Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βαρβάρα (πτηνό)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαρβάρα (πτηνό)
Ενήλικη αρσενική βαρβάρα (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Ενήλικη αρσενική βαρβάρα (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Ταδορνίνες (Tadorninae) [2]
Γένος: Ταδόρνις (Tadorna) [i] Boie, 1822 F
Είδος: T. tadorna
Διώνυμο
Tadorna tadorna (Ταδόρνις η γνησία) [ii]
(Linnaeus, 1758)

Η Βαρβάρα είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tadorna tadorna και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[3]

Η λατινική ονομασία tadorna, έχει άγνωστη προέλευση που δεν επιβεβαιώνεται από κάποια ιστορική πηγή. Ίσως να έχει κελτικές ρίζες, η δε σημασία της είναι η ίδια με τη σημασία της σημερινής λαϊκής αγγλικής ονομασίας shelduck, που σε ελεύθερη μετάφραση είναι «πλουμιστή/παρδαλή πάπια», παραπέμποντας στο πολύχρωμο πτέρωμα του πτηνού.[4][5]

Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία εμφανίζεται ο όρος χηνόπαπιες ως απόδοση των λατινικών όρων Tadorna και Tadorninae για το γένος και την υποοικογένεια, αντιστοίχως.[6][7]. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία μεταφραστική βάση για την απόδοση αυτή και ο όρος είναι απολύτως τεχνητός, βασιζόμενος στα ενδιάμεσα χαρακτηριστικά του πτηνού (βλ. Συστηματική ταξινομική).

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο το 1758, (Syst. Nat. ed. 10, p. 122) ως Anas tadorna, στην Ευρώπη και είναι μονοτυπικό, δηλαδή δεν περιλαμβάνει υποείδη.[8]

Η βαρβάρα ανήκει σε μία υποοικογένεια (Tadorninae) Νησσόμορφων πτηνών, η οποία περιλαμβάνει μέλη με χαρακτηριστικά ενδιάμεσα εκείνων που έχουν οι χήνες και οι πάπιες. Απολιθώματα της πρώιμης Πλειοκαίνου Εποχής από το Ντόρκοβο της Βουλγαρίας, καταχωρημένα ως Balcanas pliocaenica, μπορεί να ανήκουν στο συγκεκριμένο είδος, ή κάποιο συγγενικό που σήμερα έχει εξαφανιστεί. Ο σημερινός κλάδος στον οποίο ανήκει το είδος, πιθανόν να διαχωρίστηκε στην αρχή του Πλειστοκαίνου, περίπου 2-3 εκατ. χρόνια πριν. Επίσης, παρόμοιο απολίθωμα βραχιονίου οστού ανακαλύφθηκε στη Ν. Αυστραλία, το οποίο χρονολογήθηκε από την Πλειόκαινο Εποχή, δηλαδή 5,6-2,3 εκατ. χρόνια πριν, περίπου. Το συγκεκριμένο απολίθωμα βρέθηκε σε εξαιρετική κατάσταση και, οι μετρήσεις έδειξαν ότι το μέγεθός του πλησίαζε περισσότερο στο ευρωπαϊκό είδος παρά στα είδη της Ωκεανίας.[9] Το είδος κατανέμεται, χονδρικά, σε δύο μεγάλους αναπαραγομένους πληθυσμούς, τον ευρωπαϊκό, που συχνάζει κυρίως στις ακτές και τον ασιατικό που προτιμάει τα αλμυρά ή υφάλμυρα ύδατα των στεπών.[10]

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Tadorna tadorna. Kίτρινο: Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Πράσινο: Mόνιμο (επιδημητικό), Μπλέ: Περιοχές διαχείμασης

Η βαρβάρα είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος (οι περισσότεροι πληθυσμοί είναι αποδημητικοί) με ευρεία αλλά τοπική κατανομή σε όλες τις εύκρατες περιοχές του Παλαιού Κόσμου, από τις ακτές του Ατλαντικού (Μαρόκο, Πορτογαλία, Ιρλανδία, μέχρι ανατολικά στην Α Σιβηρία και τη Σινική Θάλασσα και, νότια μέχρι την ΒΔ Ινδία).

Στην Ευρώπη απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης (επιδημητικό, καλοκαιρινός αναπαραγόμενος και χειμερινός επισκέπτης) στο μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου: ζει μόνιμα όλο το έτος σε εκτεταμένες περιοχές της Δ Ευρώπης, (Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία), βόρεια μέχρι την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Δανία), στην κεντρική Ευρώπη (Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία, Ουγγαρία, ενώ νότια είναι επιδημητικό σε θύλακες της Ιβηρικής, στην Ιταλία, τα Α Βαλκάνια με την Ελλάδα και τα μεσογειακά νησιά (φαίνεται να λείπει από την Κρήτη). Το καλοκαίρι αναπαράγεται σε εκτεταμένες περιοχές της Ισλανδίας, της Β Σκανδιναβίας (μέχρι Β Νορβηγία, Ν Σουηδία, ΝΔ Φινλανδία), χώρες της Βαλτικής, Πολωνία, Ουκρανία, χώρες γύρω από τον Εύξεινο Πόντο, Ρουμανία, Βουλγαρία. Τέλος διαχειμάζει σε πολλές από τις προαναφερθείσες περιοχές, με μικρές ή μεγαλύτερες μετακινήσεις. Από τις βορειοευρωπαϊκές περιοχές ξεχωρίζουν οι μεγάλοι διαχειμάζοντες πληθυσμοί της Θάλασσας Βάντεν στη ΒΔ Ολλανδία, η περιοχή της Μάγχης, τόσο στη Βρετανία όσο και στη Γαλλία, ενώ στη Ν Ευρώπη οι κύριες περιοχές διαχείμασης βρίσκονται σε, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και Ελλάδα, ωστόσο σε περιορισμένους θύλακες.

Οι ασιατικοί πληθυσμοί είναι επιδημητικοί σε περιοχές της Τουρκίας, του Ευξείνου Πόντου, της Τρανσκαυκασίας (περιοχή Κασπίας), της Β Συρίας και του Ιράν, ενώ ο κύριος όγκος αναπαράγεται τα καλοκαίρια στα εσωτερικά ύδατα της Κ Ασίας, (Ν Ρωσία, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν), νότια μέχρι το Ν Ιράν και ανατολικά μέχρι τη Σιβηρία, τη Μογγολία και τη Β Κίνα. Διαχειμάζει με μετανάστευση προς νότον, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος. Έτσι, οι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί της Α Ασίας διαχειμάζουν στην Α Κίνα και τη χερσόνησο της Κορέας, οι κεντροασιατικοί στην περιοχή των Ιμαλαΐων και το Μπανγκλαντές και οι δυτικοί στο Ισραήλ και την Ιορδανία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και τη ΒΔ Ινδία, ενώ κάποια άτομα φθάνουν μέχρι τη Β. Αφρική.

Οι αφρικανικοί πληθυσμοί είναι στο συντριπτικό ποσοστό τους, διαχειμάζοντες, σε μία εκτεταμένη αλλά διακεκομμένη μεσογειακή κυρίως ζώνη από το Μαρόκο μέχρι την Αίγυπτο στο Δέλτα του Νείλου. Πηγές:[3][8] [11]

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι πληθυσμοί του είδους αυτού είναι μεταναστευτικοί (αν και οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί είναι σε μεγάλο βαθμό καθιστικοί (επιδημητικοί)) και πραγματοποιούν εκτεταμένες μεταναστεύσεις σε περιοχές όπου αλλάζουν πτέρωμα (moult) μετά την αναπαραγωγή (del Hoyo et al. 1992). Κάποιοι ασιατικοί αναπαραγωγικοί πληθυσμοί μπορεί επίσης να αλλάζουν πτέρωμα κοντά στους τόπους αναπαραγωγής τους (Kear 2005a). Το είδος φωλιάζει κατά μεμονωμένα ζεύγη ή κατά μικρές ομάδες (Flint et al. 1984, del Hoyo et al. 1992), ενώ τα μη-αναπαραγόμενα άτομα συνήθως παραμένουν σε σμήνη όλο το χρόνο (Kear 2005a). Πολύ σπάνια συγχρωτίζεται με άλλες πάπιες (Avon and Tilford, 1989).

Μετά την αναπαραγωγή (μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου), τα πουλιά αλλάζουν πτέρωμα και αδυνατούν να πετάξουν για 25-31 ημέρες (Kear 2005a), οπότε γίνονται ιδιαίτερα αγελαία (Madge και Burn 1988) και μπορεί να συναθροίζονται σε μεγάλα σμήνη, τα οποία περιλαμβάνουν μέχρι και 100.000 άτομα ή και περισσότερα (del Hoyo et al. 1992, Kear 2005a)! Αυτό συμβαίνει διότι, λόγω της ανικανότητάς τους να πετάξουν, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και συναθροίζονται για περισσότερη ασφάλεια και για να τραφούν καλύτερα. Η μεγαλύτερη περιοχή συγκέντρωσης του είδους κατά την περίοδο αλλαγής πτερώματος, είναι η περιοχή της Βόρειας Θάλασσας, μεταξύ των εκβολών των ποταμών Έλβα και Βέζερ, όπου συγκεντρώνεται σχεδόν το σύνολο του ευρωπαϊκού πληθυσμού, ακόμη και άτομα από το Καμάργκ της Γαλλίας.[12] Άλλες σημαντικές περιοχές συνάθροισης των πληθυσμών είναι ο Κόλπος Μπρίτζγουότερ της ΝΔ Αγγλίας και οι εκβολές του Ρήνου στην Ολλανδία.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Γιβραλτάρ, το Λουξεμβούργο και το Λίχτενσταϊν, τη Σενεγάλη, τη Μαυριτανία, τη Γκάνα, το Σουδάν και την Αιθιοπία, το Μπαχρέιν, το Νεπάλ και τις Φιλιππίνες και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις από τις ΗΠΑ και τον Καναδά. [1][13]

Στην Ελλάδα, η βαρβάρα απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης, δηλαδή ως μόνιμο και καλοκαιρινό αναπαραγόμενο είδος -ωστόσο σε περιορισμένες θέσεις και αριθμούς-, αλλά και μεταναστευτικό, κατά την εαρινή (Μάρτιο έως Ιούνιο) και τη φθινοπωρινή (Οκτώβριο) μετανάστευση,[14][15] Από την Κρήτη εξαφανίσθηκε μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.[16]

Το είδος δείχνει προτίμηση στα ενδιαιτήματα αλμυρού ύδατος και συχνάζει σε λασπώδη πλατώματα (del Hoyo et al. 1992) και λασπώδεις ή αμμώδεις εκβολές ποταμών (Madge και Burn 1988, del Hoyo et al. 1992) παρακτίων περιοχών, ενώ απαντά στα ηπειρωτικά σε αλμυρές και υφάλμυρες λίμνες στεπωδών ή ημι-ερημικών περιοχών (Madge και Burn 1988). Οι ασιατικοί πληθυσμοί καταλαμβάνουν επίσης ποτάμια ή έλη γλυκού νερού (Kear 2005a) και άλλες πληθυσμιακές ομάδες χρησιμοποιούν ενδιαιτήματα γλυκού νερού κατά τη μετανάστευση (Flint et al. 1984).

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα πέντε πρώτα στατιστικώς προτιμώμενα οικοσυστήματα είναι τα εξής: Εκβολές, Ακτές, Λίμνες, Μικρές λεκάνες -φυσικές ή τεχνητές- με γλυκό νερό και Ποτάμια.[17]

Στην Ελλάδα ανευρίσκεται σε λιμνοθάλασσες, λίμνες, τενάγη, σχεδόν πάντοτε κοντά στη θάλασσα.[14][18]

  • Σε διεξοδική έρευνα που διεξήχθη το 2008 στην περιοχή του Έβρου, τα αποτελέσματα ήσαν ότι οι βαρβάρες έδειξαν προτίμηση στα αλμυρά/υφάλμυρα ύδατα ως ενδιαιτήματά τους, με τα ηπειρωτικά εσωτερικά ύδατα να ακολουθούν. Αντίθετα, απέφευγαν συστηματικά τα ενδιαιτήματα με αρμυρίκια (Tamarix spp.) και καλαμιές.[19]
Ενήλικη θηλυκή βαρβάρα (αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Η βαρβάρα είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα είδη πτηνών με τα χαρακτηριστικά χρώματα του πτερώματός της, ιδιαίτερα κατά την εποχή της αναπαραγωγής. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό πουλί, όπου κυριαρχούν πολλά και σαφώς οριοθετημένα χρώματα έτσι, ώστε δύσκολα να συγχέεται με άλλα είδη. Τα φύλα, σε γενικές γραμμές είναι όμοια και δεν υπάρχουν τόσες διαφορές ώστε να στοιχειοθετείται ο έντονος φυλετικός διμορφισμός που παρατηρείται στις άλλες πάπιες, ωστόσο παρατηρούνται κάποιες μικροδιαφορές ανάλογα με την εποχή, με πιο έκδηλη την παρουσία φύματος στο αρσενικό κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Το πτηνό υποβάλλεται σε δύο ολικές αλλαγές πτερώματος και μία (1) στα ερετικά πτερά ετησίως.

Περίοδος αναπαραγωγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πτέρωμα αναπαραγωγής το κεφάλι, ο τράχηλος και ο λαιμός έχουν ένα ελαφρώς ιριδίζον μαυροπράσινο χρώμα. Το ράμφος είναι κατακόκκινο με τη μέση ρινοθήκη κοίλη και, πάνω από τη βάση του προς το μέτωπο υπάρχει χαρακτηριστικό, επίσης κατακόκκινο εξέχον, σαρκώδες φύμα (ύβωμα). Ξεκινώντας από τους ώμους, κάθε πλευρά του σώματος διατρέχεται από μία, επίσης μαυροπράσινη διαμήκη λωρίδα, με κατεύθυνση προς τη βάση της ράχης. Ολόγυρα από το μπροστινό μέρος του θώρακα και μεταξύ τραχήλου και ράχης υπάρχει μια πλατιά κοκκινωπή-καφέ ζώνη, ενώ εκεί που τελειώνει αυτή η ζώνη στο κάτω μέρος του στήθους, υπάρχει μία άλλη καφεκόκκινη ταινία που διατρέχει την κοιλιά μέχρι την αμάρα. Σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος κυριαρχεί το κατάλευκο χρώμα.

Ενήλικη αρσενική βαρβάρα (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
  • Το χαρακτηριστικό φύμα των αρσενικών φαίνεται ότι έχει μέγεθος ανάλογο με το μέγεθος των όρχεών του, που σημαίνει ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή τους από τα θηλυκά κατά το ζευγάρωμα. Επίσης, αρκετά αρσενικά δεν διαθέτουν το φύμα κατά το 1ο έτος της ζωής τους, επομένως δεν αποτελεί ασφαλές διαγνωστικό στοιχείο σε όλες τις ηλικίες.[10]

Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά είναι μαυριδερά, αλλά οι κάτω επιφάνειες των δευτερευόντων έχουν λευκά άκρα. To κάτοπτρο (speculum), δηλαδή η άνω επιφάνεια των δευτερευόντων ερετικών φτερών, έχει χαρακτηριστικό μεταλλικό, χαλκοπράσινο χρώμα. Τα εξωτερικά τριτεύοντα φτερά είναι καστανοκόκκινα, ενώ τα καλυπτήρια των πτερύγων (στέγαστρα), τόσο στην άνω όσο και στην κάτω επιφάνεια, είναι λευκά. Τα πηδαλιώδη πτερά της ουράς είναι λευκά, αλλά έχουν μαυριδερά άκρα έτσι, ώστε να εμφανίζεται μία λεπτή μαυριδερή ταινία κατά την πτήση, ενώ η κάτω επιφάνεια, μεταξύ κοιλιάς και αμάρας είναι καστανόξανθη. Η ίριδα είναι καστανόμαυρη, οι ταρσοί και τα πόδια έχουν σκούρο ροζ-κοκκινωπό χρώμα και τα νύχια των ποδιών είναι μαύρα.

Το θηλυκό έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με το αρσενικό, αλλά είναι λίγο μικρότερο σε μέγεθος, χωρίς το χαρακτηριστικό φύμα στο ράμφος, αλλά με κάποια μικρή λευκή περιοχή. Άλλες μικροδιαφορές είναι: κεφάλι πιο μαυριδερό από του αρσενικού χωρίς ιριδίζουσα απόχρωση και με κάποιες καφετί περιοχές, ράμφος και ταρσοί με χρώμα αχνό ροδοκόκκινο, στήθος με όχι καλώς οριοθετημένη, στενή κοκκινωπή-καφέ ζώνη, κάτοπτρο όχι μεταλλικό, πρωτεύοντα ερετικά σκουρόγκριζα και περισσότερα μαύρα εξωτερικά τριτεύοντα.

Μη αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πτέρωμα του αρσενικού έχει λίγο πιό θαμπά χρώματα, με μη σαφείς οριοθετήσεις, από το λευκό στο καφέ, στην περιοχή του στήθους. Το κεφάλι φαίνεται πιο μαύρο -από το αναπαραγωγικό μαυροπράσινο- και δεν ιριδίζει τόσο πολύ. Στο πρόσωπο και το λαιμό υπάρχουν μεμονωμένα λευκά σημάδια, ενώ η κοιλιακή λωρίδα μπορεί να είναι ελλιπής ή να απουσιάζει εντελώς.

Το θηλυκό έχει το ίδιο θαμπό πτέρωμα με του αρσενικού, αλλά οι ασαφείς χρωματικές οριοθετήσεις του στήθους, περιορίζονται στη μία πλευρά του. Τα εξωτερικά τριτεύοντα ερετικά φτερά έχουν ανοικτό καστανοκαφέ χρώμα, με γκρίζα διαμήκη λωρίδα.

Ενήλικη αρσενική βαρβάρα (μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Τα νεαρά άτομα, προτού αποκτήσουν το τελικό τους πτέρωμα, εμφανίζουν μία πολύ περισσότερη ασπρόμαυρη ανάμικτη με καφέ, «παρδαλή» απόχρωση, με άσπρες άκρες στα δευτερεύοντα φτερά και σε όλα τα πρωτεύοντα, πλην των 4 εξωτερικών. Οι ταρσοί και τα μεγάλα καλυπτήρια των πτερύγων είναι γκρίζα, ενώ στα πλάγια του προσώπου διαφαίνεται ένα μικρό, λευκωπό σημάδι.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (58-)61 έως 67(-71) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 110-133 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: Αρσενικό 33,6 ± 1,2 εκατοστά (μέσος όρος σε δείγμα (n) 526 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο), Θηλυκό 30,8 ± 0,14 γραμμάρια (n=193, στο Ηνωμένο Βασίλειο)
  • Μήκος ουράς: Αρσενικό 10,8 εκατοστά (n=27), Θηλυκό 9,7 εκατοστά (n=27)
  • Μήκος ράμφους: Αρσενικό 5,3 εκατοστά (n=37), Θηλυκό 4,7 εκατοστά (n=46)
  • Μήκος ταρσού: Αρσενικό 5,6 εκατοστά (n=34), Θηλυκό 5,0 εκατοστά (n=36)
  • Βάρος: Αρσενικό 1310 ± 0,15 γραμμάρια (μέσος όρος σε δείγμα 437 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο), Θηλυκό 1020 ± 0,17 γραμμάρια (μέσος όρος σε δείγμα 153 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)

Πηγές:[14][17][20][21][22][23][24][25][26][27] [28][29][29]

Η διατροφή της βαρβάρας αποτελείται κυρίως από ζωική ύλη, όπως μικρά σαλιγκάρια, δίθυρα μαλάκια και σκουλήκια, μικρά ψάρια και τα αυγά τους (del Hoyo et al. 1992), σπανιότερα έντομα και υδρόβια φυτά. Η κύρια λεία των πτηνών στις μεγάλες συναθροίσεις των λασπωδών ακτών της Β. Γερμανίας, είναι κυδώνι (ζώο)α του είδους Cardium edule, ενώ στις βρετανικές ακτές της Βόρειας Θάλασσας τα μικρά γαστερόποδα Hydrobia ulvae. Στις αλυκές της ΝΑ. Ευρώπης και της Σιβηρίας οι γαρίδες του είδους Artemia salina παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατροφή τους. Τα φύκια διαφόρων ειδών και, σπέρματα αγρωστωδών που καταναλώνονται κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα στους αγρούς, συμπληρώνουν το διαιτολόγιο.[10][30][31]

  • Σε δύο νεκρά άτομα που εξετάστηκε το στομαχικό τους περιεχόμενο, βρέθηκαν: στο πρώτο, ένα θηλυκό, 11.852 (!) σαλιγκαράκια του γένους Hydrobia και, στο δεύτερο, ένα άτομο από τη Ρωσία, 63.880 (!!) προνύμφες κουνουπιών της οικογένειας Chironomidae.[29]

Η αναζήτηση τροφής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παλίρροιες. Τα πουλιά αναζητούν τροφή κατά την άμπωτη και αναπαύονται κατά τις πλημυρίδες σε αμμόλοφους, αμμώδεις όχθες, ή στις λασπώδεις, μεταβατικές παλιρροιακές ζώνες. Τρέφονται κυρίως τη νύχτα, εάν βέβαια τα νερά είναι αποτραβηγμένα, ωστόσο τον χειμώνα, ο χρόνος που περνούν ψάχνοντας τροφή μπορεί να φθάσει και τις 14 ώρες.[10]

Κατά την αναζήτηση τροφής, το πουλί βαδίζει και κινεί το κεφάλι δεξιά-αριστερά, με το ράμφος χωμένο κάτω από το νερό μέσα στο λασπώδες υπόστρωμα, ή κολυμπάει στην επιφάνεια και κάνει συχνές καταδύσεις.[31] Το μέγιστο βάθος του νερού στο οποίο οι βαρβάρες αναζητούν την τροφή τους με επιτυχία, είναι 40 εκατοστά και έχουν ολόκληρο το πάνω μέρος του σώματος βυθισμένο στο νερό.[10] Μία χαρακτηριστική τεχνική του πτηνού, περιλαμβάνει ανασκαφή του μαλακού εδάφους με τα πόδια έτσι, ώστε να εκτίθενται τα κρυμμένα στο έδαφος μαλάκια, κάτι έμφυτο ακόμη και στα νεαρά άτομα. Αυτά, προτιμούν να τρέφονται κυρίως με πολύχαιτους Nereis spp και αμφίποδα, όπως Corophium volutator.[10][30]

Καταφεύγει εύκολα στο πέταγμα, τις περισσότερες φορές παίρνοντας μικρή φόρα. Οι κινήσεις του είδους κατά την πτήση είναι παρόμοιες με εκείνες των χηνών και, μάλιστα, από κάποια απόσταση μοιάζουν με χήνες μικρού μεγέθους και με κοντό λαιμό. Πετούν χαμηλά πάνω από το νερό, με σχετικά αργά φτεροκοπήματα,[22] αλλά τα μεγάλα σμήνη ταξιδεύουν ως επί το πλείστον σε ακανόνιστη γραμμή ή σχηματισμούς τόξου, με μέση ταχύτητα 95 χμ/ώρα, αλλά υπό ευνοϊκές συνθήκες ανέμου, μέχρι και 195 χμ/ώρα. Όταν πετούν, είναι εύκολο να αναγνωριστούν, κυρίως λόγω του γενικότερου λευκού χρώματος των πτερύγων τους που, έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με το πράσινο κάτοπτρο.

Νεοσσοί βαρβάρας
Tadorna tadorna

Τα αναπαραγωγικά άτομα διατηρούν τις περιοχές σίτισης από τα τέλη του χειμώνα μέχρι την εκκόλαψη των νεοσσών. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ζουν κοπαδιαστά, με τα μή αναπαραγωγικά άτομα να παραμένουν σε σμήνη όλο το έτος. Οι μεγαλύτερες συναθροίσεις παρατηρούνται κατά την εποχή της μετα-αναπαραγωγικής αλλαγής πτερώματος (moult), ενώ κατόπιν, τα πτηνά διασπείρονται και επανέρχονται στα εδάφη φωλιάσματος, συχνά κατά στάδια και για αρκετούς μήνες.

  • Πολλές φορές, οι νεοσσοί σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη γέννησή τους, συγκεντρώνονται κατά μεγάλα σμήνη (crechings) σε ιδιαίτερα ενδιαιτήματα, όπως εκβολές ποταμών, όπου παραμένουν μαζί με ενήλικες για μεγαλύτερη προστασία. Σε αυτές τις συναθροίσεις συμπεριλαμβάνονται νεοσσοί διαφορετικών ηλικιών. Αυτό μπορεί να συμβεί επανειλημμένα, μέχρι και 3-4 φορές μέχρι την απόκτηση του οριστικού τους πτερώματος. Τα ενήλικα άτομα που τα «αναλαμβάνουν» υπό την προστασία τους, αποτελούνται κυρίως από θηλυκά, επιτυχώς αναπαραχθέντα. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ μέσα σε ένα creching, η ανάπτυξη των νεοσσών είναι σαφώς γρηγορότερη από εκείνη σε μία (1) τυπική φωλιά, η θνησιμότητα είναι μεγαλύτερη.[32]

Οι βαρβάρες είναι μονογαμικά πτηνά, με τους εταίρους να μένουν μαζί κάθε χρόνο, αν και μπορεί να μεταναστεύουν ή να διαχειμάζουν ξεχωριστά. Στον ανταγωνισμό για τον εδαφικό χώρο φωλιάσματος, επικρατούν τα βαρύτερα και στην καλύτερη φυσική κατάσταση άτομα (Patterson, 1982), ενώ εκείνα που δεν απέκτησαν περιοχή φωλιάσματος, δεν αναπαράγονται. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα θηλυκά φθάνουν σε σεξουαλική ωριμότητα στην ηλικία των 2 ετών, ενώ τα αρσενικά στα 4-5 έτη.

Και τα δύο φύλα παρουσιάζονται επιθετικά κατά το ζευγάρωμα, με τις εκδηλώσεις επίδειξης να ενισχύονται από τη μορφολογία του πτερώματος (Patterson, 1982). Τα αρσενικά υπερασπίζονται επίμονα την περιοχή φωλιάσματος και τα θηλυκά, με χαρακτηριστικές κινήσεις «εκφοβισμού», όπως περιστροφή του κεφαλιού, ανεβοκατεβάσματα του σώματος και υψίσυχνα σφυρίγματα. Και τα δύο φύλα επιτίθενται στον αντίπαλο, όπως κάνουν οι χήνες, δηλαδή με κατεβασμένο το λαιμό και ανοιγμένο ράμφος, ενώ μπορεί και να δαγκώσουν εάν χρειαστεί. Το αρσενικό επιδεικνύεται στο θηλυκό με ορθή στάση και ανορθωμένα τα πτερά του τραχήλου, ενώ σφυρίζει δυνατά, ενώ και τα δύο φύλα επιτελούν υπερβολική επίδειξη «καθαρίσματος» του πτερώματός τους (preening) το ένα στο άλλο.

Η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής πραγματοποιείται σταδιακά από τον Οκτώβριο μέχρι το Μάρτιο, με τα γηραιότερα άτομα να επιστρέφουν νωρίτερα από τα νεαρότερα και το φώλιασμα να γίνεται τον Απρίλιο και το Μάιο. Στα εδάφη όπου αναπαράγονται, οι βαρβάρες φωλιάζουν πολύ συχνά σε λαγούμια κουνελιών (Oryctolagus cuniculus), κάτι που χαρακτηρίζει το είδος (Kear 2005a). Επίσης, μπορεί να φωλιάσουν και σε κουφάλες δένδρων (del Hoyo et al. 1992), έως και 8 μέτρα από το έδαφος (Kear 2005a), κάτω από θάμνους (Harrison), ή κάτω από τεχνητά αντικείμενα όπως θημωνιές. Τέλος, μπορεί να εγκατασταθούν σε τεχνητές φωλιές (Kear 2005a) και, περιστασιακά σε ανοικτή ή πυκνή βλάστηση μέχρι και 1 χιλιόμετρο από το νερό (Madge and Burn 1988, Kear 2005a). Πολλές φορές η φωλιά βρίσκεται βαθιά μέσα στην τρύπα, όπως λ.χ. στα λαγούμια σε 3 μέτρα βάθος (Harrison). Η φωλιά επιλέγεται και τακτοποιείται από το θηλυκό, ενώ δεν χρησιμοποιείται κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης, εκτός από πούπουλα, πτερά ή φυτικό υλικό. Εάν οι θέσεις φωλιάσματος αφθονούν, το θηλυκό τείνει να αλλάζει φωλιά κάθε χρόνο. Όταν το φώλιασμα γίνεται κατά αποικίες, η απόσταση μεταξύ των φωλιών μπορεί να είναι μόλις 1 μέτρο.

Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο και, πιθανότατα, δεν αντικαθίσταται εάν καταστραφεί. Αποτελείται από 8-9 αβγά, -έχουν καταγραφεί και ακραίες περιπτώσεις από 3 ή 17 αβγά-, διαστάσεων 65,6×47,3 χιλιοστών και βάρους 79,8 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 9% είναι κέλυφος. Τα αβγά εναποτίθενται καθημερινά, ενώ έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις απόρριψης. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό το οποίο δημιουργεί ειδικό «σημείο επώασης» (brood or incubation patch), δηλαδή άπτερη περιοχή κοντά στην αμάρα για καλύτερη μεταφορά θερμότητας στα αβγά και διαρκεί 29-31 ημέρες, ενώ το αρσενικό παραμένει σχετικά μακριά.[33] Το θηλυκό μπορεί να λείψει απο τη φωλιά 3-4 φορές ημερησίως για να τραφεί, να κολυμπήσει ή να καθαρίσει το πτέρωμά της, πάντοτε κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ συνοδεύεται από το αρσενικό κατά την επιστροφή (Patterson, 1982).

Οι νεοσσοί εκκολάπτονται ταυτόχρονα και είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται δηλαδή με υποτυπώδες πτέρωμα και είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τη φωλιά άμεσα. Οδηγούνται στο νερό και στις θέσεις βόσκησης, είτε και από τους δύο γονείς, είτε μόνον από το θηλυκό. Το ποσοστό επιτυχημένων εκκολάψεων είναι υψηλότατο (90%), αλλά μειώνεται σημαντικά στο φώλιασμα κατά αποικίες (25-50%), πιθανόν λόγω παρενοχλήσεων από τα γειτονικά ζευγάρια. Και οι δύο γονείς συμμετέχουν αρχικά στο μεγάλωμα των νεοσσών και σε περίπτωση κινδύνου, γίνονται ιδιαίτερα επιθετικοί, ή προσπαθούν να παρασύρουν τον εισβολέα μακριά από τη φωλιά, πετώντας επιδεικτικά και φωνάζοντας από μακριά για να του αποσπάσουν την προσοχή. Το θηλυκό αναλαμβάνει αποκλειστικά, την ανατροφή των μικρών μετά από μερικές ημέρες. Κάποιοι γονείς παραμένουν μαζί με τους νεοσσούς μέχρι την απόκτηση του πρώτου πτερώματος (fledging), στις 45-50 ημέρες, περίπου, ενώ άλλοι αναχωρούν για τα εδάφη αλλαγής πτερώματος (moult), όταν οι νεοσσοί είναι μόλις 15-20 ημερών. Ανεξαρτητοποιούνται στις 8 εβδομάδες, περίπου.[33]

Ο κυριότερος θηρευτής του είδους στις επικράτειες αναπαραγωγής, φαίνεται να είναι ο γιγαντόγλαρος Larus marinus. Επίσης κάποια άλλα είδη γλάρων, κορακοειδή και αλεπούδες, ενώ κινδυνεύει και από εισηγμένες μουστελίδες (κυρίως Neovison vison στα νησιά (Nordstrom et al. 2002). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νεοσσοί και τα νεαρά πουλιά καταδύονται εύκολα με το παραμικρό, σε αντίθεση με τους γονείς που καταδύονται μόνο σε περίπτωση πραγματικού κινδύνου.[29]

Στην Ελλάδα, η βαρβάρα φωλιάζει σε ορισμένες περιοχές της βόρειας Ελλάδας και του ανατολικού Αιγαίου, αλλά βρίσκεται και ως επιδημητικό πτηνό σε ορισμένους θύλακες όπου διαχειμάζει. Επίσης απαντά και ως διαβατικό πτηνό, κατά την εαρινή (Μάρτιο έως Ιούνιο) και τη φθινοπωρινή (Οκτώβριο) μετανάστευση,[14][15][19][34]

Το είδος απειλείται από την απώλεια ενδιαιτημάτων ως αποτέλεσμα της κατασκευής φραγμάτων για τον έλεγχο των παλιρροιών στην Ευρώπη (Kear 2005a, Burton 2006). Επίσης κινδυνεύει από χαμηλά ποσοστά επιτυχημένης ωοτοκίας σε κακές καιρικές συνθήκες και, είναι ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών, ώστε να μπορεί να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού (Melville και Shortridge 2006).

Γίνεται αντικείμενο θήρας για εμπορικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς στο Ιράν (Balmaki και Barati 2006), ενώ τα αυγά των πτηνών συλλέγονταν (και ίσως ακόμη συλλέγονται) στην Ισλανδία (Gudmundsson 1979).

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο 1973-1993, εκτιμάται ότι υπήρχε αύξηση του πληθυσμού στη ΒΔ. Ευρώπη κατά 50%, αλλά αυτή η αύξηση ανασχέθηκε μεταξύ 1987-1996.[10] Οι προβλέψεις που βασίζονται σε κλιματικά μοντέλα, λένε ότι το είδος, μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, πιθανόν να εξαφανισθεί σε μεγάλο βαθμό ως αναπαραγωγικό πτηνό στην κεντρική Ευρώπη, επειδή δεν θα βρίσκει κατάλληλο βιότοπο εκεί. Η περιοχή κατανομής θα συνεχίσει να επεκτείνεται προς τα βόρεια συμπεριλαμβανομένης της Ισλανδίας.

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία, η Ολλανδία και η Γερμανία, ενώ τους μικρότερους η Ουγγαρία, η Πορτογαλία, η Τσεχία, η Σερβία και η Ισλανδία.[35]

Γενικά, οι πληθυσμοί του παραμένουν σταθεροί και, αυτός είναι και ο λόγος που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1]

Καθεστώς προστασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Τρωτά.

ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.

Πληροφορίες διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα περιφερικά νησιά του αρχιπελάγους της νοτιοδυτικής Φινλανδίας πειραματική αφαίρεση (εξόντωση) του αρπακτικού Neovison vison, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της πυκνότητας αναπαραγωγής του είδους (Nordstrom et al. 2002).

Στον ελλαδικό χώρο η Βαρβάρα απαντά και με τις ονομασίες Θαλασσοέρμαιο (Κατοχή Μεσολογγίου) Νησσόγαλος (Ακαρνανία), Παρδαλάς (Λαμία), Γαλλόνησσα, Ντελής (Ηλεία), Αλατζάς (Έβρος), Βουνοπάπι, Θαλασσινιάς (Νιοχώρι Αιτωλίας), Βασιλόπαπια, (Αγρίνιο), Θαλασσογέρμανο (Άρτα), Διανόπαπια, Καζάρκα,[36] και Πυρροχηνόπαπια [37]

i. ^ Η λέξη ταδόρνιςταντόρνις) είναι δάνειο από τη λατινική -με πιθανή κελτική ρίζα- tadorna.

ii. ^ Άλλες λόγιες ονομασίες είναι Νήσσα η ταδορνίς, Νήσσα η χηναλώπηξ και Χηναλώπηξ η κερασφόρος [36]. Από αυτές, μόνον η πρώτη έχει κάποιο έρεισμα στην επιστημονική της ονομασία, αλλά με τον τονισμό στην παραλήγουσα, διότι η λέξη είναι παράγωγο της λέξης όρνις.[38].

Η δεύτερη και η τρίτη ονομασία είναι εντελώς τεχνητές και έχουν ως βάση το συνδυασμό της -επίσης τεχνητής- κατηγορίας στην οποία ανήκει το γένος, (Χηναλώπηξ), με το χαρακτηριστικό ύβωμα του αρσενικού στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα.[36]
  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Tadorna tadorna στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. Howard and Moore, p. 63
  3. 3,0 3,1 Howard and Moore, p. 64
  4. Αγγλική Βικιπαίδεια, λήμμα Common Shelduck
  5. http://dictionary.reference.com/browse/sheldrake
  6. Όντρια, σ. 60-61
  7. Πάπυρος λαρούς Μπριτάνικα, τ. 2, σ. 128
  8. 8,0 8,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2013. 
  9. http://www.biodiversitylibrary.org/page/41567651#page/117/mode/1up
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 10,6 Kear
  11. BirdLife International and NatureServe (2012). «Tadorna tadorna: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  12. Bezzel, p. 113
  13. NARBA North American Rare Bird Alert
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Όντρια, σ. 61
  15. 15,0 15,1 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 151
  16. Σφήκας, σ. 80
  17. 17,0 17,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1730.htm
  18. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 2, σ. 128
  19. 19,0 19,1 Tsiompanoudis et al.
  20. Flegg, p. 66
  21. Heinzel et al, p. 62
  22. 22,0 22,1 Bruun, p. 56
  23. Perrins, p. 78
  24. Scott & Forrest, p. 42
  25. Singer, p. 101
  26. Avon & Tilford, p. 20
  27. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2013. 
  28. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 http://books.google.gr/books?id=MfrdBcKd79wC&pg=RA1-PA439&lpg=RA1-PA439&dq=crested+shelduck&redir_esc=y#v=onepage&q=crested%20shelduck&f=false
  30. 30,0 30,1 Rutschke, S. 324
  31. 31,0 31,1 Gooders und Boyer, S. 19
  32. Williams
  33. 33,0 33,1 Harrison, p. 79
  34. ΣΠΕΕ, σ. 109
  35. http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp402.pdf
  36. 36,0 36,1 36,2 Απαλοδήμος, σ. 17
  37. Όντρια σ. 61
  38. Μπαμπινιώτης, σ.1278
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Β. Κιόρτσης στην Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 2, λήμμα «Αγριόπαπια»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii).
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868–869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • T. Bartlett: Ducks And Geese - A Guide To Management. The Crowood Press, 2002, ISBN 1-852236507
  • Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Burton, N. H. K. 2006. The impact of the Cardiff Bay barrage on wintering waterbirds. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), aterbirds around the world, pp. 805. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Flint, V. E.; Boehme, R. L.; Kostin, Y. V.; Kuznetsov, A. A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • John Gooders und Trevor Boyer: Ducks of Britain and the Northern Hemisphere, Dragon's World Ltd, Surrey 1986, ISBN 1-85028-022-3
  • Gudmundsson, F. 1979. The past status and exploitation of the Myvatn waterfowl populations. Oikos 32((1-2)): 232-249.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 1: general chapters; species accounts (Anhima to Salvadorina). Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Hartmut Kolbe: Die Entenvögel der Welt. Ulmer Verlag 1999, ISBN 3-8001-7442-1
  • Madge, S.; Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Nordström, M.; Högmander, J.; Nummelin, J.; Laine, J.; Laanetu, N.; Korpimäki, E. 2002. Variable responses of waterfowl breeding populations to long-term removal of introduced American mink. Ecography 25: 385-394.
  • Erich Rutschke: Die Wildenten Europas – Biologie, Ökologie, Verhalten, Aula Verlag, Wiesbaden 1988, ISBN 3-89104-449-6
  • Tsiompanoudis A., Kontsiotis V. Bakaloudis D., Habitat selection of the Shelduck, in Evros Delta, Greece (in Ecologia balcanica, 2010, vol. 2)
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.
  • Williams, Murray, Creching Behaviourof the Shelduck L. Ornis Scand. 5, 131-143, 1974