Ορυζώνας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ορυζώνες στο Μπανάουε της νήσου Λουσόν των Φιλιππίνων, σε πλαγιές μεγάλων κλίσεων: Οι «Αναβαθμίδες Ορυζώνων των Κορδιλιέρων των Φιλιππίνων» ανακηρύχθηκαν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Ορυζώνας που έχει μόλις θεριστεί στο Σασόνι του κρατιδίου Άσαμ της Ινδίας.
Αναβαθμίδες ορυζώνων στους πρόποδες του ηφαιστείου Γουελιράνγκ της ανατολικής Ιάβας
Φύτευση ρυζιού σε ορυζώνα της Καμπότζης
Ορυζώνας στο Μπινάνγκοναν των Φιλιππίνων
Μηχανικός θερισμός σε ορυζώνα της Σρι Λάνκα
Ορυζώνας μετά τη συγκομιδή

Ορυζώνας ονομάζεται ένας αγρός που είναι πλημμυρισμένος με νερό κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του χρόνου και χρησιμεύει για την καλλιέργεια συνήθως ρυζιού, αλλά και άλλων ημιυδρόβιων φυτών, όπως του κολοκασιού. Οι πρώτοι ορυζώνες δημιουργήθηκαν από τους νεολιθικούς γεωργικούς πολιτισμούς της λεκάνης του Γιανγκτσέ στη νότια Κίνα. Η μέθοδος εξαπλώθηκε ήδη κατά την προϊστορική εποχή, με τη μετανάστευση των Αυστρονησίων στη νησιωτική και ηπειρωτική Νοτιοανατολική Ασία, τη Βορειοανατολική Ινδία, τη Μελανησία, τη Μικρονησία και την Πολυνησία και οι σχετικές τεχνικές υιοθετήθηκαν και από άλλους πολιτισμούς της ηπειρωτικής Ασίας για την καλλιέργεια του ρυζιού, που τις διέδωσαν παραπέρα στην Ινδοκίνα, την Ανατολική και τη Νότια Ασία.

Ορυζώνες μπορούν να δημιουργηθούν ακόμα και σε απότομες πλαγιές ως αναβαθμίδες (πεζούλες), ή δίπλα σε απότομες όχθες ποταμών ή βάλτων. Απαιτείται μεγάλη εργατικότητα και αρκετό υλικό για κάτι τέτοιο, ενώ όλοι οι ορυζώνες χρειάζονται μεγάλες ποσότητες νερού για την άρδευσή τους. Οι νεροβούβαλοι και τα βόδια, ζώα προσαρμοσμένα στη ζωή σε υγρότοπους, υπήρξαν σημαντικά ζώα εργασίας και χρησιμοποιούνται πολύ ακόμα και σήμερα στους ορυζώνες.

Οι ορυζώνες παραμένουν και στις ημέρες μας η κυρίαρχη μέθοδος καλλιέργειας ρυζιού: Εφαρμόζεται εκτεταμένα στην Κίνα, τη βορειοανατολική Ινδία, το Μπανγκλαντές, την Καμπότζη, την Ινδονησία, το βόρειο Ιράν, την Ιαπωνία, το Λάος, τη Μαλαισία, τη Μιανμάρ, το Νεπάλ, την Κορέα, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, τη Σρι Λάνκα, την Ταϊλάνδη, την Ταϊβάν και το Βιετνάμ.[1] Από την εποχή της αποικιοκρατίας εισάχθηκε και στην Ευρώπη, ιδίως στη βόρεια Ιταλία, στην περιοχή Καμάργκ της Γαλλίας[2] (δέλτα του Ροδανού) και στην Ισπανία, αλλά και στο Γουέστ Λόθιαν της Σκωτίας. Στον Νέο Κόσμο συναντούμε ορυζώνες κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Βραζιλίας, στην κοιλάδα Αρτιμπονέτ της Αϊτής, στην Κοιλάδα του Σακραμέντο στην Καλιφόρνια και αλλού.

Η καλλιέργεια των ορυζώνων δεν περιλαμβάνει την καλλιέργεια των ποικιλιών της λεγόμενης «ορύζης βαθέος ύδατος», που αναπτύσσονται σε νερό βάθους άνω του μισού μέτρου επί τουλάχιστον ένα μήνα.

Προϊστορία και ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεολιθική νότια Κίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης των πολιτισμών της νεολιθικής Κίνας
(8500 έως 1500 π.Χ.)

Γενετικές μελέτες υποδεικνύουν ότι όλες οι ποικιλίες του ρυζιού που καλλιεργείται σε ορυζώνες, τόσο από την ινδική όσο και την ιαπωνική Oryza sativa (όρυζα την ήμερη), προέρχονται από την εξημέρωση του άγριου ρυζιού Oryza rufipogon από πολιτισμούς της προ-Αυστρονησιακής και της Χμονγκ-Μιεν γλωσσικής ομάδας. Αυτό συνέβη περί το 11500 έως 6200 π.Χ. νοτίως του ποταμού Γιανγκτσέ στη σημερινή Κίνα.[3][4]

Αναπαράσταση αρχαίου οικισμού του Πολιτισμού Λιαν-τζου (3400 έως 2250 π.Χ.), που περιβάλλεται από τάφρο με ορυζώνες.

Υπάρχουν δύο πιθανά κέντρα όπου εξημερώθηκε το φυτό του ρυζιού και επίσης η τεχνική του υγρού αγρού. Το πρώτο είναι το κατώτερο τμήμα της κοιλάδας του Γιανγκτσέ, που πιστεύεται ότι ήταν η κοιτίδα των προ-Αυστρονησίων και πιθανώς και των Κρα-Ντάι, ενώ συνδέεται με τους πολιτισμούς Kuahuqiao, Χεμούντου, Ματζιαπάνγκ, Σονγκτζέ, Λιαν-τζου και Maquiao.[5][6][7][8][9] Το δεύτερο κέντρο είναι το μέσο τμήμα της κοιλάδας του Γιανγκτσέ, που πιστεύεται ότι απετέλεσε την κοιτίδα των πρώτων φυλών που μιλούσαν τις γλώσσες Χμονγκ-Μιεν και συνδέεται με τους πολιτισμούς Πεν-τόου-σαν, Ναν-μου-γιουάν, Λιου-λιν-σι, Ντα-σι, Τσιου-τζια-λιν και Σι-τζια-χε. Αμφότερες οι περιοχές φιλοξενούσαν μεγάλο πληθυσμό και είχαν τακτικές εμπορικές επαφές η μία με την άλλη, καθώς και με πρώιμους Αυστροασιάτες στα δυτικά και πρώιμους Κρα-Ντάι στα νότια, διευκολύνοντας έτσι την εξάπλωση της καλλιέργειας του ρυζιού σε ολόκληρη τη νότια Κίνα.[6][7][9]

Χωρική κατανομή των καλλιεργειών ρυζιού, κεχριού και ανάμεικτων στη νεολιθική Κίνα (He κ.ά., 2017)[6]

Ο αρχαιότερος ορυζώνας που έχει ανακαλυφθεί χρονολογήθηκε στο 4330 π.Χ. με βάση μετρήσεις με άνθρακα-14 κόκκων ρυζιού και εδαφικού οργανικού υλικού από την αρχαιολογική θέση Τσαοτούν, κοντά στην πόλη Κουνσάν.[10][11] Στη θέση Κάο-χσιε-σαν του νεολιθικού πολιτισμού Ματζιαπάνγκ ανασκάφηκαν ορυζώνες από αρχαιολόγους.[12] Ορισμένοι αρχαιολόγοι τοποθετούν με πιθανότητα το Κάο-χσιε-σαν στην 4η χιλιετία π.Χ..[13][14] Υπάρχει αρχαιολογική στήριξη της απόψεως ότι αποθέματα ρυζιού αποθηκεύονταν για το στράτευμα και για ταφικά αναθήματα από τη Νεολιθική περίοδο μέχρι τη Δυναστεία Χαν στην Κίνα.[15]

Μέχρι την ύστερη Νεολιθική (3500 έως 2500 π.Χ.), ο πληθυσμός των κέντρων καλλιέργειας ρυζιού είχε αυξηθεί ταχέως (πολιτισμοί Τσιου-τζια-λιν, Σι-τζια-χε και Λιαν-τζου). Υπάρχει ένδειξη εντατικής ορυζοκαλλιέργειας σε ορυζώνες και αύξηση της πολυπλοκότητας και του εκλεπτυσμού του υλικού πολιτισμού στις δύο αυτές περιοχές. Ο αριθμός των οικισμών στους πολιτισμούς του Γιανγκτσέ μεγάλωσε επίσης, όπως και το μέγεθός τους, μια διαπίστωση που οδήγησε κάποιους αρχαιολόγους να τους χαρακτηρίσουν «αληθινά κράτη», με σαφώς προηγμένες κοινωνικοπολιτικές δομές. Ωστόσο είναι άγνωστο το αν είχαν κεντρική εξουσία.[16][17]

Στο τέλος της Νεολιθικής περιόδου (2500 έως 2000 π.Χ.) ο πολιτισμός Σι-τζια-χε συρρικνώθηκε, ενώ ο Λιαν-τζου εξαφανίσθηκε τελείως. Αυτό πιστεύεται από τους περισσότερους ότι προήλθε από την προς νότο επέκταση του πρώιμου σινοθιβετιανού πολιτισμού Λον-σαν. Οχυρωματικά έργα όπως τείχη (και εκτεταμένες τάφροι γύρω από οικισμούς των Λιαν-τζου) ήταν συνήθη σε οικισμούς της εποχής αυτής, κάτι που υποδεικνύει μεγάλο αριθμό συγκρούσεων. Ακριβώς τα ίδια χρόνια η ορυζοκαλλιέργεια διαδίδεται προς τα νότια, προφανώς μαζί με μετανάστευση ανθρώπων που γνώριζαν τις τεχνικές των ορυζώνων, στις περιοχές Λινγκνάν και Φουτσιάν. Υπάρχουν στοιχεία για τις προς νότο μεταναστεύσεις Αυστρονησίων, Κρα-Ντάι και Αυστροασιατικών γλωσσικών ομάδων, με εγκαταστάσεις τους στην Ινδοκίνα και τη νησιωτική Νοτιοανατολική Ασία.[16][18][19]

Κίνα της ιστορικής εποχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη λεγόμενη «Περίοδο της Άνοιξης και του Φθινοπώρου» (722-481 π.Χ.) έλαβαν χώρα στην Κίνα δύο επαναστατικές βελτιώσεις στη γεωργική τεχνολογία. Η πρώτη ήταν η χρήση σιδερένιων εργαλείων και εξημερωμένων ζώων εργασίας για να σέρνουν τα άροτρα, ενώ η δεύτερη ήταν τα μεγάλης κλίμακας φράγματα και αναχώματα σε μεγάλα ποτάμια, καθώς και τα προγράμματα εξοικονομήσεως νερού. Ο Σουνσού Άο (6ος αιώνας π.Χ.) και ο Χσιμέν Πάο (5ος αι. π.Χ.) ήταν δύο από τους πρώτους υδραυλικούς μηχανικούς της Κίνας και τα έργα τους εστιάσθηκαν στη βελτίωση των αρδευτικών συστημάτων.[20] Οι νέες τεχνικές εξαπλώθηκαν ευρύτερα κατά την επόμενη περίοδο, αυτή των «εμπόλεμων κρατών» (403-221 π.Χ.), και αποκορυφώθηκαν στο τεράστιο αρδευτικό σύστημα Ντουτσιανγιάν, σχεδιασμένο από τον Λι Πινγκ το 256 π.Χ. για λογαριασμό του Κράτους των Τσιν (σημερινή Επαρχία Σιτσουάν). Αιώνες αργότερα, στη Δυναστεία των Ανατολικών Τζιν (317-420 μ.Χ.) και στις Βόρειες και Νότιες Δυναστείες (420-589 μ.Χ.), η χρήση της γης έγινε ακόμα πιο εντατική και αποτελεσματική, με το ρύζι να συγκομίζεται δύο φορές το έτος.

Περί το 750 μ.Χ. το 75% του πληθυσμού της Κίνας ζούσε βορείως του ποταμού Γιανγκτσέ, ενώ πέντε αιώνες αργότερα, το 1250, το 75% του πληθυσμού της Κίνας ζούσε νοτίως του ποταμού. Τέτοια μεγάλης κλίμακας εσωτερική μετανάστευση σχετίζεται με την εισαγωγή στον νότο ποικιλιών όρυζας ταχείας ωριμάνσεως από το Βιετνάμ, κατάλληλων για τις πολλαπλές εσοδείες σε ένα έτος.[21]

Αυστρονησιακή επέκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επέκταση των Αυστρονησίων
(3500 π.Χ. έως 1200 μ.Χ.)
Πιθανές γλωσσικές κοιτίδες και διαδρομές της πρώιμης διαδόσεως της ορυζοκαλλιέργειας (περ. 3500 έως 500 π.Χ.). Η θαλάσσια έκταση που κατά την κατώτερη Ολόκαινο ήταν ξηρά σημειώνεται με ανοικτό γαλάζιο (Bellwood, 2011).[7]

Η διάδοση του υποείδους japonica του φυτού του ρυζιού (Oryza sativa subsp. japonica) στην καλλιέργεια, καθώς και των ορυζώνων, στη Νοτιοανατολική Ασία, άρχισε με τη μετανάστευση του αυστρονησιακού Νταπενκέν στην Ταϊβάν μεταξύ του 3500 και του 2000 π.Χ. (η νήσος σχεδόν εφαπτόταν τότε με την ηπειρωτική Κίνα). Η θέση Νανγουανλί στην Ταϊβάν, που χρονολογείται στο 2800 π.Χ., έχει δώσει πολλά υπολείμματα ρυζιού που μεγάλωσαν σε συνθήκες υγρότοπου, μαρτυρώντας εντατική ορυζοκαλλιέργεια σε ορυζώνες.[7]

Ανάγλυφο του Καρμαβιμπάνγκα στο Μπορομπουντούρ (9ος αιώνας) απεικονίζει αποθήκη-ξηραντήριο ρυζιού και φυτά ρυζιού να προσβάλλονται από ποντίκια. Η ορυζοκαλλιέργεια έχει μακρά ιστορία στην Ινδονησία.

Από το 2000 έως το 1500 π.Χ. περίπου, Αυστρονήσιοι εποίκισαν τη νήσο Λουσόν των Φιλιππίνων, μεταφέροντας τις τεχνικές της ορυζοκαλλιέργειας. Από τη Λουσόν δεν άργησαν να εποικίσουν τη σημερινή Ινδονησία και τη Μαλαϊκή Χερσόνησο. Υπάρχουν στοιχεία για την εντατική ορυζοκαλλιέργεια σε ορυζώνες ήδη πριν από το 500 π.Χ. στην Ιάβα και στο Μπαλί, ιδίως στα πολύ γόνιμα εδάφη κοντά σε ηφαίστεια.[7]

Το ρύζι δεν επεβίωσε στα μακρινότερα ταξίδια των Αυστρονησίων στη Μικρονησία και την Πολυνησία. Ωστοσο η μέθοδος των ορυζώνων μεταφέρθηκε στην καλλιέργεια και άλλων φυτών, ιδίως του ταρό (κολοκασιού). Ο αυστρονησιακός πολιτισμός Λαπίτα ήλθε σε επαφή και με τους Παπούα της Νέας Γουινέας, που είχαν ήδη κάποια πρωτόγονη γεωργία, και τους γνώρισαν τις τεχνικές της υγρής καλλιέργειας. Με τη σειρά τους, οι Αυστρονήσιοι υιοθέτησαν από αυτούς την «γκάμα» των τοπικών καρπών και βολβών, προτού εξαπλωθούν ανατολικότερα ακόμη, στη Μελανησία και την Πολυνησία.[7]

Η ορυζοκαλλιέργεια και οι ορυζώνες εισάχθηκαν πολύ μακρύτερα προς τα δυτικά, στη Μαδαγασκάρη, τις Κομόρες και την ακτή της Ανατολικής Αφρικής την 1η χιλιετία μ.Χ. από Αυστρονήσιους εποικιστές από τις Μεγάλες Σούνδες.[22]

Κορέα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί από αρχαιολόγους δέκα ορυζώνες στην Κορεατική Χερσόνησο. Οι δύο αρχαιότεροι βρίσκονται στις θέσεις Οχγιούν και Γιαουμντόν, κοντά στην πόλη Ούλσαν, και χρονολογούνται στην πρώιμη Περίοδο Μουμούν[23] (1500 έως 800 π.Χ.). Αλλά σε μια αρχαία αποθήκη-καταφύγιο στη θέση Νταετσόν-νι βρέθηκαν αρχαίοι κόκκοι ρυζιού, που χρονολογήθηκαν με τη μέθοδο του άνθρακα-14 και έδειξαν ότι η καλλιέργεια του ρυζιού χωρίς ορυζώνες είχε μάλλον αρχίσει στην Κορεατική Χερσόνησο ήδη από τη μέση Περίοδο Τσιλμούν (Jeulmun), δηλαδή περί το 3500 έως 2000 π.Χ..[24] Οι αρχαίοι ορυζώνες έχουν ανασκαφεί προσεκτικά από ιδρύματα όπως το Μουσείο του Πανεπιστημίου Κιουνγκνάμ (KUM). Χαρακτηριστικός είναι ο ανασκαφείς ορυζώνας στη θέση Geumcheon-ni κοντά στην πόλη Μιργιάν. Εκεί βρέθηκε επίσης μικρή αποθήκη-καταφύγιο, που χρονολογήθηκε περί το 1100 έως 850 π.Χ..[25]

Οι αρχαιότεροι ορυζώνες, της περιόδου Μουμούν, βρίσκονταν συνήθως σε στενές κοιλάδες-ρεματιές, σε χαμηλά σημεία τους που ήταν εκ φύσεως ελώδη και τροφοδοτούνταν από ρυάκια. Σε πεδινές περιοχές απαντώνται επίσης ορυζώνες της ίδιας περιόδου, που αποτελούνταν από σειρές τετραγώνων και ορθογώνιων παραλληλόγραμμων αγροτεμαχίων, χωριζόμενων από αναχώματα ύψους περίπου 10 εκατοστόμετρων, ενώ οι ορυζώνες σε αναβαθμίδες αποτελούνται από ακανόνιστα μαακρόστενα τεμάχια που ακολουθούσαν τα υψομετρικά περιγράμματα της τοποθεσίας.[26][27]

Οι ορυζοκαλλιεργητές της Περιόδου Μουμούν χρησιμοποιούσαν όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και στους σημερινούς ορυζώνες: αναβαθμίδες κατά τόπους, αναχώματα, κανάλια, μικρές υδατοδεξαμενές και άλλα. Μπορούμε επιπλέον να συλλάβουμε κάποιες από τις τεχνικές ορυζώνων της περιόδου 850-550 π.Χ. από τα καλοδιατηρημένα ξύλινα εργαλεία που ανασκάφηκαν από αρχαίους ορυζώνες στη θέση Majeon-ni. Από την άλλη, σιδερένια εργαλεία για την καλλιέργεια ορυζώνων εισάχθηκαν μόλις μετά το 200 π.Χ.. Η κλίμακα μεγέθους των ορυζώνων αυξήθηκε με τη γενικευμένη χρήση τέτοιων εργαλείων, κατά την περίοδο των Τριών Βασιλείων της Κορέας, μετά το 300 μ.Χ. περίπου.

Ιαπωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτοι ορυζώνες στην Ιαπωνία χρονολογούνται από την πρώτη φάση της Περιόδου Γιαγιόι (300 π.Χ. – 250 π.Χ.).[28] Μετά και την επαναχρονολόγηση της πρώτης φάσεως της Περιόδου Γιαγιόι[29], είναι βέβαιο ότι η γεωργία των ορυζώνων αναπτύχθηκε στην Ιαπωνία μετά από την ανάπτυξή της στην Κορεατική Χερσόνησο.

Σημερινή καλλιέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες 20 χώρες σε παραγωγή ρυζιού το 2012
(σε εκατομμύρια τόνους)[30]
Κίνα 204,3
Ινδία 152,6
Ινδονησία 69,0
Βιετνάμ 43,7
Ταϊλάνδη 37,8
Μπανγκλαντές 33,9
Μιανμάρ 33,0
Φιλιππίνες 18,0
Βραζιλία 11,5
Ιαπωνία 10,7
Πακιστάν 9,4
Καμπότζη 9,3
ΗΠΑ 9,0
Κορέα 6,4
Αίγυπτος 5,9
Νεπάλ 5,1
Νιγηρία 4,8
Μαδαγασκάρη 4,0
Σρι Λάνκα 3,8
Λάος 3,5
Source: Food and Agriculture Organization

Κίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναβαθμίδες ορυζώνων στην Κομητεία Γιουάν-γιανγκ (Γιουνάν) της Κίνας

Αν και η γεωργική παραγωγή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο, μόνο περί το 15% της συνολικής της χερσαίας εκτάσεως μπορεί να καλλιεργηθεί. Το ρύζι είναι το σημαντικότερο γεωργικό προϊόν της Κίνας, καλλιεργούμενο στο 25% αυτής της καλλιεργήσιμης εκτάσεως. Οι περισσότεροι ορυζώνες βρίσκονται σήμερα νοτίως του ποταμού Χουάι, στην κοιλάδα του Γιανγκτσέ, στο δέλτα του Τζου-τσιάν, καθώς και στις επαρχίες Γιουνάν, Κουεϊτσόου και Σιτσουάν.

Περίφημοι ορυζώνες της Κίνας είναι μεταξύ άλλων οι Αναβαθμίδες του Λονγκ-σενγκ (= «Νίκη του Δράκου») και οι ορυζώνες της Κομητείας Γιουάν-γιανγκ της επαρχίας Γιουνάν, με επίσης εντυπωσιακές αναβαθμίδες.

Βιετνάμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ορυζώνες στο Βιετνάμ αποτελούν την κυριότερη χρήση γης στην κοιλάδα του Ερυθρού Ποταμού και στο Δέλτα του Μεκόνγκ. Στο Δέλτα του Ερυθρού Ποταμού στα βόρεια της χώρας ο έλεγχος των εποχικών πλημμυρών του επιτυγχάνεται από ένα εκτεταμένο δίκτυο αναχωμάτων, που αναπτύχθηκε επί αιώνες, ώστε σήμερα να έχει συνολικό μήκος σχεδόν 3 χιλιάδες χιλιόμετρα. Στο Δέλτα του Μεκόνγκ στα νότια υπάρχει ένα σύστημα εναλλασσόμενων χωρικά αποστραγγιστικών και αρδευτικών καναλιών, που έχει καταστεί το σύμβολο αυτής της περιοχής. Τα κανάλια αυτά χρησιμεύουν επιπροσθέτως ως μεταφορικές αρτηρίες, που επιτρέπουν στους αγρότες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στις αγορές. Εξ άλλου στο βορειοδυτικό Βιετνάμ, κατά την αρχαιότητα, οι Τάι δόμησαν έναν ιδιαίτερο «πολιτισμό των κοιλάδων» πάνω στην καλλιέργεια κολλώδους ρυζιού (ποικιλία Oryza sativa var. glutinosa σε ορεινούς ορυζώνες, με τη μέθοδο των αναβαθμίδων.

Η κυρίαρχη εορτή που σχετίζεται με τον γεωργικό ετήσιο κύκλο είναι η Lễ hạ điền (= «κάθοδος στους αγρούς»), που εορτάζεται στην αρχή της εποχής φυτεύσεως του ρυζιού με την ελπίδα μιας καλής συγκομιδής. Πριν από αιώνες, γινόταν με πολλή μεγαλοπρέπεια: Ο μονάρχης όργωνε τελετουργικά το πρώτο αυλάκι, ενώ τοπικοί αξιωματούχοι και αγρότες τον μιμούνταν αμέσως μετά. Οι Thổ địa (θεότητες της γης), το thành hoàng làng (το «πολιούχο πνεύμα» του χωριού), ο Thần Nông (θεός της γεωργίας) και ο Thần lúa (θεός του φυτού του ρυζιού) τιμώνταν όλοι με δοξαστικές προσευχές και προσφορές.

Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ορυζοκαλλιέργεια στην Ελλάδα ξεκίνησε πειραματικά μόλις το 1949 στην περιοχή της Χαλάστρας. Η κυριότερη περιοχή με ορυζώνες στη χώρα είναι η Πεδιάδα Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών, όπου παράγεται περίπου το 70% της ελληνικής παραγωγής ρυζιού. Σχεδόν το ένα τρίτο της εκτάσεως του Εθνικού Πάρκου Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα καταλαμβάνεται από ορυζώνες (περίπου 100 χιλιάδες στρέμματα σε σύνολο 338 χιλιάδων). Η ορυζοκαλλιέργεια εντός της προστατευόμενης περιοχής όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για την ισορροπημένη λειτουργία του οικοσυστήματος.

Ιαπωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκιάχτρα σε ορυζώνα στην Ιαπωνία

Οι όξινες εδαφικές συνθήκες που επικρατούν στην Ιαπωνία εξαιτίας των ηφαιστείων κατέστησαν ιστορικώς τον ορυζώνα την παραγωγικότερη καλλιέργεια. Η λέξη για τον ορυζώνα στην ιαπωνική γλώσσα αποτελείται από έναν μόνο χαρακτήρα καντζί, τον 田 (αποδιδόμενο ως ta ή ως den), ο οποίος άσκησε ισχυρή επίδραση στον ιαπωνικό πολιτισμό. Αρχικώς σήμαινε γενικώς «αγρός», αλλά πλέον χρησιμοποιείται για να δηλώσει αποκλειστικά τον ορυζώνα. Ένα από τα αρχαιότερα δείγματα γραφής στην Ιαπωνία θεωρείται το καντζί αυτό πάνω σε κεραμικό που ανακαλύφθηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Ματσουσάκα στον Νομό Μίε: χρονολογείται στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ..

Το Ta ειδικότερα αποτελεί τμήμα πολλών ιαπωνικών τοπωνυμίων, καθώς και αθρώπινων επωνύμων. Οι περισσότεροι τόποι με τέτοια ονομασία σχετίζονται με κάποιον τρόπο με ορυζώνα, πολλές φορές με βάση την ιστορία τους. Π.χ. όπου ένα ποτάμι διαρρέει ένα χωριό, η τοποθεσία ανατολικά του ποταμιού αποκαλείται όχι σπάνια «Χιγκασίντα» (ιαπων. 東田), που σημαίνει «ανατολικός ορυζώνας». Μια τοποθεσία με ορυζώνα που άρχισε να αρδεύεται σχετικώς πρόσφατα στην ιστορία, ιδίως δημιουργημένο κατά ή μετά την Περίοδο Έντο, μπορεί να ονομάζεται «Νιττά» ή «Σιντέν» (新田), δηλαδή «νέος ορυζώνας». Σε κάποια μέρη λίμνες και έλη παρομοιάσθηκαν από τους ντόπιους με ορυζώνα και έτσι κράτησαν τα ονόματα με ta, π.χ. «Χακόντα» (八甲田).

Σήμερα πολλά ιαπωνικά επώνυμα περιέχουν το ta, πράγμα που χρονολογείται σε μεγάλο βαθμό σε ένα κυβερνητικό διάταγμα της πρώιμης Περιόδου Μεϊτζί, που απαιτούσε όλοι οι υπήκοοι να έχουν επώνυμο. Πολλοί επέλεξαν τότε επώνυμο που βασιζόταν σε τοπωνύμιο συνδεδεμένο με την κατοικία ή με το επάγγελμά τους και, καθώς τότε σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ήταν αγρότες, πολλοί επινόησαν επώνυμα που περιείχαν το ta. Μερικά κοινά παραδείγματα είναι τα επώνυμα Τανάκα (田中, δηλαδή «εντός του ορυζώνα», το 4ο πιο συνηθισμένο ιαπωνικό επώνυμο), Νακάτα (中田, δηλ. «μεσαίος ορυζώνας»), Καβάντα (川田, δηλ. «ορυζώνας του ποταμού») και Φουρούτα (古田, «παλαιός ορυζώνας»).

Τις τελευταίες δεκαετίες η κατανάλωση ρυζιού στην Ιαπωνία γνώρισε μια μείωση και πολλοί καλλιεργητές ρυζιού είναι πλέον μεγάλης ηλικίας. Το κράτος έχει στηρίξει την παραγωγή ρυζιού ήδη από τη δεκαετία του 1970 και ευνοεί τις προστατευτικές πολιτικές για την αποτροπή εισαγωγών φθηνότερου ρυζιού.[31]

Ινδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορυζώνες με νεαρά φυτά ρυζιού έξω από το χωριό Καρθαλιπάλεμ, στην Πολιτεία Άντρα Πραντές της Ινδίας

Η Ινδία έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή ρυζιού από ορυζώνες στον κόσμο και είναι επίσης χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές ρυζιού στον κόσμο, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020. Εντός της Ινδίας η Δυτική Βεγγάλη είναι η πολιτεία με τη μεγαλύτερη παραγωγή ρυζιού.[32] Οι ορυζώνες είναι συνηθισμένοι σε όλη τη χώρα, τόσο στη βόρεια Πεδιάδα Ινδού-Γάγγη, όσο και στις νότιες πεδιάδες και υψίπεδα της Ινδίας. Στα περισσότερα μέρη της χώρας επιτυγχάνονται τουλάχιστον δύο εσοδείες ανά έτος, οι οποίες αποκαλούνται η μεν χειμερινή (θερισμός την άνοιξη) «ραμπί», η δε φθινοπωρινή «χαρίφ» (θερισμός την εποχή των μουσώνων). Η πρώτη εξαρτάται από την άρδευση, ενώ η δεύτερη από τις βροχές των μουσώνων. Η καλλιέργεια των ορυζώνων διαδραματίζει μείζονα ρόλο στην κοινωνική ζωή και την κουλτούρα της αγροτικής Ινδίας. Πολλές τοπικές εορτές σχετίζονται με τον θερισμό στους ορυζώνες, όπως οι Όναμ, Μπιχού, Πόνγκαλ, Μακάρ Σανκράντι και Ναμπάνα. Η περιοχή του δέλτα του ποταμού Κάβερι είναι γνωστή ιστορικά για το ρύζι της, όπως και η περιοχή Κουτανάντ στα νοτιοδυτικά, καθώς και το Γκανγκαβάτι της Καρνάτακα.

Ινδονησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι νεροβούβαλοι χρησίμευαν για το όργωμα λασπωδών ορυζώνων στην Ινδονησία, αλλά η χρήση μικρών μηχανοκίνητων αλετριών έγινε πολύ πιο συνηθισμένη μετά το 2010.

Οι καλύτεροι ορυζώνες της Ιάβας παράγουν περίπου 600 κιλά ακαθάριστου ρυζιού (250 κιλά καθαρού ρυζιού) ανά στρέμμα. Στα μέρη όπου υπάρχει άρδευση οι γεωργοί φυτεύουν συνήθως ποικιλίες υψηλής απόδοσης, που δίνουν τρεις εσοδείες ανά έτος. Επειδή τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα είναι σχετικώς ακριβά, οι αγρότες φυτεύουν αρχικώς πυκνά και σε μικρά αγροτεμάχια, και μετά, τρεις εβδομάδες μετά την εκβλάστηση, τα βλαστάρια ύψους 15 έως 20 εκατοστών ξαναφυτεύονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους, μια εξαντλητική χειρωνακτική εργασία.

Ο θερισμός στην Κεντρική Ιάβα γίνεται συχνά όχι από τους ιδιοκτήτες ή τους καλλιεργητές των ορυζώνων, αλλά από περιοδεύουσες μικρές εταιρείες, που εξειδικεύονται στον θερισμό, τη μεταφορά, τον καθαρισμό και την εμπορική διανομή του ρυζιού, είναι δηλαδή θεριστές και μεσάζοντες.

Τα γόνιμα ηφαιστειακά εδάφη μεγάλου μέρους του ινδονησιακού αρχιπελάγους (ιδίως της Ιάβας και του Μπαλί) κατέστησαν το ρύζι βασική τροφή στη χώρα. Οι μεγάλες κλίσεις εδάφους στο Μπαλί οδήγησαν στην ανάπτυξη πολύπλοκων αρδευτικών συστημάτων που αποκαλούνται σουμπάκ και περιλαμβάνουν τη διαχείριση της αποθηκεύσεως του νερού και την αποστράγγιση των ορυζώνων.[33]

Ιταλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ρύζι καλλιεργείται στη βόρεια Ιταλία, ιδίως σε ορυζώνες στην Κοιλάδα του Πάδου.[34] Οι ορυζώνες αυτοί αρδεύονται από ποταμάκια με σχετικώς ορμητική ροή, που κατεβαίνουν από τις Άλπεις. Από τη δημιουργία τους στις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, οι εργαζόμενοι ήταν εποχικοί και κυρίως φτωχές γυναίκες, οι «μοντίνες» (ιταλ. mondina, πληθ. mondine), που είχαν αναπτύξει τη δική τους «κουλτούρα». Η ζωή και η μοίρα τους έχει περιγραφεί σε λογοτεχνικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες όπως το Πικρό ρύζι (Riso Amaro, 1949), που στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον άσχετο τίτλο Πόθοι στους Βάλτους.

Κορέα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορυζώνας κοντά στο Ναμβόν της Νότιας Κορέας στις αρχές Ιουνίου

Η καλλιεργήσιμη γη σε μικρές προσχωσιγενείς πεδιάδες και κοιλάδες ποταμών στη Νότια Κορέα είναι αφιερωμένη στους ορυζώνες. Κάθε Φεβρουάριο οι γεωργοί επιθεωρούν τους ορυζώνες για όποιες επιδιορθώσεις χρειάζονται, οι οποίες λαβαίνουν χώρα μέχρι τα μέσα του Μάρτίου, όταν η άνοιξη επιτρέπει στον αγρότη να αγοράσει νέα φυτά ρυζιού. Αυτά μεταφέρονται από εσωτερικούς χώρους φυλάξεως και φυτεύονται τον Μάιο στους ορυζώνες που μόλις έχουν πλημμυρίσει. Οι καλλιεργητές φροντίζουν και ξεχορταριάζουν τους ορυζώνες τους όλο το καλοκαίρι, παραδοσιακά μέχρι το Τσούσοκ, μια τριήμερη γιορτή στα μέσα Σεπτεμβρίου. Ο θερισμός αρχίζει τον Οκτώβριο και ο συντονισμός του είναι σε κάποιες περιπτώσεις δύσκολος, καθώς πολλοί Κορεάτες αγρότες έχουν πολλούς μικρούς ορυζώνες σε διαφορετικές τοποθεσίες γύρω από το χωριό τους και μοιράζονται έτσι σύγχρονα θεριστικά μηχανήματα με μακρινούς συγγενείς τους. Κατόπιν ξηραίνουν συνήθως στον ήλιο το προϊόν τους προτού το μεταφέρουν στην αγορά.

Μαδαγασκάρη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δέντρο μπάομπαμπ και ορυζώνας κοντά στην πόλη Μουρουντάβα της Μαδαγασκάρης

Στη Μαδαγασκάρη η μέση ετήσια κατανάλωση ρυζιού ανέρχεται σε 130 χιλιόγραμμα ανά κάτοικο, μία από τις μεγαλύτερες σε όλο τον κόσμο. Η επιλογή της μεθόδου της καλλιέργειάς του καθορίζεται κατά τόπους από τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα του νερού.

Η πρακτική της αποψιλώσεως δασών («τάβι») κυριαρχούσε παραδοσιακά στην μεταβολή χρήσεως γης για την καλλιέργεια ρυζιού στη χώρα, αρχικώς της ποικιλίας που αναπτύσσεται σε ξηρό έδαφος και όχι σε ορυζώνες (1,36 εκατομμύριο στρέμματα). Το τάβι συνεχίζει να γίνεται από τους φτωχούς γεωργούς της Μαδαγασκάρης. Αργότερα άρχισαν να καλλιεργούνται και ποικιλίες «υγρού ρυζιού, όπως: η «Λάβα» (Vary lava, η λέξη «λάβα» σημαίνει ακτή στη μαλγασική γλώσσα) με διαυγείς και μακριούς κόκκους, η «Μακαλιόκα» (Vary Makalioka) με επίσης διαυγείς και μακριούς, αλλά λεπτότερους κόκκους, η «Ροτζοφότσι» (Vary Rojofotsy) με μικρούς κόκκους και η «Μένα» με κόκκινους κόκκους, που καλλιεργείται αποκλειστικά στη Μαδαγασκάρη.

Μαλαισία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορυζώνας στο κρατίδιο Τερενγκάνου της Μαλαισίας

Ορυζώνες υπάρχουν στα περισσότερα μέρη της Μαλαϊκής Χερσονήσου, με τους περισσότερους να συναντώνται στα βόρεια κρατίδια της Μαλαισίας, όπως τα Κεντάχ, Περλίς, Περάκ και Πενάνγκ. Ορυζώνες βρίσκουμε και στην ανατολική παραλιακή περιοχή της Μαλαισίας, στο Κελάνταν και στο Τερενγκάνου. Το κεντρικό κρατίδιο Σελάνγκορ έχει επίσης ορυζώνες, ιδίως στα διαμερίσματα Κουάλα Σελάνγκορ και Σαμπάκ Μπερνάμ.

Προτού η Μαλαισία αναπτύξει τη βιομηχανία της, η πλειονότητα των κατοίκων της ασχολούνταν με τη γεωργία, ιδίως με την ορυζοκαλλιέργεια. Για τον λόγο αυτόν, έκτιζαν συνήθως τα σπίτια τους δίπλα σε ορυζώνες. Η πολύ καυτερή ποικιλία πιπεριάς τσίλι που τρώγεται συχνά στη χώρα επονομάζεται τοπικά cili padi, που σημαίνει «τσίλι του ορυζώνα».

Μιανμάρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορυζώνες στη Μιανμάρ

Το φυτό του ρυζιού καλλιεργείται στη Μιανμάρ σε τρεις κυρίως περιοχές: στο Δέλτα του Ιραουάντι, στην περιοχή γύρω από το δέλτα του Καλαντάν και στις κεντρικές πεδιάδες γύρω από το Μανταλέι, αν και έχουν αυξηθεί οι καλλιέργειές του στις Πολιτείες Σαν και Κατσίν.[35] Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η Μιανμάρ ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ρυζιού στον κόσμο και ήταν γνωστή ως «το καλάθι του ρυζιού της νοτιοανατολικής Ασίας». Μεγάλο μέρος των ορυζοκαλλιεργειών της χώρας δεν επαφίονταν, ούτε και επαφίονται σήμερα, στη χρήση λιπασμάτων ή φυτοφαρμάκων. Έτσι, παρά το ότι είναι κατά μία έννοια «βιολογικές», δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν έκτοτε στην αύξηση του πληθυσμού και να ανταγωνισθούν άλλες εξαγωγές χώρες που χρησιμοποιούσαν χημικά λιπάσματα.

Σήμερα οι ορυζώνες καλλιεργούνται τρεις φορές το έτος στη Μιανμάρ, αλλά κυρίως κατά την εποχή των μουσώνων (από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Οι καλλιέργειες στα δέλτα των ποταμών εξαρτώνται πολύ από τη στάθμη του νερού του ποταμού και στη μεταφορά αλάτων από τα όρη του βορρά, ενώ στις κεντρικές περιοχές απαιτούν άρδευση από τον μεγάλο ποταμό Ιραουάντι.

Οι ορυζώνες οργώνονται με την έναρξη των πρώτων βροχών – παραδοσιακά το όργωμα αρχίζει 40 ημέρες μετά τη Θινγκιάν, την παραδοσιακή βιρμανική Πρωτοχρονιά. Σήμερα το όργωμα γίνεται με τρακτέρ, που αντικατέστησαν τους νεροβούβαλους. Οι σπόροι φυτρώνουν σε κλειστά φυτώρια και κατόπιν τα φυτά μεταφυτεύονται με το χέρι στα προετοιμασμένα αγροτεμάχια των ορυζώνων. Ο θερισμός γίνεται κατά τα τέλη Νοεμβρίου – «όταν το ρύζι σκύβει από γεράματα» κατά την τοπική έκφραση. Το μεγαλύτερο μέρος της φυτεύσεως και του θερισμού γίνεται με το χέρι.

Νεπάλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γυναίκες φυτεύουν ρύζι στο Νεπάλ.

Στο Νεπάλ ορυζώνες υπάρχουν στην πεδινή περιοχή (το Τεράι) και στους λόφους. Το φυτό αναπτύσσεται κυρίως κατά την εποχή των θερινών μουσώνων.[36]

Σρι Λάνκα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορυζώνας στο Sammanthurai της νοτιοανατολικής Σρι Λάνκα

Η ιστορία των ορυζώνων στη Σρι Λάνκα άρχισε από τους τελευταίους αιώνες π.Χ.. Οι ιστορικές αναφορές μνημονεύουν τη χώρα ως την «αποθήκη ορυζώνων της Ανατολής», εξαιτίας της υπερεπάρκειας που είχε στην παραγωγή ρυζιού. Και σήμερα μπορεί κάποιος να συναντήσει ορυζώνες σε όλο το νησί, που καταλαμβάνουν σημαντικό ποσοστό από την έκτασή του, περίπου 15 εκατομμύρια στρέμματα το 2008-2009. Συναντώνται τόσο σε χαμηλές πεδιάδες όσο και σε υγρότοπους σε κάποιο υψόμετρο. Η πλειονότητά τους βρίσκεται στην ξηρή ζώνη και εφαρμόζονται ειδικά συστήματα για την άρδευσή τους, με δεξαμενές (wewa) για την αποθήκευση νερου για την καλλιεργητική περίοδο. Η γεωργία στη Σρι Λάνκα είναι επικεντρωμένη στην καλλιέργεια του ρυζιού[37]: Περίπου 879.000 οικογένειες ασχολούνται με την καλλιέργεια των ορυζώνων της χώρας, δηλαδή το 20% του πληθυσμού της.

Ταϊλάνδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρή καλύβα ανάμεσα σε ορυζώνες στα προάστια της πόλεως Ναν της Ταϊλάνδης

Η παραγωγή ρυζιού αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος της οικονομίας της Ταϊλάνδης. Η καλλιέργεια του φυτού καταλαμβάνει πάνω από το μισό της γεωργικής γης (ή την πέμπτη μεγαλύτερη έκταση μεταξύ όλων των κρατών της Γης, 92 εκατομμύρια στρέμματα) και του εργατικού δυναμικού της χώρας.[38] Η Ταϊλάνδη έχει ισχυρή παράδοση στην καλλιέργεια του ρυζιού και σήμερα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ρυζιού στον κόσμο.[39] Η χώρα σχεδιάζει να αυξήσει περαιτέρω την έκταση που είναι διαθέσιμη για παραγωγή ρυζιού, κατά 5 εκατομμύρια στρέμματα.[40][41] Η ποικιλία του ρυζιού που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσοστό στην παραγωγή της χώρας είναι το μακρύκοκκο αρωματικό ρύζι («ρύζι-γιασεμί»), που έχει σημαντικά μικρότερη απόδοση σε κιλά ανά στρέμμα, αλλά περίπου τη διπλάσια τιμή από άλλες ποικιλίες στην παγκόσμια αγορά.[40]

Φιλιππίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ορυζώνες συναντώνται σε πολλά μέρη στις Φιλιππίνες. Αρκετοί τεράστιοι ορυζώνες υπάρχουν στις επαρχίες Ιφουγκάο, Νούεβα Έσιχα, Ισαμπέλα, Καγκαγιάν, Μπουλακάν, Κεσόν και άλλες. Η Νούεβα Έσιχα θεωρείται η κυριότερη ορυζοπαραγωγός επαρχία της χώρας και είναι σήμερα η ένατη πλουσιότερη επαρχία της.

Οι ορυζώνες αναβαθμίδων στο Μπανάουε της νήσου Λουσόν αποτελούν υπόδειγμα και έχουν αποκληθεί «το όγδοο θαύμα του κόσμου». Κατασκευάσθηκαν από τους Ιφουγκάος πριν από δύο χιλιάδες χρόνια και το 1995 ανακηρύχθηκαν «Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς» της UNESCO.[42] Το νερό από πηγές και ρυάκια των βουνών δεσμεύθηκε και δρομολογήθηκε σε αρδευτικά κανάλια που κατέρχονται περνώντας από τις αναβαθμίδες. Αξιοσημείωτοι είναι και οι ορυζώνες αναβαθμίδων του Μπατάντ, του Μπανγκάαν, του Μαγιογιάο και του Χαπάο. Στο Μπατάντ οι αναβαθμίδες έχουν αμφιθεατρικό σχήμα και μπορεί κάποιος να τους επισκεφθεί εκδράμοντας από το Μπανάουε (απόσταση 12 χιλιόμετρα οδικώς και μετά δύο ώρες οδοιπορία από ορεινά μονοπάτια).

Περιβάλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ορυζώνες αποτελούν σημαντική πηγή εκλύσεως μεθανίου στην ατμόσφαιρα, καθώς έχει εκτιμηθεί ότι συνεισφέρουν από 50 έως 100 εκατομμύρια τόνους του αερίου ετησίως.[43][44] Μελέτες έχουν δείξει ότι οι εκπομπές αυτές μπορούν να μειωθούν σημαντικά και ταυτοχρόνως να αυξηθεί η εσοδεία, αν αποστραγγίζονταν οι ορυζώνες ώστε να αερίζεται το έδαφος προκειμένου να διακοπεί η παραγωγή του μεθανίου.[45]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Sang, Anisia Jati; Tay, Kai Meng; Lim, Chee Peng; Saeid, Nahavandi (2018). «Application of a Genetic-Fuzzy FMEA to Rainfed Lowland Rice Production in Sarawak: Environmental, Health, and Safety Perspectives». IEEE Access 6: 74628-74647. doi:10.1109/ACCESS.2018.2883115. 
  2. «Riz de Camargue, Silo de Tourtoulen, Riz blanc de Camargue, Riz et céréales de Camargue». Riz-camargue.com. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2013. 
  3. Molina, J.; Sikora, M.; Garud, N.; Flowers, J.M.; Rubinstein, S.; Reynolds, A.; Huang, P.; Jackson, S. και άλλοι. (2011). «Molecular evidence for a single evolutionary origin of domesticated rice». Proceedings of the National Academy of Sciences 108 (20): 8351-8356. doi:10.1073/pnas.1104686108. PMID 21536870. Bibcode2011PNAS..108.8351M. 
  4. Gross, B.L.; Zhao, Z. (2014). «Archaeological and genetic insights into the origins of domesticated rice». Proceedings of the National Academy of Sciences 11 (17): 6190-6197. doi:10.1073/pnas.1308942110. PMID 24753573. Bibcode2014PNAS..111.6190G. 
  5. Zhang, Jianping; Lu, Houyuan; Gu, Wanfa; Wu, Naiqin; Zhou, Kunshu; Hu, Yayi; Xin, Yingjun; Wang, Can και άλλοι. (17 December 2012). «Early Mixed Farming of Millet and Rice 7800 Years Ago in the Middle Yellow River Region, China». PLOS ONE 7 (12): e52146. doi:10.1371/journal.pone.0052146. PMID 23284907. Bibcode2012PLoSO...752146Z. 
  6. 6,0 6,1 6,2 He, Keyang; Lu, Houyuan; Zhang, Jianping; Wang, Can; Huan, Xiujia (7 June 2017). «Prehistoric evolution of the dualistic structure mixed rice and millet farming in China». The Holocene 27 (12): 1885-1898. doi:10.1177/0959683617708455. Bibcode2017Holoc..27.1885H. https://www.researchgate.net/publication/317400332. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Bellwood, Peter (9 December 2011). «The Checkered Prehistory of Rice Movement Southwards as a Domesticated Cereal — from the Yangzi to the Equator». Rice 4 (3–4): 93-103. doi:10.1007/s12284-011-9068-9. https://core.ac.uk/download/pdf/81529950.pdf. 
  8. Hsieh, Jaw-shu; Hsing, Yue-ie Caroline; Hsu, Tze-fu; Li, Paul Jen-kuei; Li, Kuang-ti; Tsang, Cheng-hwa (24 December 2011). «Studies on Ancient Rice — Where Botanists, Agronomists, Archeologists, Linguists, and Ethnologists Meet». Rice 4 (3-4): 178-183. doi:10.1007/s12284-011-9075-x. 
  9. 9,0 9,1 Li, Hui; Huang, Ying; Mustavich, Laura F.; Zhang, Fan; Tan, Jing-Ze; Wang, ling-E; Qian, Ji; Gao, Meng-He και άλλοι. (2007). «Y chromosomes of prehistoric people along the Yangtze River». Human Genetics 122 (3-4): 383-388. doi:10.1007/s00439-007-0407-2. PMID 17657509. http://www.humpopgenfudan.cn/p/E/E3.pdf. 
  10. Cao, Zhihong; Fu, Jianrong; Zou, Ping; Huang, Jing Fa; Lu, Hong; Weng, Jieping; Ding, Jinlong (Αύγουστος 2010). «Origin and chronosequence of paddy soils in China». Proceedings of the 19th World Congress of Soil Science: 39-42. http://www.cabdirect.org/abstracts/20123011310.html. Ανακτήθηκε στις 8 February 2013. 
  11. Bellwood, Peter (1997). «Prehistory of the Indo-Malaysian Archipelago». Prehistory of the Indo-Malaysian Archipelago: Revised Edition. Honolulu: University of Hawaii Press. σελίδες 205-211. ISBN 0824818830. JSTOR j.ctt24hf81. 
  12. Fujiwara, H. (επιμ.): Search for the Origin of Rice Cultivation: The Ancient Rice Cultivation in Paddy Fields at the Cao Xie Shan Site in China, εκδ. Society for Scientific Studies on Cultural Property, Miyazaki 1996 (στην ιαπωνική και την κινεζική)
  13. Fujiwara 1996
  14. Tsude, Hiroshi: «Yayoi Farmers Reconsidered: New Perspectives on Agricultural Development in East Asia», Bulletin of the Indo-Pacific Prehistory Association, τόμ. 21(5), σσ. 53-59, έτος 2001
  15. «Expansion of Chinese Paddy Rice to the Yunnan-Guizhou Plateau». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2007. 
  16. 16,0 16,1 Zhang, Chi; Hung, Hsiao-Chun (2008). «The Neolithic of Southern China – Origin, Development, and Dispersal». Asian Perspectives 47 (2). https://core.ac.uk/download/pdf/5105562.pdf. 
  17. Zhang, Chi (2013). «The Qujialing–Shijiahe culture in the middle Yangzi River valley». Στο: Underhill, Anne P. A Companion to Chinese Archaeology. John Wiley & Sons. σελίδες 510–534. ISBN 9781118325780. 
  18. Liu, Li· Chen, Xingcan (2012). The Archaeology of China: From the Late Paleolithic to the Early Bronze Age. Cambridge University Press. ISBN 9780521643108. 
  19. Major, John S.· Cook, Constance A. (2016). Ancient China: A History. Taylor & Francis. ISBN 9781317503668. 
  20. Needham, Joseph: Science and Civilization in China: Volume 4, Physics and Physical Technology, μέρος 3 («Civil Engineering and Nautics»), Caves Books Ltd., Taipei 1986, σελ. 271
  21. Angus, Maddison (21 Σεπτεμβρίου 2006). The World Economy, Angus Maddison, σελ. 20, ISBN 92-64-02261-9. ISBN 9789264022614. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2013. 
  22. Beaujard, Philippe (Αύγουστος 2011). «The first migrants to Madagascar and their introduction of plants: linguistic and ethnological evidence». Azania: Archaeological Research in Africa 46 (2): 169-189. doi:10.1080/0067270X.2011.580142. https://halshs.archives-ouvertes.fr/halshs-00706173/file/Beaujard.azania2.pdf. 
  23. Crawford, Gary W. και Gyoung-Ah Lee: «Agricultural Origins in the Korean Peninsula», Antiquity, τόμ. 77(295), σσ. 87-95, έτος 2003
  24. Crawford και Lee 2003
  25. Bale, Martin T.: «Archaeology of Early Agriculture in Korea: An Update on Recent Developments», Bulletin of the Indo-Pacific Prehistory Association, τόμος 21(5), σσ. 77-84, έτος 2001
  26. Bale 2001
  27. Kwak, Jong-chul: «Urinara-eui Seonsa – Godae Non Bat Yugu [Dry- and Wet-field Agricultural Features of the Korean Prehistoric]» στο: Hanguk Nonggyeong Munhwa-eui Hyeongseong [= Η δημιουργία γεωργικών κοινωνιών στην Κορέα»], Busan 2001, σσ. 21-73
  28. Barnes, Gina L.: «Paddy Soils Now and Then», World Archaeology, τόμ. 22(1), σσ. 1-17, έτος 1990
  29. Shōda, Shinya (2007). «A Comment on the Yayoi Period Dating Controversy». Bulletin of the Society for East Asian Archaeology 1. http://www.seaa-web.org/bul-essay-01.htm. 
  30. fao.org (FAOSTAT). «Countries by commodity (Rice, paddy)». Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2014. 
  31. «Economist.com». The Economist. 17 December 2009. http://www.economist.com/research/articlesBySubject/displaystory.cfm?subjectid=348969&story_id=15108648. Ανακτήθηκε στις 25 April 2013. 
  32. «Top 10 Rice Producing States of India, Indian States with Highest Rice Production». Mapsofindia.com. 17 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2013. 
  33. «Lansing and Miller» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2013. 
  34. «Channel 4 notes for schools». Channel4.com. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2013. 
  35. «Increasing rice production in Myanmar». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2015. 
  36. «New Agriculturist: Country profile - Nepal». www.new-ag.info. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2023. 
  37. «Rice Knowledge for Sri Lanka - IRRI Rice Knowledge Bank». www.knowledgebank.irri.org. 
  38. Country Profile: Thailand, lcweb2.loc.gov 7 (Ιούλιος 2007)
  39. «Thailand backs away from rice cartel plan», The International Herald Tribune, 7 Μαΐου 2008, σελ. 12
  40. 40,0 40,1 «Rice strain is cause of comparatively low productivity», The Nation (εφημερίδα Ταϊλάνδης), 16 Απριλίου 2008
  41. Nirmal, Ghost: «Thailand to set aside more land for farming; It plans to increase rice production and stop conversion of agricultural land», The Straits Times (εφημερίδα Σιγκαπούρης), 24 Απριλίου 2008
  42. UNESCO World Heritage Centre. «Rice Terraces of the Philippine Cordilleras – UNESCO World Heritage Centre». Whc.unesco.org. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2015. 
  43. «Methane Sources – Rice Paddies». Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2007. 
  44. «Scientists blame global warming on rice». Sptimes.com. 2 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2013. 
  45. «Shifts in rice farming practices in China reduce greenhouse gas methane». Goddard Space Flight Center. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2003. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2002. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bale, Martin T.: «Archaeology of Early Agriculture in Korea: An Update on Recent Developments», Bulletin of the Indo-Pacific Prehistory Association, τόμος 21(5), σσ. 77-84, έτος 2001
  • Barnes, Gina L.: «Paddy Soils Now and Then», World Archaeology, τόμ. 22(1), σσ. 1-17, έτος 1990
  • Crawford, Gary W. και Gyoung-Ah Lee: «Agricultural Origins in the Korean Peninsula», Antiquity, τόμ. 77(295), σσ. 87-95, έτος 2003
  • Kwak, Jong-chul: «Urinara-eui Seonsa – Godae Non Bat Yugu» στο Hanguk Nonggyeong Munhwa-eui Hyeongseong (= Η δημιουργία γεωργικών κοινωνιών στην Κορέα»), Busan 2001, σσ. 21-73

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]