Νεότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ομάδα φοιτητριών στις Ηνωμένες Πολιτείες, 1973
Νέοι σε ροκ φεστιβάλ, Πολωνία, 2011
Ομάδα νέων στη Σουηδία, 2019

Η νεότητα είναι η εποχή της ζωής όταν κάποιος είναι νέος. Η λέξη, νεότητα, μπορεί να σημαίνει το διάστημα μεταξύ παιδικής ηλικίας και ενηλικίωσης (ωριμότητα), αλλά μπορεί να αναφέρεται και στην ακμή του ατόμου από πλευράς υγείας ή την περίοδο της ζωής κατά την οποία είναι νεαρός ενήλικας.[1][2][3][4] Η νεότητα ορίζεται επίσης ως «η όψη, η φρεσκάδα, το σφρίγος, το πνεύμα κ.λπ., που είναι χαρακτηριστικά των νέων».[5] Οι ορισμοί σε σχέση με το συγκεκριμένο εύρος ηλικιών ποικίλλουν, καθώς η νεότητα δεν ορίζεται χρονολογικά ως στάδιο που μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένες ηλικιακές κατηγορίες.[6][7]

Η νεότητα είναι μια εμπειρία που μπορεί να χαρακτηριστεί με διάφορους τρόπους σύμφωνα με διαφορετικές κουλτούρες. Οι προσωπικές εμπειρίες χαρακτηρίζονται από τα πολιτισμικά πρότυπα ή τις παραδόσεις ενός ατόμου, ενώ το επίπεδο εξάρτησης ενός νέου από τους άλλους τον βαθμό στον οποίο αυτός εξακολουθεί να βασίζεται στην οικογένειά του συναισθηματικά και οικονομικά.[6]

Ορολογία και ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φοιτητές στις ΗΠΑ συζητούν περπατώντας
Νέοι στο Αφγανιστάν

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλο τον κόσμο, οι όροι νέος, έφηβος, παιδί και νεαρός συχνά σημαίνουν το ίδιο πράγμα,[8] αλλά περιστασιακά διαφοροποιούνται. Η νεότητα μπορεί να σημαίνει την περίοδος της ζωής, όταν κάποιος είναι νέος. Η έννοια μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να περιλαμβάνει και την παιδική ηλικία.[9][10] Ο όρος νεολαία προσδιορίζει επίσης μια συγκεκριμένη νοοτροπία, αυτή που ταιριάζει σε νέους ανθρώπους. Για ορισμένες χρήσεις, όπως οι στατιστικές, ο όρος μερικές φορές αναφέρεται επίσης σε άτομα ηλικίας 14 έως 21 ετών.[11] Ωστόσο, ο όρος εφηβεία αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο ηλικιακό εύρος κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης αναπτυξιακής περιόδου στη ζωή ενός ατόμου, σε αντίθεση με τη νεολαία, που είναι κοινωνικά δομημένη κατηγορία.[6]

Τα Ηνωμένα Έθνη ορίζουν τη νεολαία ως την ηλικία μεταξύ 15 και 24 περίπου ετών, ενώ αναφέρουν την εκπαίδευση ως πηγή για αυτές τις στατιστικές. Ο ΟΗΕ αναγνωρίζει επίσης ότι αυτό ποικίλλει στα διάφορα κράτη μέλη του. Μια χρήσιμη διάκριση εντός του ίδιου του ΟΗΕ μπορεί να γίνει μεταξύ εφήβων (μεταξύ 13-19 ετών) και νέων ενηλίκων (μεταξύ 20-29 ετών). Ενώ επιδιώκει να επιβάλει κάποια ομοιομορφία στις στατιστικές προσεγγίσεις, ο ΟΗΕ έχει επίγνωση των αντιφάσεων μεταξύ των προσεγγίσεων στο καταστατικό του. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον ορισμό 15–24 (που εισήχθη το 1981) τα παιδιά ορίζονται ως άτομα κάτω των 14 ετών (ή των 13 ετών) ενώ σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1979 για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τα άτομα κάτω των 18 ετών θεωρούνται παιδιά.[12]

Στις 11 Νοεμβρίου 2020, η Κρατική Δούμα της Ρωσίας ενέκρινε ένα σχέδιο για την αύξηση του ανώτατου ορίου ηλικίας των νέων από τα 30 σε 35 έτη (το εύρος τώρα είναι από τα 14 έως 35 έτη).[13]

Αν και συνδέεται με βιολογικές διαδικασίες ανάπτυξης και ωρίμανσης, η νεολαία ορίζεται επίσης ως κοινωνική θέση που αντανακλά τις έννοιες που αποδίδουν οι διάφορες κουλτούρες και κοινωνίες στα άτομα μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης. Ο όρος από μόνος του μπορεί να είναι διφορούμενος όταν χρησιμοποιείται για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας με πολύ χαμηλή κοινωνική θέση που εξακολουθούν να εξαρτώνται από τους δικούς τους.[14] Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι ορισμοί που βασίζονται στην ηλικία δεν ήταν συνεπείς σε όλες τις κουλτούρες και σε όλες τις εποχές και ότι είναι πιο ακριβές να εστιάσουμε στις κοινωνικές διαδικασίες κατά τη μετάβαση στην ανεξαρτησία των ενηλίκων για να ορίσουμε τη νεολαία.[15]

«Αυτός ο κόσμος απαιτεί τις ιδιότητες της νεότητας: όχι μια περίοδο της ζωής, αλλά μια κατάσταση του νου, μια διάθεση της θέλησης, μια ποιότητα της φαντασίας, μια κυριαρχία του θάρρους έναντι της δειλίας, της όρεξης για περιπέτεια έναντι της ζωής της ευκολίας». – Ρόμπερτ Κένεντι[16]

Η νεότητα είναι το στάδιο κατασκευής της αυτοαντίληψης. Η αυτοαντίληψη των νέων επηρεάζεται από μεταβλητές όπως οι συνομήλικοι, ο τρόπος ζωής, το φύλο και η κουλτούρα.[17] Είναι μια περίοδος της ζωής ενός ατόμου που οι επιλογές του είναι πιο πιθανό να επηρεάσουν το μέλλον του.[18][19]

Άλλοι ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νέοι κάνουν σκέιτμπορντ στο Μεξικό
Φοιτητές στο Περού συζητούν

Σε μεγάλο μέρος της υποσαχάριας Αφρικής, ο όρος "νεότητα" συνδέεται με νεαρούς άνδρες ηλικίας από 12 έως 30 ή 35 ετών. Η νεολαία στη Νιγηρία περιλαμβάνει όλους τους πολίτες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Νιγηρίας ηλικίας 18–35 ετών.[20] Πολλά κορίτσια στην Αφρική βιώνουν τη νεότητα ως ένα σύντομο διάλειμμα μεταξύ της έναρξης της εφηβείας και γάμου και της μητρότητας. Όμως, στα αστικά περιβάλλοντα, οι φτωχές γυναίκες θεωρούνται συχνά νέες για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ακόμα κι αν γεννήσουν παιδιά εκτός γάμου. Αντίστοιχα, οι απόψεις περί νεολαίας στη Λατινική Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία διαφέρουν από αυτές στην υποσαχάρια Αφρική. Στο Βιετνάμ, οι ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις για τη νεολαία είναι κοινωνικοπολιτικές κατασκευές που περιλαμβάνουν τα δύο φύλα μεταξύ 15-35 ετών.[21]

Στη Βραζιλία, ο όρος νέος αναφέρεται σε άτομα και των δύο φύλων από 15-29 ετών. Αυτή η ηλικιακή κατηγορία αντανακλά την επιρροή διεθνών οργανισμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) στο βραζιλιάνικο δίκαιο. Διαμορφώνεται επίσης από την έννοια της εφηβείας που έχει εισέλθει στην καθημερινή ζωή στη Βραζιλία μέσω της συζήτησης για τα δικαιώματα των παιδιών.[21]

Ο ΟΟΣΑ ορίζει τους νέους ως άτομα «μεταξύ 15 και 29 ετών».[22][23]

Η 12η Αυγούστου έχει ανακηρυχθεί από τα Ηνωμένα Έθνη Παγκόσμια Ημέρα Νεολαίας.

Δικαιώματα των νέων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νέοι σε παγκάκι στον Καναδά
Νέοι σε εργασίες καθαριότητας στην Τανζανία
Ζευγάρι νέων κάνει πικ νικ στη Βιρτζίνια

Τα δικαιώματα του παιδιού αναφέρονται σε όλα τα δικαιώματα που ανήκουν στα παιδιά. Όταν αυτά μεγαλώσουν, τους παραχωρούνται νέα δικαιώματα (όπως ψήφος, συναίνεση σε σεξουαλική επαφή, οδήγηση κ.λπ.) και καθήκοντα (ποινική ευθύνη κ.λπ.). Υπάρχουν διαφορετικά ελάχιστα όρια ηλικίας στα οποία η νεολαία δεν είναι ελεύθερη, ανεξάρτητη ή νομικά ικανή να λάβει κάποιες αποφάσεις ή ενέργειες. Μερικά από αυτά τα όρια είναι: ηλικία ψήφου, ηλικία υποψηφιότητας σε εκλογές, ηλικία συναίνεσης σε σεξουαλική επαφή, ηλικία ενηλικίωσης, ηλικία ποινικής ευθύνης, ηλικία κατανάλωσης αλκοόλ, ηλικία οδήγησης κ.λπ. Αφού οι νέοι φτάσουν αυτά τα όρια, είναι ελεύθεροι να ψηφίζουν, να έχουν σεξουαλικές επαφές, να αγοράζουν ή να καταναλώνουν αλκοολούχα ποτά ή να οδηγούν αυτοκίνητα κ.λπ.

Ηλικία ψήφου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηλικία ψήφου είναι η ελάχιστη ηλικία σύμφωνα με τον νόμο που πρέπει να συμπληρώσει ένα άτομο για να έχει δικαίωμα ψήφου σε δημόσιες εκλογές. Συνήθως, η ηλικία αυτή ορίζεται στα 18 έτη. Ωστόσο, υπάρχουν ηλικίες ψήφου 16 ή 21 ετών. Μελέτες δείχνουν ότι το 21% όλων των 18χρονων έχουν ψηφίσει. Αυτό είναι σημαντικό δικαίωμα, αφού με την ψήφο τους μπορούν να υποστηρίξουν πολιτικές επιλεγμένες από τους ίδιους και όχι μόνο από ανθρώπους παλαιότερων γενιών.

Αίθουσα υπολογιστών σε σχολείο της Ουγκάντας
Η Βουλή των Εφήβων στην Ελλάδα

Ηλικία υποψηφιότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηλικία υποψηφιότητας σε εκλογές είναι η ελάχιστη ηλικία κατά την οποία ένα άτομο πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις για να αποκτήσει ορισμένα εκλεγμένα κυβερνητικά αξιώματα. Σε πολλές περιπτώσεις, ο όρος καθορίζει και την ηλικία στην οποία ένα άτομο μπορεί να είναι επιλέξιμο για να υποβάλει υποψηφιότητα σε εκλογές ή να του παραχωρηθεί θέση σε ψηφοδέλτιο.

Ηλικία συναίνεσης σε σεξουαλική επαφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηλικία συναίνεσης είναι η ηλικία κατά την οποία ένα άτομο θεωρείται νομικά ικανό να συναινέσει σε σεξουαλικές πράξεις, και επομένως είναι η ελάχιστη ηλικία ενός ατόμου που του επιτρέπεται να συμμετάσχει νομικά σε σεξουαλική δραστηριότητα. Οι νόμοι ορίζουν ότι το άτομο κάτω από αυτήν την ηλικία θεωρείται θύμα και όποιος έχει σεξουαλική επαφή με αυτό θεωρείται δράστης.

Ηλικία ποινικής ευθύνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ένας κατηγορούμενος για παράνομη πράξη δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία νομικής ευθύνης, αποκλείεται από την ποινική ευθύνη για την πράξη του. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά στερούνται την κρίση και την εμπειρία που προκύπτουν από την ηλικία για να θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνα. Μετά τη συμπλήρωση της αρχικής ηλικίας νομικής ευθύνης, συχνά υπάρχουν διάφορα επίπεδα ευθύνης που υπαγορεύονται από την ηλικία και το είδος του αδικήματος.

Ηλικία κατανάλωσης αλκοόλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νόμιμη ηλικία κατανάλωσης αλκοόλ είναι η ηλικία στην οποία ένα άτομο μπορεί να καταναλώσει ή να αγοράσει αλκοολούχα ποτά. Αυτοί οι νόμοι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και συμπεριφορών, εξετάζοντας πότε και πού μπορεί να καταναλωθεί αλκοόλ. Η ελάχιστη ηλικία κατά την οποία μπορεί να καταναλωθεί νόμιμα αλκοόλ ενδέχεται να διαφέρει από την ηλικία κατά την οποία μπορεί να αγοραστεί το αλκοόλ σε ορισμένες χώρες. Αυτοί οι νόμοι διαφέρουν μεταξύ κρατών, ενώ πολλοί νόμοι έχουν εξαιρέσεις ή ειδικές περιστάσεις. Οι περισσότεροι νόμοι ισχύουν μόνο για κατανάλωση αλκοόλ σε δημόσιους χώρους (εξαίρεση αποτελεί το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο έχει ελάχιστο νόμιμο όριο ηλικίας τα πέντε χρόνια για εποπτευόμενη κατανάλωση αλκοόλ σε ιδιωτικούς χώρους). Ορισμένες χώρες έχουν διαφορετικά όρια ηλικίας για την κατανάλωση διαφορετικών αλκοολούχων ποτών.[24]

Νέοι σε δημόσια διαμαρτυρία στη Μελβούρνη

Ηλικία οδήγησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηλικία οδήγησης είναι η ηλικία στην οποία ένα άτομο μπορεί να υποβάλει αίτηση για άδεια οδήγησης. Οι χώρες με τις χαμηλότερες ηλικίες οδήγησης (κάτω των 17 ετών) είναι η Αργεντινή, η Αυστραλία, ο Καναδάς, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ισλανδία, το Ισραήλ, η Βόρεια Μακεδονία, η Μαλαισία, η Νέα Ζηλανδία, οι Φιλιππίνες, η Σαουδική Αραβία, η Σλοβενία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η καναδική επαρχία της Αλμπέρτα και πολλές πολιτείες των ΗΠΑ επιτρέπουν σε νέους από 14 ετών να οδηγούν. Ο Νίγηρας έχει την υψηλότερη ελάχιστη ηλικία οδήγησης στον κόσμο, στα 23. Στην Ελλάδα, η οδήγηση είναι νόμιμη μετά την απόκτηση άδειας στην ηλικία των 18 ετών.

Νόμιμη ηλικία εργασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νόμιμη ηλικία εργασίας είναι η ελάχιστη ηλικία που απαιτείται από τον νόμο για να εργαστεί ένα άτομο σε κάθε χώρα. Το όριο της ενηλικίωσης ή η «ηλικία ενηλικίωσης», όπως αναγνωρίζεται ή ορίζεται από τη νομοθεσία στις περισσότερες χώρες, έχει οριστεί στην ηλικία των 18 ετών. Ορισμένοι τύποι εργασίας συνήθως απαγορεύονται ακόμη και για άτομα άνω της ηλικίας εργασίας, εάν δεν έχουν συμπληρώσει την ηλικία της ενηλικίωσης. Δραστηριότητες που είναι επικίνδυνες, επιβλαβείς για την υγεία ή που ενδέχεται να επηρεάσουν την ηθική των ανηλίκων εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία.

Ηλικία καπνίσματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηλικία καπνίσματος είναι η ελάχιστη ηλικία που μπορεί να αγοράσει κάποιος καπνό ή/και να καπνίσει δημόσια. Οι περισσότερες χώρες ρυθμίζουν αυτόν τον νόμο σε εθνικό επίπεδο.

Σχολείο και εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι νέοι περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και οι εμπειρίες τους σε σχολεία και πανεπιστήμια συχνά διαμορφώσουν μεγάλο μέρος της μετέπειτα ζωής τους.[25] Έρευνες δείχνουν ότι η φτώχεια και το εισόδημα επηρεάζουν την πιθανότητα ολοκλήρωσης της βασικής εκπαίδευσης. Αυτοί οι παράγοντες αυξάνουν επίσης την πιθανότητα να μη σπουδάσει ένας νέος.[26] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 12,3% των νέων ηλικίας 16-24 ετών δεν πηγαίνουν στο σχολείο ούτε εργάζονται.[27]

Υγεία και θνησιμότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νέοι στη Νότια Αφρική διασκεδάζουν

Οι κύριες αιτίες ασθένειας και θνησιμότητας των νέων και των ενηλίκων οφείλονται σε ορισμένες συμπεριφορές που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία. Αυτές οι συμπεριφορές συχνά εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της νεότητας και επεκτείνονται μέχρι την ενηλικίωση, επομένως κάποια προβλήματα στην ενήλικη ζωή μπορούν να προληφθούν από τη νεανική ηλικία.

Μια μελέτη του 2004 για τη θνησιμότητα των νέων παγκοσμίως (σε ηλικίες 10-24 ετών) διαπίστωσε ότι το 97% των θανάτων σημειωνόταν σε χώρες χαμηλού έως μεσαίου εισοδήματος, με την πλειονότητά τους στη νοτιοανατολική Ασία και την υποσαχάρια Αφρική. Οι ασθένειες της μητρότητας αντιπροσώπευαν το 15% των θανάτων των γυναικών, ενώ το HIV/AIDS και η φυματίωση ευθύνονταν για το 11% των θανάτων. Το 14% των θανάτων ανδρών και 5% των γυναικών αποδίδονταν σε τροχαία ατυχήματα, η βασική αιτία θανάτου συνολικά. Η βία αντιπροσώπευε το 12% των θανάτων ανδρών. Η αυτοκτονία ήταν η αιτία του 6% όλων των θανάτων.[28]

Παχυσαρκία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παχυσαρκία επηρεάζει πλέον ένα στα πέντε παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι η πιο διαδεδομένη διατροφική ασθένεια παιδιών και εφήβων στη χώρα αυτή.

Οι διακρίσεις σε βάρος των υπέρβαρων παιδιών ξεκινούν από νωρίς στην παιδική ηλικία και σταδιακά παγιώνονται. Τα παχύσαρκα παιδιά μπορεί να είναι πιο ψηλά από τα μη υπέρβαρα συνομήλικά τους, οπότε είναι πιθανό να θεωρούνται μεγαλύτερα. Αυτό μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνικοποίησή τους.

Πολλές από τις καρδιαγγειακές συνέπειες που χαρακτηρίζουν την παχυσαρκία στους ενήλικες ξεκινούν από ανωμαλίες στην παιδική ηλικία. Η υπερλιπιδαιμία, η υπέρταση και η ο προδιαβήτης εμφανίζονται με αυξημένη συχνότητα σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους. Η άπνοια ύπνου, η ιδιοπαθής ενδοκρανιακή υπέρταση και η νόσος του Μπλάουντ αντιπροσωπεύουν κύριες πηγές νοσηρότητας για τις οποίες είναι απαραίτητη η ταχεία και διαρκής μείωση του βάρους. Παρόλο που εμφανίζονται αρκετές περίοδοι αυξημένου κινδύνου στην παιδική ηλικία, δεν είναι σαφές εάν η παχυσαρκία που ξεκινά νωρίς στην παιδική ηλικία ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας των ενηλίκων.[29]

Εκφοβισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκφοβισμός μεταξύ των νέων σχολικής ηλικίας αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει την ευημερία και την κοινωνικοποίησή τους. Ο εκφοβισμός αποτελεί μια δυνητικά σοβαρή απειλή για την υγιή ανάπτυξη των νέων. Ο ορισμός του εκφοβισμού είναι ευρέως αποδεκτός στη σχετική βιβλιογραφία.[30][31][32][33]

Ο εκφοβισμός συμειώνεται συχνά στα σχολεία

Η πλειονότητα των ερευνών για τον εκφοβισμό έχουν διεξαχθεί στην Ευρώπη και την Αυστραλία.[34] Υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών όσον αφορά τον εκφοβισμό. Σε μια διεθνή έρευνα για συμπεριφορές που σχετίζονται με την υγεία των εφήβων, το ποσοστό των μαθητών που ανέφεραν ότι υπέστησαν εκφοβισμό τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του τρέχοντος τριμήνου κυμαινόταν από 15% έως 20% σε ορισμένες χώρες έως 70% σε άλλες.[35][36] Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί ο συχνός εκφοβισμός, ο οποίος συνήθως ορίζεται ως ο εκφοβισμός που συμβαίνει μία φορά την εβδομάδα ή συχνότερα. Ο συχνός εκφοβισμός που αναφέρεται διεθνώς κυμαίνεται από 1,9% στο ιρλανδικό δείγμα έως 19% στο δείγμα της Μάλτας.[37][38][39][40][41][42]

Η έρευνα που εξέτασε τα χαρακτηριστικά των νέων που εμπλέκονται στον εκφοβισμό έχει βρει σταθερά ότι τόσο οι εκφοβιστές όσο και εκείνοι που εκφοβίζονται επιδεικνύουν λιγότερο επαρκή ψυχοκοινωνική λειτουργία από τους μη εμπλεκόμενους συνομηλίκους τους. Οι νέοι που εκφοβίζουν άλλους έχουν συνήθως υψηλότερα επίπεδα προβληματικής συμπεριφοράς και αντιπάθειας για το σχολείο, ενώ οι νέοι που εκφοβίζονται γενικά παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα ανασφάλειας, άγχους, κατάθλιψης, μοναξιάς, λύπης, σωματικών και ψυχικών συμπτωμάτων και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Τα αγόρια που υφίστανται εκφοβισμό είναι συνήθως πιο αδύναμα σωματικά. Οι λίγες μελέτες που εξέτασαν τα χαρακτηριστικά των νέων που εκφοβίζουν και ταυτόχρονα εκφοβίζονται διαπίστωσαν ότι αυτά τα άτομα παρουσιάζουν τη χειρότερη ψυχοκοινωνική λειτουργία συνολικά.[43][44][45][46]

Σεξουαλική υγεία και πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παγκοσμιοποίηση είχε απτές επιπτώσεις στις σεξουαλικές σχέσεις και ταυτότητες. Τα προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που εφαρμόζονται αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για τη μείωση των επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών των εφήβων και την προαγωγή της σεξουαλικής υγείας. Εκτός από την ενημέρωση σχετικά με τις συνέπειες των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νόσων και της πρώιμης εγκυμοσύνης, τέτοια προγράμματα δημιουργούν δεξιότητες ζωής για διαπροσωπική επικοινωνία και λήψη αποφάσεων και εφαρμόζονται συχνότερα σε σχολεία. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν πηγαίνουν όλοι οι νέοι στο σχολείο, προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης έχουν επίσης εφαρμοστεί σε κλινικές, κέντρα κράτησης ανηλίκων και κοινοτικές υπηρεσίες με προσανατολισμό τους νέους. Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι ορισμένα προγράμματα μειώνουν τις επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές όταν εφαρμόζονται τόσο στο σχολείο όσο και στην κοινότητα.[47]

Στον Παγκόσμιο Νότο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συντριπτική πλειονότητα των νέων ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες: σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, παγκοσμίως περίπου το 85% των νέων ηλικίας 15-24 ετών ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες, ποσοστό που προβλέπεται να φτάσει το 89,5% έως το 2025. Επιπλέον, αυτή η πλειονότητα είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφη: ορισμένοι ζουν σε αγροτικές περιοχές, αλλά πολλοί κατοικούν στις τεράστιες μητροπόλεις της Ινδίας, της Μογγολίας και άλλων περιοχών της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, κάποιοι ζουν παραδοσιακές ζωές στο πλαίσιο μιας φυλής, ενώ άλλοι συμμετέχουν στην παγκόσμια κουλτούρα της νεολαίας μένοντας σε γκέτο.[48]

Οι ζωές πολλών νέων σε αναπτυσσόμενες χώρες καθορίζονται από τη φτώχεια, κάποιοι υποφέρουν από λιμό και έλλειψη καθαρού νερού, ενώ η εμπλοκή σε ένοπλες συγκρούσεις είναι συνηθισμένη. Τα προβλήματα υγείας είναι πολλά, ειδικά λόγω του HIV/AIDS σε ορισμένες περιοχές. Τα Ηνωμένα Έθνη υπολογίζουν ότι 200 εκατομμύρια νέοι ζουν στη φτώχεια, 130 εκατομμύρια είναι αναλφάβητοι και 10 εκατομμύρια ζουν με HIV/AIDS.[48]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Youth". Macmillan Dictionary. Macmillan Publishers Limited. Retrieved 2013-8-15.
  2. «Youth». Merriam-Webster. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2012. 
  3. «Νεότητα». Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Ακαδημία Αθηνών. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2023. 
  4. «νεότητα». Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2023. 
  5. «Youth». Dictionary.com. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2012. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Furlong, Andy (2013). Youth Studies: An Introduction. USA: Routledge. σελίδες 2–3. ISBN 978-0-415-56476-2. 
  7. Saud, Muhammad (2020-08-17). «Youth participation in political activities: The art of participation in Bhakkar, Punjab Pakistan» (στα αγγλικά). Journal of Human Behavior in the Social Environment 30 (6): 760–777. doi:10.1080/10911359.2020.1745112. ISSN 1091-1359. https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/10911359.2020.1745112. 
  8. Konopka, Gisela. (1973) "Requirements for Healthy Development of Adolescent Youth", Adolescence. 8 (31), p. 24.
  9. «Youth dictionary definition – youth defined». 
  10. Webster's New World Dictionary.
  11. Altschuler, D.; Strangler, G.; Berkley, K.; Burton, L. (2009); "Supporting Youth in Transition to Adulthood: Lessons Learned from Child Welfare and Juvenile Justice" Αρχειοθετήθηκε 2012-09-16 στο Wayback Machine. Center for Juvenile Justice Reform.
  12. Furlong, Andy (2013). Youth Studies: An Introduction. USA: Routledge. σελίδες 3–4. ISBN 978-0-415-56476-2. 
  13. Youth in Russia, accessed 12 June 2021
  14. Furlong, Andy (2011). Youth Studies: An Introduction. New York: Routledge. ISBN 978-0415564793. 
  15. Tyyskä, Vappu (2005). «Conceptualizing and Theorizing Youth: Global Perspectives». Contemporary Youth Research: Local Expressions and Global Connections. London: Ashgate Books. σελ. 3. ISBN 0-7546-4161-9. 
  16. "Day of Affirmation, University of Cape Town, South Africa. June 6, 1966" Αρχειοθετήθηκε 2011-02-27 στο Wayback Machine. Robert F. Kennedy Memorial. Retrieved 11/9/07.
  17. Thomas, A. (2003) "Psychology of Adolescents", Self-Concept, Weight Issues and Body Image in Children and Adolescents, p. 88.
  18. Wing, John, Jr. "Youth." Windsor Review: A Journal of the Arts 45.1 (2012): 9+. Academic OneFile. Web. 24 Oct. 2012.
  19. Saud, Muhammad; Ida, Rachmah; Mashud, Musta’in (2020). «Democratic practices and youth in political participation: a doctoral study». International Journal of Adolescence and Youth 25 (1): 800–808. doi:10.1080/02673843.2020.1746676. 
  20. «Nigeria 2009 National Youth Policy» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 29 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2023. 
  21. 21,0 21,1 Dalsgaard, Anne Line Hansen, Karen Tranberg. "Youth and the City in the Global South" In Tracking Globalization. Bloomington: Indiana University Press. 2008: 9
  22. OECD.org.OECD work on Youth.
  23. «Young people not in education or employment» (PDF). OECD Family Database. 2018. 
  24. Drinking Age Limits Αρχειοθετήθηκε 2013-01-20 στο Wayback Machine. – International Center for Alcohol Policies
  25. Furlong, Andy (2013). Youth Studies: An Introduction. USA: Routledge. σελίδες 48–49. ISBN 978-0-415-56476-2. 
  26. Njapa-Minyard, Pamela (2010). «After-school Programs: Attracting and Sustaining Youth Participation». International Journal of Learning 17 (9): 177–182. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-06-30. https://web.archive.org/web/20170630231826/http://ijl.cgpublisher.com/product/pub.30/prod.2958. Ανακτήθηκε στις 2013-08-16. 
  27. Sarah Burd-Sharps and Kristen Lewis. Promising Gains, Persistent Gaps: Youth Disconnection in America. 2017. Measure of America of the Social Science Research Council.
  28. Patton, George C.; Coffey, Carolyn; Sawyer, Susan M.; Viner, Russell M.; Haller, Dagmar M.; Bose, Krishna; Vos, Theo; Ferguson, Jane και άλλοι. (September 2009). «Global patterns of mortality in young people: a systematic analysis of population health data». The Lancet 374 (9693): 881–892. doi:10.1016/S0140-6736(09)60741-8. PMID 19748397. http://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736%2809%2960741-8/abstract. 
  29. William, H. (1998) Health Consequences of Obesity in Youth: Childhood Predictors of Adult Disease, Pediatrics, 101(2), 518–525.
  30. Boulton MJ, Underwood K. Bully/victim problems among middle school children. Br J Educ Psychol.1992;62:73–87.
  31. Olweus D. Aggression in the Schools: Bullies and Whipping Boys. Washington, DC: Hemisphere Publishing Corp; 1978.
  32. Salmivalli, C; Kaukiainen, A; Kaistaniemi, L; Lagerspetz, KM (1999). «Self-evaluated self-esteem, peer-evaluated self-esteem, and defensive egotism as predictors of adolescents' participation in bullying situations». Pers Soc Psychol Bull 25 (10): 1268–1278. doi:10.1177/0146167299258008. https://archive.org/details/sim_personality-and-social-psychology-bulletin_1999-10_25_10/page/1268. 
  33. Slee PT. Bullying in the playground: the impact of inter-personal violence on Australian children's perceptions of their play environment. Child Environ.1995;12:320–327.
  34. Biswas, Tuhin; Scott, James G.; Munir, Kerim; Thomas, Hannah J.; Huda, M. Mamun; Hasan, Md. Mehedi; David de Vries, Tim; Baxter, Janeen και άλλοι. (2020-02-17). «Global variation in the prevalence of bullying victimisation amongst adolescents: Role of peer and parental supports». eClinicalMedicine 20: 100276. doi:10.1016/j.eclinm.2020.100276. ISSN 2589-5370. PMID 32300737. 
  35. King A, Wold B, Tudor-Smith C, Harel Y. The Health of Youth: A Cross-National Survey. Canada: WHO Library Cataloguing; 1994. WHO Regional Publications, European Series No. 69.
  36. US Department of Education. 1999 Annual Report on School Safety. Washington, DC: US Dept of Education; 1999:1–66.
  37. Borg MG. The extent and nature of bullying among primary and secondary schoolchildren. Educ Res.1999;41:137–153.
  38. Kaltiala-Heino R, Rimpela M, Marttunen M, Rimpela A, Rantanen P. Bullying, depression, and suicidal ideation in Finnish adolescents: school survey. BMJ.1999;319:348–351.
  39. Menesini E, Eslea M, Smith PK. et al. Cross-national comparison of children's attitudes towards bully/victim problems in school. Aggressive Behav.1997;23:245–257.
  40. Olweus D. Bullying at School: What We Know and What We Can Do. Oxford, England: Blackwell; 1993.
  41. O'Moore AM, Smith KM. Bullying behaviour in Irish schools: a nationwide study. Ir J Psychol.1997;18:141–169.
  42. Whitney I, Smith PK. A survey of the nature and extent of bullying in junior/middle and secondary schools. Educ Res.1993;34:3–25.
  43. Austin S, Joseph S. Assessment of bully/victim problems in 8 to 11 year-olds. Br J Educ Psychol.1996;66:447–456.
  44. Forero R, McLellan L, Rissel C, Bauman A. Bullying behaviour and psychosocial health among school students in New South Wales, Australia: cross sectional survey. BMJ.1999;319:344–348.
  45. Kumpulainen K, Rasanen E, Henttonen I. et al. Bullying and psychiatric symptoms among elementary school-age children. Child Abuse Negl.1998;22:705–717.
  46. Haynie DL, Nansel TR, Eitel P. et al. Bullies, victims, and bully/victims: distinct groups of youth at-risk. J Early Adolescence.2001;21:29–50.
  47. Bearinger, Linda H., et al. 2007. "Global perspectives on the sexual and reproductive health of adelescents: patterns, prevention, and potential." The Lancet 369.9568: 1226
  48. 48,0 48,1 Furlong, Andy (2013). Youth Studies: An Introduction. USA: Routledge. σελίδες 227–228. ISBN 978-0-415-56476-2.