Σφιέτσιε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 53°24′34″N 18°26′51″E / 53.40944°N 18.44750°E / 53.40944; 18.44750

Σφιέτσιε

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Σφιέτσιε
53°24′34″N 18°26′51″E
ΧώραΠολωνία[1]
Διοικητική υπαγωγήΓκμίνα Σφιέτσιε
Ίδρυση1198
Έκταση18 km²
Υψόμετρο86 μέτρα
Πληθυσμός24.796 (31  Μαρτίου 2021)[2]
Ταχ. κωδ.86-100
Τηλ. κωδ.52
Ζώνη ώραςθερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης
UTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Σφιέτσιε (πολωνικά: Świecie, γερμανικά: Schwetz‎‎, «Σβετς») είναι πόλη και η έδρα του Πόβιατ Σφιέτσιε, στο Βοεβοδάτο Κουγιαβίας-Πομερανίας στη βόρεια Πολωνία. Από το 1975 έως το 1998, ήταν μέρος του Βοεβοδάτου Μπίντγκοστς. Ο πληθυσμός του είναι 25.335 κάτοικοι (2020).[3]

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σφιέτσιε βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Βιστούλα στις εκβολές του ποταμού Βντα, περίπου 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Μπίντγκοστς, 105 χιλιόμετρα νότια του Γκντανσκ και 190 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Καλίνινγκραντ.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γοτθική-Αναγεννησιακή Εκκλησία του Αγίου Στανισλάου και της Παναγίας της Τσενστοχόβα

Στον Πρώιμο Μεσαίωνα, στη θέση της σημερινής πόλης υπήρχε ψαράδικο χωριό.[4] Η περιοχή έγινε μέρος του αναδυόμενου πολωνικού κράτους τον 10ο αιώνα. Το όνομα της πόλης προέρχεται από την πολωνική λέξη świecić, που σημαίνει «λάμψη».[4] Κατά την περίοδο του κατακερματισμού της Πολωνίας, το Σφιέτσιε έγινε η κατοικία του Πομερανού δούκα Γκζιμίσουαφ, όταν το 1198 ανεγέρθηκε εκεί η Εκκλησία της Παναγίας. Το δουκάτο του Γκζιμίσουαφ περιλάμβανε μέρος της Ανατολικής Πομερανίας με εξέχουσες πόλεις τις Σταρόγκαρντ Γκντάνσκι και Λουμπισέβο Ττσέφσκιε, καθώς και το Σκαρσέβι. Το Τευτονικό Τάγμα κατέκτησε το Γκντανσκ το 1309 και το 1310 αγόρασε την περιοχή στο Σόλντιν από τους Μαργράβους του Βρανδεμβούργου, οι οποίοι διεκδίκησαν την περιοχή, η οποία ωστόσο νόμιμα αποτελούσε μέρος της Πολωνίας. Μέχρι τότε, ο οικισμός είχε ήδη το καθεστώς Civitas, ακριβώς όπως το Γκντανσκ και το Ττσεφ. Το Σφιέτσιε έλαβε μια δημοτική μορφή διακυβέρνησης από το Τευτονικό Τάγμα, όταν βρισκόταν ακόμα στην ψηλή δυτική όχθη του Βιστούλα. Πιθανώς λόγω καταστροφής από πυρκαγιά, κατά την περίοδο 1338–1375 η πόλη μεταφέρθηκε στην κοιλάδα του Βιστούλα. Η πόλη ανακαταλήφθηκε για λίγο από τους Πολωνούς μετά τη νίκη τους στη Μάχη του Γκρούνβαλντ το 1410. Το 1454, στα αρχικά στάδια του Δεκατριετούς Πολέμου, καταλήφθηκε από την Πρωσική Συνομοσπονδία, η οποία αντιτάχθηκε στην τευτονική κυριαρχία, και κατόπιν αιτήματος της οποίας ο Βασιλιάς Καζίμιρ Δ΄ της Πολωνίας επανενσωμάτωσε την περιοχή στο Βασίλειο της Πολωνίας την ίδια χρονιά.[5] Οι Τεύτονες Ιππότες απαρνήθηκαν οποιεσδήποτε αξιώσεις στην πόλη και την αναγνώρισαν ως τμήμα της Πολωνίας το 1466.[6] Διοικητικά αποτελούσε μέρος του Βοεβοδάτου Πομερανίας (1466-1772) στην επαρχία της Βασιλικής Πρωσίας εντός της Επαρχίας Μείζονος Πολωνίας του Πολωνικού Στέμματος. Η πόλη ευημερούσε λόγω της θέσης της στη διασταύρωση του Δρόμου του Κεχριμπαριού και της εμπορικής οδού που συνδέει τη Δυτική Πομερανία με τη Βαρμία, τη Μαζουρία και τη Λιθουανία.[4] Τον 17ο αιώνα, το Σφιέτσιε υπέφερε ως αποτέλεσμα της σουηδικής εισβολής στην Πολωνία και μιας επιδημίας.[4]

Το 1772, κατά τη διάρκεια του πρώτου διαμελισμού της Πολωνίας, η πόλη προσαρτήθηκε από το Βασίλειο της Πρωσίας και το Schwetz («Σβετς»)ενσωματώθηκε στη νεοσύστατη Επαρχία της Δυτικής Πρωσίας. Το 1871, έγινε επίσης μέρος της Γερμανίας. Η οικονομική ανάπτυξη βελτιώθηκε αποφασιστικά με τη σύνδεση με το σιδηροδρομικό δίκτυο το 1888. Το 1905, η πόλη είχε μια προτεσταντική εκκλησία, δύο καθολικές εκκλησίες και μια συναγωγή.[7] Το 1910, το Σβετς είχε πληθυσμό 8.042 κατοίκων, εκ των οποίων 4.206 (52,3%) ήταν γερμανόφωνοι, 36.05 (44,8%) ήταν πολωνόφωνοι και 166 (2,1%) ήταν δίγλωσσοι στα γερμανικά και άλλη γλώσσα.[8]

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Σφιέτσιε παραχωρήθηκε από τη Γερμανία στην Πολωνία το 1920 σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και έγινε μέρος του Βοεβοδάτου Πομερανίας (1919-1939) της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας.[9] Το 1920, ο Στανίσουαφ Κόστκα, ένας διακεκριμένος Πολωνός ακτιβιστής που δραστηριοποιήθηκε στο Γκρούντζιοντς και το Σφιέτσιε υπό την πρωσική κυριαρχία, έγινε δήμαρχος της πόλης.[10] Ο Στανίσουαφ Κόστκα έχτισε νέα αναχώματα που προστατεύουν το Σφιέτσιε από τις πλημμύρες μέχρι σήμερα, και υπό τη διοίκησή του η πόλη αναπτύχθηκε οικονομικά και πολιτιστικά.[10]

Μνημείο για τους Πολωνούς δασκάλους που δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής μεταξύ 1939 και 1945, με το ταχυδρομείο στο βάθος

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ναζιστική Γερμανία κατέλαβε το Σφιέτσιε και το προσάρτησε στις 8 Οκτωβρίου 1939, καθιστώντας το έδρα της κομητείας Κράις του Σβετς. Διοικήθηκε ως μέρος του Ράιχσγκαου Ντάντσιχ-Δυτικής Πρωσίας. Επιφανείς Πολωνοί συνελήφθησαν χρησιμοποιώντας μυστική πολιτικά στοχευμένη λίστα στόχων και δολοφονήθηκαν χρησιμοποιώντας τους παραστρατιωτικούς της Volksdeutscher Selbstschutz.[11] Οι ντόπιοι Πολωνοί δολοφονήθηκαν σε μεγάλες σφαγές στο Σφιέτσιε, στη Γκρούπα και στο Μνίσεκ.[12]

Οι Γερμανοί δολοφόνησαν επίσης το προσωπικό και 1.350 ασθενείς του τοπικού ψυχιατρείου σε μεγάλες σφαγές στα δάση του Σπένγκαφσκ και του Λουσκούφκο.[4][13] Οι ντόπιοι Πολωνοί υποβλήθηκαν επίσης σε απελάσεις.[14]

Η πόλη καταλήφθηκε από τις συνδυασμένες πολωνικές και σοβιετικές δυνάμεις στις 10 Φεβρουαρίου 1945,[4] και αποκαταστάθηκε στην Πολωνία, όπου έγινε μέρος του Βοεβοδάτου Μπίντγκοστς που σχηματίστηκε το 1946 στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας. Η πόλη μεγάλωσε γρήγορα με τον πληθυσμό να φτάνει τους 13.500 μέχρι το 1961. Το διυλιστήριο ζάχαρης επεκτάθηκε, χτίστηκαν μονάδες παραγωγής κρέατος, ζωοτροφών και μύλοι, συμπεριλαμβανομένου του εργοστασίου χαρτιού που ξεκίνησε το 1968, με 4.600 υπαλλήλους.[4] Το 1988, το Σφιέτσιε τιμήθηκε με τον Σταυρό του Αξιωματικού του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνίας, ένα από τα υψηλότερα κρατικά τάγματα της Πολωνίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 42301. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.
  2. bdl.stat.gov.pl/api/v1/data/localities/by-unit/040416814094-0929664?var-id=1639616&format=jsonapi. Ανακτήθηκε στις 4  Οκτωβρίου 2022.
  3. «Najwieksze miasta w Polsce pod wzgledem liczby ludnosci» [Οι μεγαλύτερες πόλεις της Πολωνίας από άποψη πληθυσμού]. polskawliczbach.pl (στα Πολωνικά). 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 Urząd Miejski w Świeciu, Historia Świecia (Świecie history). Αρχειοθετήθηκε 2019-06-23 στο Wayback Machine. Επίσημος ιστότοπος.
  5. Κάρολ Γκούρσκι, Związek Pruski i poddanie się Prus Polsce: zbiór tekstów źródłowych, Instytut Zachodni, Πόζναν, 1949, σελ. 32, 54 (πολωνικά)
  6. Γκούρσκι, σελ. 89, 207
  7. Meyers Konversations-Lexikon, 6η έκδοση, Τομ. 18, Λειψία και Βιέννη 1909, σελ. 210.
  8. Landesamt, Prussia (Kingdom) Statistisches (1912). Gemeindelexikon für die regierungsbezirke Allenstein, Danzig, Marienwerder, Posen, Bromberg und Oppeln: Auf grund der ergebnisse der volkszählung vom. 1. Dezember 1910 und anderer amtlicher quellen bearbeitet vom Königlich Preussischen Statistischen Landesamte (στα Γερμανικά). verlag des Königlichen Statistischen Landesamts. 
  9. Κσίστοφ Χαλίτσκι: Szkice z dziejów Świecia nad Wisłą i powiatu w dwudziestoleciu międzywojennym, Τόρουν 2012, σελ. 212. – Academia.edu.
  10. 10,0 10,1 «Co Tadeusz Pogoda robił w sobotę w Kościerzynie». Czas Świecia (στα Πολωνικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Οκτωβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2020. 
  11. Κόνραντ Τσιεχανόφσκι (2006). «Oboz dla Jencow Cywilnych (Zivilgefangenenlager [Internment of Civilian Prisoners]. Obozy Podlegle Organom Policyjnym (Monografia KL STUTTHOF. Chapter 2). Μουσείο Στούτχοφ (Państwowe Muzeum Stutthof w Sztutowie). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2014. Translation from Polish: Rozstrzeliwanych dobijano łopatami, kolbami, a niekiedy zakopywano jeszcze żywych. Matki zmuszano do układania w wykopanych dołach swoich dzieci, a potem je same rozstrzeliwano. Przed rozstrzelaniem gwałcono dziewczęta i kobiety. 
  12. Μάρια Βαρντζίνσκα, Był rok 1939. Operacja niemieckiej policji bezpieczeństwa w Polsce. Intelligenzaktion, Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης, Βαρσοβία, 2009, σελ. 166-167 (πολωνικά)
  13. Βαρντζίνσκα, σελ. 151, 167
  14. Μάρια Βαρντζίνσκα, Wysiedlenia ludności polskiej z okupowanych ziem polskich włączonych do III Rzeszy w latach 1939-1945, Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης, Βαρσοβία, 2017, σελ. 82, 89, 123 (πολωνικά)