Άνδρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συλλογή από 20 αρσενικά πορτρέτα

Άνδρας ή άντρας ονομάζεται ο άνθρωπος που ανήκει στο αρσενικό βιολογικό φύλο. Με τον όρο άνδρας αναφερόμαστε συνήθως σε έναν ενήλικα αρσενικού φύλου. Για το παιδί ή τον έφηβο αρσενικού φύλου χρησιμοποιείται η λέξη αγόρι.

Όπως στα περισσότερα αρσενικά θηλαστικά, το γονιδίωμα ενός άνδρα κληρονομεί ένα χρωμόσωμα Χ από τη μητέρα του και ένα χρωμόσωμα Υ από τον πατέρα του. Το αρσενικό έμβρυο παράγει μεγαλύτερες ποσότητες ανδρογόνων και μικρότερες ποσότητες οιστρογόνων σε σχέση με ένα θηλυκό έμβρυο. Αυτή η διαφορά στις σχετικές ποσότητες αυτών των στεροειδών είναι υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για τις διαφορές στη φυσιολογία που διαχωρίζουν τους άνδρες από τις γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, οι ορμόνες που προκαλούν την παραγωγή ανδρογόνων έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών, και έτσι επιδεικνύουν μεγαλύτερες διαφορές ανάμεσα στα φύλα.

Ανατομοφυσιολογικές διαφορές του άνδρα από τη γυναίκα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα εντοπίζεται στους γεννητικούς αδένες και την πρόσθια υποθαλάμια περιοχή INAH 3[1]. Αν και η καταβολή των γεννητικών αδένων στους δύο πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης, στο έμβρυο, είναι κοινή και στα αγόρια και στα κορίτσια, μετά τον τρίτο μήνα ξεκινάει η διαφορετική ανάπτυξή τους στα δύο φύλα. Στα αγόρια σχηματίζονται το όσχεο και το πέος, ενώ οι όρχεις κατεβαίνουν και παίρνουν τη θέση τους στο όσχεο λίγο πριν τη γέννηση. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του φύλου εμφανίζονται από τη δράση των ανδρογόνων ορμονών και κυρίως της τεστοστερόνης. Ακόμη ο άνδρας σε σχέση με τη γυναίκα:

Γυμνό ανδρικό σώμα
  • Το σώμα του είναι ψηλότερο
  • Το μυικό του σύστημα είναι πιο ανεπτυγμένο
  • Έχει λιγότερο λίπος
  • Τα κόκκαλά του είναι χοντρότερα
  • Το κρανίο του πιο μεγάλο και ο εγκέφαλος βαρύτερος (1.375 γρ. έναντι 1.275 της γυναίκας). Σύμφωνα με κάποιους μελετητές ο άνδρας δεν εμφανίζει περισσότερη γενική ευφυΐα (g), ενώ άλλοι υποστηρίζουν την υπέροχη των ανδρών[2][3][4][5][6]. Η στατιστική αυτή απόκλιση οφείλεται συνήθως στην ακολουθούμενη στατιστική μέθοδο και στην δομή των τεστ αξιολόγησης. Μία μελέτη βρήκε κάποια υπεροχή στις γηραιότερες γυναίκες (ζουν περισσότερο άρα έχουν και λειτουργικότερο εγκέφαλο κατά τα τελευταία χρόνια),[7] ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι η όποια υπεροχή των ανδρών, ελαττώνεται αν συνυπολογιστούν και κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες.[8] Συνοψίζοντας τον μέσο όρο όλων των παραπάνω ερευνών ο άνδρας έχει περισσότερη θεωρητική γενική ευφυΐα που όμως κοινωνικοί, οικονομικοί και ηλικιακοί παράγοντες ελαττώνουν στην πράξη σχεδόν εξισώνοντάς την με αυτήν της γυναίκας, πάντα στα πλαίσια της στατιστικής σημαντικότητας.
  • Η λεκάνη του είναι πιο στενή
  • Το δέρμα του είναι πιο τραχύ
  • Υπάρχει τριχοφυΐα σε πολλά σημεία του σώματος
  • Διαθέτει περισσότερο προεξέχον μήλο του Αδάμ
  • Έχει βαθύτερη φωνή
  • Η αναπνοή του είναι πιο βαριά και είναι κοιλιακή (επικρατεί η κίνηση του διαφράγματος) αντί για την κίνηση των πλευρών στη γυναίκα
  • Τα ερυθρά αιμοσφαίρια στο αίμα είναι περισσότερα (4,5 με 5 εκατ./mm³ έναντι 4 εκατ./mm³ της γυναίκας)
  • Ο θυρεοειδής αδένας και τα επινεφρίδια είναι λιγότερο ανεπτυγμένα
  • Ο σφυγμός του είναι πιο αργός (72, έναντι 80 της γυναίκας)
  • Η θερμοκρασία του είναι υψηλότερη
  • Χρειάζεται κατά μέσο όρο 3.200 θερμίδες τη μέρα έναντι 2.300 της γυναίκας
  • Η εφηβεία αρχίζει στα 14 χρόνια ενώ στη γυναίκα στα 12

Αναπαραγωγικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αναπαραγωγικό ή γεννητικό συστήματα του Άνδρα αποτελείται από το πέος, τους όρχεις, τους σπερματικούς πόρους (vas deferens) και τον προστάτη. Η κύρια λειτουργία του αρσενικού αναπαραγωγικού συστήματος είναι να παραχθεί σπέρμα, το οποίο φέρει γενετικές πληροφορίες. Το σπέρμα θα ενωθεί με το ωάριο μιας γυναίκας για να παραχθεί το έμβρυο.

Ο άνδρας δεν παίζει κάποιο σημαντικό λόγο κατά τη διάρκεια της κύησης, εκτός της παραγωγής σπέρματος. Όμως η έννοια της πατρότητας και της οικογένειας υπάρχει στις ανθρώπινες κοινωνίες, σε αντιδιαστολή με πολλά ζώα όπου ο ρόλος του αρσενικού είναι μόνο η αναπαραγωγή και όχι η πατρότητα. Η μελέτη της αρσενικής αναπαραγωγής και των σχετικών οργάνων καλείται ανδρολογία.

Ανδρικό γεννητικό σύστημα.

Καρυότυπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κανονικοί ανθρώπινοι καρυότυποι περιέχουν 22 ζευγάρια αυτοχρωμοσωματικών χρωμοσωμάτων και ένα ζευγάρι των χρωμοσωμάτων φύλου. Ο κανονικός καρυότυπος για τον άνδρα έχει ένα Χ και ένα Υ χρωμόσωμα, ή 46 ΧΥ. Η γυναίκα είναι 46 ΧΧ.

Στους ανθρώπους, το φύλο ενός ατόμου καθορίζεται γενικά κατά την διάρκεια της γονιμοποίησης από το γενετικό υλικό που περιέχεται στο κύτταρο του σπέρματος.

Εάν ένα κύτταρο σπέρματος που φέρει ένα χρωμόσωμα Χ, γονιμοποιήσει το ωάριο, το έμβρυο θα είναι θηλυκό (ΧΧ) εάν ένα κύτταρο σπέρματος που φέρει ένα χρωμόσωμα Υ γονιμοποίησει το ωάριο, ο απόγονος θα είναι αρσενικός (XΥ). Αυτό αναφέρεται ως ΧΥ σύστημα προσδιορισμού του φύλου και είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων θηλαστικών.

Χρωμοσώματα άνδρα

Ασθένειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, οι άνδρες πάσχουν από τις ίδιες ασθένειες όπως και οι γυναίκες. Σε σύγκριση με τις γυναίκες, οι άνδρες πάσχουν από ελαφρά περισσότερες ασθένειες. Η ανδρική υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής είναι ελαφρώς χαμηλότερη από της γυναίκας, αν και η διαφορά έχει μικρύνει τα τελευταία χρόνια. Εξαίρεση, φυσικά, αποτελούν οι ασθένειες που σχετίζονται με το γεννητικό σύστημα.

Ορμόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα θηλαστικά, οι ορμόνες που επηρεάζουν τη σεξουαλικές διαφοροποίηση και την ανάπτυξη λέγονται ανδρόγυνα (κυρίως τεστοστερόνη), οι οποίες υποκινούν την επόμενη ανάπτυξη της ωοθήκης. Στο σεξουαλικά αδιαφοροποίητο έμβρυο, η τεστοστερόνη τονώνει την ανάπτυξη των αγωγών Wolffian, του πέους, και της περάτωσης των labioscrotal πτυχών scrotum. Μια άλλη σημαντική ορμόνη στη σεξουαλική διαφοροποίηση είναι η αντι-Müllerian ορμόνη, η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη των αγωγών Müllerian. Για τα αρσενικά κατά τη διάρκεια της εφηβείας, η τεστοστερόνη, μαζί με τις γοναδοτροπίνες που απελευθερώνονται από το βλεννογόνο αδένα, υποκινούν τη σπερματογένεση, και έτσι την πλήρη σεξουαλική διάκριση ενός αρσενικού από ένα θηλυκό, ενώ στις γυναίκες εκτος από τα οιστρογόνα και οι προγεστερόνες παίζουν ρόλο για τη σεξουαλική διάκρισή τους από το άνδρα.

Ανδρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύμβολο του Άρη, που είναι επίσης και σύμβολο του Άνδρα

Τεράστια συζήτηση έχει επικεντρωθεί στις δυτικές κοινωνίες στις κοινωνικές, διανοητικές, ή συναισθηματικές διαφορές μεταξύ των γυναικών και των ανδρών.

Αυτές οι διαφορές είναι πολύ δύσκολο να μετρηθούν για επιστημονικούς και πολιτικούς λόγους. Η ανδροπρέπεια έχει τις ρίζες της στη γενετική αλλά και στην κοινωνία. Επομένως ενώ η ανδροπρέπεια είναι διαφορετική σε διαφορετικούς πολιτισμούς, υπάρχουν κοινές πτυχές στον καθορισμό της.

Στα μέσα του 20 αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, π.χ ο Τζον Γουέιν είχε ενσαρκώσει μια μορφή ανδροπρέπειας, ενώ και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ήταν αρσενικός, αλλά όχι στο ίδιο μοντέλο.

Ο ανδρισμός είναι μια μορφή πολιτισμού. Περιλαμβάνει την ασφάλεια, την ευθύνη, την ανιδιοτέλεια, και γενικούς κανόνες ηθικής, όπως ειλικρίνεια, και σεβασμός.[9]

Η ανθρωπολογία έχει δείξει ότι η ανδροπρέπεια έχει και κάποια κοινωνική θέση, ακριβώς όπως ο πλούτος, και η κοινωνική τάξη. Στο δυτικό πολιτισμό, π.χ η μεγαλύτερη ανδροπρέπεια φέρνει συνήθως μεγαλύτερη κοινωνική θέση.

Πολλές αγγλικές λέξεις όπως η αρετή και το virile (από τις λατινικές και σανσκριτικές ρίζες vir που σημαίνουν άνδρα) αντανακλούν αυτό το γεγονός.[10][11] Υπονοείται μια σχέτιση με τη σωματική και ηθική δύναμη. Η ανδροπρέπεια συνδέεται συχνότερα με τα ενήλικα άτομα από ότι με τα αγόρια.

Υπάρχει μια εκτενής συζήτηση για το πώς τα παιδιά αναπτύσσουν την ταυτότητα του φύλου τους. Σε πολλούς πολιτισμούς άτομα που επιδεικνύουν χαρακτηριστικά μη τυπικά στο φύλο τους μπορεί να αντιμετωπίσουν κάποια κοινωνικά προβλήματα. Διαφορετικές συμπεριφορές για αγόρια μπορούν να θεωρηθούν σημάδι ομοφυλοφιλίας (αν και στον δυτικό πολιτισμό η ομοφυλοφιλία είναι πιο αποδεκτή), ενώ ένα κορίτσι που παρουσιάζει αρρενωπή συμπεριφορά ονομάζεται αγοροκόριτσο.

Το βάρος της γενετικής και της κοινωνικοποίησης στην ανάπτυξη της ανδροπρέπειας συνεχίζει να συζητείται. Η αλήθεια είναι μάλλον κάπου στο μέσον, δηλαδή και οι γενετικοί και οι κοινωνικοί θεσμοί παίζουν κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη ενός ατόμου και τον καθορισμό του ανδρισμού του.

Όλοι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί φαίνονται να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη των μοντέλων του αρσενικού η θηλυκού, μέσω της λογοτεχνίας, της ένδυσης και των τραγουδιών. Μερικά παραδείγματα αυτού περιλαμβάνουν τα έπη του Ομήρου (Ήρωες), τον Βασιλιά Αρθούρο (ιππότες), τα σχόλια του Κομφούκιου ή τις βιογραφικές μελέτες του προφήτη Μωάμεθ.

Διάφορα χαρακτηριστικά ανδροπρέπειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Janet Saltzman Chafetz (1974, 35-36) περιγράφει επτά τομείς ανδροπρέπειας:

  • 1. Φυσικός—αθλητικός, ισχυρός, γενναίος, φαντάρος, γόνιμος. Άνετος με την εμφάνιση και τα γηρατειά
  • 2. Λειτουργικός—προμηθευτής για την οικογένεια, υπερασπιστής της οικογένειας από τη φυσική απειλή.
  • 3. Σεξουαλικός—σεξουαλικά επιθετικός, πεπειραμένος. Ενιαία θέση αποδεκτή
  • 4. Ευαίσθητος—απαθής, στωικός, φωνάζοντας ποτέ
  • 5. Έξυπνος—λογικός, διανοητικός, λογικός, αντικειμενικός, πρακτικός
  • 6. Interpersonal—ηγέτης, εξουσιαστής, ανεξάρτητος, ελεύθερος, ατομικιστικός με απαιτήσεις
  • 7. Άλλα προσωπικά χαρακτηριστικά—προσανατολισμένος στην επιτυχία, φιλόδοξος, επιθετικός, ανταγωνιστικός, υπερήφανος, επηρμένος, ηθικός, αξιόπιστος αποφασιστικός, ασυγκράτητος, τολμηρός.

Κανένα από αυτά τα γνωρίσματα της προσωπικότητας δεν έχει υποστηριχθεί από την επιστημονική έρευνα. Σε άλλες εποχές τα ανωτέρω στερεότυπα δεν γίνονταν αντιληπτά με τον ίδιο τρόπο όπως σήμερα. Αλλά κάποιοι άνδρες ταυτίζουν τον εαυτό τους με ένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ή ίσως κάποιο συνδυασμό τους.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχετική βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Andrew Perchuk, Simon Watney, Bell Hooks, The Masculine Masquerade: Masculinity and Representation, MIT Press 1995
  • Pierre Bourdieu, Masculine Domination, Paperback Edition, Stanford University Press 2001
  • Robert W. Connell, Masculinities, Cambridge : Polity Press, 1995
  • Warren Farrell, The Myth of Male Power Berkley Trade, 1993 ISBN 0-425-18144-8
  • Michael Kimmel (ed.), Robert W. Connell (ed.), Jeff Hearn (ed.), Handbook of Studies on Men and Masculinities, Sage Publications 2004
  • Για την ενότητα Ανατομοφυσιολογικές διαφορές του άνδρα από τη γυναίκα, τα στοιχεία προέρχονται από την εγκυκλοπαίδεια «Επιστήμη και Ζωή», λήμμα Άνδρας, 2ος τόμος, σελίδα 197
  • Χαράλαμπος Πουτιός, Ανδρισμοί και πόλεμος. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες από τον 19ο αιώνα ως και τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, εκδόσεις: Ελληνική Πρωτοπορία, ISBN 978-618-80274-3-5, Απρ 2013
  • Χαράλαμπος Πουτιός,Εικόνες Ελλήνων Ανδρών. (Μέσα από την ελληνική κοινωνία στο πλαίσιο της ελληνικής εθνογραφίας).εκδόσεις: smashwords,ebook, ISBN 9781476146119

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. INAH 3 - http://brain.oxfordjournals.org/content/131/12/3132
  2. Lynn, Richard (1999). «Sex differences in intelligence and brain size: A developmental theory». Intelligence 27: 1–12. doi:10.1016/S0160-2896(99)00009-4. https://archive.org/details/sim_intelligence_1999_27_1/page/1. 
  3. Lynn, Richard (1994). «Sex differences in intelligence and brain size: A paradox resolved». Personality and Individual Differences 17 (2): 257–71. doi:10.1016/0191-8869(94)90030-2. https://archive.org/details/sim_personality-and-individual-differences_1994-08_17_2/page/257. 
  4. Blinkhorn, Steve (2005). «Intelligence: A gender bender». Nature 438 (7064): 31–2. doi:10.1038/438031a. PMID 16267535. Bibcode2005Natur.438...31B. http://www.prd.co.uk/Docbank/Nature/SexIQ.pdf. 
  5. Irwing, Paul; Lynn, Richard (2006). «Intelligence: Is there a sex difference in IQ scores?». Nature 442 (7098): E1; discussion E1–2. doi:10.1038/nature04966. PMID 16823409. Bibcode2006Natur.442E...1I. 
  6. Nyborg, Helmuth (2005). «Sex-related differences in general intelligence g, brain size, and social status». Personality and Individual Differences 39 (3): 497–509. doi:10.1016/j.paid.2004.12.011. https://archive.org/details/sim_personality-and-individual-differences_2005-08_39_3/page/497. 
  7. Keith, Timothy Z.; Reynolds, Matthew R.; Patel, Puja G.; Ridley, Kristen P. (2008). «Sex differences in latent cognitive abilities ages 6 to 59: Evidence from the Woodcock–Johnson III tests of cognitive abilities». Intelligence 36 (6): 502–25. doi:10.1016/j.intell.2007.11.001. 
  8. Jorm, Anthony F.; Anstey, Kaarin J.; Christensen, Helen; Rodgers, Bryan (2004). «Gender differences in cognitive abilities: The mediating role of health state and health habits». Intelligence 32: 7–23. doi:10.1016/j.intell.2003.08.001. https://archive.org/details/sim_intelligence_2004_32_1/page/n12. 
  9. Mirande, Alfredo (1997). Hombres y Machos: Masculinity and Latino Culture, p.72-74. ISBN 0-8133-3197-8.
  10. «Virtue (2009)». Merriam-Webster Online Dictionary. 2009. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2009. 
  11. «Virile (2009)». Merriam-Webster Online Dictionary. 2009. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2009.