Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άντα Καλέ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 44°42′58″N 22°27′20″E / 44.71611°N 22.45556°E / 44.71611; 22.45556

Παλιά φωτογραφία του νησιού
Το παζάρι του Αντά Καλέ
Το Αντά Καλέ

Το Αντά Καλέ που σημαίνει Νησί φρούριο (Τουρκικά : Adakale, Ουγγρικά : Újorsova or Ada Kaleh, Σερβικά και Βουλγαρικά : Адакале) ήταν νησί στον ποταμό Δούναβη και χωριό. Βρισκόταν στα σημερινά σύνορα Σερβίας, Ουγγαρίας και Ρουμανίας και κατοικούνταν από Τούρκους μουσουλμάνους έως το 1970 που βυθίστηκε με την κατασκευή του φράγματος των Σιδηρών πυλών. Ήταν Τουρκικός θύλακας γνωστός ως ελεύθερο λιμάνι και κρησφύγετο λαθρεμπόρων.

Πρώτοι οι Αυστριακοί έχτισαν ένα φρούριο στο νησί όπου τότε ήταν στα σύνορα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία,το οποίο θα αποτελούσε το μήλο της έριδος για τις δύο αυτοκρατορίες. Το 1699 το νησί τέθηκε υπό Οθωμανικό έλεγχο αλλά το 1716-1738 ανακτήθηκε από τους Αυστριακούς. Μετά από τετράμηνη πολιορκία το 1738 ήταν και πάλι τουρκικό έως το 1789 που ανακαταλήφθηκε από τους Αυστριακούς, αλλά επέστρεψε στους Τούρκους με τη Συνθήκη της Σίστοβα τις 4 Αυγούστου 1791, η οποία έληξε τον Αυστροτουρκικό πόλεμο (1787-1791) μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της μοναρχίας των Αψβούργων . Στη συνέχεια το νησί έχασε την στρατηγική του σημασία.

Το 1804, κατά τη διάρκεια της πρώτης σερβικής εξέγερσης Σέρβοι επαναστάτες με επικεφαλής τον Μιλένκο Στοΐκοβιτς μετά την σφαγή των Κνέζων κατέφυγαν στο νησί.

Ακόμα κι όταν οι Οθωμανοί έχασαν τις περιοχές γύρω από το νησί μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-1878) το νησί παρέμεινε τουρκικό έδαφος και στην ιδιωτική κατοχή του Οθωμανού Σουλτάνου μέχρι την Συνθήκη της Λοζάνης το 1923, ενώ διατήρησε την εν τοις πράγμασι (de facto) κυριαρχία του στο νησί μέχρι την μονομερή ανακήρυξη του Βασιλείου της Ουγγαρίας το 1913[1].

Μεταξύ 1878 και 1918 οι περιοχές γύρω από το νησί ελέγχονταν από την Αυστροουγγαρία στα βόρεια και τη Σερβία προς το νότο, αλλά το νησί ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Η οθωμανική κυβέρνηση συνέχισε να διορίζει και να στέλνει έναν τοπικό διοικητή (ναχιγιέ μουντουρού) και δικαστή (καδή). Οι κάτοικοι του νησιού, επίσημα πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτυχαν της απαλλαγής από φόρους και τελωνειακούς δασμούς αλλά και δεν υπέκειντο σε υποχρεωτική στράτευση. Οι νησιώτες είχαν επίσης το δικαίωμα του εκλέγειν κατά τις γενικές Οθωμανικές εκλογές του 1908[2].

Στις 12 Μαΐου 1913 το νησί καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του ουγγρικού Βασιλείου της Αυστροουγγαρίας. Η κατάληψη ουδέποτε αναγνωρίστηκε επίσημα από την Οθωμανική κυβέρνηση [3].

Η Ρουμανία κήρυξε μονομερώς την κυριαρχία της το 1919 και διεκδίκησε το νησί με βάση τη Συνθήκη του Τριανόν του 1920. Στις 24 Ιουλίου 1923, η Τουρκία παραχώρησε επίσημα το Αντά Καλέ στη Ρουμανία, με τα άρθρα 25 και 26 της συνθήκης της Λοζάνης και με την επίσημη αναγνώριση των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης του Τριανόν[4].

Το νησί επισκέφτηκε ο Βασιλιάς Κάρολος Β΄ της Ρουμανίας το 1931, και ο πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ της Τουρκίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1967.

Ο πληθυσμός ζούσε κυρίως από την καλλιέργεια καπνού και την αλιεία, και αργότερα από τον τουρισμό. Στα τελευταία χρόνια της ύπαρξής του, ο πληθυσμός του νησιού κυμάνθηκε μεταξύ 600 και 1.000 κατοίκους. Πριν το νησί να καλυφτεί από τα νερά του φράγματος, μέρος του πληθυσμού μεταφέρθηκε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας και το υπόλοιπο στην Τουρκία, όπου τους είχε καλέσει ο Πρωθυπουργός Ντεμιρέλ κατά την επίσκεψή του στο νησί[2].

Το τζαμί που χρονολογούνταν από το 1903, χτίστηκε στη θέση παλαιότερης μονής Φραγκισκανών. Το χαλί του τζαμιού ήταν δώρο από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, και μεταφέρθηκε στο τζαμί της Κωνστάντζας το 1965.

  1. «Adakale Island in River Danube». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2014. 
  2. 2,0 2,1 Hürriyet Avrupa (European version of Hürriyet newspaper), 19–20 January 2013, p.12
  3. Jungmayer, Mihály: Ada-Kaleh. in: Zsebatlasz naptárral és statisztikai adatokkal. Szerk.: Kogutowitz, Károly Dr. és Hermann, Győző Dr. Magyar Földrajzi Intézet, Budapest, 1913
  4. Full text of the Treaty of Lausanne (1923)