Μεχμέτ Εμίν Αμπτούλ Εμπού Λουμπούτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μεχμέτ Εμίν Αμπτούλ Εμπού Λουμπούτ
Γενικές πληροφορίες
Γέννησηγύρω στα 1760
Αμπχαζία, Γεωργία
Θάνατοςαντικρουόμενες πηγές: 1824 (Διδυμότειχον) / 1827 (Τοκάτ) / 1835 (-)
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΜουσουλμάνος
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΠασάς, στρατάρχης, στρατηγός, βεζύρης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΚαντίτζα
ΤέκναΜαχμούτ, Μεχμέτ, Αχμάτ, Φατιμά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μεχμέτ Εμίν Αμπτούλ Εμπού Λουμπούτ, όπως αναφέρεται στις ελληνικές και οθωμανικές πηγές, ή Μοχάμετ Αμπού Ναμπούτ Αγά (στα αραβικά: محمد أبو نبوت), όπως αναφέρεται στις αραβικές πηγές, ήταν ο κυβερνήτης της Γιάφας και της Γάζας στις αρχές του 19ου αιώνα, από το 1803 μέχρι ως το 1819, ενώ διορίστηκε ως μουτεσαρίφης των σαντζακίων της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας από το 1821 μέχρι το 1823, ανεξάρτητος βεζίρης, υπεύθυνος για την καταστολή της εξέγερσης στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το 1823 υπηρέτησε και ως γενικός διοικητής και σερασκέρης της Ρούμελης, ενώ χρημάτισε και βαλής στην περιοχή του Κουρδιστάν (1825-1826)[1][2].

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούνται από τα οθωμανικά αρχεία του ιεροδικείου Βέροιας έχει υποστηρηχθεί ότι ο Μεχμέτ Εμίν ήταν Άραβας από τη Δαμασκό (γι’ αυτό και ονομάζεται Σιαμλή=Δαμασκηνός)[3][4]. Άλλες όμως (κυρίως χριστιανικές) πηγές θεωρούν ότι ήταν γεννημένος Χριστιανός στην περιοχή της Γεωργίας του Καυκάσου[5] και, αφού πουλήθηκε ως δούλος, ασπάστηκε το Ισλάμ σε νεαρή ηλικία. Εικάζεται ότι γεννήθηκε γύρω στα 1760[6]. Εντάχθηκε στο σώμα των Μαμελούκων του Τσεζάρ Αχμέτ πασά της Άκρας στην Παλαιστίνη[7], υπό την προστασία του οποίου ξεκίνησε τη στρατιωτική του και πολιτική του καριέρα[8]. Το 1803 διορίστηκε από τον Τζεζάρ ως μουτεσελίμης και κυβερνήτης της Γιάφας και της Γάζας, καθώς και εισπράκτορας των φόρων της περιοχής. Το ίδιο επαναλήφθηκε και με τον διάδοχο του Τσεζάρ, τον Σουλεϊμάν Πασά[9]. Διατηρήθηκε στη θέση αυτή -με κάποια διαλείμματα- ως το 1819. Ο Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ είχε τουλάχιστον μία, γνωστή στις πηγές σύζυγο. Ονομαζόταν Καντίτζα και ήταν κόρη του Γκέντς Αχμέτ, υψηλόβαθμου αξιωματούχου του Τσεζάρ Πασά. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τρεις γιους και μία κόρη: Μαχμούτ, Μεχμέτ, Αχμάτ και Φατίμα[10]. Ο Εμπού Λουμπούτ ακολούθησε το πρότυπο του Τσεζάρ Πασά. Έγινε δηλαδή γνωστός για το φιλόδοξο οικοδομικό του πρόγραμμα του, σχεδιάζοντας την αρχιτεκτονική ανακαίνιση της Γιάφας, ενώ ήταν διαβόητος για τη σκληρότητά του ως κυβερνήτη[9]. Μάλιστα, σχετικά με το όνομα του, που στα ελληνικά και τα οθωμανικά τούρκικα εμφανίζεται με τον τύπο «Εμπού» ή «Αμπού Λουμπούτ» και στα αραβικά με τον τύπο «Αμπού-Ναμπούτ», έχει διατυπωθεί η άποψη ότι σημαίνει «Ροπαλοφόρος»[3], επειδή συνδέθηκε με τη συνήθεια του, να περιπλανιέται στους δρόμους της Γιάφας με ένα ρόπαλο ή σπαθί, δέρνοντας όποιον δεν συμμορφωνόταν με τις εντολές του[9]. Υπό την ηγεσία του πάντως θεωρείται ότι ο πληθυσμός και η οικονομική κατάσταση της Γιάφας και της Γάζας βελτιώθηκαν σημαντικά[11]. Ο Εμπού Λουμπούτ εκδιώχτηκε από τη Γιάφα το 1819 ως αποτέλεσμα παρασκηνιακών μηχανορραφιών και κατέφυγε πρώτα στην Αίγυπτο και μετά στην Κωνσταντινούπολη[12] [13]. Χαρακτηριστικό του πλούτου που είχε συγκεντρώσει κατά την περίοδο διακυβέρνησης της Γιάφας είναι το γεγονός ότι φεύγοντας με την οικογένειά του από την πόλη χρειάστηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, 270 καμήλες για να μεταφερθούν τα υπάρχοντά του[14]. Στην Κωνσταντινούπολη ανήλθε γρήγορα σε υψηλές θέσεις της οθωμανικής ιεραρχίας, ώσπου στο τέλος του 1822, κι ενώ ακόμα οι επαναστατικές εστίες στη Μακεδονία ήταν σε εξέλιξη, έλαβε τον τίτλο του πασά τριών ιππουρίδων, έγινε δηλαδή στρατάρχης με στόχο να καταπνίξει την επανάσταση στη Χαλκιδική και αργότερα στη Νάουσα[15]. Και τις δύο αποστολές του έφερε σε πέρας με μεγάλη αποτελεσματικότητα αλλά και χαρακτηριστική σκληρότητα[16]. Το 1823 προήχθη σε γενικό διοικητή της Ρούμελης με έδρα τη Λάρισα[17] [18]. Έπεσε όμως σε δυσμένεια και σύντομα παύθηκε από τη θέση αυτή. Αν και κάποιες πηγές αναφέρουν ότι φυλακίστηκε και τελικά εκτελέστηκε[19] [20], στα οθωμανικά αρχεία της εποχής εμφανίζεται ως διοικητής μιας περιοχής στο Ντιγιάρμπακιρ γύρω στο 1825-1827. Το 1827 υπογράφει μαζί με τη γυναίκα του ως διαχειριστής του βακουφιού του στη Γιάφα. Θεωρείται ότι πέθανε στα προχωρημένα εβδομήντα, γύρω στα 1835[21]. Μετά από έρευνες στη Γιάφα τη δεκαετία του 1870, ο Γάλλος αρχαιολόγος Clermont-Ganneau εντόπισε τον τάφο του Εμπού Λουμπούτ κοντά στη φερώνυμη κρήνη που είχε ιδρύσει στη Γιάφα. Ο τάφος διατηρούνταν τουλάχιστον μέχρι το 1950, αλλά τώρα έχει πλέον χαθεί[22].

Λουμπούτ Πασάς και η επανάσταση στη Μακεδονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 24 Οκτωβρίου του 1821 ο Λουμπούτ διορίστηκε με φιρμάνι ανεξάρτητος στρατάρχης της Μακεδονίας και υπεύθυνος της καταστολής της επανάστασης στη Χαλκιδική (και αργότερα στη Νάουσα) ή όπως ανάφερε το ίδιο το φιρμάνι, «βεζίρης με πλήρη ανεξαρτησία για την πάταξη των ληστών (ενν. των επαναστατών)»[23]. Ο Εμπού Λουμπούτ πρώτα φρόντισε για την ενίσχυση των τειχών της Θεσσαλονίκης και διέταξε την επιστράτευση των μουσουλμάνων κατοίκων της Μακεδονίας[24]. Συγκεντρώνοντας μεγάλες δυνάμεις τακτικού στρατού και ατάκτων κατόρθωσε να καταστείλει την επανάσταση στην Κασσάνδρα. Πέτυχε όμως να επαναφέρει στη νομιμότητα και υποταγή τους μοναχούς του Αγίου Όρους, με πειθώ και απειλές και χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε πόλεμο[25]. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του και την αποτελεσματικότητά του έλαβε μία γούνα ερμίνας και ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί από τον Σουλτάνο ως σύμβολο ευαρέσκειας του[3] [26]. Στο Άγιο Όρος ο Λουμπούτ εγκατέστησε τουρκικό στρατό, ενώ φέρεται να ανάγκασε τους μοναχούς να του προσφέρουν υπέρογκες αποζημιώσεις σε χρήμα και πολύτιμα σκεύη[27]. Ευχαριστημένος ο Σουλτάνος από την επιτυχία του Λουμπούτ στη Χαλκιδική, του ανέθεσε και την καταστολή της επανάστασης στη Νάουσα, ένα από τα πιο σημαντικά επαναστατικά κέντρα της Μακεδονίας. Ο Λουμπούτ προχώρησε σε ορισμένες προληπτικές ενέργειες, για να περιορίσει τις πράξεις των Ναουσαίων. Έτσι, ενίσχυσε τη φρουρά της Βέροιας, αντικατέστησε τον στρατιωτική διοικητή της, ενώ ταυτόχρονα μετέφερε, κρυφά από τους Έλληνες επαναστάτες, στρατεύματά του στη Βέροια[3] [28]. Αφού εκδόθηκε το φιρμάνι που επέτρεπε στον Λουμπούτ να τιμωρήσει τη Νάουσα (καθώς η πόλη διέθετε ειδικά προνόμια και δικαιώματα λόγω της προστασίας της μητέρας του Σουλτάνου)[29], ο Εμπού Λουμπούτ ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την ηγεσία της επίθεσης εναντίον της, επικεφαλής 20.000 ανδρών, από τους οποίους οι μισοί τουλάχιστον ήταν τακτικός στρατός και οι υπόλοιποι άτακτοι. Την πόλη υπεράσπιζαν 4.000-5.000 επαναστάτες [30]. Τελικά μετά από πολλές συγκρούσεις και προτάσεις παράδοσης, κατάφερε να εισέλθει νικητής στην πόλη λίγες μέρες μετά το Πάσχα του 1822[24]. Εφαρμόζοντας τις εντολές του ιερού φετβά, δήμευσε τις περιουσίες των κατοίκων, εκτέλεσε όλους τους ενήλικες άνδρες (πάνω από 2.000 σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Εμπού Λουμπούτ), εξανδραπόδισε τις γυναίκες και τα παιδιά, οδηγώντας τα στα σκλαβοπάζαρα.[31]. Οι αρχόντισσες της Νάουσας, Ζαφειράκαινα, Γάτσαινα, Καρατάσαινα και άλλες μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, μαρτυρώντας για την πίστη τους [32]. Μετά την καταστροφή της Νάουσας και πολλών χωριών της περιοχής της, ο Λουμπούτ, διορίστηκε γενικός διοικητής της Ρούμελης[33]. Όχι πολύ αργότερα όμως, εξαιτίας πολυάριθμων παραπόνων, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να τον απομακρύνει και να τον μεταφέρει σε άλλη περιοχή[34].

Το τέλος του Λουμπούτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κρήνη του Αμπού Ναμπούτ, κατασκευασμένη το 1815 στη Γιάφα της Παλαιστίνης. Δίπλα της θεωρείται ότι τάφηκε ο ίδιος ο Πασάς.

Για το τέλος του Εμπού Λουμπούτ, οι πηγές είναι αντιφατικές. Στην ελληνική και ευρωπαϊκή βιβλιογραφία συχνά αναφέρεται ότι μετά την αποπομπή του από τη Λάρισα ο Λουμπούτ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε[35]. Μάλιστα, σύμφωνα με την προφορική παράδοση του Διδυμοτείχου που κατέγραψε ο Δ. Μανάκας, ο Λουμπούτ βρήκε τον θάνατο με αποκεφαλισμό στην πλατεία του Διδυμοτείχου το 1824, αφού ο Σουλτάνος εξέδωσε καταδικαστικό φιρμάνι[36][37]. Αντίθετα, ο Χατζηιωάννου παραθέτει πηγές σύμφωνα με τις οποίες ο Λουμπούτ, παρόλο που μετατέθηκε αρχικά στο Ντιγιάρμπακιρ, τελικά έχασε το αξίωμα του και πέθανε στο Tokat γύρω στο 1827/1828[38]. Τέλος, η Ruba Kana'an στη διδακτορική της διατριβή αναφέρει ως χρόνο θανάτου του Λουμπούτ το 1834/35[39], ενώ ο τάφος του βρισκόταν δίπλα στην κρήνη που ο ίδιος χρηματοδότησε για να κατασκευαστεί, στη Γιάφα[40].

Οικοδομικό πρόγραμμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως κυβερνήτη της Γιάφας ο Εμπού Λουμπούτ ήταν υπεύθυνος για έναν μεγάλο αριθμό οικοδομικών έργων στην πόλη, στα οποία περιλαμβάνεται και η συμπλήρωση των οχυρώσεων, η ανακαίνιση του τζαμιού, η ανέγερση δύο δημόσιων κρηνών και η κατασκευή αγορών για βαμβάκι και μαλλί[9] [41].

  • Οχυρώσεις

Η γαλλική λεηλασία της πόλης μετά την Πολιορκία της Γάζας το 1799 απέδειξε την ανεπάρκεια των τειχών της πόλης και όταν η πόλη επέστρεψε στον έλεγχο των Οθωμανών το 1800, Τούρκοι και Βρετανοί μηχανικοί ξεκίνησαν να ξαναχτίζουν τα τείχη. Αυτή η αποστολή ολοκληρώθηκε υπό τον Εμπού Λουμπούτ από το 1800 και μετέπειτα. Ο Εμπού Λουμπούτ πρόσθεσε μνημειώδη ανατολική πύλη στεφανωμένη με τρεις τρούλους[42]. Οι οχυρώσεις ήταν ειδικά σχεδιασμένες για να αντιμετωπίσουν το Ευρωπαϊκο πυροβολικό και διέθεταν ισχυρά τείχη, με σημαντικούς γωνιακούς προμαχώνες, ικανούς να υποστηρίξουν μεγάλα κανόνια. Παρόμοια τείχη έχουν διατηρηθεί και στην Άκρα. Ωστόσο, μέσα στον 19ο αιώνα η πολιτική κατάσταση είχε αλλάξει και οι οχυρώσεις του Εμπού Λουμπούτ δεν χρειάζονταν πια. Μέχρι το 1888, η διαδικασία της αποσυναρμολόγησης είχε ολοκληρωθεί και η τάφρος είχε ολοκληρωτικά μπαζωθεί. Σήμερα, μόνο δύο πύλες και ένα μικρό τμήμα από τα τείχη του Εμπού Λουμπούτ διατηρούνται ακόμη[43].

  • Μεγάλο τζαμί της Γιάφας

Το Μεγάλο Τζαμί της Γιάφας ή Το τζαμί του (Σουλτάνου) Μαχμούτ Β΄. Σύμφωνα με τα έγγραφα του βακουφιού του Λουμπούτ που δημοσίευσε η Kana'an, το Μεγάλο Τζαμί ανακαινίστηκε λόγω της προηγούμενης κακής του κατάστασης από τον κυβερνήτη της Γιάφας γύρω στα 1812. Μαζί με τα νέα τμήματα που κτίστηκαν τότε προστέθηκε επίσης ένας μεντρεσές (ιεροδιδασκαλείο) με μια βιβλιοθήκη. Το τζαμί έλαβε το όνομα του τότε Σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μαχμούτ Β΄.[44]

  • Κρήνη του Αμπού Ναμπούτ

Η κατασκευή της κρήνης πραγματοποιήθηκε με εντολή του κυβερνήτη της Γιάφας το έτος 1815. (έτος Εγίρας 1230)[45].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Για τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Εμπού Λουμπούτ συνολικά, βλ. Χατζηιωάννου 2014.
  2. Τα περισσότερα στοιχεία για τον βίο και την καριέρα του Εμπού Λουμπούτ στη Μέση Ανατολή, και ειδικά για το έργο του στη Γιάφα, προέρχονται από τη διδακτορική διατριβή της Kana’an 1998.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Βασδραβέλλης 1954, σελ. 279-280 αρ. 295.
  4. Στουγιαννάκης 1998, σελ.130-131, σημ.1.
  5. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 269 με σημ. 4 και 5 για βιβλιογραφία.
  6. Kana’an 1998, σελ. 62 και 71.
  7. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 270.
  8. René Cattaui, 1933, Le Règne de Mohamed Aly d'après les archives russes en Égypte Édition : Le Caire : Société royale de géographie d'Égypte να αντικατασταθεί: Kana'an 1998, σελ.62-66.
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Al-Mahmudiyya Mosque, αρχειοθετημένα, 2011-06-04 στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Wayback Machine Archnet.
  10. Για την οικογένεια του Λουμπούτ βλ. Kana'an 1998, σελ. 71, όπου μάλιστα εκφράζεται αμφιβολία για το αν ήταν παιδιά της Καντίτζα ο Αχμάτ και η Φατιμά.
  11. Vilnay, 2003, σελ. 208.
  12. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 273-274.
  13. Cana’an 1998, σελ. 79-88.
  14. Kana’an 1998, σελ. 88.
  15. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 275.
  16. Βακαλόπουλος 1969, σελ. 598-602.
  17. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 285-287.
  18. Βακαλόπουλος 1969, σελ. 602-603.
  19. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 287-289.
  20. Μανάκας 1963.
  21. Για τη δράση του Λουμπούτ μετά την απομάκρυνση του από την Ελλάδα και το τέλος του, βλ. Kana'an 1998 και της ίδιας 2001, σελ.139 σημ.44.
  22. Petersen, 2001, σελ. 172.
  23. Στουγιαννάκης 1993,σελ.130-131 σημ.1.
  24. 24,0 24,1 Χατζηιωάννου 2014, σελ. 277-285.
  25. Βακαλόπουλος, 1969, σελ. 572-578.
  26. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 278.
  27. Χατζηιωάννου 2014, σελ.278-279.
  28. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 279-285.
  29. Για τη θέση της Νάουσας και τα προνόμια τα οποία απολάμβανε βλ. Στουγιαννάκης 1993, σελ.48-49, Βαλσαμίδης 2009, σελ. 52-55, και Μπλιάτκας 2009, σελ.30-31.
  30. Για τα γεγονότα της Νάουσας, τον αριθμό των στρατευμάτων και την κατάληξη της επανάστασης βλ. συνοπτικά: Πρασσά 2004.
  31. Βασδραβέλλης 1950, σελ.131.
  32. Κολτσίδας 2010, σελ. 166-184.
  33. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 285-287.
  34. Ό.π. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 286.
  35. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 285-287.
  36. Μανάκας 1963, σελ.45-46.
  37. Βαλσαμίδης 2017, Ψηφίδες, τόμος 6, κεφ 22, σελ. 295.
  38. Χατζηιωάννου 2014, σελ. 290-293.
  39. Ruba Kana'an 1998, σελ. 90.
  40. Clermont-Ganneau, παρατίθεται στον Petersen, 2001, σελ. 171.
  41. Kana`an, 1998. παρατίθεται στον Petersen, 2001, σελ. 162.
  42. Tolkowsky, 1924, σελ.133, παρατίθεται στον Petersen, 2001, σελ. 163.
  43. Petersen, 2001, σελ. 163.
  44. Kana'an 1998, σελ. 142-161.
  45. Βλ. Kana’an 1998, σελ.140-141.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969.
  • Βαλσαμίδης Μανώλης, Ψηφίδες (Ιστορικά τοπικά), τόμος 6ος, Νάουσα 2017.
  • Βασδραβέλλης Ιωάννης (επιμ.), Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας Β' Αρχείον Βέροιας-Νάουσας 1598-1886, Θεσσαλονίκη 1954.
  • Κολτσίδας Αντώνης, Η επανάσταση και η καταστροφή της Νάουσας κατά το 1822, Βέροια 2010.
  • Μανάκας Δημήτριος, «Συλλογή αφηγήσεων, θρύλων, παραδόσεων και ιστορικών γεγονότων Διδυμοτείχου», Θρακικά 37 (1963) σελ.12-93.
  • Μπάιτσης Τάκης, «Ο χαλασμός της Νάουσας το 1822 από ανέκδοτο αρχείο», Νιάουστα 171-172 (2020) σελ.24-28.
  • Στουγιαννάκης Ευστάθιος, Ιστορία της πόλεως Ναούσης, (Από της ιδρύσεως μέχρι της καταστροφής του 1822), Γ’ Έκδοση, Σύλλογος αποφοίτων Γυμνασίου Ναούσης, Θεσσαλονίκη 1993.
  • Χατζηιωάννου Δ. Νικολάου, «Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ Πασάς», στο: Β. Δερμεντζόγλου (επιμ.). Μαρτύρων Αίματα. Εόρτιος τόμος επί αγιοκατατάξει των αγίων Ναουσαίων νεομαρτύρων, Ιερά Μητρόπολις Βεροίας και Ναούσης, Βέροια 2014, σελ.269-293.
  • Clermont-Ganneau, C.S. (1896). [ARP] Archaeological Researches in Palestine 1873-1874, translated from the French by J. McFarlane. Vol. 2. London: Palestine Exploration Fund.
  • Kana’an, Ruba (1998), Jaffa and the Waqf of Muhammad Aga Abu Nabbut (1799- 183 1): A Study in Urban History of an East Mediterranean City, Διδακτορική Διατριβή, Οξφόρδη, 1998.
  • Petersen, Andrew (2001). A Gazetteer of Buildings in Muslim Palestine (British Academy Monographs in Archaeology). Vol. 1. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-727011-0.
  • Tolkowsky, S. (1924), The Gateway of Palestine: A History of Jaffa, Routledge, London.
  • Vilnay, Z. (2003). Legends of Palestine. Kessinger Publishing. ISBN 9780766141285.