Σταχτόχηνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σταχτόχηνα
Ενήλικη σταχτόχηνα (υποείδος A. a. anser)
Ενήλικη σταχτόχηνα (υποείδος A. a. anser)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Χηνίνες (Anserinae)[1]
Γένος: Χην (Anser)[i] (Brisson, 1760) M
Είδος: A. anser
Διώνυμο
Anser anser (Χην ο γνήσιος)[i]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Anser anser anser
Anser anser rubrirostris

Anser anser
Σταχτόχηνες.

Η Σταχτόχηνα( Anser anser ) είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, μία από τις αγριόχηνες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Anser anser και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[1][2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A. a. rubrirostris Swinhoe, 1871 (Eastern Greylag Goose).[1]

Η σταχτόχηνα είναι η μεγαλύτερη και πιο κοινή ευρωπαϊκή χήνα, ο «πρόγονος» της εξημερωμένης χήνας που απαντά σε όλα σχεδόν τα αγροκτήματα, ιδιαίτερα στις χώρες του βορρά. Παρά τις διαφορές της από άλλα είδη αγριοχηνών, συναγελάζεται και υβριδοποιείται με αυτές, αλλά και με τις εξημερωμένες, κατοικίδιες χήνες, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται με διάφορα μοτίβα και χρωματισμούς πτερώματος. Η περιγραφή των μορφολογικών στοιχείων (βλ. Μορφολογία) αναφέρεται αποκλειστικά στους πληθυσμούς που ζουν σε άγρια κατάσταση.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανοδική ↑[3]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, αλλά και ο ίδιος όρος στο είδος, Anser «χήνα», προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghăns, που έδωσε το θέμα για την ονομασία του πτηνού σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (αρχ. ινδ. hamsá, γερμ. και ολλανδ. gans, αγγλοσαξ. gēs > geese, νορβ. gås, κ.α).[4][5]

Αλλά και η αντίστοιχη ελληνική λέξη, χήνα, έχει την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghăns, με τον αρχικό δωρικό τύπο χανς -ός. Αργότερα, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, αντέκταση του φωνήεντος και αναλογικά προς τις πλάγιες πτώσεις, παρήχθη η ονομασία χην -ός, που δικαιολογεί το αρσενικό γένος του ουσιαστικού (ίδια περίπτωση μην < ρίζα mens «μήνας»).[4]

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, greylag goose, παραπέμπει στον γενικότερο σταχτί χρωματισμό του πτηνού. Η ίδια αναφορά γίνεται και στην ελληνική λαϊκή ονομασία.

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Anas Anser (Ευρώπη και Β. Βόρεια Αμερική, 1758).[6] Το 1760, ο Γάλλος ζωολόγος Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806), το μετέφερε στο σημερινό του γένος.

Υβρίδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σταχτόχηνα σχηματίζει υβρίδια με κατοικίδιες χήνες, άλλες αγριόχηνες, αγριόπαπιες, ακόμη και κύκνους: Anser anser x Cygnus olor, Anser [anser x brachyrhynchus], Anser [anser x fabalis], Anser anser [var. domesticus] , Alopochen aegyptiaca (αιγυπτιακή χήνα x Anser anser, Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη x Anser anser, Anser anser x Tadorna tadorna (βαρβάρα), κ.α.[7]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Anser anser: Πράσινο = επιδημητικό ή καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Πορτοκαλί = περιοχές διαχείμασης, Κόκκινο = εισηγμένο

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου και, συγκεκριμένα, στις Παλαιαρκτική, Αφροτροπική, Ινδομαλαισιανή οικοζώνες, ενώ έχει εισαχθεί στην Ωκεανία (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), την Αργεντινή και τα Φώκλαντ.

  • Τα παρακάτω στοιχεία αφορούν στους πληθυσμούς που ζουν σε άγρια κατάσταση και όχι στα εξημερωμένα πτηνά που βρίσκονται σχεδόν σε όλο τον κόσμο.

Στην Ευρώπη, το είδος απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο σε όλες τις μορφές μετακίνησης, αλλά οι πληθυσμοί του στην ήπειρο δεν είναι ιδιαίτερα συμπαγείς, εκτός από τις περιοχές της Βόρεια Θάλασσας, της Βαλτικής και ανατολικότερα (Ηνωμένο Βασίλειο, Σκανδιναβία, Γερμανία). Βόρεια φθάνει μέχρι την Ισλανδία και την απώτατη Β. Σκανδιναβία, ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, ακολουθώντας τις ακτές. Από το γεωγραφικό μήκος της Πολωνίας, περίπου και ανατολικότερα, απαντούν συμπαγείς, καλοκαιρινοί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί, μέχρι την ευρωπαϊκή Ρωσία και ανατολικότερα. Αντίθετα, στα δυτικά της ηπείρου, οι πληθυσμοί είναι κυρίως διαχειμάζοντες και μόνον σε διάσπαρτους θύλακες. Το ίδιο ισχύει και για την περιοχή των Βαλκανίων, όπου υπάρχουν διάσπαρτοι καλοκαιρινοί ή/και διαχειμάζοντες πληθυσμοί, με νότιο όριο την περιοχή της Β. Ελλάδας.

Στην Αφρική, η σταχτόχηνα απαντά αποκλειστικά ως διαχειμάζον πτηνό, σε λίγους θύλακες κυρίως στις μεσογειακές χώρες, από την Τυνησία και δυτικότερα.

Η Ασία είναι η σημαντικότερη επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε ευρεία και συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά και, δια μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής νότια της τάιγκα, φθάνει μέχρι την Α. Ρωσία και τις ιαπωνικές ακτές στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει μέχρι τη Β. Ινδία, Β. Ινδοκίνα, και ΝΑ Κίνα ως χειμερινός επισκέπτης.[8]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Anser anser anser Β, ΒΔ, Δ και ΔΚ Ευρώπη, από Ισλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο, ανατολικά προς Σκανδιναβία, νότια προς Κ Ευρώπη Δ και ΝΔ Ευρώπη (από Σκωτία και νοτιότερα προς Γαλλία και Ιβηρική), Β και ΒΔ Αφρική και Μέση Ανατολή Αποτελεί το «δυτικότερο» υποείδος, με βασικό διαγνωστικό στοιχείο το πορτοκαλί ράμφος (βλ. Μορφολογία)
2 Anser anser rubrirostris ΑΚ και ΝΑ Ευρώπη (Ρουμανία, Ελλάδα και ανατολικότερα προς Ρωσία, Ιράκ και Κίνα ΝΑ Ευρώπη, Ν και ΝΑ Ασία Αποτελεί το «ανατολικότερο» υποείδος, ελαφρώς μεγαλύτερο από το 1, με βασικό διαγνωστικό στοιχείο το ροδαλό ράμφος (βλ. Μορφολογία)

Πηγές:[1][6][8]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σταχτόχηνα απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης στις επικράτειες όπου κατανέμεται, ανάλογα με την περιοχή. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις απαντά ως πλήρως μεταναστευτικό είδος, με τους πληθυσμούς να μετακινούνται σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος. Ο τρόπος μετακίνησης είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγραφεί, διότι υπάρχουν μόνιμοι, μεταναστευτικοί και διαχειμάζοντες πληθυσμοί, οι οποίοι «αναμιγνύονται» σε πολλές θέσεις, καθιστώντας αδύνατο τον διαχωρισμό μεταξύ τους.

  • Ταξιδεύει κατά σμήνη με τη γνωστή εφαρμογή της διάταξης σε σχήμα V, όπου στην κορυφή υπάρχει μόνο ένα (1) άτομο και τα υπόλοιπα στοιχίζονται διαγωνίως δεξιά και αριστερά.[9]
Όπως όλες οι αγριόχηνες, οι σταχτόχηνες ταξιδεύουν σε σχηματισμούς V

Οι πληθυσμοί της Ισλανδίας είναι πλήρως μεταναστευτικοί, πιθανόν προς την Ιρλανδία ή τη Βρετανία (βλ. παρακάτω). Οι περισσότεροι βρετανικοί πληθυσμοί κινούνται νότια, προς Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, έως τη Β. Αφρική, ενώ στη Σκωτία παραμένουν μερικοί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τα περισσότερα πτηνά ακολουθούν τις γαλλικές ακτές και συγκεντρώνονται σε μεγάλους αριθμούς στη ΝΔ Ισπανία (έλη Donana).[10] Τα πτηνά της Κ. Ευρώπης, κινούνται νοτιότερα και, μπορεί να καταλαμβάνουν τη θέση από όπου αναχωρούν οι εκεί πληθυσμοί προς νότο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ των πληθυσμών, παρά μόνον με δακτυλιώσεις.

  • Τα πουλιά που επισκέπτονται την ευρωπαϊκή ήπειρο ανήκουν, λίγο-πολύ σε πέντε διαφορετικές «πληθυσμικές ομάδες». Ο πρώτος πληθυσμός περιλαμβάνει τα καθιστικά πουλιά της ΒΔ. Σκωτίας, ο οποίος έχει σχεδόν διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια. Ο δεύτερος πληθυσμός αναπαραγωγής στην Ισλανδία διαχειμάζει στη Σκωτία, τη Β. Αγγλία και την Ιρλανδία, επίσης αυξημένος σήμερα. Η τρίτη ομάδα αναπαράγεται στη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Δυτική Γερμανία, την Ολλανδία και το Βέλγιο και διαχειμάζει από την Ολλανδία και νοτιότερα προς Ισπανία και Μαρόκο. Από 30.000 άτομα κατά το τέλος της δεκαετίας του 1960, αυξήθηκε σε 200.000 σήμερα. Ο τέταρτος πληθυσμός αναπαράγεται στη ΒΑ. Σουηδία, τη Φινλανδία, τα κράτη της Βαλτικής και της Κ. Ευρώπης, μεταναστεύοντας προς την Ιταλία και στις περιοχές διαχείμασης στην Τυνησία και την Αλγερία. Φαίνεται να είναι διατηρεί σταθερούς τους αριθμούς του. Η πέμπτη πληθυσμική ομάδα, τέλος, αναπαράγεται στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και της Τουρκίας και αποδημεί προς τη Β. Ελλάδα. Οι τάσεις δεν είναι γνωστές, αλλά φαίνεται να υπάρχει μείωση στους αριθμούς της.[10]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από το Λίχτενσταϊν και το Γιβραλτάρ, τη Λιβύη και την Αίγυπτο, την Υεμένη, το Ομάν και την Ταϊλάνδη.[3]

Στην Ελλάδα, η σταχτόχηνα απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης, κυρίως ως διαχειμάζον είδος, αλλά και ως αναπαραγόμενος και διαβατικός επισκέπτης.[11][12][13] (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως περιστασιακός χειμερινός επισκέπτης.[14]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, απαντά σε υγροτόπους που περιβάλλονται από περιφερική βλάστηση σε ανοικτά λιβάδια,[15] όξινα εδάφη με βούρλα και ρείκια,[16] αρκτική τούνδρα, στεπώδεις ή ημιερημικές περιοχές από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 2.300 μ.,[17] ενώ στο Νεπάλ φθάνει μέχρι τα 3.050 μ.[18] Φωλιάζει κοντά σε ρέματα, αλίπεδα,[19] πλημμυρισμένα ποτάμια, έλη με καλαμιώνες, χλοώδεις τυρφώνες, υγρούς λειμώνες, λίμνες γλυκού νερού και εκβολές ποταμών με καλαμιές.[16] Επίσης, κοντά σε εγκαταστάσεις ενδεχόμενης σίτισης όπως λιβάδια και πρόσφατα σπαρμένους με δημητριακά αγρούς.[19] Απαιτεί απομονωμένες νησίδες[19] σε λίμνες[16] ή κατά μήκος της ακτής, μακριά από αρπακτικά.[19] Το φθινόπωρο (πριν από τη μετανάστευση) συχνάζει σε χωράφια με ζαχαρότευτλα, καλαμπόκι ή άλλα δημητριακά.[19]

Μη αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ιδιαίτερα τον χειμώνα, το είδος απαντά σε πεδινά αγροκτήματα,[15][20] βάλτους,[15] λίμνες,[15][20] δεξαμενές,[20] παράκτιες λιμνοθάλασσες[15] και εκβολές ποταμών.[20]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Καλαμιώνες, Άδενδρα Έλη, Ερεικώνες, Ακτές και Χωριά.[21]

Στην Ελλάδα, η σταχτόχηνα απαντά κυρίως σε λιβάδια καλλιεργημένους αγρούς, έλη, τενάγη και κοντά σε ακτές,[11] καθώς και σε υγροτόπους γλυκού νερού, κυρίως ευτροφικές λίμνες με πυκνή βλάστηση.[12]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικη σταχτόχηνα

Η σταχτόχηνα είναι μεγάλου μεγέθους αγριόχηνα, η μεγαλύτερη και ογκωδέστερη από τις ευρωπαϊκές χήνες, με ομοιόμορφο χρωματισμό πτερώματος χωρίς κάποια έντονα διαγνωστικά στοιχεία, αλλά λίγα σημάδια, μερικές φορές μαύρα στίγματα ή κηλίδες στην κοιλιά. Η ουρά διαθέτει 18 πηδαλιώδη φτερά[11] και εμφανίζει λεπτή μελανή λωρίδα σε οπίσθια κάτοψη.[22] Τα φύλα είναι παρόμοια σε χρωματισμούς, αλλά τα αρσενικά είναι λίγο μεγαλύτερα από τα θηλυκά.

Το πτέρωμα είναι ομοιόμορφο σταχτογκριζωπό-καφέ, έχουν μακρύ και δυνατό λαιμό, ογκώδες ράμφος, πιο σκούρο κεφάλι και πιο ανοικτόχρωμη κοιλιά, με ποικίλα μαύρα στίγματα ή μικρές ραβδώσεις. Ελάχιστα άτομα φέρουν αχνό, λευκό δακτύλιο που περιβάλλει τη βάση του ράμφους.[23] Οι πτέρυγες φέρουν ανοικτόχρωμες παρυφές στα επί μέρους φτερά και διακρινόμενη λευκή γραμμή στα όρια των πλευρών. Τα καλυπτήρια είναι ελαφρά χρωματισμένα, σε αντίθεση με τα πιο σκούρα ερετικά φτερά, διαφορά έντονα διακρινόμενη κατά την πτήση.[22] Οι ταρσοί και τα πόδια είναι σαρκόχρωμα ροζ.

Τα νεαρά άτομα διαφέρουν κυρίως στην έλλειψη μαύρων σημαδιών στην κοιλιά και τα λιγότερο έντονα μοτίβα στη ράχη.

  • Το «ανατολικότερο» υποείδος A. a. rubrirostris διακρίνεται από το ροδαλό ράμφος, σε αντίθεση με το πορτοκαλί του A. a. anser.[22] Επίσης, έχει πιο ανοικτόχρωμο πτέρωμα και είναι ελαφρά μεγαλύτερο σε μέγεθος.[23]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: 74 έως 84 (-91) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (140-) 149 έως 157 (-168) εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 6,2 έως 6,9 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 6,4 έως 6,9 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 7,1 έως 9,3 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 45,9 ± 1,4 εκατοστά [Εύρος 43,6 – 48,1 εκατοστά (σε δείγμα Ν=596 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 43,6 ± 1,3 εκατοστά [Εύρος 41,5 – 46,0 εκατοστά (Ν=564)]
  • Βάρος: ♂ 3-4 κιλά (Ν=568), ♀ 2,7-3,8 κιλά (Ν=539)[21]

(Πηγές:[9][10][18][22][23][24][25][26][27][28][29][30][31][32][33][34]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σταχτόχηνες είναι φυτοφάγα πτηνά, με τη διατροφή να αποτελείται από γρασίδι (πόες Graminae),[15] ρίζες, βλαστούς, φύλλα, κλαδιά και καρπούς άλλων ποωδών, βαλτωδών φυτών.[15][16] Επίσης, τρέφονται με υδρόβια φυτά,[16] γεωργικά σιτηρά και πατάτες (ειδικά τον χειμώνα).[15] Αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, ειδικά το πρωί και το βράδυ, αν και τα πουλιά που δεν φωλιάζουν μπορούν, επίσης, να τροφοδοτούνται τη νύκτα.[19] Έχουν τη δυνατότητα να απομακρύνονται σε περιοχές σίτισης που βρίσκονται περισσότερο από 10 χιλιόμετρα μακριά από τις θέσεις κουρνιάσματος,[19] με βέλτιστη απόσταση τα 2-5 χιλιόμετρα.[35]

Στις περιοχές διαχείμασης της ΝΔ. Ισπανίας, εχει μελετηθεί διεξοδικά το διαιτολόγιο των εκεί πληθυσμών. Αμέσως μετά την άφιξή τους στις αρχές του φθινοπώρου, οι σταχτόχηνες του Γουαδαλκιβίρ επικεντρώνονται στις θέσεις με πόες Scirpus (Schoenoplectus) litoralis, αλλά μετακινούνται σε θέσεις με Scirpus maritimus, όταν οι προηγούμενες πλημμυρίσουν μετά από τις φθινοπωρινές βροχές. Σε δύο από αυτές τις θέσεις, η δίαιτα κυριαρχείται από κονδύλους αυτών των φυτών, αλλά κατά τα τέλη του χειμώνα υπήρξε αύξηση στην κατανάλωση και των πράσινων τμημάτων. Οι κόνδυλοι του Scirpus έχουν υψηλές συγκεντρώσεις διαλυτών υδατανθράκων και φυτικών ινών, αλλά χαμηλές συγκεντρώσεις πρωτεϊνών και μετάλλων. Επαρκείς ποσότητες των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών φαίνεται να αποκτώνται με τη μετάβαση σε βοσκότοπους, προς αναζήτηση τροφής. Παρά τη σχετική υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και χαμηλή σε ίνες, οι κόνδυλοι του S. litoralis προτιμώνταν λιγότερο από εκείνους του S. maritimus. Ο λόγος για αυτό είναι ότι, οι χήνες χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να «βοσκήσουν» τα S. litoralis. Αντίθετα, στις θέσεις με S. maritimus οι χήνες δαπανούν περισσότερο χρόνο για άλλες δραστηριότητες.[36]

  • Αναφέρεται ότι στις Πρέσπες τρέφεται μερικές φορές σε καλλιέργειες φασολιών, ενώ το χειμώνα στη ΒΑ Ελλάδα σε καλλιεργούμενες εκτάσεις με χειμερινά σιτηρά, αν και προτιμά ριζώματα και κονδύλους από θερισμένο αραβόσιτο κ.ά. Στο Δέλτα Έβρου αναφέρεται ότι προτιμά, επίσης, τα ριζώματα του Scirpus maritimus (Handrinos & Akriotis 1997).[37]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την αναπαραγωγή, οι σταχτόχηνες συγκεντρώνονται κατά σμήνη για να ταξιδέψουν προς συγκεκριμένες περιοχές (με καλές θέσεις σίτισης και πρόσβαση σε ασφαλείς τοποθεσίες για κούρνιασμα),[19] όπου υποβάλλονται σε διαδικασία αλλαγής πτερώματος, που διαρκεί έναν (1) μήνα, περίπου.[38]

Γενικά, το είδος είναι πολύ αγελαίο[19][20] εκτός της περιόδου αναπαραγωγής,[20] με μεγάλες συναθροίσεις κατά την περίοδο έκδυσης και πριν από τη φθινοπωρινή μετανάστευση, σε σμήνη που μπορεί να φθάσουν τα 25.000 άτομα.[38] Κουρνιάζουν τη νύχτα, αλλά και κατά τη διάρκεια της ημέρας όταν βρίσκονται σε ανοικτό νερό.[39]

  • Το κύριο χαρακτηριστικό της ηθολογίας τους είναι η συνεχής και σταθερή επαγρύπνησή τους. Συνηθίζουν να επιτηρούν στενά τον χώρο τους και αρθρώνουν απειλητικά συρίγματα (hissing) και πολύ δυνατές κραυγές, ακόμη και με την παραμικρή ενόχληση.[24] Αυτό, έχει οδηγήσει πολλούς ιδιοκτήτες αγροικιών στην Ευρώπη, να τις χρησιμοποιούν -εξημερωμένες- ως φύλακες (sic) και, μάλιστα, τις θεωρούν πιο αποτελεσματικές από τους σκύλους

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πτήση της σταχτόχηνας είναι «βαριά», αλλά ισχυρή και ευθεία

Το πέταγμα της σταχτόχηνας είναι «βαρύ», αλλά δυνατό και ευθύ,[24] όπου ξεχωρίζουν οι πλατιές πτέρυγες, με την ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια του εμπρόσθιου μέρους τους. Το ουροπύγιο εμφανίζεται ανοικτό γκρίζο, κάνοντας αντίθεση με τη σκούρα ράχη και τα σκούρα τριτεύοντα ερετικά.[23] Απογειώνεται εύκολα, αλλά απονηώνεται αρκετά δύσκολα.[9]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και, συνήθως, ξεκινάει στα τέλη Μαρτίου στα νότια και νοτιοανατολικά, και στα τέλη Απριλίου στα βόρεια.[40] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος.

Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται μέσα σε καλαμιώνες, στο έδαφος,[15] ή στη βάση δένδρων, κάτω από θάμνους ή σε προστατευμένες κοιλότητες σε απομονωμένα δασώδη νησιά σε λίμνες ή κατά μήκος των ακτών,[16][19] καθώς και σε «σχεδίες» βλάστησης σε ποτάμια.[17] Παρά το γεγονός ότι, οι σταχτόχηνες σχηματίζουν μικρές αναπαραγωγικές αποικίες, μερικές φωλιές μπορεί να συναθροίζονται σε μικρό χώρο (π.χ. μόλις 11 μ. μεταξύ τους σε μικρές νησίδες).[16]

Οι νεοσσοί της σταχτόχηνας μπορούν να κολυμπήσουν αμέσως, αλλά επιτηρούνται στενά από τους γονείς τους

Η φωλιά είναι μια ρηχή κοιλότητα επιστρωμένη με λίγο παρακείμενο φυτικό υλικό[15][17] ή πούπουλα και φτερά αλλά, στις υγρές θέσεις, μπορεί να είναι ένας υπερυψωμένος σωρός από από καλάμια ή βούρλα.[40]

Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-8) υποελλειπτικά ή οβάλ αβγά, διαστάσεων 85,3 Χ 58,0 χιλιοστών[40] και βάρους 160 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 13% είναι κέλυφος.[21] Η εναπόθεση είναι σχεδόν καθημερινή -λίγο περισσότερο από 24 ώρες- και η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό (το αρσενικό παραμένει σε επιφυλακή σε κοντινή απόσταση από τη φωλιά) και διαρκεί 27 έως 28 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί (χηνάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν, ενώ αναζητούν μόνοι την τροφή τους υπό την επιτήρηση των γονέων. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 50-60 ημέρες, περίπου.[21][26]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος απειλείται από το κυνήγι σε μεγάλο μέρος του φάσματος κατανομής του[15][20] και είναι επιρρεπές σε δηλητηρίαση από μόλυβδο, λόγω κατάποσης κυνηγετικών σκαγίων.[41] Επίσης, οι σταχτόχηνες διώκονται από τους αγρότες, καθώς μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές στις καλλιέργειες.[15][20] Άλλοι κίνδυνοι είναι η καταστροφή και η υποβάθμιση των υγροτόπων εξαιτίας της αποστράγγισης,[15][20][42] ή μετατροπή τους σε αγροτικές καλλιέργειες,[15][20] η ρύπανση από πετρέλαιο, η εξόρυξη τύρφης, η αλλαγή στις πρακτικές διαχείρισης των υγροτόπων (π.χ. μείωση της βόσκησης σε λιβάδια που οδηγεί στην υπερανάπτυξη βλάστησης), καθώς και το κάψιμο και κούρεμα των καλαμιών, ειδικά στις περιοχές αναπαραγωγής.[42] Το είδος είναι επιρρεπές στη γρίπη των πτηνών έτσι, ώστε να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού.[43]

Κυνήγι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σταχτόχηνα υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά.[19] Στην Ελλάδα παλαιότερα ήταν θηρεύσιμο είδος και δεν προστατευόταν από τη νομοθεσία, αν και το κύριο τμήμα του αναπαραγόμενου πληθυσμού, καλύπτεται νομικά από το καθεστώς του Εθνικού Δρυμού των Πρεσπών.[44] Το κυνήγι της δεν επιτρέπεται σήμερα από την ελληνική νομοθεσία.[45] Ωστόσο, πολλές σταχτόχηνες πυροβολούνται από τους κυνηγούς, είτε από λαθροθήρες, είτε επειδή είναι δύσκολο να διακριθούν από τις ασπρομετωπόχηνες, των οποίων επιτρέπεται η θήρευση.[37]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Μάλιστα, σε πολλές περιοχές, η τάση των πληθυσμών του είναι ανοδική.[3] Είναι η μοναδική γκρίζα χήνα που παρατηρείται σε μεγάλους αριθμούς στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.[23] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ισλανδία, η Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία.[46]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σταχτόχηνα είχε καταγραφεί να φωλιάζει στο παρελθόν, στη λίμνη Αρζάν (1917, αποξηραμένη σήμερα) και στο Δέλτα του Αξιού (1950). Στη δεκαετία του 1960, προστέθηκαν θέσεις φωλιάσματος στον Έβρο, την Ισμαρίδα και την Κερκίνη. Το 1968 βρέθηκε νέα θέση φωλιάσματος στη Μικρή Πρέσπα, η οποία επιβιώνει έκτοτε, με λίγα αναπαραγόμενα ζευγάρια, ενώ οι θέσεις στην Ισμαρίδα και την Κερκίνη έχουν, σχεδόν, μηδενιστεί.[47]

Οι πληθυσμοί της σταχτόχηνας κατά τις μεταναστεύσεις και τη διαχείμαση είναι, σαφώς, μεγαλύτεροι, αν και εμφάνισαν σημαντική μείωση μετά τη δεκαετία του 1960. Απαντούν στις ίδιες, με τις θέσεις φωλιάσματος, περιοχές με την προσθήκη του Δέλτα του Έβρου.[47]

Για τους παραπάνω λόγους η σταχτόχηνα, ειδικά στην Ελλάδα, κατατάσσεται στα Κρισίμως Κινδυνεύοντα είδη (CR [D]).[37] Η χώρα φιλοξενεί τους νοτιότερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς της Ευρώπης (sensu stricto)[48] και, μάλιστα, τα πτηνά στη Μικρή Πρέσπα είναι τα μεγαλύτερα της ηπείρου, ανάλογου μεγέθους με εκείνα που απαντούν στις αχανείς στέπες της Ρωσίας.

Απαιτούνται, αυστηρός έλεγχος της λαθροθηρίας και της κυνηγετικής δραστηριότητας, επέκταση των Καταφυγίων Άγριας Ζωής όπου αυτό απαιτείται, αποτελεσματικότερη διαχείριση και προστασία των ενδιαιτημάτων του είδους, αποφυγή ενόχλησης, μελέτη της βιολογίας και οικολογίας του είδους και μακροχρόνια παρακολούθηση του πληθυσμού του τόσο στη λίμνη Πρέσπα όσο και στις περιοχές διαχείμασης.[37]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο η Σταχτόχηνα απαντά και με τις ονομασίες Αγριόχηνα, Καρακάζα, Μπόζα και Χηνάρι[49] και Σπιτόστηνα (Κύπρος).[50]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Για το γένος του ουσιαστικού Χην, βλ. Ονοματολογία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Howard and Moore, p. 62
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175028
  3. 3,0 3,1 3,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22679889/0
  4. 4,0 4,1 ΠΛΜ, 61:513
  5. Valpy, p. 25
  6. 6,0 6,1 http://www.hbw.com/species/Greylag_goose
  7. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EN&avibaseid=4AED44E819A43204
  8. 8,0 8,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22679889
  9. 9,0 9,1 9,2 Scott & Forrest, p. 48
  10. 10,0 10,1 10,2 planetofbirds.com
  11. 11,0 11,1 11,2 Όντρια (Ι), σ. 57
  12. 12,0 12,1 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 151, 197
  13. ΣΠΕΕ, σ. 253
  14. Σφήκας, σ. 36
  15. 15,00 15,01 15,02 15,03 15,04 15,05 15,06 15,07 15,08 15,09 15,10 15,11 15,12 15,13 del Hoyo et al
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 16,6 Johnsgard
  17. 17,0 17,1 17,2 Snow & Perrins
  18. 18,0 18,1 Grimmett et al, p. 54
  19. 19,00 19,01 19,02 19,03 19,04 19,05 19,06 19,07 19,08 19,09 19,10 Kear
  20. 20,00 20,01 20,02 20,03 20,04 20,05 20,06 20,07 20,08 20,09 Madge & Burn
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1610.htm
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 Bruun, p. 48
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 Mullarney et al, p. 19
  24. 24,0 24,1 24,2 Harrison & Greensmith, p. 74
  25. Ogilvie & Young
  26. 26,0 26,1 Perrins, p. 76
  27. Dunning
  28. Flegg, p. 62
  29. Heinzel et al, p. 56
  30. Όντρια, σ. 57
  31. Singer, p. 96
  32. http://www.ibercajalav.net
  33. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  34. http://ibc.lynxeds.com/species/Greylag_goose[νεκρός σύνδεσμος]
  35. Vickery & Gill
  36. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουλίου 2015. 
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 Χανδρινός (Ι) (Χανδρινός Γ., Κουτσερή Ε., Κατσαδωράκης Γ.)
  38. 38,0 38,1 Scott & Rose
  39. Flint et al
  40. 40,0 40,1 40,2 Harrison, p. 75
  41. Mateo et al
  42. 42,0 42,1 Grishanov
  43. Melville & Shortridge
  44. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 198
  45. kynoclub.gr
  46. birdlife.org
  47. 47,0 47,1 Handrinos & Akriotis, p. 114
  48. Κόκκινο Βιβλίο σ. 197
  49. Απαλοδήμος, σ. 20
  50. avibase.bsc-eoc.org

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • Dunning, John B., Jr., ed. (1992). CRC Handbook of Avian Body Masses. CRC Press. ISBN 978-0-8493-4258-5.
  • Flint, V.E., Boehme, R.L., Kostin, Y.V. and Kuznetsov, A.A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • Grishanov, D. 2006. Conservation problems of migratory waterfowl and shorebirds and their habitats in the Kaliningrad region of Russia. In: G. Boere, C. Galbraith and D Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 356. The Stationary Office, Edinburgh, U.K.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
  • Johnsgard, P.A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 1: general chapters; species accounts (Anhima to Salvadorina) . Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Kristiansen, J. N. 1998. Nest site preference by Greylag Geese Anser anser in reedbeds of different harvest age. Bird Study 45: 337-343.
  • Madge, S. and Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
  • Mateo, R., Belliure, J., Dolz, J.C., Aguilar-Serrano, J.M. and Guitart, R. 1998. High prevalences of lead poisoning in wintering waterfowl in Spain. Archives of Environmental Contamination and Toxicology 35: 342-347.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Ogilvie, M. A.; Young, S. (2004). Wildfowl of the World. New Holland Publishers. ISBN 978-1-84330-328-2.
  • Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.
  • Vickery, J. A.; Gill, J. A. 1999. Managing grassland for wild geese in Britain: a review.Biological Conservation 89: 93-106.