτ κατά το 30ο έτος της βασιλείας του πιθανών δολοφονήθηκε ως αποτέλεσμα συνομωσίας της βασιλικής αυλής. Ο Σέσωστρις που βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Λίβυων γύρισε εσπευσμένα στην πρωτεύουσα Ιτζταουΐ για να αποτρέψει την κατάληψη της εξουσίας από σφετεριστές[21]. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του συνέχισε την πρακτική του διορισμού των νομαρχών[22], και περιόρισε την αυτονομία των τοπικών ιερατείων χτίζοντας λατρευτικά κέντρα ανά την Αίγυπτο[23]. Υπό τη βασιλεία του, οι Αιγυπτιακοί στρατοί επεκταθήκαν νότια στην Νουβία μέχρι τον Δεύτερο Καταρράκτη, χτίζοντας ένα συνοριακό οχυρό στο Μπουχέν και ενσωματώνοντας όλη την περιοχή της Κάτω Νουβίας ως Αιγυπτιακή αποικία [24]. Στα δυτικά παγίωσε την εξουσία του στις Οάσεις, και επέκτεινε τις εμπορικές του συναλλαγές στην περιοχή της Σύριο-Παλαιστίνης μέχρι και την Ουγκαρίτ[25]. Στο 43ο χρόνο της βασιλείας του, ο Σέσωστρις διόρισε τον Αμενεμχέτ Β' ως συμβασιλέα, και πέθανε κατά το 46ο έτος αυτής [26].

Η βασιλεία του Αμενεμχέτ Β' έχει συχνά χαρακτηριστεί ως εν γένει ειρηνική [25], αλλά καταγραφές στα genut του, πρόχειρα ημερολόγια, εγείρουν αμφιβολίες γι’ αυτήν την εκτίμηση[27]. Μεταξύ αυτών των καταγραφών, που έχουν διατηρηθεί στους τοίχους ναών στο Τοντ και στην Μέμφιδα, υπάρχουν περιγραφές συνθηκών ειρήνης με κάποιες Σύριο-Παλαιστινιακές πόλεις, και στρατιωτικών συγκρούσεων με άλλες[27]. Στα νότια, ο Αμενεμχέτ Β' έστειλε αποστολή στην Κάτω Νουβία για να επιθεωρήσει την περιοχή της Wawat[25] . Απ’ ό, τι φαίνεται, ο Αμενεμχέτ Β' δεν συνέχισε την πολιτική των προκατόχων του να διορίζει τους νομάρχες, αλλά άφησε το αξίωμα να γίνει πάλι κληρονομικόI[22] . Ακόμα μια αποστολή στην Πουντ χρονολογείται στη διάρκεια της βασιλείας του [27]. Στο 33ο έτος της βασιλείας του, διόρισε τον γιο του Σέσωστρι Β' ως συμβασιλέα [28].

Δεν υπάρχουν ενδείξεις για στρατιωτικές δραστηριότητες κατά τη βασιλεία του Σέσωστρι Β'[29]. Αντίθετα, ο Σέσωστρις φαίνεται ότι επικεντρώθηκε σε εσωτερικές υποθέσεις, ειδικά στην άρδευση της περιοχής του Φαγιούμ. Αυτό το μακροπρόθεσμο έργο στόχευε στο να μετατρέψει την Όαση του Φαγιούμ σε μια μεγάλη έκταση αρόσιμης γης[29]. Τελικά ο Σέσωστρις έχτισε την πυραμίδα του στο Λιστ, κοντά στο σημείο ένωσης του Νείλου με το μεγαλύτερο αρδευτικό κανάλι του Φαγιούμ, το λεγόμενο Κανάλι του Ιωσήφ (Bahr Yussef )[30]. Βασίλευσε μόνο 15 χρόνια [31], το οποίο είναι και εμφανές από τα πολλά κατασκευαστικά έργα του που έμειναν ημιτελή[29].Τον διαδέχτηκε ο γιος του Σέσωστρις Γ'.

Απόγειο του Μέσου βασιλείου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κεφάλι αγάλματος του Σέσωστρι Γ'.

Ο Σέσωστρις Γ' ήταν πολεμιστής-βασιλιάς, και συχνά βρισκόταν ο ίδιος στα πεδία μαχών. Κατά το έκτο έτος της βασιλείας του έκανε ξανά εργασίες εκβάθυνσης ενός καναλιού του Αρχαίου βασιλείου γύρω από τον Πρώτο Καταρράκτη, για να διευκολύνει την πλεύση προς την Άνω Νουβία [32]. Χρησιμοποίησε αυτό το κανάλι για να εξαπολύσει μια σειρά από βίαιες εκστρατείες στην Νουβία, κατά το έκτο, όγδοο, δέκατο, και 16ο έτος της βασιλείας του [32]. Μετά τις νίκες του, ο Σέσωστρις έχτισε μια σειρά από τεράστια οχυρά ανά τη χώρα για να εδραιώσει τα επίσημα σύνορα μεταξύ των Αιγυπτιακών κατακτήσεων και τις περιοχές της Νουβίας που δεν είχαν κατακτηθεί στη Σέμνα[32]. Αυτοί που επανδρώνανε αυτά τα οχυρά ήταν επιφορτισμένοι με το να στέλνουν στην πρωτεύουσα συχνές αναφορές για τις κινήσεις και δραστηριότητες του ντόπιου πληθυσμού των Μετζάι, μερικές από τις οποίες σώθηκαν έως σήμερα, και οι οποίες φανερώνουν την πρόθεση των Αιγυπτίων να έχουν υπό στενό έλεγχο τα νότια σύνορα [33]. Στους Μετζάι δεν επιτρεπόταν η διέλευση των συνόρων με πλοίο, ούτε από την ξηρά με τα κοπάδια τους, αλλά τους επιτρεπόταν η πρόσβαση στα τοπικά οχυρά για να κάνουν εμπόριο [34]. Μετά από αυτό, ο Σέσωστρις έστειλε ακόμα μια εκστρατεία κατά το 19ο έτος της βασιλείας του, αλλά η ασυνήθιστη χαμηλή στάθμη του Νείλου εκείνη τη χρονιά, που είχε σαν αποτέλεσμα τα πλοία του να μην μπορούν να διαπλεύσουν το κανάλι, τον ανάγκασαν να την ανακαλέσει [32] . Ένας στρατιώτης του Σέσωστρι αναφέρει επίσης μια εκστρατεία εναντίον του skmm, ίσως το Σεχέμ, η μόνη αναφορά σε όλη τη γραμματεία του Μέσου βασιλείου για εκστρατεία στην περιοχή των Σύριο-Παλαιστινιακών πόλεων[35].

Στο εσωτερικό, ο Σέσωστρις έχει πιστωθεί με μια διοικητική αναμόρφωση η οποία μετέθεσε περισσότερη εξουσία στα χέρια των διορισμένων από την κεντρική κυβέρνηση αξιωματούχων, αντί για τις τοπικές αρχές [32]. Η Αίγυπτος χωρίστηκε σε τρία waret, ή διοικητικές περιφέρειες: Νότια, Βόρεια, και Κεφαλή του Νότου (ίσως, αντίστοιχα, η Κάτω Αίγυπτος, το μεγαλύτερο μέρος της Άνω Αιγύπτου, και οι νομοί του αρχικού Θηβαϊκού βασιλείου κατά τη περίοδο του πολέμου με την Ηρακλεόπολη) [36]. Κάθε περιοχή διοικούσε ένας Ανταποκριτής, ο Δεύτερος (υπό) Ανταποκριτής, ένα είδος συμβουλίου, το Djadjat, και προσωπικό κατώτερων υπαλλήλων και γραφέων[36]. Απ’ ό, τι φαίνεται, η εξουσία των Νομαρχών μειώθηκε μόνιμα κατά τη βασιλεία του, κάτι που έχει ερμηνευτεί ως η τελική υποταγή της περιφερειακής στην κεντρική κυβέρνηση, αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Σέσωστρις έκανε άμεσες εναντίον της πρώτης [32]

Η φήμη του Σέσωστρι Γ' ως πολεμιστή Φαραώ ήταν μία που θα διαρκούσε. Το εξελληνισμένο όνομά του Σέσωστρις (από το αιγυπτιακό Senusret ), δόθηκε σε πολλά πρόσωπα κατόπιν, και σε αρκετούς πολεμιστές Φαραώ του Νέου βασιλείου [37]. Στην Νουβία, ο Σέσωστρις Γ' λατρευόταν ως προστάτης θεός των Αιγύπτιων μετοίκων [38]. Η διάρκεια της βασιλείας του δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Ο γιος του Αμενεμχέτ Γ' άρχισε τη βασιλεία του μετά τον 19ο χρόνο της βασιλείας του πατέρα του, ο οποίος χρόνος αποτελεί την καλύτερα πιστοποιημένη τελευταία χρονιά της βασιλείας του Σέσωστρι[39]. Όμως, μια αναφορά στο 39ο έτος της βασιλείας του που βρέθηκε σε ένα θραύσμα στα μπάζα του ταφικού ναού του, υποδηλώνει την πιθανότητα μακρόχρονης συμβασιλείας με το γιο του[40].

Η περίοδος της βασιλείας του Αμενεμχέτ Γ' ήταν το απόγειο της οικονομικής ευμάρειας του Μέσου βασιλείου. Η βασιλεία του είναι αξιοσημείωτη για το βαθμό στον οποίο η Αίγυπτος εκμεταλλεύτηκε τους φυσικούς της πόρους. Οι εγκαταστάσεις εξόρυξης στην χερσόνησο του Σινά, οι οποίες πριν είχαν χρησιμοποιηθεί μόνο διαλλειματικά, τώρα λειτουργούσαν σχεδόν σε μόνιμη βάση, όπως μαρτυράει η κατασκευή σπιτιών, τειχών, και νεκροταφείων [41]. Υπάρχουν 25 διαφορετικές αναφορές για αποστολές εξόρυξης στο Σινά, και τέσσερεις στο Ουάντι Χαμαμάτ, μία από τις οποίες περιελάμβανε πάνω από 200 εργάτες [42]. Ο Αμενεμχέτ ενίσχυσε τα οχυρωματικά έργα στην Νουβία[43] και συνέχισε έργο της ανάπλασης της αρόσιμης γης στο Φαγιούμ[44]. Ο Αμενεμχέτ προσκάλεσε Ασιατικούς εποίκους για να δουλέψουν στα μνημεία της Αιγύπτου[41]. Αυτή η εισροή ίσως σηματοδότησε την αρχή της όλο και μεγαλύτερης εισροής Ασιατών που τελικά θα κατέληγε στην κατάκτηση της Κάτω Αιγύπτου από το λαό των Υξώς [44].

Μετά από 45 χρόνια βασιλείας, τον Αμενεμχέτ Γ' διαδέχτηκε ο Αμενεμχέτ Δ' [41], για τα 9 χρόνια βασιλείας του οποίου δεν υπάρχουν πολλές μαρτυρίες[45]. Είναι φανερό ότι μέχρι αυτό το χρονικό σημείο η δύναμη της δυναστείας είχε αρχίσει να φθίνει, γεγονός για το οποίο έχουν προταθεί αρκετές εξηγήσεις. Ιστορικές καταγραφές εκείνης της εποχής της στάθμης του Νείλου υποδηλώνουν ότι κατά το τέλος της βασιλείας του Αμενεμχέτ Γ' υπήρχε ξηρασία, και η ανυπαρξία σοδιών μπορεί να συνέβαλλε στην αποσταθεροποίηση της δυναστείας [44] . Επιπλέον, η βασιλεία του Αμενεμχέτ Γ' ήταν ασυνήθιστα μακρόχρονη, κάτι που συνήθως δημιουργεί προβλήματα στη σειρά της διαδοχής του θρόνου [46]. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί τον Αμενεμχέτ Δ' διαδέχτηκε η Νεφρουσομπέκ, η πιστοποιημένα πρώτη γυναίκα Φαραώ στην ιστορία της Αιγύπτου[46] . Η Νεφρουσομπέκ δεν βασίλεψε παραπάνω από τέσσερα χρόνια[47], και καθώς απ’ ό, τι φαίνεται δεν είχε διαδόχους, όταν πέθανε, η 12η Δυναστεία τελείωσε απότομα, όπως και η Χρυσή εποχή του Μέσου βασιλείου.

Παρακμή στην Δεύτερη Μεταβατική Περίοδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άγαλμα του γονατιστού Σομπεκχοτέπ Ε', ένας από τους Φαραώ της περιόδου της παρακμής του Μέσου βασιλείου.

Μετά το θάνατο της Νεφρουσομπέκ, ο θρόνος μπορεί να πέρασε στον Wegaf, ο οποίος πριν ήταν Ο Μέγας Επιβλέπων των Στρατευμάτων [48], αν και άλλοι προτείνουν ότι αυτός που βασίλεψε ήταν ο Sekhemre Khutawy[49] . Όποιος και να ήταν από τους δύο, με τη βασιλεία αυτή ξεκίνησε μια σειρά εφήμερων Φαραώ για τα επόμενα 10 με 15 χρόνια[50]. Αρχαίες Αιγυπτιακές πηγές θεωρούν αυτούς τους Φαραώ ως τους πρώτους της 13ης Δυναστείας, αν και ο όρος δυναστεία είναι παραπλανητικός, καθώς όπως οι περισσότεροι Φαραώ αυτής της δυναστείας δεν είχαν συγγένεια μεταξύ τους [51] . Τα ονόματα αυτών βραχύβιων βασιλειών μαρτυρούνται σε κάποια μνημεία και graffiti, και η διαδοχή τους είναι γνωστή μόνο από τον Κανόνα του Τορίνο, αν και αυτή η πηγή ακόμα δεν μπορεί να είναι εντελώς έμπιστη [50].

Μετά αυτήν την αρχική δυναστική αναταραχή, βασίλεψε για τα επόμενα 50 με 80 χρόνια μια σειρά βασιλιάδων με μεγαλύτερη περίοδο βασιλείας και με καλύτερες μαρτυρίες για αυτούς [50] . Ο ισχυρότερος αυτής της περιόδου ήταν ο Νεφερχοτέπ Α' που βασίλεψε για 11 χρόνια και διατήρησε αποτελεσματικά τον έλεγχο της Άνω Αιγύπτου, της Νουβίας και του Δέλτα[52], με εξαίρεση ίσως τις πόλεις Ξόις και Άβαρις[53]. Επιπλέον, Ο Νεφερχοτέπ Α' αναγνωρίστηκε ως επικυρίαρχος του κυβερνήτη της Βύβλου, υποδηλώνοντας ότι η 13η Δυναστεία ήταν ικανή να διατηρήσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας που είχε η 12η Δυναστεία, τουλάχιστον μέχρι την βασιλεία του[53]. Σε κάποιο χρονικό σημείο κατά την διάρκεια της 13ης Δυναστείας, η Ξόις και η Αύαρις άρχισαν να γίνονται αυτοδιοικούμενες[53] , αποτελώντας η ηγεμόνες της Ξόις την 14η Δυναστεία, και Ασιατικοί ηγεμόνες της Αύαρις να είναι οι Υξώς της 15ης Δυναστείας. Σύμφωνα με τον Μανέθωνα, οι τελευταίοι επαναστάτησαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σομπεκχοτέπ Δ', διαδόχου του Νεφερχοτέπ, αν και δεν υπάρχουν αρχαιολογικές αποδείξεις[54]. Τη βασιλεία του Σομπεκχοτέπ Δ' ακολούθησε μια σύντομη του Σομπεκχοτέπ Ε', που διαδέχτηκε ο Wahibre Ibiau και μετά ο Merneferre A. Ο Wahibre Ibiau βασίλεψε για 10 χρόνια και ο Merneferre Ai για 23, το μεγαλύτερο διάστημα βασιλείας για την 13η Δυναστεία, αλλά κανένας από αυτούς δεν άφησε τόσες μαρτυρίες όσες οι προκάτοχοί τους Νεφερχοτέπ και Σομπεκχοτέπ Δ' [55]. Παρά αυτό το γεγονός, φαίνεται ότι και οι δύο διατηρούσαν τουλάχιστον ένα μέρος της Κάτω Αιγύπτου. Όμως μετά τον Merneferre Ai, δεν υπήρχε κανένας βασιλιάς το όνομα του οποίου να έχει βρεθεί σε οποιοδήποτε αντικείμενο πλην του νότου (Άνω Αίγυπτος) [55]. Το παραπάνω σηματοδοτεί την τελευταία περίοδο της 13ης Δυναστείας, όταν οι βασιλείς από το βορά συνέχιζαν να εξουσιάζουν την Άνω Αίγυπτο, αλλά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η ενοποιημένη Αίγυπτος έπαψε να υπάρχει, είναι αυτό που σηματοδοτεί την μετάβαση από το Μέσο βασίλειο στην Δεύτερη Μεταβατική Περίοδο [56].

Όταν η 11η Δυναστεία ενοποίησε ξανά την Αίγυπτο, έπρεπε να δημιουργήσει μια συγκεντρωτική κεντρική διοίκηση, τέτοια που δεν υπήρχε από τότε που έπεσε το Αρχαίο βασίλειο. Για να το κάνει αυτό, διόρισε ανθρώπους σε αξιώματα που είχαν περιέλθει σε αχρηστία στην αποκέντρωση της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου. Το πιο υψηλό από αυτά ήταν αυτό του Βεζίρη[57]. Ο βεζίρης ήταν ο πρώτος τη τάξη υπουργός του βασιλιά, που διαχειριζόταν όλα τα καθημερινά καθήκοντα της κυβέρνησης στη θέση του βασιλιά [57]. Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο έργο, γι’ αυτό συχνά υπήρχαν δύο βεζίρηδες, ένας στο νότο, και ένας στο βορά. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσο συχνά γινόταν κάτι τέτοιο κατά την περίοδο του Μέσου βασιλείου, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Σέσωστρις Α' είχε ταυτόχρονα δύο βεζίρηδες[57]. Άλλα αξιώματα υιοθετήθηκαν από το σύστημα της περιφερικής διοίκησης των Θηβών, το οποίο ήταν το διοικητικό σύστημα της 11ης Δυναστείας, πριν την επανένωση[58]. Ο Επόπτης των Σφραγισμένων Αγαθών [σ 1] έγινε ο θησαυροφύλακας του κράτους, και ο Επόπτης του Χώρου[σ 2] έγινε ο αρχιθαλαμηπόλος του Βασιλιά[58]. Αυτά τα τρία αξιώματα και ο Γραφέας των Βασιλικών Εγγράφων, ίσως ο προσωπικός γραφέας του βασιλιά, φαίνεται ότι ήταν οι πιο σημαντικές θέσεις της κεντρικής διοίκησης, κρίνοντας από τον αριθμό των μνημείων που άφησαν τα άτομα που τις κατείχαν[58].

Εκτός από αυτό, πολλά αξιώματα τα οποία είχαν χάσει την ουσιαστική σημασία τους και είχαν γίνει περισσότερο τιμητικοί τίτλοι, επανήρθαν στην κεντρική διοίκηση[57]. Τώρα μόνο υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι μπορούσαν να κατέχουν τον τίτλο Μέλος των Εκλεκτών, ο οποίος τίτλος αποδιδόταν αδιακρίτως κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο[58]

Αυτό το σύστημα διοίκησης εφαρμόστηκε λίγο πολύ κατά την περίοδο του Μέσου βασιλείου, αν και υπάρχουν ενδείξεις μιας μεγάλης αναμόρφωσης της κεντρικής διοίκησης από τον Σέσωστρι Γ'. Μαρτυρίες από την περίοδο της βασιλείας του υποδηλώνουν ότι η Άνω και Κάτω Αίγυπτος χωρίστηκαν σε waret τα οποία διοικούνταν το καθένα από ξεχωριστή διοίκηση [22]. Διοικητικά έγγραφα και ιδιωτικές στήλες δείχνουν μια αύξηση των γραφειοκρατικών τίτλων για αυτήν την περίοδο, κάτι που έχει ερμηνευτεί ως διόγκωση της κεντρικής διοίκησης[59]. Η διαχείριση / διοίκηση της βασιλικής κατοικίας έγινε ξεχωριστό κομμάτι της κεντρικής διοίκησης [22]. Τα στρατιωτικά θέματα επίσης πέρασαν στον έλεγχο ενός αρχιστράτηγου[22]. Όμως, είναι πιθανό αυτοί οι τίτλοι και αξιώματα να ήταν αρκετά αρχαιότερα, και απλώς δεν καταγράφονταν στις ταφικές στήλες, ακολουθώντας τις θρησκευτικές συμβάσεις της εποχής[59].

Περιφερειακή διοίκηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αποκεντροποίηση κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο άφησε τις ξεχωριστές Αιγυπτιακές επαρχίες, ή νομούς υπό τον έλεγχο ισχυρών οικογενειών που διατηρούσαν τον κληρονομικό τίτλο Μεγάλος Αρχηγός του Νομού, ή Νομάρχης.[60]. Αυτό το αξίωμα εξελίχθητε κατά την περίοδο της 5ης και 6ης Δυναστείας, όταν οι διάφορες εξουσίες των αξιωματούχων της περιφερειακής διοίκησης άρχισαν να εξασκούνται από ένα και μόνο άτομο[60]. Σε αυτό περίπου το χρονικό σημείο, η τα μέλη της αριστοκρατίας στην επαρχία άρχισαν να χτίζουν περίτεχνους τάφους, που θεωρείται απόδειξη του πλούτου και εξουσίας που είχαν αποκτήσει αυτοί ως Νομάρχες [60]. Μέχρι το τέλος της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου, κάποιοι νομάρχες εξουσίαζαν τους νομούς τους σχεδόν σαν ηγεμόνες, όπως ο νομάρχης Nehry της Ερμούπολης, ο οποίος χρονολογούσε τις επιγραφές με βάση τα δικά του χρόνια βασιλείας (και όχι του Φαραώ)[57].

Όταν στην εξουσία ανήρθε η 11η Δυναστεία, ήταν απαραίτητο να υποτάξει την δύναμη των Νομαρχών, αν επρόκειτο η Αίγυπτος να ενοποιηθεί υπό μία κεντρική διοίκηση. Τα πρώτα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση έκανε ο Αμενεμχέπ Α'. Ο Αμενεμχέπ έκανε την πόλη, όχι το νομό, το κέντρο της διοίκησης, και μόνο ο haty-a, ή δήμαρχος, των μεγαλύτερων πόλεων είχε το δικαίωμα να φέρει τον τίτλου του Νομάρχη[22]. Ο τελευταίος θα συνέχιζε να βρίσκεται σε χρήση μέχρι και την βασιλεία του Σέσωστρι Γ'[22], όπως και να υπάρχουν οι περίτεχνοι τάφοι νομαρχών, μετά την οποία βασιλεία τα παραπάνω ξαφνικά εξαφανίζονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα[61]. Αυτό έχει ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Παραδοσιακά, πιστεύεται ότι ο Σέσωστρις Γ' κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έλαβε μέτρα για την υποταγή των οίκων των νομαρχών[62]. Πρόσφατα έχουν προταθεί και άλλες εξηγήσεις. Ο Detlef Franke έχει προτείνει ότι ο Σέσωστρις Β' υιοθέτησε την πολιτική της εκπαίδευσης των γιων των νομαρχών στην πρωτεύουσα, και κατόπιν της τοποθέτησής τους σε διοικητικές θέσεις. Με αυτόν τον τρόπο, πολλές οικογένειες των επαρχιών απλώς ‘ξέμειναν’ από διαδόχους και συνεχιστές[22]. Επίσης, ενώ ο τίτλος του Μεγάλου Αρχηγού του Νομού εξαλείφτηκε, άλλοι διακριτικοί τίτλοι των νομαρχών παρέμειναν. Κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο οι κάτοχοι του τίτλου αυτού συνήθως κατείχαν και τον τίτλο του Επόπτη των Ιερέων[63]. Κατά την τελευταία περίοδο του Μέσου βασιλείου, υπήρχαν οικογένειες που κατείχαν τον τίτλου του δημάρχου και του επόπτη των ιερέων ως κληρονομικούς[61]. Κατά συνέπεια, έχει προταθεί ότι οι ισχυρές οικογένειες νομαρχών δεν υποτάχτηκαν ποτέ, αλλά απλώς ενσωματώθηκαν στην Φαραωνική διοίκηση της χώρας[61]. Ενώ είναι γεγονός ότι οι μεγάλοι τάφοι χαρακτηριστικοί των νομαρχών εξαφανίστηκαν προς το τέλος της 12ης Δυναστείας, λίγο πιο μετά εξαφανίστηκαν επίσης και οι μεγάλοι βασιλικοί τάφοι, εξ’ αιτίας της γενικής αστάθειας που συνόδεψε την παρακμή του Μέσου βασιλείου[61].

Γεωργία και κλιματικές συνθήκες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ήμουν εγώ που έφερε το σιτάρι, ο θεός του σιταριού με αγαπούσε,

ο Νείλος με λάτρευε με κάθε του αγαθό.
Ούτε ένας δεν πείνασε στα χρόνια μου, ούτε δίψασε.
Ήταν ευχαριστημένοι με κάθε μου πράξη, ενθυμώντας με με αγάπη,

και τακτοποίησα κάθε υπόθεση σταθερά στη θέση της.[64]

Απόσπασμα από τις Παραινέσεις του Αμενεμχέτ

Κυβόσχημο άγαλμα, περ. 1400 π.Χ.

Καθ’ όλη την ιστορία της, η αρχαία Αίγυπτος είχε βασιστεί στην ετήσια πλημμύρα του Νείλου, η οποία έκανε γόνιμα τα εδάφη, για να θρέψει τον πληθυσμό της. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάρρευση του Αρχαίου βασιλείου μπορεί εν μέρει να οφειλόταν στα χαμηλά επίπεδα του Νείλου, κάτι που οδήγησε σε λιμό[65]. Αυτή η τάση φαίνεται ότι αντιστράφηκε κατά τα πρώτα χρόνια του Μέσου βασιλείου, με τα επίπεδα της πλημμύρας να έχουν καταγραφεί σε υψηλό επίπεδο γι’ αυτήν την περίοδο, με ένα μέσο όρο του ύψους της πλημμύρας του Νείλου στα 19 μέτρα, σε σχέση με την περίοδο που δεν πλημμύριζε[66]. Τα χρόνια των υψηλών επιπέδων της πλημμύρας αντιστοιχούν στην περίοδο της μεγαλύτερης ευμάρειας του Μέσου βασιλείου, που ήταν τα χρόνια της βασιλείας του Αμενεχμέτ Γ'[67]. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τη λογοτεχνία της περιόδου, όπως για παράδειγμα στις Παραινέσεις του Αμενεμχέτ, όπου ο βασιλιάς περιγράφει πώς άκμασε η γεωργία υπό τη βασιλεία του [64].

Μια από τις καινοτομίες στην αγαλματοποιία του Μέσου βασιλείου ήταν το κυβόσχημο άγαλμα, το οποίο θα συνέχιζε να είναι δημοφιλές και κατά την Πτολεμαϊκή περίοδο σχεδόν 2000 χρόνια μετά [68]. Αυτού του είδους το άγαλμα παριστάνει έναν άντρα οκλαδόν με τα γόνατα κολλημένα στο στήθος και με τα χέρια του να αγκαλιάζουν τα γόνατα. Συχνά αυτοί οι άντρες φοράνε "φαρδύ μανδύα" ο οποίος μαζί με τη στάση του σώματος δίνει στο άγαλμα σχήμα κύβου[69]. Μεγαλύτερη λεπτομέρεια έχει το κεφάλι, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις και τα μέλη[70]. Υπάρχουν δύο είδη κυβόσχημων αγαλμάτων, αυτά που ο μανδύας καλύπτεται όλο το σώμα, και τα κάτω άκρα, και αυτά όπου οι πατούσες μένουν ακάλυπτες [71].

Οι Richard B. Parkinson και Ludwig D. Morenz αναφέρουν ότι η λογοτεχνία σαν τέτοια δεν απαντάται σε γραπτή μορφή ως τα πρώτα χρόνια της 12ης Δυναστείας του Μέσου βασιλείου[72]. Τα κείμενα του Αρχαίου βασιλείου είχαν κυρίως σκοπό να διατηρήσουν τη λατρεία των θεών, να εξασφαλίσουν την ψυχή για την μετά θάνατον ζωή, και για να καταγράψουν πρακτικά καθημερινά ζητήματα. Ήταν μέχρι το Μέσο βασίλειο και μετά που γράφονταν κείμενα για ψυχαγωγία και από πνευματική αναζήτηση[73]. Οι Parkinson και Morenz επίσης εικάζουν ότι η λογοτεχνία του Μέσου βασιλείου ήταν μεταγραφή της προφορικής λογοτεχνίας του Αρχαίου βασιλείου[74]. Είναι γνωστό ότι ένα μέρος από την προφορική ποίηση επιβίωσε αργότερα σε γραπτή μορφή. Για παράδειγμα το τραγούδι των κουβαλητών του φορείου[σ 3] έχει διατηρηθεί σε γραπτούς στίχους σε επιγραφές τάφων του Αρχαίου βασιλείου [73]

Εικάζεται επίσης ότι η ανάπτυξη της μεσαίας τάξεως και η αύξηση των γραφέων που ήταν απαραίτητοι για την εξάπλωση της γραφειοκρατίας που χρειαζόταν η διοίκηση υπό τον Σέσωστρι Β', βοήθησε την άνθηση της λογοτεχνίας στο Μέσο βασίλειο[47] . Οι κατοπινοί αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν την λογοτεχνία του Μέσου βασιλείου ως "κλασική"[47]. Κείμενα όπως η Ιστορία του ναυαγισμένου ναυτικού και η Ιστορία του Σινουχέ γράφτηκαν αυτήν την περίοδο, και ήταν αρκετά δημοφιλείς ώστε να αντιγραφούν ευρέως και μελλοντικά[47]. Πολλά φιλοσοφικά έργα έχουν δημιουργηθεί αυτήν την περίοδο, όπως η Η διένεξη μεταξύ ενός ανθρώπου και του ba του, όπου ένας δυσαρεστημένος άνθρωπος συνδιαλέγετε με το ba (ψυχή) του, οι Παραινέσεις του Dua-Kheti, όπου η δουλειά του γραφέα εξαίρεται πιο πολύ από όλες τις δουλειές, και τα ιστορίες μαγείας που υποτίθεται ότι ειπώθηκαν στον βασιλιά του Αρχαίου βασιλείου Χέοπα που βρίσκονται στον Πάπυρο του Westcar[47].

Οι Φαραώ της 12ης ως την 18η Δυναστείας μας έχουν κληροδοτήσει μερικούς από τους πιο θαυμαστούς αρχαίους αιγυπτιακούς παπύρους:

  1. Overseer of Sealed Goods. Τα περισσότερα κιβώτια, αμφορείς κ.τ.λ. με προϊόντα και αγαθά σφραγίζονταν όταν έμπαιναν ή έφευγαν από τις κρατικές αποθήκες.
  2. Overseer of Estate. Estate: ιδιοκτησία, κτήμα, περιουσία. Για μια σύγχρονη χρήση ακριβώς αυτού του τίτλου (δεν υπονοείται αναλογία) δείτε, «Overseer of Estate». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2012. 
  3. Song of the litter bearers. Litter bearers είναι τα τέσσερα άτομα που σηκώνουν το βασιλικό φορείο. Από την περίοδο του Αρχαίου βασιλείου έχει επιβιώσει ένας αριθμός Τραγουδιών των κουβαλητών, το περιεχόμενο και το νόημα των οποίων ως ταφικά κείμενα είναι ακόμα ασαφές. «Song of the litter bearers». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2012. 
  1. 1,0 1,1 Grimal. (1988) p. 156
  2. 2,0 2,1 2,2 Grimal. (1988) p. 155
  3. Shaw. (2000) p. 149
  4. Habachi. (1963) pp. 16-52
  5. 5,0 5,1 5,2 Grimal. (1988) p. 157
  6. Shaw. (2000) p. 151
  7. Shaw. (2000) p. 156
  8. 8,0 8,1 8,2 Redford. (1992) p. 71.
  9. Gardiner. (1964) p. 124.
  10. Redford. (1992) p. 72.
  11. 11,0 11,1 11,2 Gardiner. (1964) p. 125.
  12. Redford. (1992) p.74
  13. p5. 'The Collins Encyclopedia of Military History', (4th edition, 1993), Dupuy & Dupuy.
  14. Arnold. (1991) p. 20.
  15. 15,0 15,1 15,2 Shaw. (2000) p. 158
  16. Arnold. (1991) p. 14.
  17. Grimal. (1988) p. 159
  18. 18,0 18,1 Gardiner. (1964) p. 128.
  19. Grimal. (1988) p. 160
  20. 20,0 20,1 Gardiner. (1964) p. 129.
  21. Shaw. (2000) p. 160
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 22,5 22,6 22,7 Shaw. (2000) p. 175
  23. Shaw. (2000) p. 162
  24. Shaw. (2000) p. 161
  25. 25,0 25,1 25,2 Grimal. (1988) p. 165
  26. Murnane. (1977) p. 5.
  27. 27,0 27,1 27,2 Shaw. (2000) p. 163
  28. Murnane. (1977) p. 7.
  29. 29,0 29,1 29,2 Shaw. (2000) p. 164
  30. Gardiner. (1964) p. 138.
  31. Grimal. (1988) p. 166
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 32,4 32,5 Shaw. (2000) p. 166
  33. Gardiner. (1964) p. 136.
  34. Gardiner. (1964) p. 135.
  35. Redford. (1992) p. 76
  36. 36,0 36,1 Hayes. (1953) p. 32
  37. Shaw and Nicholson. (1995) p. 260
  38. Aldred. (1987) p.129
  39. Wegner. (1996) p. 250
  40. Wegner. (1996) p. 260
  41. 41,0 41,1 41,2 Grimal. (1988) p. 170
  42. Grajetzki. (2006) p. 60
  43. Shaw. (2000) p. 168
  44. 44,0 44,1 44,2 Shaw. (2000) p. 169
  45. Shaw. (2000) p. 170
  46. 46,0 46,1 Grimal. (1988) p. 171
  47. 47,0 47,1 47,2 47,3 47,4 Shaw. (2000) p. 171
  48. Grajetzki. (2006) p. 66
  49. Grimal. (1988) p. 183
  50. 50,0 50,1 50,2 Grajetzki. (2006) p. 64
  51. Grajetzki. (2006) p. 65
  52. Grajetzki. (2006) p. 71
  53. 53,0 53,1 53,2 Shaw. (2000) p. 172
  54. Grajetzki. (2006) p. 72
  55. 55,0 55,1 Grajetzki. (2006) p. 74
  56. Grajetzki. (2006) p. 75
  57. 57,0 57,1 57,2 57,3 57,4 Shaw. (2000) p. 174
  58. 58,0 58,1 58,2 58,3 Grajetzki. (2006) p. 21
  59. 59,0 59,1 Richards. (2005) p. 7
  60. 60,0 60,1 60,2 Trigger, Kemp, O'Connor, and Lloyd. (1983) p. 108
  61. 61,0 61,1 61,2 61,3 Trigger, Kemp, O'Connor, and Lloyd. (1983) p. 112
  62. Grimal. (1988) p. 167
  63. Trigger, Kemp, O'Connor, and Lloyd. (1983) p. 109
  64. 64,0 64,1 Foster. (2001) p. 88
  65. Bell. (1975) p. 227
  66. Bell. (1975) p. 230
  67. Bell. (1975) p. 263
  68. Teeter. (1994) p. 27
  69. Bothmer, 94.
  70. Shaw, "Block Statue."
  71. Late Period, 4-5.
  72. Parkinson 2002, σελίδες 45–46, 49–50, 55–56; Morenz 2003, σελ. 102; see also Simpson 1972, σελίδες 3–6 and Erman 2005, σελίδες xxiv-xxv.
  73. 73,0 73,1 Morenz 2003, σελ. 102.
  74. Parkinson 2002, σελίδες 45–46, 49–50, 55–56; Morenz 2003, σελ. 102.