Ιωάννης Μαμούρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Μαμούρης
Ο Ιωάννης Μαμούρης σε ξυλογραφία από το περιοδικό Εθνικόν Ημερολόγιον Βρετού του 1868.
ΨευδώνυμοΓιάννης του Γκούρα
Γέννηση1797
Δρέμισα Φωκίδος, Οθωμανική Αυτοκρατορία
Θάνατος12 Απριλίου 1867 (70 ετών)
Αθήνα, Ελλάδα
ΧώραΕλλάδα
ΚλάδοςΣτρατός Ξηράς
ΒαθμόςΥποστράτηγος
Μάχες/πόλεμοιΕπανάσταση του 1821/
απελευθέρωση Σαλώνων, μάχη στο χάνι της Γραβιάς, μάχη Βασιλικών, πολιορκία Ακροπόλεως, μάχη της Πέτρας.
ΣύζυγοςΚόρη του Ιωάννη Βλάχου
ΣυγγενείςΓιάννης Γκούρας ( ξάδελφος )

Ο Ιωάννης Μαμούρης ή Γιάννης του Γκούρα (Δρέμισα Φωκίδος, 1797 - Αθήνα, 12 Απριλίου 1867) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της επανάστασης του 1821 και αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Ήταν ένας εκ των δολοφόνων του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαμούρης γεννήθηκε το 1797[1] στη Δρέμισα Φωκίδος και σε ηλικία δεκαεπτά χρονών κατατάχτηκε στους ορεσίβιους κλέφτες της Στερεάς Ελλάδας. Ανήλθε μέχρι το βαθμό του αντιστράτηγου.Πέθανε στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 1867 σε ηλικία 70 ετών[1]. Ήταν παντρεμένος με την κόρη του Αθηναίου προύχοντα Ιωάννη Βλάχου.[2] Γιος του ήταν ο υποστράτηγος Ηρακλής Μαμούρης. Ήταν αγωνιστής της Επανάστασης και στρατιωτικό στέλεχος της Καποδιστριακής και Οθωμανικής περιόδου, ήταν εξάδελφος του στρατηγού Γιάννη Γκούρα και έμεινε γνωστός ως «Γιάννης του Γκούρα». Διακρίθηκε σε μάχες στη Στερεά Ελλάδα και στην Αττική και πρωταγωνίστησε, συχνά, για το προσωπικό συμφέρον του, στις εμφύλιες συρράξεις των Ελλήνων. Υπήρξε ένας από τους βασανιστές και δολοφόνους του Οδυσσέα Ανδρούτσου. [3]

Με την έναρξη της Ελληνική Επανάστασης του 1821 κατατάχτηκε, όπως και ο Γιάννης Γκούρας, υπό τις διαταγές του ισχυρού µεγαλοκαπετάνιου και αρματολού της Ανατολικής Στερεάς, Πανουργιά, συµµετέχοντας ως επικεφαλής μικρής ομάδας ενόπλων στις επιχειρήσεις που κατέληξαν στην άλωση της πόλης και του φρουρίου της Άµφισσας (Σάλωνα) στις 10 Απριλίου 1821. Μάλιστα, ανέλαβε την φύλαξη των αιχμαλώτων Οθωμανών οι οποίοι τελικά εκτελέστηκαν σχεδόν όλοι από τον, ξάδελφο του Μαμούρη, Γιάννη Γκούρα, με εντολή του Πανουργιά.[4] Συμμετείχε υπό τον Ανδρούτσο στη μάχη της Γραβιάς και ήταν µεταξύ των 120 που δέχτηκαν να κλειστούν στο Χάνι της Γραβιάς, για να αντιµετωπίσουν τις δυνάµεις του οθωµανού πολέµαρχου Οµέρ Πασά Βρυώνη (8 Μαΐου 1821).Συμμετείχε υπό τον Γκούρα στη μάχη των Βασιλικών και επέτυχαν σηµαντική νίκη εναντίον ισχυρών οθωµανικών σωµάτων υπό τους Μπεϊράν Πασά, Σαχίν Αλή Πασά και Μεµίς Πασά[1]. Στην μάχη του Μαραθώνα κατάστρεψε τους νέους γενίτσαρους μαζί με τον αρχηγό τους τον Ομέρ Πασά. Αργότερα , το 1822, πολέμησε υπό τις διαταγές του Γκούρα, διοριζόμενος ως υποφρούραρχος των στρατιωτών της Αθήνας, όπου πρωτοστάτησε μαζί με τον εξάδελφό του σε αυθαιρεσίες του εις βάρος των κατοίκων[1]. Φόνευσε με το ίδιο του το χέρι τον αρχηγό της τουρκικής φρουράς Χάινταν.Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου , ευθυγραµµίστηκε, όπως και οι περισσότεροι οπλαρχηγοί της Ρούµελης, µε τη νικητήρια φατρία των Κουντουριωτών και του πολιτικού καθοδηγητή τους Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Η επιλογή αυτή τον προικοδότησε µε κύρος και άνοδο στην στρατιωτική ιεραρχία.

Γιάννης Μαμούρης

Όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήρθε σε ρήξη µε την κυβέρνηση και ο Γκούρας ανέλαβε να συλλάβει τον τέως προστάτη του, ο Μαµούρης ανέλαβε τη φρουραρχία της Ακρόπολης. Ο Ανδρούτσος συνελήφθη από τον Γκούρα και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη.[1]

Το 1824 προβιβάστηκε σε χιλίαρχο[5]. Δολοφόνησε στις 5 Ιουνίου του 1825, μαζι με τους Παπακώστα Τζαμάλα, Μήτρο της Τριανταφυλλίνας και το στρατιώτη Θεοχάρη από το Λιδωρίκι, τον Οδυσσέα Ανδρουτσο στη φυλακή του στην Ακρόπολη της Αθήνας, στραγγαλίζοντάς τον. Έπειτα πέταξαν το πτώμα από τον πύργο του Γουλά ώστε να φανεί πως ο θάνατος του θύματος προήλθε στην προσπάθειά του να αποδράσει.[6] Αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας υπήρξε, στο πρόσωπο του στρατιώτη Κωνσταντίνου Καλατζή, ο οποίος εκείνη τη βραδιά φύλαγε σκοπός. Πολλά χρόνια αργότερα αποκάλυψε την αλήθεια στον δικηγόρο Σπύρο Φόρτη και η διήγηση του δημοσιεύτηκε με καθυστέρηση στην εφημερίδα Καιροί της Αθήνας το 1898.

Κατά τα τέλη του 1825 ήταν ένας από τους θιασώτες της δημιουργίας τακτικού στρατού. Όμως, κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, αυτός και άλλοι οπλαρχηγοί αντέδρασαν φοβούμενοι πως με τη γενίκευση του θεσμού θα έχαναν την επιρροή τους.[7] Το ίδιο έτος, συμμετείχε στην εκστρατεία του Φαβιέρου στην Εύβοια (Φεβρουάριος – Μάρτιος 1826) και αργότερα έλαβε μέρος στην άμυνα της Ακρόπολης, από τις δυνάµεις του Μεχµέντ Ρεσίντ Κιουταχή Πασά, µέχρι την παράδοση του φρουρίου τον Μάιο του 1827[1]. Τον Ιανουάριο του 1826 υπερασπιστές του Μεσολογγίου απορρίπτουν την πρόταση του Ιμπραήμ για παράδοση της πόλης. Στις 9 Ιανουαρίου ο ελληνικός στρατός υπό τον Μιαούλη και 25 πλοία, των οποίων η δαπάνη είχε καλυφθεί με δημόσιο έρανο καταπλέει στο Μεσολόγγι και ναυμαχεί με τα εχθρικά πλοία επί μακρόν, με αμφίρροπο αποτέλεσμα .Αυτή τη φορά δεν καταφέρνει να αποκτήσει τον θαλάσσιο έλεγχο της περιοχής, οι προμήθειες και τα πυρομαχικά τελειώνουν και στις 26 Ιανουαρίου ο στόλος αναχωρεί αφού παραλαμβάνει και  μία εξαμελή επιτροπή των πολιορκούμενων Μεσολογγιτών προς την Κυβέρνηση. Ηταν ο τελευταίος ανεφοδιασμός της πόλης[3]. Μετά το θάνατο του Γκούρα, τον αντικατέστησε στη θέση του φρούραρχου.

Επί Ιωάννη Καποδίστρια, ο Μαµούρης επιδεικνύοντας επιδεξιότητα στην αλλαγή προστατών µετατοπίστηκε από το «γαλλικό» στο «ρωσικό» κόµµα δηλώνοντας νοµιµοφροσύνη και πίστη στο καποδιστριακό καθεστώς. Έτσι επέτυχε να ενταχθεί στους νέους ηµιτακτικούς σχηµατισµούς αρχικά ως πεντακοσίαρχος στη Δ΄ Χιλιαρχία του Γιώργου Δυοβουνιώτη (1820),[8] και στη συνέχεια ως ταγµατάρχης – διοικητής του Δ΄ Ελαφρού Τάγµατος (τέλη 1829). Διακρίθηκε  το 1829 για τη συμμετοχή του στη μάχη της Πέτρας, η οποία αποτέλεσε την τελευταία εχθροπραξία της Ελληνικής Επανάστασης.[9] Στα τέλη του 1830 κατατάχτηκε στο τακτικό στράτευμα, διοριζόμενος αρχικά ως ταγματάρχης.[9]

Διακρίθηκε για τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπισε τις εγχώριες στάσεις και εξεγέρσεις κατά του Όθωνα και ανήλθε μέχρι το βαθμό του υποστράτηγου. Επί Όθωνα, αν και µέλος του ρωσικού-καποδιστριακού κόµµατος, επέτυχε χάρις στις πελατειακές διασυνδέσεις και το κύρος που διέθετε στην περιοχή της Ανατολικής Στερεάς, να ενταχθεί στο νέο βασιλικό στρατό. Εντάχθηκε στο σώµα της Οροφυλακής, έγινε διαδοχικά συνταγµατάρχης και υποστράτηγος – διοικητής της Οροφυλακής Ανατολικής Ελλάδος και δραστηριοποιήθηκε στις επιχειρήσεις εναντίον των ληστών της ευρύτερης περιοχής[1].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 «Πάντειος - Τμήμα Πολιτικών Επιστημών | Μαμούρης Ιωάννης» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 18 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. 
  2. Κασομούλη, 2013, σ. 381.
  3. 3,0 3,1 Ανδρονίκη Π. Χρυσάφη, Το '21 και οι πρωταγωνιστές του, σελ.114.
  4. Διονύσιος Κόκκινος, Η ελληνική επανάστασις, τόμος Α', 1974, σ. 325.
  5. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμος ΣΤ', 1982, σ. 680.
  6. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμος Ζ',1986, σ. 209.
  7. Βακαλόπουλος, 1986, Ζ', σ. 313, 525.
  8. Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα στρατιωτικά της επανάστασης των Ελλήνων 1821 - 1833, Πελακάνος, 2013, σ. 45 - 46.
  9. 9,0 9,1 Κασομούλη, 2013, σ. 230.

Βιβλιογραφικές Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιωάννης Μαμούρης βιογραφικά στοιχεία από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών
  • Μαρίνος Βρετός (1868). Εθνικόν ημερολόγιον. Εν Αθήναις: Παρά τω Κ. Δραγούμη εκδότη της Πανδώρας.