Κονσόλα βιντεοπαιχνιδιού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η πρώτη κονσόλα, η Magnavox Odyssey, η οποία κυκλοφόρησε το 1972.

Μια κονσόλα βιντεοπαιχνιδιού ή παιχνιδομηχανή είναι ένας υπολογιστής διαδραστικής ψυχαγωγίας ή ένα τροποποιημένο υπολογιστικό σύστημα το οποίο παράγει ένα σήμα οθόνης βίντεο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με μια ηλεκτρονική συσκευή απεικόνισης (τηλεόραση, οθόνη, κλπ.) για να εμφανίσει ένα βιντεοπαιχνίδι. Ο όρος «κονσόλα βιντεοπαιχνιδιού» χρησιμοποιείται για να διακρίνει ένα μηχάνημα σχεδιασμένο για τους καταναλωτές να το αγοράζουν και να το χρησιμοποιούν αποκλειστικά και μόνο για βιντεοπαιχνίδια από έναν προσωπικό υπολογιστή, ο οποίος έχει πολλές άλλες λειτουργίες, ή μηχανήματα arcade, τα οποία προορίζονται για επιχειρήσεις που τα αγοράζουν και στη συνέχεια χρεώνουν τρίτους για να παίξουν σε αυτά.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και τα πρώτα παιχνίδια εμφανίστηκαν σε υπολογιστές το 1950 όπου βασίστηκαν γύρω από συσκευές καθοδικού σωλήνα, το σήμα τους δεν ήταν αναλογικό μέχρι το 1972. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η πρώτη οικιακή κονσόλα, το Magnavox Odyssey, που εφευρέθηκε από τον Ralph H. Baer και μπορούσε να συνδεθεί με μια απλή τηλεόραση σπιτιού.

Το Odyssey όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την εμπορική επιτυχία της πρωτοτυπίας του μέχρι που το arcade παιχνίδι της Atari Pong έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή βιντεοπαιχνίδια. Το κοινό άρχισε να λαμβάνει περισσότερο υπόψη του τις αναδυόμενες βιομηχανίες βιντεοπαιχνιδιών. Το φθινόπωρο του 1975 η Magnavox υποχώρησε με τη δημοσιότητα του Pong, ακύρωσε το Odyssey και κυκλοφόρησε μια απλοποιημένη μορφή που έπαιζε μόνο Pong και χόκεϊ, το Odyssey 100.

Ένα δεύτερο, ισχυρότερο χτύπημα για την κονσόλα της, δέχεται η Magnavox με το Odyssey 200, όπου κυκλοφόρησε με το 100 και είχε πρόσθετα στην οθόνη βαθμολόγησης, παιχνίδι έως τέσσερις παίκτες και ένα τρίτο παιχνίδι συντριβής, όμως σχεδόν ταυτόχρονα κυκλοφορεί η Atari τη δικιά της κονσόλα σπιτιού Pong μέσω της Sear. Αυτή η κονσόλα ήταν και το ερέθισμα για να αρχίσει να αναζητά ηλεκτρονική ψυχαγωγία η καταναλωτική αγορά. Όπως και με τα arcade, έτσι και η εγχώρια αγορά γέμισε από κονσόλες που έπαιζαν απλά πινγκ πονγκ.

Δεύτερη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Fairchild κυκλοφόρησε το Fairchild Video Entertainment System (VES) το 1976. Ενώ είχαν υπάρξει προηγούμενες κονσόλες που χρησιμοποιούνταν κασέτες, είτε οι κασέτες δεν διέθεταν καμία πληροφορία και εξυπηρετούσαν την ίδια λειτουργία με το κτύπημα διακόπτη (Odyssey) ή της ίδιας της κονσόλας ήταν άδειο και η κασέτα περιείχε όλα τα στοιχεία του παιχνιδιού. Η VES όμως, περιείχε ένα προγραμματιζόμενο μικροεπεξεργαστή έτσι ώστε οι κασέτες του χρειάζονταν μόνο ένα τσιπ ROM για να αποθηκεύονται οι οδηγίες του μικροεπεξεργαστή.

Η RCA και η Atari σύντομα κυκλοφορήσαν τη δικιά τους κασέτα με βάση τις κονσόλες τους.

Το 1977, οι κατασκευαστές των ηλικιωμένων και παρωχημένων και κλώνων κονσολών Πονγκ πούλησαν τα συστήματά τους για την εκκαθάριση των αποθεμάτων, δημιουργώντας ένα πλεόνασμα στην αγορά, προκαλώντας την Fairchild και RCA να εγκαταλείψουν τις κονσόλες παιχνιδιών τους. Μόνο η Atari και η Magnavox παρέμειναν στην αγορά των οικιακών κονσολών, παρά τις απώλειες το 1977 και το 1978.

Οι VES εξακολούθησαν να πωλούνται με κέρδος παρά τη συντριβή τους το 1977, και οι δύο Bally και Magnavox (με το Odyssey 2 το 1978) έφεραν τη δική τους προγραμματιζόμενη κασέτα με βάση τις κονσόλες τους στην αγορά. Ωστόσο, πουλούσαν με κέρδος μέχρι που η Atari κυκλοφόρησε μια μετατροπή του arcade παιχνιδιού Space Invaders το 1980 όπου η βιομηχανία οικιακών κονσολών αναβίωσε εξολοκλήρου.

Πολλοί καταναλωτές αγόρασαν ένα Atari μόνο και μόνο για το Space Invaders. Το Space Invaders γνωρίζοντας πρωτοφανή επιτυχία άρχισε την τάση των κατασκευαστών κονσολών να προσπαθούν να πάρουν τα αποκλειστικά δικαιώματα στους τίτλους arcade και την τάση των διαφημίσεων για τις κονσόλες παιχνιδιών που ισχυρίζονταν ότι φέρνουν στο σπίτι την arcade εμπειρία.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, αρκετές νέες εταιρείες κυκλοφόρησαν κονσόλες. Πολλές εκ των οποίων ήταν τεχνικά ανώτερες του Atari 2600 και διατίθεντο στην αγορά ως βελτιωμένες σε σχέση με το Atari 2600. Ωστόσο, η Atari κυριάρχησε, κάνοντας το Atari 2600 την πιο επιτυχημένη κονσόλα δεύτερης γενιάς.

Ωστόσο το 1983, η επιχείρηση βιντεοπαιχνιδιών υπέστη μια πολύ σοβαρή σύγκρουση. Μια πλημμύρα από νέες φθηνότερες κονσόλες, παιχνίδια με χαμηλή ποιότητα παιχνιδιού από μικρότερες επιχειρήσεις, έκαναν το βιομηχανικό ηγέτη βίντεο παιχνιδιών Atari να χάσει την αξιοπιστία του. Έτσι το αυξανόμενο σε αριθμό καταναλωτικό κοινό στράφηκε προς τα Home Computers, προκαλώντας στους καταναλωτές και τους λιανοπωλητές να χάσουν την πίστη και το ενδιαφέρον τους προς τις κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών.

Οι περισσότερες εταιρείες βίντεοπαιχνιδιών κήρυξαν πτώχευση ή μετακινήθηκαν σε άλλες βιομηχανίες, εγκαταλείποντας τις κονσόλες. Η Mattel Electronics πούλησε τα δικαιώματα της για το Intellivision στην INTV Corporation, η οποία συνέχισε να παράγει κονσόλες Intellivision και να αναπτύσσει νέους τίτλους παιχνιδιών για το Intellivision μέχρι το 1991. Όλες οι άλλες κονσόλες παιχνιδιών Βόρειας Αμερικής είχαν διακοπεί από το 1984.

Τρίτη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1983, η Nintendo κυκλοφόρησε το Family Computer (ή Famicom) στην Ιαπωνία. Όπως το Coleco Vision, έτσι και το Famicom υποστήριζε sprites υψηλής ανάλυσης και υπόβαθρο με περισσότερα χρώματα. Αυτό επέτρεψε στα παιχνίδια του Famicom να έχουν καλύτερα και πιο λεπτομερή γραφικά. Το Nintendo Famicom το 1985 βγήκε στις ΗΠΑ υπό τη μορφή του Nintendo Entertainment System (NES).

Στις ΗΠΑ, τα βιντεοπαιχνίδια εμφανίστηκαν ως μια μανία που είχε ήδη περάσει. Για να διαφοροποιήσει τα προϊόντα της από τις παλαιότερες αποτυχημένες κονσόλες, η Νintendo χρησιμοποίησε μια μπροστινή υποδοχή για τις κασέτες του NES και στη συσκευασία περιείχε το παιχνίδι Super Mario Brothers και άλλοτε ένα ελαφρύ όπλο (το Zapper). Επίσης διαφήμιζε το προϊόν της ως παιχνίδι και όχι ως κονσόλα βιντεοπαιχνιδιών.

Όπως το Space Invaders για το 2600, έτσι η Nintendo με το Super Mario Bros κατάφερε να καθιερωθεί στην αγορά των ΗΠΑ. Και με την επιτυχία της Nintendo, αναβίωσε η βιομηχανία βιντεοπαιχνιδιών και σύντομα νέες κονσόλες θα εισαχθούν τα επόμενα χρόνια για να ανταγωνιστούν το NES.

Σύντομα ένας από τους μεγαλύτερους αντιπάλους της Nintendo, η Sega κυκλοφόρησε το Master System, κάνοντάς το γνωστό ως το μόνο ικανό να ανταγωνιστεί το Nes. Σίγουρα είχε την πρόθεση να ανταγωνιστεί με το NES, αλλά ποτέ δεν κέρδισε ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς στις ΗΠΑ. Κυρίως όμως τα πήγε καλύτερα στην Ευρώπη στις εκδόσεις PAL, ιδίως στη Βραζιλία.

Τέταρτη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Sega ήθελε να ανακτήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς και κυκλοφόρησε γρηγορότερα την επόμενης γενιάς κονσόλα της, το Sega Mega Drive / Genesis, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία στις 29 Οκτωβρίου 1988, στις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 1989 (όπου μετονομάστηκε σε Sega Genesis) και στην Ευρώπη το 1990. Δύο χρόνια μετά η Nintendo θα βγάλει στην αγορά το Super Nintendo Entertainment System (SNES).

Η Sega θέλοντας να επεκτείνει την δύναμη του Mega Drive, έβγαλε τα Mega CD / Sega CD, τα οποία παρείχαν αυξημένο αποθηκευτικό χώρο για τα πολυμέσα, με βάση τα παιχνίδια που ήταν τότε στη μόδα μεταξύ της αναπτυξιακής κοινότητας. Αργότερα, κυκλοφόρησε το Sega 32X, το οποίο προσέθετε μερικές λειτουργίες επεξεργασίας πολυγώνου. Μερικές από αυτές χρησιμοποιήθηκαν και σε μηχανήματα επόμενης γενιάς.

Ωστόσο, τα περιφερικά αυτά ήταν μια εμπορική αποτυχία και οφειλόταν στην έλλειψη υποστήριξης λογισμικού, με το ενδιαφέρον των περισσότερων προγραμματιστών να είναι επικεντρωμένο στα πιο καινούρια και ισχυρότερα μηχανήματα.

Άλλες κονσόλες που περιλαμβάνονται στην τέταρτη γενιά είναι το TurboGrafx-16 της NEC και η σειρά Neo Geo της SNK.

Πέμπτη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες κονσόλες πέμπτης γενιάς ήταν το Atari Jaguar και το 3DO. Και τα δύο αυτά συστήματα ήταν πολύ πιο ισχυρά από το Super Nintendo Entertainment System (SNES) και το Mega Drive (γνωστό και ως Genesis στη Βόρεια Αμερική). Ήταν καλύτερα σε απόδοση πολυγώνων, είχαν μεγαλύτερη παλέτα χρωμάτων και οι ψηφιακοί δίσκοι (CD) που χρησιμοποιούσε το 3DO, παρείχαν περισσότερες πληροφορίες από ότι οι κασέτες και ήταν φθηνότεροι στην παραγωγή. Παρόλα αυτά καμία από τις κονσόλες αυτές δεν αποτέλεσαν σοβαρή απειλή για την Sega και τη Nintendo.

Το 3DO κοστίζει πολύ περισσότερο από την αγορά και του SNES και Mega Drive μαζί. Το Jaguar ήταν εξαιρετικά δύσκολο στο να προγραμματιστεί και αυτό οδήγησε σε έλλειψη των παιχνιδιών. Και οι δύο κονσόλες διέκοψαν την παραγωγή τους το 1996. Η Bandai θεωρώντας πως βρήκε ευκαιρία, εισάγει στη αγορά την Apple Macintosh κονσόλα, ονομαζόμενη ως Pip Pin, που ήταν περισσότερο σαν υπολογιστής χαμηλού κόστους παρά σαν μια μεγάλη κονσόλα, αλλά ούτε αυτή τα πήγε καλά στην αγορά.

Η Nintendo θα κυκλοφορήσει το εντυπωσιακών γραφικών Donkey Kong Country στην κονσόλα της (SNES). Επίσης παιχνίδια όπως το Star Fox, διέθεταν ένα επιπλέον τσιπ στο εσωτερικό της κασέτας για να εμφανίζει πολυγωνικά γραφικά. Η Sega ακολούθησε τα έξυπνα βήματα της Nintendo, απελευθερώνοντας το Vectorman και το Virtua Racing (το τελευταίο εκ των οποίων χρησιμοποιούσε το Sega Virtua επεξεργαστή).

Η πέμπτη γενιά για τους περισσότερους ξεκίνησε όταν βγήκαν στην αγορά τα Sega Saturn, Sony PlayStation και Nintendo 64. Το Saturn και το PlayStation χρησιμοποιούσαν CD, ενώ το Ν64 χρησιμοποιούσε κασέτες. Και οι τρεις εταιρίες είχαν πολύ μικρότερο κόστος από το 3DO και ήταν ευκολότερα στο να προγραμματιστούν από το Jaguar.

Έκτη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Sega που δεν είχε μείνει ικανοποιημένη από την πορεία του Saturn, ρίχνει νωρίς (1999) στην αγορά το τότε πανίσχυρο Dreamcast. Όμως η συνεχόμενη ανοδική πορεία, η μεγάλη υποστήριξη από τις εταιρίες και η πληθώρα τίτλων του PlayStation, συνέχισαν να επηρεάζουν αρνητικά το Dreamcast, παρόλο που ήταν ό,τι πιο δυνατό κυκλοφορούσε στην αγορά. Ένα χρόνο μετά η Sony κυκλοφορεί την δικιά της κονσόλα έκτης γενιάς, το PlayStation 2, κάνοντάς την, την πιο εμπορικά επιτυχημένη κονσόλας της έκτης γενιάς.

Μέσα στον επόμενο χρόνο η Nintendo βγάζει το Game Cube και μια νέα εταιρία μπαίνει στον χώρο των παιχνιδομηχανών, η Microsoft με το Xbox. Η μάχη συνεχιζόταν για καιρό με εμφανή τον πιο κουρασμένο αντίπαλο την Sega να αποχωρεί νωρίς από την μάχη των κονσολών, αναλαμβάνοντας πλέον τον ρόλο εκδότριας εταιρίας παιχνιδιών, κάτι το οποίο είχε κάνει και η Atari στο παρελθόν.

Η μεγαλύτερη διαφορά σε αυτή την γενιά συγκριτικά με τις προηγούμενες, ήταν ότι οι υπολογιστές είχαν επηρεάσει την εξέλιξη των κονσολών ως προς την δόμηση του λειτουργικού τους, στα μέσα αποθήκευσης και ανάγνωσης αρχείων και τέλος, στην πρόσβαση των κονσολών στο Διαδίκτυο.

Έβδομη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Xbox 360 κυκλοφόρησε στα τέλη της χρονιάς του 2005 από τη Microsoft. Προσφέρει μια καλύτερη σε απευθείας σύνδεση (online) εμπειρία και μια γραφική παράσταση από τον προκάτοχό του, καθώς επίσης και ασύρματα χειριστήρια. Επίσης, επιτρέπει στους χρήστες του να εισάγουν μουσική από το MP3 player ή άλλες πηγές στο σύστημα.

Το Playstation 3 κυκλοφόρησε από τη Sony τον Νοέμβριο του 2006. Ανήκει στην σειρά κονσολών Playstation. Στο Playstation 3 μπορούν να προβληθούν ταινίες, να αναπαραχθεί μουσική και να γίνει περιήγηση στο Διαδίκτυο.

Το Nintendo Wii, κυκλοφόρησε επίσης τον Νοέμβριο του 2006. Το χειριστήριο είναι ασύρματο, με ενσωματωμένο αισθητήρα κίνησης, που επιτρέπει στον χρήστη να ελέγξει πράγματα στο παιχνίδι κουνώντας το.

Όγδοη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το PlayStation Vita κυκλοφόρησε το 2011, το PlayStation 4 και το Xbox One το 2013, το Wii U το 2012, ενώ το Nintendo Switch το 2017.

Ένατη γενιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το PlayStation 5 και το Xbox Series X/S κυκλοφορούν το έτος 2020.