Βασίλειο της Ιβηρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Καυκασιανή Ιβηρία)
Ιβηρία
Ιβηρία του Καυκάσου
Βασίλειο της Ιβηρίας
იბერია
Βασίλειο υποτελές:

___________

[[Αχαιμενιδική Αυτοκρατορία|]]
 
[[Κολχίδα|]]
302 π.Χ.580 [[Σασσανική Ιβηρία|]]
 
[[Αυτοκρατορία των Σασσανιδών|]]
Τοποθεσία Ιβηρία, Κάρτλι
Κολχίδα και Ιβηρία του Καυκάσου
Πρωτεύουσα Αρμάζι
Μτσχέτα
Τιφλίδα
Γλώσσες Παλαιά Γεωργιανά
Θρησκεία Μιθραϊσμός
Ζωροαστρισμός
Δωδεκαθεϊσμός
Χριστιανισμός
(κρατική θρησκεία
από 326 ή 337)
Πολίτευμα Βασίλειο
Βασιλιάς
 -  299 π.Χ.234 π.Χ. πρώτος (1ος) βασιλιάς: Φαρνάβαζος Α΄ της Ιβηρίας
 -  ως 580 τελευταίος (37ος) βασιλιάς: Βακούριος Γ΄ της Ιβηρίας
Ιστορική εποχή Ελληνιστική εποχή, Ρωμαϊκή εποχή, Βυζαντινή εποχή
 -  Έναρξη το 302 π.Χ. με τη βασιλεία Φαρναβάζου Α΄ της Ιβηρίας
 -  Λήξη το 580 με την κατοχή των Σασσανίδων, την κατάργηση της βασιλείας και τη δημιουργία της Σασσανικής Ιβηρίας
Σήμερα Γεωργία
Τουρκία
Ρωσία
Αρμενία
Αζερμπαϊτζάν

Στην ελληνορωμαϊκή γεωγραφία, η Ιβηρία (αρχαία ελληνικά: Ἰβηρία), (γεωργιανά: იბერია), (ibɛriɑ) ήταν το όνομα για το βασίλειο του Νοτίου Καυκάσου, με επίκεντρο τη σημερινή ανατολική Γεωργία.

Μεταξύ του πρώτου αιώνα π.Χ. και του πρώτου αιώνα μ.Χ. η γη νότια του Μείζονος Καυκάσου και βόρεια του Ελάσσονος Καυκάσου διαιρέθηκε μεταξύ της Κολχίδας στα δυτικά, της Ιβηρίας του Καυκάσου στο κέντρο και της Αλβανίας του Καυκάσου στα ανατολικά. Προς τον νότο ήταν η Αρμενία. Η Ιβηρία είναι, επίσης γνωστή στα γεωργιανά ως Κάρτλι (αγγλικά: Kartli, γεωργιανά: ქართლი), από την κεντρική επαρχία του Κάρτλι, και ήταν κατά τη διάρκεια της κλασικής αρχαιότητας και του πρώιμου μεσαίωνα σημαντικό κράτος στην Καυκασία, είτε ως ανεξάρτητο κράτος, είτε ως εξαρτώμενο μεγαλύτερων αυτοκρατοριών, και ιδίως της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[1]

Ο πληθυσμός του, που είναι γνωστός ως οι Ίβηρες του Καυκάσου, αποτέλεσαν τον πυρήνα των Γεωργιανών (Κάρτβελοι) και το κράτος μαζί με την Κολχίδα, στα δυτικά του, θα αποτελέσουν, μεταξύ των ετών 1008–1490, τον πυρήνα του μεσαιωνικού Βασιλείου της Γεωργίας.[2][3]

Από τις αρχές του 6ου αιώνα, η θέση του βασιλείου, από υποτελές κράτος της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, άλλαξε, ευρισκόμενο σε άμεση περσική κυριαρχία. Το 580, ο βασιλιάς Ορμίσδας Δ΄ της Περσίας (578-590) κατάργησε τη μοναρχία μετά τον θάνατο του βασιλιά Βακουρίου Γ΄ της Ιβηρίας (Bacurius III of Iberia) και η Ιβηρία έγινε πλέον περσική επαρχία η οποία κυβερνιόταν από Πέρση κυβερνήτη «μαρζπάν» (marzpan ή marzban).

Ο όρος Καυκασιανή Ιβηρία ή Ιβηρία του Καυκάσου, χρησιμοποιείται κυρίως, για να αποφεύγεται η σύγχυση με την Ιβηρική χερσόνησο, το νοτιοδυτικό άκρο της Ευρώπης.

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γεωργία

Η προέλευση του ονόματος «Ιβηρία» είναι ασαφής. Μια θεωρία σχετικά με την ετυμολογία του ονόματός της, σύμφωνα με τον Γεωργιανό ιστορικό Γιόργκι Μελικισβίλι (Giorgi Melikishvili), προήλθε από τη σύγχρονη της εποχής εκείνης αρμενική ονομασία για τη Γεωργία, Βιρκ (Virk, αρμενικά: Վիրք ή Վիրք, Ivirkʿ [Իվիրք] και Iverkʿ [Իվերք]), η οποία συνδέθηκε με τη λέξη Σβερ ή Σβιρ (Sver ή Svir), την καρτβελιανή ονομασία για τους Γεωργιανούς.[4] Το γράμμα «s» σε αυτή την περίπτωση υπηρετεί ως πρόθεμα για τη ρίζα της λέξης Βερ ή Βιρ (Ver ή Vir). Κατά συνέπεια, με βάση τη θεωρία του Ιβάν Γιαβακισβίλι (Ivane Javakhishvili), από την εθνοτική ονομασία Σβερ (Sber, παραλλαγή του Sver), προήλθε η λέξη Χβερ (Hber ή Hver) και συνεπώς Ιβηρία, όπως και οι αρμενικές παραλλαγές, Βέρια και Βιρία (Veria και Viria).[4]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Ιβηρίας και της Κολχίδας, του Κριστόφ Κελλάριους (Christoph Cellarius), Λειψία 1796.

Στους προϊστορικούς χρόνους, η περιοχή της καυκασιανής Ιβηρίας κατοικήθηκε από διάφορες συναφείς φυλές, οι οποίες απέρρεαν από τον πολιτισμό Κύρου–Αράξη (αγγλικά: Kura–Araxes culture, πολιτισμός στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Κύρου και Αράξη), συλλογικά ονομάζονται Ίβηρες (Ανατολικοί Ίβηρες ή Ίβηρες της Ανατολής) στην ελληνορωμαϊκή εθνογραφία.

Οι Μόσχοι (Mushki ή Moschi), που αναφέρονται από διάφορους κλασικούς ιστορικούς και οι πιθανοί απόγονοί τους οι Σάσπηρες (Saspers), οι οποίοι αναφέρθηκαν από τον Ηρόδοτο, μπορεί να είχαν καθοριστικό ρόλο στην ενοποίηση των φυλών που κατοικούν στην περιοχή. Οι Μόσχοι είχαν μετακινηθεί αργά προς τους βορειοανατολικά δημιουργούμενους οικισμούς, καθώς ταξίδευαν. Ένας από αυτούς, τους οικισμούς, ήταν η πόλη Μτσχέτα, η μελλοντική πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ιβηρίας. Η περιοχή της Μτσχέτα αργότερα κυβερνιόταν από πρίγκιπα γνωστό τοπικά, ως mamasakhli (στα γεωργιανά ο «πατέρας του νοικοκυριού»).

Οι γραπτές πηγές για τις πρώιμες περιόδους της ιστορίας της Ιβηρίας είναι ως επί το πλείστον τα μεσαιωνικά «Γεωργιανά Χρονικά», τα οποία οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ως ημι-θρυλική αφήγηση.[5]

Ένα τέτοιο χρονικό, το Moktsevai Kartlisai ( «Conversion of Kartli») αναφέρει ότι ο κυβερνήτης Άζο (Azo) και οι άνθρωποί του, ήρθαν από την περιοχή Αριάν-Κάρτλι (Arian-Kartli) – τη θεωρούμενη ως αρχική πατρίδα των πρωτο-Ιβήρων, που ήταν υπό την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών μέχρι την πτώση της Περσικής Αυτοκρατορίας – και εγκαταστάθηκαν στον χώρο όπου και ίδρυσαν τη Μτσχέτα. Ένα άλλο γεωργιανό χρονικό, το Kartlis Tskhovreba («History of Kartli») ισχυρίζεται ότι ο Άζο ήταν αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος μαζί με τους στρατιώτες του σφάγιασε μια τοπική άρχουσα οικογένεια και κατέλαβαν την περιοχή, μέχρι να ηττηθεί, στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, από τον πρίγκιπα Φαρναβάζη (Pharnavaz I of Iberia), ως εκείνη τη στιγμή απλού τοπικού αρχηγού.

Η ιστορία περί της εισβολής του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Κάρτλι, αν και θρυλική, ωστόσο, αντανακλά τη δημιουργία της γεωργιανής μοναρχίας κατά την ελληνιστική περίοδο και της επιθυμίας μεταγενέστερων Γεωργιανών λογίων να συνδέσουν αυτό το γεγονός με τον περίφημο κατακτητή.[6]

Ο Φαρνάβαζος Α΄ και οι απόγονοί του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φαρνάβαζος Α΄ της Ιβηρίας, υπήρξε ο νικητής στην πάλη για την εξουσία, αλλά και ο πρώτος βασιλιάς της Ιβηρίας (βασίλεψε μεταξύ 302 π.Χ. ως 237 π.Χ.). Σύμφωνα με τα μεταγενέστερα «Γεωργιανά Χρονικά», μετά την αποτροπή της εισβολής, υπέταξε τις γειτονικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένου σημαντικού μέρους της προς τα δυτικά περιοχής της Κολχίδας (τοπικά γνωστής ως Λαζικής) και φαίνεται να είχε εξασφαλίσει την αναγνώριση του νεοσύστατου κράτους από τους Σελευκίδες της Συρίας. Ο Φαρνάβαζος λέγεται επίσης ότι έχτισε μια μεγάλη ακρόπολη, στην αρχαιολογική θέση της αρχαίας πόλης Αρμάζι (Armazi) και ένα ναό αφιερωμένο στον ομώνυμο θεό (Armazi), ενώ παράλληλα φαίνεται ότι δημιούργησε και ένα νέο σύστημα διοίκησης, που έκανε υποδιαίρεση της χώρας σε διάφορους νομούς, που ονομάζονταν «saeristavos» (από το «Eristavi»), φεουδαλικού χαρακτήρα.

Οι διάδοχοί του κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο στα ορεινά περάσματα του Καυκάσου με την περιοχή του φαραγγιού του Νταριάλ (επίσης γνωστό και ως οι «Ιβηρικές Πύλες») να είναι η πιο σημαντική τους κτήση.

Η χρονική περίοδος, που ακολούθησε αυτήν της αρχικής ευημερίας, ήταν μια εποχή από αδιάκοπους πολέμους, καθώς η Ιβηρία αναγκάστηκε να υπερασπιστεί εαυτόν, ενάντια σε πολυάριθμους εισβολές στα εδάφη της. Μερικές νότιες περιοχές της Ιβηρίας, που κατακτήθηκαν από το Βασίλειο της Αρμενίας, τον 2ο αιώνα π.Χ. επανενώθηκαν με την Αρμενία και περιοχές της Κολχίδας αποσχίστηκαν για να σχηματίσουν ξεχωριστά πριγκιπάτα (sceptuchoi, Σκεπτικοί). Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., ο Φαρναβαζίδης βασιλιάς Φαρνάκης της Ιβηρίας (Farnadjom of Iberia) εκθρονίστηκε από τα δικά του «θέματα» και το στέμμα δόθηκε στoν Αρμένιο πρίγκιπα Αρσάκη Α΄ της Ιβηρίας (Arshak) ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο της Ιβηρίας το 93 π.Χ., καθιερώνοντας τη δυναστεία των Αρσακιδών της Ιβηρίας (Artaxiad dynasty of Iberia).

Ρωμαϊκή περίοδος και Ρωμαιοπαρθιανή αντιπαλότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιβηρία κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Αυτή η στενή σχέση με την Αρμενία και τον Πόντο έφερε τη χώρα αντιμέτωπη με τη εισβολή του 65 π.Χ., υπό τον Ρωμαίο στρατηγό Πομπηίο, ο οποίος ήταν τότε σε πόλεμο με τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Πόντου και την Αρμενία, αλλά τότε η Ρώμη δεν εδραίωσε την εξουσιαστική της δύναμή της μόνιμα πάνω στην Ιβηρία. Δεκαεννέα χρόνια αργότερα, οι Ρωμαίοι εκστράτευσαν εκ νέου, το 36 π.Χ., προς την Ιβηρία αναγκάζοντας τον βασιλιά Φαρνάβαζο Β΄ της Ιβηρίας να συμμετάσχει στην εκστρατεία τους κατά της Αλβανίας του Καυκάσου.

Καθώς το γεωργιανό βασίλειο της Κολχίδας μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, η Ιβηρία αποδέχθηκε ελεύθερα τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική προστασία. Μια λίθινη επιγραφή, η οποία ανακαλύφθηκε στην πόλη Μτσχέτα, αναφέρει τον ηγεμόνα του 1ου αιώνα Μιθριδάτης Α΄ της Ιβηρίας (Mithridates I of Iberia, βασίλεψε από το 58-106) ως «φίλο των Καισάρων» και ως βασιλιάς «των Ιβήρων, που αγαπούν τους Ρωμαίους». Ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός οχύρωσε την αρχαία Μτσχέτα του Αρζαμί (Mtskheta site of Arzami) για τους Ίβηρες βασιλιάδες το 75.

Τους δυο επόμενους αιώνες η ρωμαϊκή επιρροή στην περιοχή συνεχίσθηκε, αλλά από την εποχή του βασιλιά Φαρασμάνη Β΄ της Ιβηρίας (Pharsman II of Iberia, βασίλεψε από το 116-132) η Ιβηρία είχε ανακτήσει μέρος της παλιάς εξουσίας της. Οι σχέσεις μεταξύ του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού και του Φαρασμάνη Β΄ ήταν τεταμένες, αν και ο Αδριανός λέγεται ότι προσπάθησε να τον κατευνάσει. Ωστόσο, μόνο υπό του διαδόχου του Αδριανού, του Αντωνίνου οι σχέσεις βελτιώθηκαν σε τέτοιο βαθμό, που ο Φαρασμάνης Β΄ της Ιβηρίας φέρεται ακόμα και να είχε επισκεφθεί τη Ρώμη, ενώ ο Δίων Κάσσιος αναφέρει ότι ένα άγαλμα στήθηκε προς τιμή του. Η περίοδος αυτή έφερε σημαντική αλλαγή στην πολιτική κατάσταση της Ιβηρίας με τη Ρώμη, καθώς η δεύτερη τους αναγνώριζε ως στρατηγικό σύμμαχο, αντί του προηγούμενου καθεστώτος το οποίο τους αντιμετώπιζε ως υποκείμενο κράτος. Η πολιτική κατάσταση αυτή παρέμεινε η ίδια, ακόμα και κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους Πάρθες.

Από τους πρώτους αιώνες, η λατρεία του Μίθρα και ο Ζωροαστρισμός ήταν οι θρησκείες που συνήθως ασκούνταν στην Ιβηρία. Ανασκαφές σε πλούσιες ταφές στο Μπόρι (Bori), το Αρμάζι (Armazi) και το Ζγούδερι (Zguderi) έδωσαν ως κτερίσματα ασημένια κύπελλα με εντύπωση αλόγου, μπροστά σε βωμούς.[7] Η λατρεία του Μίθρα, διακρίνεται με συγκριτικό χαρακτήρα και συμπληρωματικά προς τις τοπικές λατρείες, ειδικά τη λατρεία του Ήλιου, που σιγά-σιγά συγχωνεύθηκε με τις αρχαίες γεωργιανές πεποιθήσεις. Ερευνητές πιστεύουν ότι ο Μίθρας μπορεί να ήταν ο αντίστοιχος πρόδρομος του Αγίου Γεωργίου για την παγανιστική Γεωργία.[8] Βήμα προς βήμα, οι περσικές πεποιθήσεις και οι τρόποι ζωής άρχισαν να διεισδύουν βαθιά στις πρακτικές της ιβηρικής διοίκησης και της αριστοκρατίας: Η αρμαζανική γραφή και γλώσσα, η οποία βασιζόταν στην αραμαϊκή (βλ. Τσερετέλι, Tsereteli), εγκρίθηκε επίσημα (σειρά από επιγραφές στα Αραμαϊκά των κλασικών - ελληνιστικών χρόνων είναι γνωστές επίσης και από την Κολχίδα),[9] καθώς η εξουσιαστική δομή οργανώθηκε με βάση την αντίστοιχη περσική, οι ενδυμασίες επηρεάστηκαν από τις αντίστοιχες ιρανικές, η Ιβηρική ελίτ υιοθέτησε ιρανικά ονόματα[10] και η επίσημη λατρεία του Αρμαζί εισήχθη από τον βασιλιά κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. (που συνδέονται σύμφωνα με τα μεσαιωνικά «Γεωργιανά Χρονικά» και με τον Ζωροαστρισμό).[11]

Μεταξύ Ρώμης, Βυζαντίου και Περσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 224 σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ιβηρίας διαδραματίζει η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, υπό τον Αρδασίρ Α΄ της Περσίας.[12] Με την αντικατάσταση των αδυνάτων πλέον Πάρθων ο πολιτικός προσανατολισμός της Ιβηρίας μετατοπίσθηκε μακριά από τη Ρώμη. Η Ιβηρία έγινε κράτος υποτελές των Σασσανιδών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σαπώρη Α΄ της Περσίας (Shapur Ι, βασίλεψε από το 241-272). Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών φαίνεται να ήταν φιλικές στην αρχή, η Ιβηρία συνεργάστηκε στις περσικές εκστρατείες ενάντια στη Ρώμη, και ο βασιλιάς Αμάζασπης Γ΄ της Ιβηρίας (Amazasp III of Iberia, βασίλεψε το 260-265) καταλογραφείται ως υψηλός αξιωματούχος των Σασσανιδών, και όχι ως υποτελής που είχε ενταχθεί με τη δύναμη των όπλων. Αλλά οι επιθετικές τάσεις των Σασσανιδών ήταν εμφανείς στη διάδοση του Ζωροαστρισμού, ο οποίος πιθανότατα αναπτύσσεται στην Ιβηρία μεταξύ των δεκαετιών του 260 ως και του 290.

Ωστόσο, με τη συμφωνία Ειρήνη της Νισίβιδος (στη Νισίβιδα) το 298), ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απέκτησε τον έλεγχο της Ιβηρίας του Καυκάσου και πάλι, ως κράτος υποτελές, αναγνώρισε την κυριαρχία στην περιοχή Καυκάσου περιοχή, αναγνώριζε, τον Μιριανό Γ΄ της Ιβηρίας, τον πρώτο της δυναστείας των Χοσροϊδών (Chosroid) ως βασιλιά της Ιβηρίας.

Υιοθέτηση του χριστιανισμού και περσική περίοδος των Σασσανιδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ρωμαϊκή κυριαρχία αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για τα θρησκευτικά ζητήματα, δεδομένου ότι ο βασιλιάς Μιριανός Γ΄ της Ιβηρίας και άλλοι ευγενείς του βασιλείου, ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό, περίπου το 317 και τον διακήρυξε ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Το συμβάν αυτό σχετίζεται με την αποστολή της Καππαδίκισσας Αγίας Νίνας η οποία από το 303 κήρυττε τον Χριστιανισμό στο γεωργιανό βασίλειο της Ιβηρίας (τη σημερινή ανατολική Γεωργία).

Η θρησκεία θα οδηγήσει σε ισχυρό δεσμό μεταξύ της Γεωργίας και της Ρώμης αρχικά και στη συνέχεια του Βυζαντίου και είχε μεγάλης κλίμακας αντίκτυπο τόσο για τον πολιτισμό, όσο και για την κοινωνία και το κράτος. Τα ιρανικά στοιχεία επιρροής στη γεωργιανή τέχνη μειώνονται σταδιακά, καθώς αρχίζει η άνοδος του Χριστιανισμού τον ίδιο αιώνα.[13]

Ωστόσο, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης του εκστρατείας στην Περσία το 363, η Ρώμη εκχώρησε τον έλεγχο της Ιβηρίας στην Περσία, και ο βασιλιάς Ασπακούρης Β΄ της Ιβηρίας (Varaz-Bakur I ή Aspacures II of Iberia ή Asphagur, βασίλεψε από το 363-365), έγινε υποτελής των Περσών, αποτέλεσμα που επιβεβαιώθηκε, το 387, με την Ειρήνη της Ακιλισίνης (Peace of Acilisene), στην Ακιλισίνη (σήμερα το Χακντίνκ, Hachdeanq).[14]

Παρόλα αυτά, όμως, ο μεταγενέστερος ηγεμόνας του Κάρτλι, ο Φαρασμάνης Δ΄ της Ιβηρίας (Pharsman IV, βασίλεψε από το 406-409), διατηρώντας τη διάθεση αυτονομίας της χώρας σταμάτησε να αποτίει φόρο τιμής στην Περσία.[14] Σύντομα, η Περσία επικράτησε και οι Σασσανίδες βασιλείς απαιτούν να διοριστεί αντιβασιλιάς (pitiaxae/bidaxae), προκειμένου να ελέγχουν το υποτελές κράτος.[14] Τελικά δημιούργησαν κυβερνείο για το Κάτω Κάρτλι (Lower Kartli ή Kvemo Kartli) εγκαινιάζοντας την Kartli pitiaxate, η οποία έφερε εκτεταμένα εδάφη υπό τον έλεγχό τους.[14] Παρά το γεγονός ότι παρέμεινε μέρος του βασιλείου του Κάρτλι, οι αντιβασιλείς αυτοί, μετέτρεψαν σταδιακά τις περιοχές ευθύνης τους σε κέντρα περσικής επιρροής.[14]

Οι Σασσανίδες ηγεμόνες έθεσαν τη ροπή των Γεωργιανών προς το Χριστιανισμό σε δοκιμασία. Προωθούσαν τις διδασκαλίες του Ζωροάστρη και από τα μέσα του 5ου αιώνα ο Ζωροαστρισμός είχε γίνει η δεύτερη επίσημη θρησκεία στην ανατολική Γεωργία παράλληλα με τον Χριστιανισμό.[15]

Η πρώτη περίοδος της βασιλείας του βασιλιά Βαχτάνγκ Α΄ της Ιβηρίας (Vakhtang I of Iberia, είχε βαπτιστεί ως Gorgasali, βασίλεψε από το 447-502) σημαδεύτηκε από την αναβίωση του βασιλείου. Επισήμως, ως κράτος υποτελές των Περσών, εξασφάλισε τα βόρεια σύνορα με την υποταγή των βουνίσιων κατοίκων του Καυκάσου και έφερε τα γειτονικά δυτικά και νότια γεωργιανά εδάφη υπό τον έλεγχό του. Ίδρυσε αυτοκέφαλο Πατριαρχείο στο Μτσχέτα και έκανε την Τιφλίδα πρωτεύουσά του. Το 482 οδήγησε τη γενική εξέγερση εναντίον της Περσίας και ξεκίνησε έναν απελπισμένο πόλεμο για την ανεξαρτησία, ο οποίος κράτησε για είκοσι χρόνια. Χωρίς να λάβει τη βυζαντινή υποστήριξη τελικά ηττήθηκε και πέθανε στη μάχη το 502.

Πτώση του βασιλείου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνεχιζόμενη αντιπαλότητα μεταξύ του Βυζαντίου και της Σασσανικής Περσίας για την υπεροχή στον Καύκασο και η επόμενη αποτυχημένη εξέγερση, το 523 των Γεωργιανών, υπό τον Gurgen έφερε μεγάλες συνέπειες στη χώρα. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς της Ιβηρίας είχε πλέον μόνο ονομαστική ισχύ, ενώ η χώρα του είχε ουσιαστικά αποκλειστεί από τους Πέρσες. Το 580, ο Ορμίσδας Δ΄ της Περσίας (βασίλεψε από το 578-590) κατάργησε τη μοναρχία, μετά τον θάνατο του βασιλιά Βακουρίου Γ΄ της Ιβηρίας και η Ιβηρία έγινε περσική επαρχία που κυβερνάται από κυβερνήτη «μαρζπάν» (marzpan). Οι Γεωργιανοί ευγενείς κάλεσαν, το 582, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο να βοηθήσει, ώστε να αναβιώσει το βασίλειο της Ιβηρίας, αλλά το 591 Βυζάντιο και Περσία συμφώνησαν να διαιρέσουν την Ιβηρία μεταξύ τους, με την Τιφλίδα να περιέρχεται στα περσικά χέρια και το Μτσχέτα να είναι υπό βυζαντινό έλεγχο.

Στις αρχές του 7ου αιώνα, η εκεχειρία ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Περσία κατέρρευσε. Ο Ίβηρας πρίγκιπας Στέφανος Α΄ της Ιβηρίας (Stephanoz Ι, περ. 590 - 627), αποφάσισε το 607 να ενώσει τις δυνάμεις του με την Περσία, προκειμένου να επανενώσει όλες τις περιοχές της Ιβηρίας, στόχου που φαίνεται να έχει καταφέρει. Αλλά ο αυτοκράτορας Ηράκλειος με επιθέσεις το 627 και το 628 έφερε νίκη κατά των Γεωργιανών και των Περσών και εξασφάλισε τη βυζαντινή κυριαρχία στη δυτική και ανατολική Γεωργία, μέχρι την εισβολή στον Καύκασο των Αράβων.

Αραβική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Άραβες έφτασαν στην Ιβηρία περίπου το 645 και ανάγκασαν τον πρίγκιπα (eristavi) Στέφανο Α΄ της Ιβηρίας (Stephanoz II από το 637-650), να εγκαταλείψει την υποταγή προς το Βυζάντιο και να αναγνωρίσει τον Χαλίφη ως επικυρίαρχο. Η Ιβηρία έγινε εκ νέου υποτελές κράτος στον Άραβα εμίρη που είχε εγκατασταθεί στην Τιφλίδα, περίπου το 653. Στις αρχές του 9ου αιώνα, ο πρίγκιπας (eristavi) Ασοτ Α΄ της Ιβηρίας (Ashot I of Iberia, βασίλευσε το 813-830) του νέου Οίκου των Βαγρατιδών-Ιβηρίας (ρωσ. Bagrationi), από τη βάση του στη νοτιοδυτική Γεωργία, εκμεταλλεύτηκε την αποδυνάμωση της αραβικής κατοχής προκειμένου να καθιερωθεί ως «κληρονομικώ δικαιώματι» ο πρίγκιπας, με τον βυζαντινό μάλιστα τίτλο του Κουροπαλάτη της Ιβηρίας. Ο διάδοχός του, ο Αδαρνάσης Δ΄ της Ιβηρίας (Adarnase IV of Iberia, βασίλευσε από το 888-923), επίσημα υποτελής του Βυζαντίου, στέφθηκε ως ο «βασιλιάς των Γεωργιανών» το 888. Ο απόγονος του, ο Βαγράτιος Γ΄ της Γεωργίας (Bagrat III of Georgia, βασίλευσε από το 975-1014), ένωσε τις διάφορες ηγεμονίες μαζί, προκειμένου να σχηματίσουν το ενιαίο Γεωργιανό κράτος.

Ανατολικοί και δυτικοί Ίβηρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ομοιότητα του ονόματος με τα παλαιούς κατοίκους της Ιβηρικής χερσονήσου, τους «δυτικούς Ίβηρες», έχει οδηγήσει στην ιδέα της εθνογενετικής συγγένειας μεταξύ αυτών και των ανθρώπων της Ιβηρίας του Καυκάσου, που ονομάζονται και «ανατολικοί Ίβηρες».

Υποστηρίχθηκε από διάφορους αρχαίους και μεσαιωνικούς συγγραφείς, αν και διέφεραν στην προσέγγιση του προβλήματος του αρχικού τόπου της καταγωγής τους. Η θεωρία φαίνεται να ήταν δημοφιλής στη μεσαιωνική Γεωργία. Ο διακεκριμένος Γεωργιανός θρησκευτικός συγγραφέας Γεώργιος ο Αγιορείτης (George of Athos ή Giorgi Mtatsmindeli ή George of Mt. Athos) (1009-1065) έγραψε για την επιθυμία ορισμένων ευγενών της Γεωργίας να ταξιδέψουν στην Ιβηρική χερσόνησο και να επισκεφθούν τους ντόπιους «Γεωργιανούς της Δύσης», όπως τους αποκαλούσε.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ehsan Yarshater (1983). The Cambridge History of Iran: The Seleucid, Parthian, and Sasanian periods. Cambridge University Press. σελίδες 520–. ISBN 978-0-521-20092-9. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2013. 
  2. Ronald Grigor Suny. The Making of the Georgian Nation. Indiana University Press, p. 13 ISBN 0-253-20915-3.
  3. William Coffman McDermott, Wallace Everett Caldwell. Readings in the History of the Ancient World. p. 404.
  4. 4,0 4,1 Suren T. Yeremyan, «Իբերիա» (Iberia). Soviet Armenian Encyclopedia. vol. iv. Yerevan, Armenian SSR: Armenian Academy of Sciences, 1978, p. 306.
  5. Stephen H. Rapp. Studies in medieval Georgian historiography: early texts and Eurasian contexts, vol 601. Peeters Publishers, 2003. ISBN 90-429-1318-5, 9789042913189. P. 275. "While P’arnavaz may in fact be a fabrication, it is more feasible that over time the memory of the historical P’arnavaz accumulated a legendary facade."
  6. Rapp, Stephen H. (2003), Studies In Medieval Georgian Historiography: Early Texts And Eurasian Contexts, pp. 141-142. Peeters Publishers, ISBN 90-429-1318-5.
  7. Machabeli, pls. 37, 51-54, 65-66
  8. Makalatia, pp. 184-93
  9. Braund, pp. 126-27)
  10. Braund, pp. 212-15
  11. Apakidze, pp. 397-401
  12. Spaeth 2013, σελ. 133.
  13. «GEORGIA iii. Iranian elements in Georgian art and archeology». Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2015. 
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 Alexander Mikaberidze. Historical Dictionary of Georgia Rowman & Littlefield, 6 feb. 2015 ISBN 978-1442241466 p 528
  15. «The Making of the Georgian Nation». Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2015. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Spaeth, Barbette Stanley (2013). The Cambridge Companion to Ancient Mediterranean Religions. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0521113962. 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Roger Rosen, Jeffrey Jay Foxx. Georgia: A sovereign country of the Caucasus
  • Thomson, Robert W. Rewriting Caucasian History (1996) ISBN 0-19-826373-2
  • Braund, David. Georgia in Antiquity: A History of Colchis and Transcaucasian Iberia, 550 BC-AD 562 (New York: Oxford University Press, 1994) ISBN 0-19-814473-3
  • Lang, David Marshall. The Georgians (London: Thames & Hudson, 1966)
  • Toumanoff, Cyril. Studies in Christian Caucasian History. Washington D.C.: Georgetown University Press, 1963
  • Edward Gibbon, Volume II, Chapter XLII, discusses Iberia as one of the areas in the «Barbaric world»