Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κατάλογος αρχαιοελληνικών νομισματικών προτύπων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αργυρός στατήρ της Αίγινας, 550-530 π.Χ., 12,4 γραμ.
Τετράδραχμο της Αττικής, 5ος αι. π.Χ., 17,2 g.
Τετράδραχμο του Αλεξάνδρου του Μεγάλου. Βάρος στο πρότυπο της Αττικής, 17,15 γραμ.
Ο κιστοφόρος της Περγάμου, π. 123-100 π.Χ., 12,1 γραμ.
Στατήρ της Ρόδου π. 316-305 π.Χ., 15,13 γραμ. (πρότυπο της Χίου).
Τετράδραχμο της Ρόδου 230-205 π.Χ., 12,35 γραμ. (πρότυπο της Ρόδου).

Πολλά διαφορετικά νομισματικά πρότυπα χρησιμοποιήθηκαν από διάφορες αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη για την κοπή των αργυρών νομισμάτων τους. Τα πρότυπα αυτά διαφέρουν στο βάρος της κύριας νομισματικής μονάδας, και επίσης στη ονομαστική αξία του νομίσματος. Οι σύγχρονοι νομισματολόγοι έχουν δώσει ονόματα σε αυτά τα πρότυπα, με βάση την πιο εξέχουσα πόλη-κράτος που έκοψε τα νομίσματα ή την περιοχή όπου αυτά ήταν πιο κοινά.

Κάθε πρότυπο βασιζόταν σε μια μονάδα: συνήθως έναν στατήρα ή μια δραχμή. Όλες οι άλλες ονομασίες στο σύστημα θα ήταν πολλαπλάσια ή υποδιαιρέσεις αυτής της μονάδας.[1] Στην πράξη, τα μεμονωμένα νομίσματα τείνουν να διαφέρουν από το ιδανικό τους βάρος λόγω έλλειψης ακρίβειας κατά την κατασκευή, και της απώλειας βάρους με την πάροδο του χρόνου λόγω της φθοράς.

Μερικά πρότυπα περιορίστηκαν σε λίγες πόλεις-κράτη· άλλα, ιδιαίτερα το πρότυπο Αττικής-Εύβοιας, έγιναν πολύ διαδεδομένα. Τα πρότυπα βάρους έτειναν να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, επειδή τα νομισματοκοπεία αναζητούσαν να κερδίσουν από την παραγωγή νομισμάτων που ήταν λίγο ελαφρύτερα από το κανονικό τους βάρος [1], και επειδή το βάρος των νέων νομισμάτων βασιζόταν συχνά στο βάρος των νομισμάτων που ήταν ήδη σε κυκλοφορία, τα οποία είχαν χάσει βάρος μέσω της φθοράς.[2][3]

Πολλά από αυτά τα πρότυπα προέρχονται από συστήματα βάρους που υπήρχαν ήδη σε μεμονωμένες πόλεις-κράτη, όταν αυτές άρχισαν να χρησιμοποιούν νομίσματα κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Άλλες προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου, ως αποτέλεσμα μειώσεων και προσαρμογών του βάρους. Τα περισσότερα ελληνικά κράτη είχαν σταματήσει να κόβουν τα αργυρά νομίσματα κατά την βασιλεία του Αυγούστου, αλλά μερικά πρότυπα συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε όλυη την περίοδο του Πριγκιπάτο, όπως τα κιστοφόρα.

Κατάλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το Αχαϊκό πρότυπο απετελείτο από έναν στατήρα 8,1 γραμ., διαιρεμένο σε 3 δραχμές των 2,7 γραμ. και κάθε δραχμή σε 6 οβολούς των 0,45 γραμ. Αυτά τα βάρη μειώθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Το πρότυπο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 6ου αι. από τις ελληνικές πόλεις-κράτη της Σύβαρης, του Μεταπόντιου και του Κρότωνα, οι οποίες είχαν ιδρυθεί στη Μεγάλη Ελλάδα από Αχαιούς από την Πελοπόννησο, και παρέμεινε ένα από τα κύρια πρότυπα στη Μεγάλη Ελλάδα μέχρι το τέλος της νομισματοκοπίας, που συνέβη μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση στις αρχές του 3ου αι. π.Χ.[4]
  • Το Αιγινητικό πρότυπο, που βασίστηκε στη νομισματοκοπία που κόπηκε από την Αίγινα, είχε έναν στατήρα 12,36 γραμ., ο οποίος διαιρείτο σε 1/2 στατήρα ή δραχμή 6,18 γραμ., ένα 1/4 στατήρα (1/2 δραχμής) 3,09 γραμ., και η δραχμή σε 6 οβολούς 1,03 γραμ. καθένας. [1] [2] Αυτό ήταν το κύριο εμπορικό πρότυπο στον ελληνικό κόσμο κατά την ύστερη αρχαϊκή περίοδο. Στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ., το πρότυπο των Αιγινητών ήταν κυρίαρχο στον ελληνικό κόσμο. Επισκιάστηκε από το πρότυπο της Αττικής τον 5ο αι. π.Χ., αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται ευρέως, ειδικά στην Πελοπόννησο, μέχρι το 200 π.Χ. περίπου, όταν το μειωμένο Αιγινητικό ή Συμμαχικό πρότυπο υιοθετήθηκε από την Αχαϊκή Συμπολιτεία. [5]
  • Το Αττικό πρότυπο ήταν αυτό που ορίστηκε από την Αθήνα από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και μετά. Βασίστηκε σε μία δραχμή 4,32 γραμ., αλλά στην πράξη το κύριο νόμισμα ήταν το τετράδραχμο των 17,28 γραμ. Κάθε δραχμή χωριζόταν σε έξι οβολούς των 0,72 γραμ.. Ήταν ισοδύναμο με το Ευβοϊκό πρότυπο, που χρησιμοποιείτο από τις πόλεις της Εύβοιας και τις πολλές αποικίες τους σε όλη τη Μεσόγειο, το οποίο βασιζόταν σε έναν στατήρα 17,16 γραμ., διαιρεμένο σε έξι έκτα 2,86 γραμ. Και τα δύο συχνά αναφέρονται μαζί ως το Αττικο-Ευβοϊκό πρότυπο.[1] Η Κόρινθος χρησιμοποιούσε επίσης μια παραλλαγή με βάση έναν στατήρα 8,68 γραμ. (μισό Αττικό τετράδραχμο), διαιρεμένον σε τρεις μονάδες 2,89 γραμ. [5] Στην κλασική περίοδο, αυτό το πρότυπο χρησιμοποιήθηκε σε τεράστιες ποσότητες νομισμάτων από την Αθηναϊκή Συμμαχία (Αυτοκρατορία) και έγινε το κυρίαρχο πρότυπο βάρους, που χρησιμοποιόταν για την πληρωμή των στρατιωτών και για το μακρινό εμπόριο.[1] Η χρήση του προτύπου από τις ευβοϊκές και κορινθικές αποικίες σήμαινε, ότι έγινε επίσης το κυρίαρχο πρότυπο που χρησιμοποιείτο στη Σικελία και τη βορειοδυτική Ελλάδα. [5] Ο Φίλιππος Β ́ της Μακεδονίας χρησιμοποίησε το πρότυπο για το χρυσό του νόμισμα, και ο Αλέξανδρος ο Μέγας το χρησιμοποίησε για το αργυρό από το 333 π.Χ. [5] Παρέμενε κυρίαρχο στην Ανατολική Μεσόγειο στην Ελληνιστική περίοδο, όταν χρησιμοποιόταν από τη Μακεδονία των Αντιγονιδών, την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών και πολλές μεμονωμένες πόλεις-κράτη. Μέχρι την Ελληνιστική περίοδο, το Αττικό πρότυπο είχε μειώσει τα βάρη: είχε τετράδραχμο 16,8 γραμ. και δραχμή 4,2 γραμ.. [6] Στην Ελληνιστική Σικελία και την Ιταλία, το πρότυπο της Αττικής διατηρήθηκε για τα χρυσά νομίσματα, αλλά στα αργυρά μειωνόταν το βάρος τους, μέχρι που αντικαταστάθηκε από το ρωμαϊκό δηνάριο γύρω στο 211 π.Χ. [7]
  • Το Χιακό πρότυπο ορίστηκε για πρώτη φορά στη Χίο τον 5ο αι. Το πρότυπο βασίστηκε σε έναν ιδανικό στατήρα των 15,6 γραμ., αλλά μόνο το 1/2 στατήρα (7,8 γραμ.) και το 1/6 στατήρα (2,6 γραμ.) εκδόθηκαν μέχρι τα τέλη του 5ου αι.[1] Τον 4ο αι. π.Χ. το πρότυπο υιοθετήθηκε από τη Ρόδο και έγινε ευρέως διαδεδομένο στην Καρία, την Ιωνία, τις πόλεις της Προποντίδας και των Κυκλάδων.[8] Στην αρχή της ελληνιστικής περιόδου οι Χίοι το εγκατέλειψαν υπέρ του Αττικού προτύπου, και οι Ρόδιοι υπέρ του Ροδικού προτύπου. [9]
  • Το Κιστοφορικό πρότυπο εισήχθη από τη δυναστεία των Ατταλιδών της Περγάμου γύρω στο 190 π.Χ. και παρέμεινε σε χρήση στη δυτική Μ. Ασία μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. Ο κιστοφόρος ήταν τετράδραχμο 12,60 γραμ., διαιρεμένος σε 2 δίδραχμα 6,30 γραμ. και 4 δραχμές 3,15 γραμ. [2]   
  • Το πρότυπο της Μιλήτου βασιζόταν σε έναν στατήρα 14,4 γραμ., ο οποίος χωριζόταν σε 6 έκτα 2,4 γραμ. ή 4 δραχμές 3,6 γραμ. [1]
  • Το Πάριο-Θάσιο πρότυπο χρησιμοποιήθηκε από τη νήσο Πάρο στις Κυκλάδες και την αποικία της Θάσο στο βόρειο Αιγαίο. Βασίστηκε σε έναν στατήρα π. 10 γραμ. και μπορεί αρχικά να ήταν μια μειωμένη έκδοση του προτύπου της Αίγινας.[1] Υπό την εμπορική επιρροή της Θάσου, το πρότυπο χρησιμοποιήθηκε ευρέως τον 5ο αι. π.Χ. στα νομίσματα των Θρακικών φυλών. [1]
  • Στο Περσικό πρότυπο βασίστηκαν τα αργυρά νομίσματα, που έκοψε η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών στην Μ. Ασία, και απετελείτο από έναν σίγλο ή σεκέλ 5,5 γραμ. και έναν διπλό σίγλο π. 11 γραμ. Μερικές ελληνικές πόλεις στην Μ. Ασία με εμπορικές συνδέσεις με την Περσία, όπως ο Κολοφών, η Φάσηλις και οι πόλεις του Ελλησπόντου, έκοψαν δραχμές και δίδραχμα σε αυτό το πρότυπο στην κλασική περίοδο.[1][2] Τον 3ο αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε από την πόλη του Βυζαντίου.[10]
  • Το πρότυπο της Φώκαιας προέρχεται από τη Φώκαια, και χρησιμοποιήθηκε μόνο για νομίσματα από ήλεκτρον (φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου), και ήταν κοινό στη βορειοδυτική Μ. Ασία στην Κλασική Περίοδο. Το πρότυπο συνίστατο από έναν στατήρα 16,08 γραμ., διαιρεμένον σε 6 έκτα 2,68 γραμ. [1]
  • Το πρότυπο της Φώκαιας/Καμπανίας χρησιμοποιήθηκε από την Ελέα (μια αποικία της Φώκαιας) και την Ποσειδωνία στη νότια Καμπανία κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, και εξαπλώθηκε από εκεί στα νομισματοκοπεία της Καμπανίας. Είχε έναν στατήρα 7,5 γραμ., διαιρεμένο σε 2 δραχμές 3,75 γραμ. [4]
  • Το Φοινικικό πρότυπο, που χρησιμοποιήθηκε από τις πόλεις-κράτη της Φοινίκης τον 4ο αι. π.Χ. και από τους Καρχηδόνιους για ορισμένες περιπτώσεις, είχε ένα σεκέλ 7,25 γραμ. Το πρότυπο υιοθετήθηκε από το Κοινό των Χαλκιδέων, και στη συνέχεια από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας τον 4ο αι. π .Χ. με τετράδραχμο 14,5 γραμ., αλλά εγκαταλείφθηκε υπέρ του Αττικού προτύπου από τον Αλεξάνδρο τον Μεγάλο.[11] Στη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία παρέμεινε σε χρήση στην Ελληνιστική περίοδο, τόσο υπό την Πτολεμαϊκή κυριαρχία όσο και υπό τη Σελευκιδική, αλλά ήταν ένα μειωμένο σεκέλ 7,1 γραμ. (ισοδύναμο με ένα Πτολεμαϊκό δίδραχμο).[2][12][13]
  • Το Πτολεμαϊκό πρότυπο της Αιγύπτου χρησιμοποιήθηκε από το βασίλειο των Πτολεμαίων για τα αργυρά νομίσματα από το 294 π.Χ. Βασιζόταν στο τετράδραχμο 14,2 γραμ. και τη δραχμή 3,55 γραμ.. [14] Ήταν ισοδύναμο με το μειωμένο φοινικικό πρότυπο, που χρησιμοποιήθηκε στην Πτολεμαϊκή Κοίλη Συρία και τη Φοινίκη υπό Σελευκιδική κυριαρχία (1 Πτολεμαϊκό δίδραχμο = 1 Φοινικικό σεκέλ [μειωμένο]). [2] [12] [13]
  • Το Ροδιακό πρότυπο της νήσου Ρόδου, μια μειωμένη έκδοση του Χιακού προτύπου, εισήχθη από τη Ρόδο γύρω στο 300 π.Χ. και στη συνέχεια υιοθετήθηκε σε όλη τη σφαίρα επιρροής της Ρόδου: στην Καρία και το κεντρικό Αιγαίο. Συνίστατο από ένα τετράδραχμο 13,6 γραμ., δίδραχμο 6,8 γραμ. και δραχμή 3,4 γραμ. [2][15]
  • Το Σαμιακό πρότυπο χρησιμοποιήθηκε από τη νήσο Σάμο τον 5ο αι. μέχρι να αντικατασταθεί από το Αττικό πρότυπο το 412 π.Χ. Χρησιμοποιούσε τετράδραχμο 13,2 γραμ., δραχμή 3,3 γραμ. και οβολό 0,55 γραμ.. [1]

Πίνακας προτύπων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε [ ] είναι τα μεταγενέστερα, μειωμένα σε βάρος

Πρότυπο οκτάδραχμο
γραμ.
τετράδραχμο
γραμ.
δίδραχμο
γραμ.
δραχμή
γραμ.
οβολός
(1/6 δραχμής)
γραμ.
Αχαϊκό 2,7 0,45
Αιγινητικό 12,36 6,18 1,03
Αττικό 17,28 [16,8] 8,64 [8,4] 4,32 [4,2] 0,72 [0,7]
Κιστοφορικό Περγάμου 12,6 6,3 3,15
Πτολεμαϊκό 28,4 14,2 7,1 3,55
Ρόδου 13,6 6,8 3,4
Σάμου 13,2 3,3 0,55
Πρότυπο στατήρ
γραμ.
1/2 στατήρος
γραμ.
1/3 στατήρος
γραμ.
1/6 στατήρος
γραμ.
Ευβοϊκό 17,16 (Αττ. τετράδραχμο) 2,86
Κορίνθου 8,68 (Αττ. δίδραχμο) 2,89
Χίου 15,6 7,8 2,6
Μιλήτου 14,4 (Πτολ. τετράδραχμο) 2,4
Πάρου-Θάσου 10
Φώκαιας 16,08 2,68
Φώκαιας/Καμπανίας 7,5 (Πτολ. δίδραχμο) 3,75
Πρότυπο 2 σεκέλ
γραμ.
σεκέλ
γραμ.
Περσικό 11 5,5
Φοινικικό 14,5 (Πτολ. τετράδραχμο) 7,25 [7,1] (Πτολ. δίδραχμο)

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 Kallet & Kroll 2020.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Mørkholm 1991.
  3. Boehringer 2000, σελ. 89.
  4. 4,0 4,1 Rutter 1997.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Boehringer 2000.
  6. Mørkholm 1991, σελ. 81.
  7. Boehringer 2000, σελ. 98-100.
  8. Richard M. Berthold (2009). Rhodes in the Hellenistic Age. Cornell University Press. σελίδες 48–49. ISBN 978-0-8014-7597-9. 
  9. Boehringer 2000, σελ. 93-94.
  10. Boehringer 2000, σελ. 93.
  11. Boehringer 2000, σελ. 80.
  12. 12,0 12,1 Newell, Edward T. «The first Seleucid coinage of Tyre». Digital Library Numis (DLN). σελίδες 1–2. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2018. 
  13. 13,0 13,1 Boehringer 2000, σελ. 97.
  14. Lorber, Catharine C. (2012). «The Coinage of the Ptolemies». Στο: Metcalf, William E. The Oxford handbook of Greek and Roman coinage. Oxford: Oxford University Press. σελίδες x–x. ISBN 9780195305746. 
  15. Boehringer 2000, σελ. 94.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]